Στη σύνοδο των 47 κρατών της Ουάσιγκτον με θέμα τη μη διασπορά των πυρηνικών όπλων, ο πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι δε θα συμπράξει στην επιβολή οικονομικού αποκλεισμού του Ιράν. Την ίδια στάση κρατάει και η Βραζιλία.
Οι δύο χώρες έχουν κάποιες αξιοσημείωτες ομοιότητες:
Πρόκειται για δύο χώρες που είναι μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Πρόκειται για δύο ανερχόμενες οικονομικές υπερδυνάμεις που είναι ήδη μέλη του κλειστού club του G20.
Η Τουρκία ήδη επενδύει σε αγωγούς μεταφοράς γαιανθράκων από το Ιράν, που δυνητικά μπορούν να συνδεθούν με την Ευρώπη. Οι σχέσεις των Βραζιλιάνων με το Ιράν γίνονται ολοένα και πιο σύνθετες και εκτείνονται σε κλάδους όπως η ενέργεια, τα μεταλλεύματα, οι κατασκευές, η αγροτική παραγωγή και η βιομηχανία. Για δεκαετίες και οι δύο χώρες ήταν στενά συνδεδεμένες με την Ουάσιγκτον, με τη Βραζιλία να ανήκει στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και την Τουρκία να ανήκει στο ΝΑΤΟ. Το «όχι» στην Ουάσιγκτον αυτών των δύο χωρών είναι λοιπόν ένα δείγμα ότι ζούμε σε έναν πολυπολικό κόσμο με ασαφείς ακόμα σφαίρες επιρροής.
Το παράδοξο είναι ότι η στάση της Τουρκίας έναντι του Ιράν δεν προσδιορίζεται ούτε από την «ευρωπαϊκή της προοπτική». Θεωρητικά, φαίνεται ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ συντάσσονται με την ιδέα επιβολής κυρώσεων στο Ιράν, αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι η μη ευθυγράμμιση της Τουρκίας θα είχε άμεσες διπλωματικές επιπτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμη σαφή σφαίρα επιρροής, ούτε καν έναντι ενός κράτους που βρίσκεται στη διαδικασία ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Σε αντίθεση με το γεωπολιτικό περιβάλλον που κυριαρχούσε μέχρι και τη δεκαετία του 1990, η Τουρκία είναι ολοένα και λιγότερο προβλέψιμη. Η κρίση καταδεικνύει από τη μία πλευρά ότι η Τουρκία, όπως και η Βραζιλία, μπορούν να έχουν αυτόνομη γεωπολιτική ταυτότητα και από την άλλη πλευρά ότι η ΕΕ δεν μπορεί. Συνεπώς, δίπλα στην αρνητική στάση που επιδεικνύουν η Γερμανία και η Γαλλία ως προς την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, πρέπει να προσθέσουμε και τον κίνδυνο η Τουρκία να προκρίνει ότι μία «ειδική σχέση» μπορεί να εξυπηρετεί τελικά τα ευρύτερα συμφέροντά της.
Εως σήμερα, η Τουρκία ανοίγει τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στην ΕΕ χωρίς όρους και δρα ως πρώτη ζώνη ανάσχεσης μεταναστευτικών ροών. Αυτή η «λειτουργική» της σχέση με την Ευρώπη είναι αρκούντως ειδική, εάν το εξετάσει κανείς από γερμανο-γαλλική σκοπιά. Αλλά σίγουρα δεν είναι αρκετά «ειδική» από ελληνικής σκοπιάς. Δεδομένης της αναδυόμενης γεωπολιτικής ταυτότητας της Τουρκίας, το ερώτημα είναι εάν είναι αρκούντως ειδική για τη γείτονα. Η κρίση του Ιράν καταδεικνύει ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να διαφοροποιήσει τις επιλογές της στο μέλλον, γεγονός που συνάδει με την παρατήρηση-απειλή του κ. Ερντογάν προς την καγκελάριο Μέρκελ στην πρόσφατη επίσκεψή του στη Γερμανία: «Η Τουρκία είναι σημαντικότερος εμπορικός εταίρος για τη Γερμανία απ’ ό,τι η Ιαπωνία».
Η ερώτηση είναι απλή: «Και εάν η Τουρκία εγκαταλείψει την ευρωπαϊκή της προοπτική;».
Οι δύο χώρες έχουν κάποιες αξιοσημείωτες ομοιότητες:
Πρόκειται για δύο χώρες που είναι μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Πρόκειται για δύο ανερχόμενες οικονομικές υπερδυνάμεις που είναι ήδη μέλη του κλειστού club του G20.
Η Τουρκία ήδη επενδύει σε αγωγούς μεταφοράς γαιανθράκων από το Ιράν, που δυνητικά μπορούν να συνδεθούν με την Ευρώπη. Οι σχέσεις των Βραζιλιάνων με το Ιράν γίνονται ολοένα και πιο σύνθετες και εκτείνονται σε κλάδους όπως η ενέργεια, τα μεταλλεύματα, οι κατασκευές, η αγροτική παραγωγή και η βιομηχανία. Για δεκαετίες και οι δύο χώρες ήταν στενά συνδεδεμένες με την Ουάσιγκτον, με τη Βραζιλία να ανήκει στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και την Τουρκία να ανήκει στο ΝΑΤΟ. Το «όχι» στην Ουάσιγκτον αυτών των δύο χωρών είναι λοιπόν ένα δείγμα ότι ζούμε σε έναν πολυπολικό κόσμο με ασαφείς ακόμα σφαίρες επιρροής.
Το παράδοξο είναι ότι η στάση της Τουρκίας έναντι του Ιράν δεν προσδιορίζεται ούτε από την «ευρωπαϊκή της προοπτική». Θεωρητικά, φαίνεται ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ συντάσσονται με την ιδέα επιβολής κυρώσεων στο Ιράν, αλλά αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι η μη ευθυγράμμιση της Τουρκίας θα είχε άμεσες διπλωματικές επιπτώσεις. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμη σαφή σφαίρα επιρροής, ούτε καν έναντι ενός κράτους που βρίσκεται στη διαδικασία ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Σε αντίθεση με το γεωπολιτικό περιβάλλον που κυριαρχούσε μέχρι και τη δεκαετία του 1990, η Τουρκία είναι ολοένα και λιγότερο προβλέψιμη. Η κρίση καταδεικνύει από τη μία πλευρά ότι η Τουρκία, όπως και η Βραζιλία, μπορούν να έχουν αυτόνομη γεωπολιτική ταυτότητα και από την άλλη πλευρά ότι η ΕΕ δεν μπορεί. Συνεπώς, δίπλα στην αρνητική στάση που επιδεικνύουν η Γερμανία και η Γαλλία ως προς την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, πρέπει να προσθέσουμε και τον κίνδυνο η Τουρκία να προκρίνει ότι μία «ειδική σχέση» μπορεί να εξυπηρετεί τελικά τα ευρύτερα συμφέροντά της.
Εως σήμερα, η Τουρκία ανοίγει τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στην ΕΕ χωρίς όρους και δρα ως πρώτη ζώνη ανάσχεσης μεταναστευτικών ροών. Αυτή η «λειτουργική» της σχέση με την Ευρώπη είναι αρκούντως ειδική, εάν το εξετάσει κανείς από γερμανο-γαλλική σκοπιά. Αλλά σίγουρα δεν είναι αρκετά «ειδική» από ελληνικής σκοπιάς. Δεδομένης της αναδυόμενης γεωπολιτικής ταυτότητας της Τουρκίας, το ερώτημα είναι εάν είναι αρκούντως ειδική για τη γείτονα. Η κρίση του Ιράν καταδεικνύει ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να διαφοροποιήσει τις επιλογές της στο μέλλον, γεγονός που συνάδει με την παρατήρηση-απειλή του κ. Ερντογάν προς την καγκελάριο Μέρκελ στην πρόσφατη επίσκεψή του στη Γερμανία: «Η Τουρκία είναι σημαντικότερος εμπορικός εταίρος για τη Γερμανία απ’ ό,τι η Ιαπωνία».
Η ερώτηση είναι απλή: «Και εάν η Τουρκία εγκαταλείψει την ευρωπαϊκή της προοπτική;».
Δημοσίευση σχολίου