GuidePedia

0

Ελληνοτουρκική κρίση 2020 Διακύβευμα – Αίτια: μία προσέγγιση λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο της τουρκοϊσλαμικής στρατηγικής.

Γράφει ο Διονύσης Παντής*
Η Ελληνοτουρκική κρίση του 2020 αποτελεί εφαρμογή του τουρκικού δόγματος της MAVI VATAN (Γαλάζια «Πατρίδα»!) στο Αιγαίο. Προαναγγέλθηκε τέλη Μαΐου με την δημοσίευση των «αιτημάτων» της κρατικής πετρελαϊκής εταιρίας ΤΡΑΟ στην Γενική Διεύθυνση Μεταλλευτικών και Πετρελαϊκών Έργων (MAPEG) για έρευνες υδρογονανθράκων νοτιοανατολικά της Κρήτης και ανατολικά/νότια της Ρόδου και εκτελέστηκε αμέσως μετά με πρωτοφανή ένταση προκλητικότητας και επιθετικότητας από τα γεγονότα της 21- 23 Ιουλίου και έως και αυτά 22-29 Νοεμβρίου μετά από έκδοση αντίστοιχων NAVTEX για .. έρευνες από τουρκικά ερευνητικά πλοία με την συνοδεία του τουρκικού στόλου, που έρχονταν και έφευγε με εμφανή στόχο την εκβίαση θερμού επεισοδίου ή εξαναγκασμένης «διαπραγμάτευσης» …

Η ελληνοτουρκική κρίση του 2020 έπεται της στρατηγικής πρόκλησης που αποτέλεσε για την πατρίδα μας η συνομολόγηση του τουρκολιβυκού μνημονίου και ακολουθείται από την κρίση του «ανοίγματος» στα Βαρώσια στην Κύπρο.

Τρεις κρίσεις – ξετύλιγμα του τουρκικού ισλαμικού επεκτατισμού και αναθεωρητισμού μέσα σε μόλις δύο χρόνια που συμπίπτουν και με την εκλογή νέας κυβέρνησης στην χώρα στις 7 Ιουλίου 2019.

Η Ελληνοτουρκική κρίση του 2020 αποσκοπεί να εδραιώσει την τουρκική πολιτική στο Αιγαίο (όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο στη Μεσόγειο και το άνοιγμα των Βαρωσίων στο Κυπριακό).

Συγκεκριμένα να μετατοπίσει την ελληνική δικαιοδοσία στο Αιγαίο δυτικά του 25ου Μεσημβρινού, να εγκλωβίσει τελεσίδικα, de facto στην αρχή και de jure κατόπιν, την Ελλάδα σε αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ. στο Αιγαίο και τίποτε άλλο σε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη ή άλλες θαλάσσιες ζώνες

ή εν δυνάμει επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 νμ που προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας (το οποίο ούτως ή άλλως δεν αποδέχεται η Τουρκία όπως έχει κωδικοποιηθεί στις Συμβάσεις του Δικαίου της Θάλασσας και δεν την «συμφέρει») και διεκδικήσει «ειδικά» δικαιώματα αλιείας και εντός της ελληνικής αιγιαλίτιδας, κατά το «πρότυπο» που η Ελλάδα,

κατά παρέκκλιση προηγούμενων διαπραγματευτικών θέσεων της ελληνικής διπλωματίας (αν και αλήθεια είναι πιεζόμενη από την στρατηγική για τα ελληνικά συμφέροντα πρόκληση που αποτελεί το τουρκολιβυκό μνημόνιο) παραχώρησε στην Ιταλία με την συνομολόγηση (εσπευσμένα) της Ελληνοϊταλικής Συμφωνίας για την οριοθέτηση της μεταξύ μας Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).

Να επισημάνουμε ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία, σε σχέση με τα επικαλούμενα «δικαιώματα» της Τουρκίας ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, ότι αναφέρεται σε θαλάσσια ΣΥΝΟΡΑ. Ούτε καν σε θαλάσσιες ζώνες.

Δηλαδή άσκηση πλήρους κυριαρχίας στην αρχή de facto και – γιατί όχι – κατόπιν και de jure. Την νομιμοποίηση η Τουρκία στηρίζει (και ελπίζει) αφενός σε «ερμηνείες» της διεθνούς νομιμότητας «επί τη βάση» της δήθεν «ιδιαιτερότητας» της εικαζόμενης διαφοράς μεταξύ ηπειρωτικών και νησιωτικών παραλίων και της σχετικής επήρειάς τους, ως αφετηρίες θαλασσίων ζωνών και αφετέρου στην χρήση της ισχύος της – και στρατιωτικής εννοείται- προκειμένου να υποχρεώσει την Ελλάδα σε αποδοχή αυτής της «ερμηνείας» και στην «τάβλα» (τραπέζι).

Αλλιώς εκφρασμένα προτίθεται να την επιβάλλει και δια της βίας στο πεδίο. Άλλωστε και η ορολογία Γαλάζια «Πατρίδα» το δηλώνει ξεκάθαρα σε όποιον δεν κλείνει τα μάτια για να μην το δει.

Τα αίτια τώρα της ελληνοτουρκικής κρίσης του 2020 αναφέρονται βεβαίως και στα λανθασμένα μηνύματα, την φοβικότητα, τις ψευδαισθήσεις περί «προσέγγισης» και τους ερασιτεχνισμούς της εξωτερικής πολιτικής της νέας Κυβέρνησης, έναντι της Τουρκίας, αλλά αντανακλούν ταυτόχρονα διαχρονικές αδυναμίες και «ιδιαιτερότητες»:

1. δομικές και παγιωμένες αδυναμίες και αγκυλώσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε εποχές που σαφέστατα οι συσχετισμοί ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν ευνοϊκότεροι, από ότι σήμερα, για την χώρα μας – με σχετική εξαίρεση τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου –

2. την αρνητική για την χώρα εξέλιξη των παραγόντων ισχύος της συγκριτικά με την Τουρκία, λόγω κυρίως της κακής διαχείρισης από την ελληνική πολιτική και οικονομική ελίτ της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και των πλεονεκτημάτων της συμμετοχής μας στην ΕΕ και την οικονομική κρίση που πλήττει για περισσότερο από μία δεκαετία τη χώρα, όταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, στην γείτονα χώρα, εφαρμόζονταν η τουρκοϊσλαμική ατζέντα σε οικονομία, τεχνολογία και πολεμική βιομηχανία, ατζέντα που εξυπηρετούσε και προσπαθούσε να θεμελιώσει την περιφερειακή και παγκόσμια αναθεωρητική τουρκοϊσλαμική στρατηγική.

Η νέα κυβέρνηση έστειλε λανθασμένα μηνύματα κατευνασμού και νέου κλίματος προσέγγισης προς την Τουρκία, σε λάθος συγκυρία και επέδειξε αδυναμία κατανόησης και αποτροπής της στρατηγικής πρόκλησης του Τουρκολιβυκού Μνημονίου που ο Ερντογάν και η τουρκική κυβέρνηση μεθοδικά και εμφανώς της επεφύλασσε εν είδει «καλωσορίσματος». Δηλώσεις του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών προς το Bloomberg άφηναν περιθώρια δημιουργικής ασάφειας σε σχέση με τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης για νέα προσέγγιση στο Αιγαίο, συνομιλίες στα πλαίσια της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου σκόπευαν να δώσουν μηνύματα προς την Τουρκία και την διεθνή κοινότητα.

Η Τουρκία εκλαμβάνει τα μηνύματα και τις επαφές αυτές, έστω επικοινωνιακά, ως μετατόπιση από την πολιτική της προηγούμενης «εθνικιστικής» κυβέρνησης και προωθεί την πολιτική της.

Η αδυναμία πρόβλεψης και έγκαιρης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης (με στόχο την αποτροπή) του τουρκολιβυκού μνημονίου και η, μετά την συνομολόγηση, αδυναμία και απροθυμία ισοδύναμης (ή έστω ανάλογης) απάντησης, πλήττουν την αξιοπιστία της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, πολιτική που είχε μεθοδικά χτιστεί από την προηγούμενη Ελληνική Κυβέρνηση και τον Υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, επικεφαλή της Ελληνικής Διπλωματίας.

Δηλώσεις όπως ότι ο Λίβυος ΥΠΕΞ ξεγέλασε ή εξαπάτησε τον Έλληνα ΥΠΕΞ παρέχοντας του προφορικές διαβεβαιώσεις (!) ή προσεγγίσεις όπως του τότε Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο αποτελεί μια τελευταία (σχεδόν απέλπιδα!) προσπάθεια της Τουρκίας να εκμεταλλευτεί την καταρρέουσα Λυβική Κυβέρνηση του Σαράτζ, η επικοινωνιακή υποτίμηση της στρατηγικής πρόκλησης που δημιουργούσε για την Χώρα, ο περιορισμός των όποιων «αντιποίνων» στην αδύνατη Λιβυκή πλευρά, αναγνώσθηκαν από κρίσιμους διεθνείς παράγοντες ως αδυναμία και απροθυμία αντιμετώπισης της πρόκλησης, αλλά και κατανόησης της πραγματικότητας που επιχειρεί να διαμορφώσει η Τουρκία.

Το τουρκολιβυκό μνημόνιο βέβαια είχε και την «αιγαιακή» του διάσταση, κατά το ότι, εκφράζει την τουρκική θέση μηδενικής επήρειας των νησιών του Αιγαίου και άρα αναγνώρισης μηδενικής ΑΟΖ στις νησιωτικές μας ακτογραμμές.

Η κρίση στα Βαρώσια, το ζήτημα που εγείρει η Τουρκία αποστρατιωτικοποίησης νησιών στο Αιγαίο, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητεί την Συνθήκη της Λωζάνης, «αποκαλύπτει» την καθολική αμφισβήτηση όλων των νομικών και πραγματικών δεδομένων σε όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, από την Θράκη και το Αιγαίο έως την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, σε όλο το εύρος του πραγματικού και νομικού status quo της περιοχής, οδηγεί στην αναβάθμιση και διεύρυνση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο με την κρίση του 2020, κρίση η οποία δεν είναι συγκυριακή αλλά αντίθετα έχει στρατηγικό βάθος και θα έχει συνέχεια για την οποία πρέπει να προετοιμαζόμαστε.

Στο πλαίσιο αυτό η ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας με την αγορά των γαλλικών Rafale και με όποιο άλλο τρόπο επιλεγεί τεχνοκρατικά είναι κίνηση αναγκαία.

Ο παραγνωρισμένος στη χώρα μας, αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία, ρόλος του τουρκοϊσλαμικού πολιτικού σχεδίου – και της αντίστοιχης πολιτικής και αναθεωρητικής του ατζέντας έναντι της Ελλάδας – στον οποίο έχουμε αναφερθεί διεξοδικότερα σε προηγούμενη αρθρογραφία μας, αλλά και παρουσιάσει, όπου κατέστη δυνατό και τηλεοπτικά – ραδιοφωνικά -, δίδει νομίζουμε απαραίτητα ερμηνευτικά εργαλεία των δομικών και περισσότερο παγιωμένων αιτίων των ελληνοτουρκικών κρίσεων (και των επερχόμενων) αλλά και εργαλεία διπλωματικής αντιμετώπισης του.

Περιληπτικά εδώ, η ισλαμική πολιτική ατζέντα, ιστορικά ως ρεύμα σκέψης προϋπήρξε της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας.

Καλλιεργήθηκε στα πλαίσια (σούφικης προέλευσης) ισλαμικών ταγμάτων, με στόχο την ανάκαμψη της αδύναμης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (μετέπειτα της επιγόνου της Τουρκικής Δημοκρατίας), την επάνοδο στις εποχές της μεγάλης «δόξας» (κατακτήσεων) και την αντιμετώπιση (ανάσχεση) της δυτικής υπεροχής στους τομείς της οικονομίας και τεχνολογίας, με έμφαση την παραγωγή και επιστήμη (τεχνολογία) που θα εξασφάλιζε και το στρατιωτικό πλεονέκτημα.

Εκφράστηκε από σημαντικές προσωπικότητες – αλλά πολιτικά ανοργάνωτα -, στην πρώτη μεγάλη τουρκική εθνοσυνέλευση (1923 ιδρυτική της τουρκικής δημοκρατίας), καταπιέστηκε κατόπιν έντονα από το πρώιμο μονοκομματικό κεμαλικό καθεστώς, μέχρι την δειλή στην αρχή επανάκαμψη του με την με αμερικανική πίεση εισαγωγή του πολυκομματικού συστήματος στην Τουρκία και την ανάγκη και της ισλαμικής ψήφου, που αυτό αναγκαστικά επάγονταν.

Οι ισλαμιστές βρήκαν πρώτη διέξοδο στο Δημοκρατικό κόμμα του «άτυχου» (και για αυτόν τον λόγο) Μεντερές. Κατόπιν με πολλά κόμματα, που όλα εύρισκαν σκληρή αντιμετώπιση από το κεμαλικό καθεστώς, έως ότου δύο καθοριστικές προσωπικότητες που ακολουθούσαν τις επιταγές της ισλαμικής ατζέντας (προγράμματος) της «Θρησκευτικής Άποψης» -Milli Görüs- (ο ένας «κεκαλυμμένα», ο άλλος άμεσα) δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της πολιτικής κυριαρχίας των τούρκων ισλαμιστών:

1. ο Τουργκούτ Οζάλ που εκμεταλλεύτηκε τον οικονομικό και πολιτικό νεοφιλελευθερισμό του τέλους της δεκαετίας του 1980 και κατόρθωσε να βγάλει στην επιφάνεια του Κεφάλαιο της Ανατολής που απαρτίζονταν κυρίως από εμπόρους και επαγγελματίες και να το διασυνδέσει με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα εξασφαλίζοντας τα αναγκαία κεφάλαια και διεθνείς συμμαχίες για την ανάπτυξη του απέναντι στο κρατικοκαπιταλιστικό κεμαλικό οικονομικό σύστημα (με κύρια ομάδα τους στρατιωτικούς) δημιουργώντας την οικονομική αναγκαία μεταρρύθμιση για την πολιτική κυριαρχία του ισλάμ

2. Ο Νετσμετίν Ερμπακάν που κατόρθωσε να καταστήσει ισλαμικό κόμμα πρώτο σε ψήφους και αναγκαίο βασικό κυβερνητικό εταίρο, πιέζοντας και εκθέτοντας αλλεπάλληλα το κεμαλικό πολιτικό – στρατιωτικό – δικαστικό κατεστημένο και ισχυροποιώντας το ισλαμικό κίνημα που πλέον κατακτούσε κυβερνητικές, επιχειρηματικές και πολιτικές εμπειρίες.

Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις της πολιτικής κυριαρχίας του πολιτικού ισλάμ με την νίκη του ΑΚΠ και του Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές του 2002 -και έκτοτε μέχρι σήμερα-, εφαρμόζοντας την τουρκοϊσλαμική ατζέντα στην οικονομία, τεχνολογία, κοινωνία και την σταδιακή καταστροφή όλων των αρμών του κεμαλικού συστήματος στο στρατό, τη δικαιοσύνη, την κοινωνία και οικονομία.

Η πλήρης απελευθέρωση του τουρκοϊσλαμικού σχεδίου επέρχεται μετά το ανεπιτυχές πραξικόπημα του 2016 με το κυριολεκτικό ξεδόντιασμα των τελευταίων φιλοδυτικών δικτύων στην Τουρκία, προεξάρχοντος του συντηρητικού ισλαμικού κινήματος Χιζμέτ του Φετουλάχ Γκιουλέν στο οποίο αρχικά υπέθαλψε και στηρίχθηκε ο Ερντογάν, ρίχνοντας «στάχτη στα μάτια» της Δύσης και των ΗΠΑ.

Από το ανεπιτυχές πραξικόπημα της 15ης και 16ης Ιουλίου του 2016 και έκτοτε, «απελευθερώνεται» και η τουρκοϊσλαμική ατζέντα (επιθετικότητα) στο εξωτερικό: επεμβάσεις (τρεις) στην Συρία και κατάληψη Συριακού εδάφους, προβολή ισχύος και παρέμβαση στην Λιβύη, παρέμβαση στο Ναγκόρνο Καραμπάχ στο πλευρό του αδελφού κράτους του Αζερμπαιτσάν, στρατιωτική παρουσία στο Κατάρ, Σουδάν και αλλού, Τουρκολιβυκό Μνημόνιο που αμφισβητεί την ελληνική ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, αξιώσεις στο Αιγαίο και την Μεσόγειο έναντι των δικαιωμάτων και συμφερόντων Ελλάδας και Κύπρου, άνοιγμα Βαρωσίων και, παντού με πνεύμα «επιχειρηματικό»: εξασφαλίζοντας μεθοδικά (στρατιωτικά- διπλωματικά) την επιτυχία, κάμπτοντας τη βούληση όσων εναντιώνονται (ακόμη και των ΗΠΑ αλλά και μικρότερων δυνάμεων και κρατών) με (επιδέξια) χρήση των παραγόντων ισχύος της χώρας και παράλληλα αντλώντας σε κάθε περίπτωση (ταυτόχρονα) σαφή και άμεσα οικονομικά «κέρδη» (και με απλή … λεηλασία όπου έχει τη δυνατότητα).

Μέσα στο πλαίσιο αυτό της τουρκοϊσλαμικής στρατηγικής βρίσκει την «εξήγηση» της και η πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση, αλλά και, εφόσον το θέλουμε, παρέχονται και «εργαλεία» να δούμε την εξέλιξη της (και ανάσχεση της), με ρεαλισμό και χωρίς αυταπάτες για το τι αναμένουμε στο άμεσο ή μεσοπρόθεσμο μέλλον.

*Ο Διονύσης Παντής είναι Δικηγόρος και πρόεδρος της Ένωσης δικηγόρων για τα εθνικά θέματα 

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top