Αχιλλέας Σύρμος
«Η θρησκεία των Αλβανών είναι ο αλβανισμός», έγραφε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Βάσο Πάσα, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Εθνικής Αναγέννησης που θεμελίωσε κάπως καθυστερημένα, εν σχέσει με τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων, την ιδέα του αλβανικού έθνους και την ανάγκη ίδρυσης αλβανικού κράτους, όπως πράγματι συνέβη το 1912 με την υπογραφή της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας της Αλβανίας στο λιμάνι της Αυλώνας από τον Ισμαήλ Κεμάλι, πρώην αξιωματούχο του οθωμανικού κράτους.
Η ιδέα της θρησκείας του αλβανισμού αποτέλεσε κυρίαρχο πολιτικό δόγμα όλων των διακυβερνήσεων που γνώρισε η χώρα στην εκατοντάχρονη πορεία της: τόσο επί βασιλείας Αχμέτ Ζόγκου, όσο και κατά την κομμουνιστική περίοδο του Ενβέρ Χότζα αλλά και στις δημοκρατικές κυβερνήσεις, καθότι εξασφάλιζε την εσωτερική συνοχή, τηρώντας τις ισορροπίες μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων, και κάλυπτε άλλα χρόνια πολυδιάστατα πολιτικά, κοινωνικά και δυσεπίλυτα οικονομικά αδιέξοδα.
Το Φεβρουάριο του 2008, σχεδόν έναν αιώνα μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους, το Κόσσοβο κήρυξε την Ανεξαρτησία του από τη Σερβία προκαλώντας ένα υπερχειλίζον ντελίριο εθνικισμού και εθνικής υπεραισιοδοξίας στους Αλβανούς. Οι τελευταίοι θεωρούσαν ότι συνετελείτο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας και ότι η ιδέα της εθνικής ολοκλήρωσης (βλ. Μεγάλη Αλβανία) είναι προ των πυλών.
Στο πνεύμα αυτής της υπέρμετρης αισιοδοξίας, η κάθοδος χιλιάδων Κοσσοβάρων στην Αυλώνα για τον εορτασμό των Εκατοντάχρονων της Ανεξαρτησίας της Αλβανίας το 2012, όπως και οι γενικευμένοι εορτασμοί, προοιωνίζονταν την ένωση των «Δύο Αλβανιών» εις σάρκαν μίαν.
Εμφορούμενος από την περιρρέουσα εθνική ευφορία, ο πρωθυπουργός της χώρας Σαλί Μπερίσα, αφήνοντας την πολιτική του παρακαταθήκη, διακήρυξε τότε από την Αυλώνα ότι η Αλβανία «ξεκινά από την Πρέβεζα και φτάνει μέχρι το Πρέσεβο», ακυρώνοντας την προγραμματισμένη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδος Δημήτρη Αβραμόπουλου στα Τίρανα και προκαλώντας αμηχανία στους Ευρωπαίους ηγέτες.
Η παρέμβαση Λιουμπόνια
Ενώ η χώρα παραληρούσε στην ιδέα της εθνικής ολοκλήρωσης, ένα άρθρο του Φατός Λιουμπόνια, με τον προκλητικό -για τα δεδομένα- τίτλο «Ο ακατανόητος αλβανικός οπτιμισμός» ανέλυε τις αρνητικές παραμέτρους αυτής της εθνικής φαντασίωσης. Κύρια ιδέα του άρθρου ήταν ότι ο ίδιος αδυνατούσε να κατανοήσει τον εκτός τόπου και χρόνου παλαιάς κοπής εθνικισμό της μεγάλης μερίδας των συμπατριωτών του ο οποίος ουδόλως συσχετίζονταν με τις ανθρωπιστικές αξιώσεις για μια δημοκρατική πολυπολιτισμική Ευρώπη των λαών. Διατύπωνε επίσης την ιδέα ότι οι Αλβανοί έχουν περισσότερη ανάγκη για ένα μεγάλο/ισχυρό κράτος παρά για μια εδαφικά μεγάλη πατρίδα.
Προέβλεπε, ακόμη, ότι, αν η Αλβανία και το Κόσσοβο δεν καταφέρουν άμεσα να ισχυροποιήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις κρατικές δομές (δικαιοσύνη, υγεία, εκπαίδευση, ανάκαμψη και εξυγίανση της οικονομίας) και δεν προωθήσουν σοβαρά τις ενταξιακές διαδικασίες, ώστε να δώσουν στους πολίτες τους μια ευοίωνη προοπτική και να σταματήσουν οι χρόνιες μεταναστευτικές εκροές, τότε θα είναι πολύ πιθανό και τα δύο κράτη να αντιμετωπίσουν ανεξέλεγκτων διαστάσεων πολιτικά αδιέξοδα ή ακόμη και πολεμικές εντάσεις.
Η «Αναγέννηση» Ράμα
Ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης εκείνης της περιόδου Έντι Ράμα, διαισθανόμενος τη δυναμική απήχηση αυτής της εθνικής ευφορίας, χρησιμοποίησε ένα πραγματικά ευφυέστατο προεκλογικό σλόγκαν το οποίο αποδείχτηκε επικοινωνιακό κόλπο γκρόσο.
Η προεκλογική του εκστρατεία έφερε την χαρακτηριστική ονομασία «Ριλίντια (Αναγέννηση) – Συμμαχία για την Ευρωπαϊκή Αλβανία» και καθιέρωνε την επιτυχημένη στρατηγική της ρητορικής του διγλωσσίας. Αφενός, στοχεύοντας στο εσωτερικό ακροατήριο, με τον όρο «Αναγέννηση» ο Ράμα έχρηζε τον εαυτό του μελλοντικό εγγυητή της διάχυτης ιδέας της εθνικής ολοκλήρωσης της Μεγάλης Αλβανίας, παραπέμποντας σημασιολογικά στην Εθνική Αναγέννηση του 19ου αιώνα. Αφετέρου, στοχεύοντας στον ευρωπαϊκό παράγοντα, εισέδυε στον πυρήνα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι καθότι η «Αναγέννηση» μεταφράζεται σε μία καταστατική ιδέα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της ΕΕ.
Κερδίζοντας τις εκλογές του 2013, ο Ράμα προέβη άμεσα σε μία κίνηση με ισχυρό συμβολισμό για την ενταξιακή πρόοδο της χώρας: Διέταξε τις δυνάμεις RENEA να εισβάλουν στο χωριό Λιαζαράτι και να εκκαθαρίσουν τις χασισοκαλλιέργειες της περιοχής στρέφοντας πάνω του την προσοχή των μεγαλύτερων ΜΜΕ του κόσμου (ασχέτως αν οι φυτείες μεταφέρθηκαν στην αλβανική ενδοχώρα).
Παράλληλα, δοθείσης της εκάστοτε ευκαιρίας, δεν παρέλειπε να παίζει το παιχνίδι του ανθελληνισμού και του αντισερβισμού χτίζοντας το προφίλ του ηγέτη των Αλβανών στα Βαλκάνια. Χαρακτηριστικά περιστατικά είναι η πολυσυζητημένη αναφορά στην Ακρόπολη, η πρόσφατη εκτέλεση Κατσίφα αλλά και το ιπτάμενο drone στον ποδοσφαιρικό αγώνα Σερβίας-Αλβανίας τον Οκτώβριο του 2014 με τη σημαία της Μεγάλης Αλβανίας μέσα στο Βελιγράδι.
Πέραν τούτων ουδέν. Οι κυβερνήσεις Ράμα δεν καταπολέμησαν στο ελάχιστο τα φαινόμενα κρατικής διαφθοράς, συνέβαλλαν στην διόγκωση του δημόσιου χρέους, δεν κατάφεραν να απεμπλακούν από τις διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα που πλέον διεκδικούσε άμεση πολιτική εκπροσώπηση, ενίσχυσαν τα μονοπωλιακά προνόμια της ολιγαρχίας σε βάρος της συντριπτικής ασθενέστατης πλειοψηφίας, αύξησε τα δίδακτρα στα πανεπιστήμια, κρατικοποίησε τις περιουσίες των Ελλήνων της Χειμάρρας προς όφελος «οικονομικών στρατηγικών του ετέρων» -τουτέστιν φίλων του- και παρέδωσε τη χώρα στην αγκαλιά της «Ανοιχτής Κοινωνίας» του βαλκανιολάγνου Σόρος.
Ο πιο ερντογανικός ηγέτης στα Βαλκάνια
Θα πρέπει να συνυπολογιστούν, ακόμη, δύο επιπλέον παράγοντες. Ένα μεγάλο μέρος του οικονομικά εξαθλιωμένου μουσουλμανικού αλβανικού πληθυσμού έπαψε να έχει ως θρησκεία του τον αλβανισμό και στράφηκε σε μια πιο οργανωμένη ακραία σέχτα του ισλαμισμού (συμμετέχοντας ακόμα και στον πόλεμο του ISIS). Δεύτερον, πολλοί Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες της Ελλάδας και της Ιταλίας επένδυσαν τις κόποις κεκτημένες περιουσίες τους στην πατρίδα τους ευελπιστώντας πως οι επενδύσεις αυτές θα αποκτήσουν πολλαπλή αξία κατά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, κάτι το οποίο ακόμα δεν έχει συμβεί, προκαλώντας απογοήτευση και δυσφορία.
Η ενταξιακή προοπτική της χώρας που, προ δεκαετίας εθεωρείτο δεδομένη, φαντάζει σήμερα ολότελα μακρινή και απρόσιτη. Συν τοις άλλοις, ο Ράμα εξελίχτηκε σε έναν από τους πιο ερντογανικούς ηγέτες των Βαλκανίων. Πρόσφατα, μάλιστα, ενώ τα Τίρανα συγκλονίζονταν από τις πιο μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις της μετακομμουνιστικής περιόδου, οι Αλβανοί δημοσιογράφοι αιφνιδιάστηκαν όταν πληροφορήθηκαν από Τούρκους συναδέρφους τους ότι ο πρωθυπουργός τους βρισκόταν εκτάκτως στην Άγκυρα. Όταν ζητήθηκαν εξηγήσεις, οι εκπρόσωποι τύπου του πρωθυπουργικού γραφείου χαρακτήρισαν τη μυστική αυτή επίσκεψη ως «επίσκεψη φιλικού καφέ».
Η ερντογανική συνέπεια του Ράμα είναι η αιτία μιας πολύ αυστηρής κριτικής που του ασκείται στο εσωτερικό. Πολλοί Αλβανοί ιστορικοί και γνωστοί δημοσιογράφοι εκφράζουν δημόσια την ανησυχία τους και τη δυσαρέσκεια απέναντι στην προσήλωση του Ράμα στον Ερντογάν, η αλλοπρόσαλλη και απρόβλεπτη πολιτική του οποίου θέτει σε κίνδυνο την παραδοσιακή στρατηγική προσήλωση της Αλβανίας στις ΗΠΑ.
Με δεδομένη την αλλαγή των διεθνών συγκυριών και την ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος, η πνευματική ελίτ της Αλβανίας ανησυχεί επίσης ότι η ένωση της Αλβανίας με το Κόσσοβο, που διακαώς επιθυμεί ο Ράμα, δεν έχει πλέον υπέρ της τους ευνοϊκούς ανέμους της γεωπολιτικής αναδιάταξης.
Έτι χείρον, επί κυβερνήσεως Ράμα, δρομολογείται ήδη μια «διορθωτική» αλλαγή των συνόρων μεταξύ Κοσσόβου και Σερβίας, την οποία εγκρίνουν (αν όχι επιβάλλουν) ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσία. Η εξέλιξη αυτή έχει επιφέρει μεγάλο διχασμό τόσο στην Αλβανία όσο και στο Κόσσοβο: Ο πρόεδρος Χασίμ Θάτσι την προωθεί ενώ ο πρωθυπουργός Χαραντίναϊ δηλώνει πως κάτι τέτοιο θα θέσει σε πολεμική ετοιμότητα τις «στρατιωτικές μπότες».
Διαδηλώσεις και παραιτήσεις βουλευτών
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη μεγάλη χρονικά αποχή της αντιπολίτευσης από την εξουσία, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό το κλίμα γενικευμένης ανησυχίας και τις συνεχόμενες διαδηλώσεις από την αρχή του έτους. Εξηγούν επίσης την πρωτοφανή απόφαση του Λιουλζίμ Μπάσα και των βουλευτών του Δημοκρατικού Κόμματος να παραιτηθούν μαζικά των βουλευτικών τους αξιωμάτων, εξέλιξη η οποία έχει προκαλέσει ήδη την αντίδραση του διεθνούς παράγοντα.
Στις έντονες πιέσεις των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, ο Μπάσα απάντησε ότι η «Δύση δεν μπορεί να καταλάβει αυτή την απόφαση διότι η Δύση δεν γνωρίζει». Η αντιπολίτευση χαράζει έτσι μια αχαρτογράφητη πορεία χωρίς επιστροφή διατρανώνοντας συνεχώς την αμετάκλητη θέση της να οδηγήσει την οριστική ρήξη με το καθεστώς Ράμα μέχρι τα άκρα. Ποια τα όρια των άκρων; Είναι κάτι που αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον το επόμενο διάστημα.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου