Η πρόκληση είναι ξεκάθαρη και έχει να κάνει με την αμφισβήτηση της ελληνικότητας του νησιού.
Δρ. Μαρία Κωνσταντοπούλου*Τι και αν καταλαμβάνει μόλις λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα το Καστελλόριζο αποτελεί πονοκέφαλο για την Τουρκία. Η ιστορία του νησιού, ως αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνισμού και της μοίρας του, τα τελευταία χρόνια έχει συνδεθεί με τη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που ερίζουν (η μια με την επίκληση του διεθνούς δικαίου και η άλλη με την επίκληση του δικαίου του ισχυρού) για το αν το νησί έχει δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα και στην ΑΟΖ. Εντούτοις, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αποκωδικοποίηση των προθέσεων του «άσπονδου γείτονα» είναι ο τρόπος με τον οποίο καταγράφεται το Καστελλόριζο στις τουρκικές πηγές. Ειδικότερα, ο τουρκικός Τύπος έχει ασχοληθεί πολλάκις με το ελληνικό νησί ως τουριστικός προορισμός. Η γραφικότητα και η ομορφιά του νησιού εκθειάζεται σε πολλά ταξιδιωτικά έντυπα τα οποία παροτρύνουν τους Τούρκους να δοκιμάσουν να περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές ή να επιδοθούν σε μια μονοήμερη εξόρμηση στην Ελλάδα.
Ωστόσο, ιδιαίτερη έμφαση στα τουρκικά άρθρα δίνεται στον οθωμανικό χαρακτήρα του νησιού.
Συγκεκριμένα, αναφέρουν πως«το Καστελλόριζο ήταν σημαντικό νησί στον τομέα της ναυτιλίας και του εμπορίου μέχρι το 1913, υπό την οθωμανική κυριαρχία. Όταν οι Έλληνες του νησιού εξεγέρθηκαν εναντίον των Οθωμανών, το 1913, ο μικρός αριθμός των Τούρκων έπρεπε να φύγει από το νησί. Το νησί έχασε τη θαλάσσια και εμπορική του σημασία με τη διακοπή του από την Οθωμανική αυτοκρατορία και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έπρεπε να μεταναστεύσει στη Ρόδο, στην Αθήνα ακόμη και στην Αυστραλία».1
Όπως συμπεραίνουμε, το οθωμανικό παρελθόν του νησιού υπερτονίζεται και παρουσιάζεται ως το σημείο μηδέν για την ιστορία του Καστελλόριζου. Ο στόχος είναι προφανής: Η οθωμανική ιστορία του το καθιστά κομμάτι του οθωμανικού παρελθόντος της Τουρκίας και άρα δημιουργεί εκείνες τις συνδέσεις στο μυαλό του τούρκου αναγνώστη που θα τον οδηγήσουν στο εσφαλμένο συμπέρασμα πως το Καστελλόριζο είναι κομμάτι της οθωμανικής ολοκλήρωσης. Αλλά αυτό είναι κάτι στο οποίο ο μέσος τούρκος αναγνώστης δεν έχει πρόσβαση και πιθανότατα να μην τον ενδιαφέρει ποτέ να ανακαλύψει την πραγματική ιστορία του νησιού. Χτίζοντας, λοιπόν, η τουρκική πλευρά το αφήγημα για τον οθωμανικό χαρακτήρα του νησιού, θέτει τα θεμέλια στη συνείδηση του τουρκικού λαού για μια αμφισβήτηση όχι μόνο της υφαλοκρηπίδας του, αλλά και της ελληνικότητας του ίδιου του νησιού (όπως ήδη κάνει συνολικά για τα Δωδεκάνησα).
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο εν λόγω τουρκικό άρθρο, ο συγγραφέας, τεχνηέντως, και με παραπομπή στο βιβλίο Ελληνίδας ακαδημαϊκού γράφει πως«.. όταν η Ελλάδα δεν μπορούσε να παράσχει την απαραίτητη υποστήριξη στο νησί λόγω της εμπλοκής της στους Βαλκανικούς πολέμους, το νησί μεταξύ των ετών 1913-1915 αυτό-διοικήθηκε, ενώ αργότερα καταλήφθηκε από τους Γάλλους(1915-1921)».
Η συλλογιστική πορεία του στρατευμένου τουρκικού άρθρου κορυφώνεται με τη δυσκολία που έχει το νησί να συνδεθεί με την ενδοχώρα που όμως μέσα σε αυτό το περιβάλλον των επιχειρημάτων δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη πως τελικά το νησί δεν κατάφερε ποτέ να αναβιώσει το οθωμανικό του εμπορικό και οικονομικό μεγαλείο και εν τέλει η ελληνικότητά του στο παρόν προέρχεται από τυχαία γεγονότα και όχι από ιστορική συνέχεια.
Ως εκ τούτου, η ελληνική πλευρά πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν της, τις αξιώσεις ή τις αμφισβητήσεις της τουρκικής πλευράς είτε ευθείες είτε υποδόριες. Το ζήτημα, επομένως, υπερβαίνει τις διαστάσεις της υφαλοκρηπίδας (και ΑΟΖ) του νησιού που συνιστούν «κόκκινη γραμμή» για την ελληνική διπλωματία. Η πρόκληση είναι ξεκάθαρη και έχει να κάνει με την αμφισβήτηση της ελληνικότητας του νησιού.
BBC
*Διδάκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Δημοσίευση σχολίου