ΝΟΒΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΟΣ
Οι ανατολικότερες επαρχίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος, κερδίζουν λίγη προσοχή στο πανόραμα της βυζαντινής ιστορίας. Αυτό συμβαίνει επειδή βρέθηκαν σχετικά για μικρό χρονικό διάστημα υπό τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης, αφού μεταξύ 630 και 650 κατακτήθηκαν από τους Άραβες και το Ισλαμικό Χαλιφάτο. Και όμως έχουν πολύ μεγάλη σημασία στην γεωπολιτική εποπτεία του Βυζαντίου, καθώς είναι εκείνες που το καθιστούσαν μεσανατολική και μεσογειακή δύναμη, ενώ λειτουργούσαν και ως προγεφυρώματα για το εσωτερικό της Αφρικής και της Ασίας.
Η Αίγυπτος, η Συρία – Παλαιστίνη και η Μεσοποταμία αποτελούν την λεγόμενη εύφορη ημισέληνο, όπου πολύ νωρίς εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε η γεωργία και η ανάπτυξη πόλεων. Εκεί άνθισαν μεγάλοι πολιτισμοί, γνωστοί για τα καλλιτεχνικά αλλά και επιστημονικά τους επιτεύγματα. Όσο και εάν σχηματικά όλο το ανατολικό κομμάτι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καλείται ως ελληνική Ανατολή, οι Σύριοι και οι Αιγύπτιοι (Κόπτες) ποτέ δεν εξελληνίστηκαν πλήρως ούτε άφησαν την ελληνική γλώσσα να οδηγήσει τις δικές τους σε μαρασμό. Ο συριακός και ο αιγυπτιακός χριστιανισμός άφησαν πλήθος έργων γραμματείας, ενώ οι διακριτές τοπικές ταυτότητες σίγουρα υπήρξαν παράγοντας της δογματικής διαφοροποίησης των ανατολικών επαρχιών, που τόσο ταλάνισε το Βυζάντιο τους πρώτους αιώνες της ύπαρξής του.
Η Συρία κατά την ελληνιστική εποχή ήταν έδρα του βασιλείου των Σελευκιδών. Χωριζόταν σε τρεις ζώνες: στα δυτικά παράλια επί της Μεσογείου, όπου ζούσαν κυρίως ελληνικοί και ελληνόφωνοι πληθυσμοί, σε μία κεντρική αγροτική ζώνη με πεδιάδες και οροπέδια, με κυρίως αραμαϊκό-συριακό πληθυσμό, και στην ανατολική έρημο όπου επικρατούσαν Άραβες ημινομάδες. Είχε σημαντικές πόλεις όπως η Έμεσα, η Απάμεια, η Βέροια, η Λαοδίκεια, η Τρίπολη και η Βυρητός (έδρα νομικής σχολής). Η Αντιόχεια του Ορόντου, η πόλη όπου για πρώτη φορά οι ακόλουθοι του Ευαγγελίου ονομάστηκαν χριστιανοί, ήταν από τις σημαντικότερες της αυτοκρατορίας.
Η πόλη καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού και ο πληθυσμός της μεταφέρθηκε στην ανατολή (540), ενώ υπέφερε και από σεισμούς (526). Οι Άραβες κατέλαβαν την Αντιόχεια το 637. Η έδρα του Χαλιφάτου τοποθετήθηκε στη Δαμασκό. Η Αντιόχεια υπήρξε το τελευταίο τρόπαιο του Νικηφόρου Β’ Φωκά πριν τον θάνατό του (969), και προπύργιο για την περεταίρω επέκταση του Βυζαντίου προς την παράκτια Συρία και Φοινίκη, με αποκορύφωμα την κάθοδο του Ιωάννη Τσιμισκή μέχρι τη Ναζαρέτ.
Η κατάσταση άλλαξε με την έλευση των Σελτζούκων Τούρκων. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, η Αντιόχεια βρέθηκε στο στόχαστρο του Αρμένιου στρατηγού Φιλάρετου Βραχάμιου, ο οποίος είχε αποστατήσει από την κεντρική κυβέρνηση ύστερα από την ανατροπή του Ρωμανού Διογένη και πήρε την πόλη το 1078. Το 1084 την κατέλαβαν οι Τούρκοι. Οι δυνάμεις της Α’ Σταυροφορίας εκπόρθησαν την Αντιόχεια και ο Νορμανδός πρίγκηπας Βοημούνδος ίδρυσε αυτόνομη ηγεμονία.
Οι Κομνηνοί αυτοκράτορες, Αλέξιος, Ιωάννης και Μανουήλ, κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για να επαναφέρουν την πόλη υπό αυτοκρατορικό έλεγχο, όμως αντιμετώπιζαν την εχθρότητα των Λατίνων κυρίων της, οι οποίοι μόνο υπό την απειλή βίας και προσωρινά προσκυνούσαν το βυζαντινό στέμμα. Η παρακμή του Βυζαντίου μετά τον θάνατο του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, η προώθηση των Σελτζούκων στη νότια Μικρά Ασία και η τελική ανεξαρτησία της Αρμενικής Κιλικίας έδωσε τέλος στα βυζαντινά όνειρα προς την ανατολή.
Η Παλαιστίνη
Η Παλαιστίνη συνδύαζε ένα πυκνό δίκτυο ελληνορωμαϊκών πόλεων με σημαντικά κέντρα μάθησης (Καισάρεια, Γάζα), τα οποία συνέβαλαν στην ανάπτυξη των κοσμικών και ιερών γραμμάτων, με την θέση της ως κοιτίδας του Χριστιανισμού. Η Ιερουσαλήμ και οι άλλοι ιεροί τόποι έγιναν πόλος έλξης προσκυνητών από όλον τον χριστιανικό κόσμο. Αντίστοιχη ανάπτυξη γνώρισε και ο μοναχισμός. Στην περιοχή ζούσαν και μεγάλες κοινότητες Εβραίων και Σαμαρειτών, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονταν πάντα με ανοχή από την κεντρική κυβέρνηση.
Οι Εβραίοι συνέπραξαν με τους Πέρσες στην άλωση και δήωση της Ιερουσαλήμ το 614, η οποία σημαδεύτηκε από την αφαίρεση του Τιμίου Σταυρού, τον οποίο είχε ανακαλύψει η Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο νικητής Ηράκλειος αποκατέστησε τον Σταυρό στην Αγία Πόλη το 628, όμως οι αραβικές εισβολές που ακολούθησαν σχεδόν αμέσως και η ήττα των Βυζαντινών στην μάχη του Ιερομύακα το 636 επισφράγισε την επιβολή του Ισλάμ. Η Ιερουσαλήμ παραδόθηκε το 638.
Οι Βυζαντινοί δεν θα επέστρεφαν ποτέ στους Αγίους τόπους, με εξαίρεση την πολύ σύντομη εκστρατεία του Τσιμισκή το 975. Το 1099 η Ιερουσαλήμ αλώθηκε από τις δυνάμεις της Α’ Σταυροφορία, οι οποίες εγκαθίδρυσαν βασίλειο. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός μπόρεσε να επιβληθεί στα σταυροφορικά κράτη και να αναγνωριστεί ως επικυρίαρχος του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, όμως η επιτυχία του εξανεμίστηκε με το θάνατό του.
Μεταξύ της Συρία και της Παλαιστίνης βρισκόταν η βόρεια αραβική έρημος. Πόλεις όπως η Πέτρα και η Παλμύρα αποτελούσαν πύλες εμπορικών οδών προς την Αραβία και την Ανατολή. Κατά τον 3ο αιώνα η Παλμύρα έγινε επίκεντρο μίας μεγάλης αλλά εφήμερης ελληνο-συριακής αυτοκρατορίας υπό τον Οδενάθο και την Ζηνοβία, η οποία ηττήθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυρηλιανό.
Άραβες κατά Βυζαντινών
Οι Άραβες δεν αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τη βυζαντινή κυριαρχία, όμως οι ληστρικές επιδρομές τους μπορούσαν να απειλήσουν σοβαρά την οικονομική ζωή των συνόρων, ενώ ο ευέλικτος τρόπος πολέμου τους καθιστούσε δύσκολους αντιπάλους. Πέρσες και Βυζαντινοί ανταγωνίζονταν σφοδρά για τον έλεγχο της ανατολής, και ο ενδιάμεσος χώρος της Αραβίας προσφερόταν για ένα συνδυασμό διπλωματίας και στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Οι Βυζαντινοί κατέστησαν υποτελές κράτος το αραβικό βασίλειο των Γασσανιδών, στη βορειοδυτική Αραβία επί των συριακών συνόρων, το οποίο ακολουθούσε το μονοφυσιτικό δόγμα του χριστιανισμού. Από την άλλη, οι Πέρσες υποστήριζαν τη δυναστεία των Λαχμιδών στα νότια της Μεσοποταμίας, η οποία πρέσβευε το νεστοριανισμό, χριστιανικό δόγμα εξαιρετικά δημοφιλές στην Περσία και την ασιατική ενδοχώρα. Όλο αυτό το πολιτικό σύστημα φυσικά διαλύθηκε με την έλευση του Ισλάμ.
Η Αίγυπτος έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ήταν το «πετράδι του στέμματος» της αυτοκρατορίας. Προσέφερε το εν τρίτο των συνολικών φορολογικών εσόδων και τεράστιες ποσότητες σιτηρών για την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Η εύφορη κοιλάδα του Νείλου επέτρεπε την συντήρηση ενός πολύ μεγάλου πληθυσμού και την ανάπτυξη πολλών πόλεων. Σημαντικότερη όλων ήταν φυσικά η Αλεξάνδρεια, έδρα ενός πολύ ισχυρού πατριαρχείου.
Ο μοναχισμός γνώρισε στην Αίγυπτο μία χρυσή εποχή, η οποία ανέδειξε μεγάλους αγίους. Ο πληθυσμός ήταν μεικτός, μεταξύ γηγενών Αιγυπτίων (Κοπτών), Ελλήνων, Εβραίων και λαών από την Αφρική και την ανατολή. Η γεωγραφία βοηθούσε στην άμυνα της Αιγύπτου, καθώς στα δυτικά της απλωνόταν η λιβυκή έρημος, στα δε ανατολικά η αραβική έρημος και η Ερυθρά θάλασσα. Οι λαοί που κατοικούσαν στο νότιο ρου του Νείλου μόνο με σποραδικές επιδρομές μπορούσαν να ενοχλήσουν τη βυζαντινή διοίκηση.
Η απώλεια της Αιγύπτου
Το στενό πέρασμα από την Αίγυπτο στην χερσόνησο του Σινά ήταν από την απώτερη αρχαιότητα δίαυλος εισβολών (Υκσώς, Ασσύριοι, Πέρσες, Έλληνες) και έτσι παρέμεινε και στη συνέχεια. Οι Πέρσες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια το 621, και το 639-642 ήταν σειρά των Αράβων επιβληθούν, αυτήν τη φορά οριστικά. Τους επόμενους αιώνες οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στην Αίγυπτο μόνον ως επιδρομείς, αλώνοντας την Δαμιέττα τρεις συνεχόμενες χρονιές, μεταξύ 853 και 855. Στα πλαίσια της συνεργασίας του με τα σταυροφορικά κράτη, ο Μανουήλ Κομνηνός έστειλε στρατό για την κατάκτηση της Αιγύπτου, η κωλυσιεργία όμως των Λατίνων συμμάχων οδήγησε στην εγκατάλειψη της αποστολής.
Όσο το Βυζάντιο κατείχε την Αίγυπτο, είχε τη δυνατότητα να ασκήσει πολιτική ως αφρικανική και αραβική δύναμη, με έξοδο στην Ερυθρά θάλασσα και από εκεί στον Ινδικό ωκεανό. Το Βυζάντιο άσκησε ιεραποστολικό έργο στα νότια της Αιγύπτου, ενώ κρατούσε στενές και φιλικές σχέσεις με το χριστιανικό βασίλειο της Αιθιοπίας. Ο Ιουστινιανός χρησιμοποίησε τους Αιθίοπες για να επιβάλει φιλικές, χριστιανικές δυνάμεις στο κράτος των Ομηριτών της Υεμένης, ενώ προσπάθησε να αναθέσει σε Αιθίοπες εμπόρους να παρακάμψουν την Περσία και να αποκτήσουν άμεση (και φθηνότερη) πρόσβαση στο κινεζικό μετάξι από τα ινδικά λιμάνια. Ο μοναχός Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, στο έργο του Χριστιανική τοπογραφία αφήνει πολύτιμες πληροφορίες για τη γεωγραφία και την εμπορική κίνηση του Ινδικού ωκεανού εκείνη την εποχή.
Η απώλεια της Αιγύπτου, μείζονος οικονομικής αλλά και πολιτισμικής μονάδας, από το Βυζάντιο, τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και τον Χριστιανισμό προς όφελος των Αράβων και του Ισλάμ υπήρξε μεγάλη καταστροφή με μακροπρόθεσμες συνέπειες. Για το Βυζάντιο, πέραν των άμεσων οικονομικών απωλειών και προβλημάτων στον εφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης με τρόφιμα, αποτελούσε σοβαρή μετάπτωση από «πλανητική» σε περιφερειακή δύναμη. Η Αίγυπτος παρέμεινε ισχυρή υπό τις δυναστείες των Φατιμιδών και των Μαμελούκων, ενώ υπήρξε σημαντικό έπαθλο για τους Οθωμανούς και τους Βρετανούς αργότερα.
Θα ήταν ενδιαφέρον για την έρευνα της γενικότερης ιστορίας του Ελληνισμού, και ειδικά για την μακροχρόνια υποβάθμισή του από μείζονα οικουμενική μορφή σε περιχαρακωμένο έθνος κράτος, να εξεταστούν οι ευρύτερες γεωπολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες της απώλειας της Αιγύπτου, κατά το ανάλογο τρόπο με τον οποίο η απώλεια της Μικράς Ασίας θεωρείται κομβική για την πτώση του Βυζαντίου (1071) και τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας (1922).
Οι ανατολικότερες επαρχίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος, κερδίζουν λίγη προσοχή στο πανόραμα της βυζαντινής ιστορίας. Αυτό συμβαίνει επειδή βρέθηκαν σχετικά για μικρό χρονικό διάστημα υπό τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης, αφού μεταξύ 630 και 650 κατακτήθηκαν από τους Άραβες και το Ισλαμικό Χαλιφάτο. Και όμως έχουν πολύ μεγάλη σημασία στην γεωπολιτική εποπτεία του Βυζαντίου, καθώς είναι εκείνες που το καθιστούσαν μεσανατολική και μεσογειακή δύναμη, ενώ λειτουργούσαν και ως προγεφυρώματα για το εσωτερικό της Αφρικής και της Ασίας.
Η Αίγυπτος, η Συρία – Παλαιστίνη και η Μεσοποταμία αποτελούν την λεγόμενη εύφορη ημισέληνο, όπου πολύ νωρίς εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε η γεωργία και η ανάπτυξη πόλεων. Εκεί άνθισαν μεγάλοι πολιτισμοί, γνωστοί για τα καλλιτεχνικά αλλά και επιστημονικά τους επιτεύγματα. Όσο και εάν σχηματικά όλο το ανατολικό κομμάτι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καλείται ως ελληνική Ανατολή, οι Σύριοι και οι Αιγύπτιοι (Κόπτες) ποτέ δεν εξελληνίστηκαν πλήρως ούτε άφησαν την ελληνική γλώσσα να οδηγήσει τις δικές τους σε μαρασμό. Ο συριακός και ο αιγυπτιακός χριστιανισμός άφησαν πλήθος έργων γραμματείας, ενώ οι διακριτές τοπικές ταυτότητες σίγουρα υπήρξαν παράγοντας της δογματικής διαφοροποίησης των ανατολικών επαρχιών, που τόσο ταλάνισε το Βυζάντιο τους πρώτους αιώνες της ύπαρξής του.
Η Συρία κατά την ελληνιστική εποχή ήταν έδρα του βασιλείου των Σελευκιδών. Χωριζόταν σε τρεις ζώνες: στα δυτικά παράλια επί της Μεσογείου, όπου ζούσαν κυρίως ελληνικοί και ελληνόφωνοι πληθυσμοί, σε μία κεντρική αγροτική ζώνη με πεδιάδες και οροπέδια, με κυρίως αραμαϊκό-συριακό πληθυσμό, και στην ανατολική έρημο όπου επικρατούσαν Άραβες ημινομάδες. Είχε σημαντικές πόλεις όπως η Έμεσα, η Απάμεια, η Βέροια, η Λαοδίκεια, η Τρίπολη και η Βυρητός (έδρα νομικής σχολής). Η Αντιόχεια του Ορόντου, η πόλη όπου για πρώτη φορά οι ακόλουθοι του Ευαγγελίου ονομάστηκαν χριστιανοί, ήταν από τις σημαντικότερες της αυτοκρατορίας.
Η πόλη καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού και ο πληθυσμός της μεταφέρθηκε στην ανατολή (540), ενώ υπέφερε και από σεισμούς (526). Οι Άραβες κατέλαβαν την Αντιόχεια το 637. Η έδρα του Χαλιφάτου τοποθετήθηκε στη Δαμασκό. Η Αντιόχεια υπήρξε το τελευταίο τρόπαιο του Νικηφόρου Β’ Φωκά πριν τον θάνατό του (969), και προπύργιο για την περεταίρω επέκταση του Βυζαντίου προς την παράκτια Συρία και Φοινίκη, με αποκορύφωμα την κάθοδο του Ιωάννη Τσιμισκή μέχρι τη Ναζαρέτ.
Η κατάσταση άλλαξε με την έλευση των Σελτζούκων Τούρκων. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, η Αντιόχεια βρέθηκε στο στόχαστρο του Αρμένιου στρατηγού Φιλάρετου Βραχάμιου, ο οποίος είχε αποστατήσει από την κεντρική κυβέρνηση ύστερα από την ανατροπή του Ρωμανού Διογένη και πήρε την πόλη το 1078. Το 1084 την κατέλαβαν οι Τούρκοι. Οι δυνάμεις της Α’ Σταυροφορίας εκπόρθησαν την Αντιόχεια και ο Νορμανδός πρίγκηπας Βοημούνδος ίδρυσε αυτόνομη ηγεμονία.
Οι Κομνηνοί αυτοκράτορες, Αλέξιος, Ιωάννης και Μανουήλ, κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για να επαναφέρουν την πόλη υπό αυτοκρατορικό έλεγχο, όμως αντιμετώπιζαν την εχθρότητα των Λατίνων κυρίων της, οι οποίοι μόνο υπό την απειλή βίας και προσωρινά προσκυνούσαν το βυζαντινό στέμμα. Η παρακμή του Βυζαντίου μετά τον θάνατο του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, η προώθηση των Σελτζούκων στη νότια Μικρά Ασία και η τελική ανεξαρτησία της Αρμενικής Κιλικίας έδωσε τέλος στα βυζαντινά όνειρα προς την ανατολή.
Η Παλαιστίνη
Η Παλαιστίνη συνδύαζε ένα πυκνό δίκτυο ελληνορωμαϊκών πόλεων με σημαντικά κέντρα μάθησης (Καισάρεια, Γάζα), τα οποία συνέβαλαν στην ανάπτυξη των κοσμικών και ιερών γραμμάτων, με την θέση της ως κοιτίδας του Χριστιανισμού. Η Ιερουσαλήμ και οι άλλοι ιεροί τόποι έγιναν πόλος έλξης προσκυνητών από όλον τον χριστιανικό κόσμο. Αντίστοιχη ανάπτυξη γνώρισε και ο μοναχισμός. Στην περιοχή ζούσαν και μεγάλες κοινότητες Εβραίων και Σαμαρειτών, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονταν πάντα με ανοχή από την κεντρική κυβέρνηση.
Οι Εβραίοι συνέπραξαν με τους Πέρσες στην άλωση και δήωση της Ιερουσαλήμ το 614, η οποία σημαδεύτηκε από την αφαίρεση του Τιμίου Σταυρού, τον οποίο είχε ανακαλύψει η Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο νικητής Ηράκλειος αποκατέστησε τον Σταυρό στην Αγία Πόλη το 628, όμως οι αραβικές εισβολές που ακολούθησαν σχεδόν αμέσως και η ήττα των Βυζαντινών στην μάχη του Ιερομύακα το 636 επισφράγισε την επιβολή του Ισλάμ. Η Ιερουσαλήμ παραδόθηκε το 638.
Οι Βυζαντινοί δεν θα επέστρεφαν ποτέ στους Αγίους τόπους, με εξαίρεση την πολύ σύντομη εκστρατεία του Τσιμισκή το 975. Το 1099 η Ιερουσαλήμ αλώθηκε από τις δυνάμεις της Α’ Σταυροφορία, οι οποίες εγκαθίδρυσαν βασίλειο. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός μπόρεσε να επιβληθεί στα σταυροφορικά κράτη και να αναγνωριστεί ως επικυρίαρχος του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, όμως η επιτυχία του εξανεμίστηκε με το θάνατό του.
Μεταξύ της Συρία και της Παλαιστίνης βρισκόταν η βόρεια αραβική έρημος. Πόλεις όπως η Πέτρα και η Παλμύρα αποτελούσαν πύλες εμπορικών οδών προς την Αραβία και την Ανατολή. Κατά τον 3ο αιώνα η Παλμύρα έγινε επίκεντρο μίας μεγάλης αλλά εφήμερης ελληνο-συριακής αυτοκρατορίας υπό τον Οδενάθο και την Ζηνοβία, η οποία ηττήθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυρηλιανό.
Άραβες κατά Βυζαντινών
Οι Άραβες δεν αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τη βυζαντινή κυριαρχία, όμως οι ληστρικές επιδρομές τους μπορούσαν να απειλήσουν σοβαρά την οικονομική ζωή των συνόρων, ενώ ο ευέλικτος τρόπος πολέμου τους καθιστούσε δύσκολους αντιπάλους. Πέρσες και Βυζαντινοί ανταγωνίζονταν σφοδρά για τον έλεγχο της ανατολής, και ο ενδιάμεσος χώρος της Αραβίας προσφερόταν για ένα συνδυασμό διπλωματίας και στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Οι Βυζαντινοί κατέστησαν υποτελές κράτος το αραβικό βασίλειο των Γασσανιδών, στη βορειοδυτική Αραβία επί των συριακών συνόρων, το οποίο ακολουθούσε το μονοφυσιτικό δόγμα του χριστιανισμού. Από την άλλη, οι Πέρσες υποστήριζαν τη δυναστεία των Λαχμιδών στα νότια της Μεσοποταμίας, η οποία πρέσβευε το νεστοριανισμό, χριστιανικό δόγμα εξαιρετικά δημοφιλές στην Περσία και την ασιατική ενδοχώρα. Όλο αυτό το πολιτικό σύστημα φυσικά διαλύθηκε με την έλευση του Ισλάμ.
Η Αίγυπτος έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ήταν το «πετράδι του στέμματος» της αυτοκρατορίας. Προσέφερε το εν τρίτο των συνολικών φορολογικών εσόδων και τεράστιες ποσότητες σιτηρών για την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Η εύφορη κοιλάδα του Νείλου επέτρεπε την συντήρηση ενός πολύ μεγάλου πληθυσμού και την ανάπτυξη πολλών πόλεων. Σημαντικότερη όλων ήταν φυσικά η Αλεξάνδρεια, έδρα ενός πολύ ισχυρού πατριαρχείου.
Ο μοναχισμός γνώρισε στην Αίγυπτο μία χρυσή εποχή, η οποία ανέδειξε μεγάλους αγίους. Ο πληθυσμός ήταν μεικτός, μεταξύ γηγενών Αιγυπτίων (Κοπτών), Ελλήνων, Εβραίων και λαών από την Αφρική και την ανατολή. Η γεωγραφία βοηθούσε στην άμυνα της Αιγύπτου, καθώς στα δυτικά της απλωνόταν η λιβυκή έρημος, στα δε ανατολικά η αραβική έρημος και η Ερυθρά θάλασσα. Οι λαοί που κατοικούσαν στο νότιο ρου του Νείλου μόνο με σποραδικές επιδρομές μπορούσαν να ενοχλήσουν τη βυζαντινή διοίκηση.
Η απώλεια της Αιγύπτου
Το στενό πέρασμα από την Αίγυπτο στην χερσόνησο του Σινά ήταν από την απώτερη αρχαιότητα δίαυλος εισβολών (Υκσώς, Ασσύριοι, Πέρσες, Έλληνες) και έτσι παρέμεινε και στη συνέχεια. Οι Πέρσες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια το 621, και το 639-642 ήταν σειρά των Αράβων επιβληθούν, αυτήν τη φορά οριστικά. Τους επόμενους αιώνες οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στην Αίγυπτο μόνον ως επιδρομείς, αλώνοντας την Δαμιέττα τρεις συνεχόμενες χρονιές, μεταξύ 853 και 855. Στα πλαίσια της συνεργασίας του με τα σταυροφορικά κράτη, ο Μανουήλ Κομνηνός έστειλε στρατό για την κατάκτηση της Αιγύπτου, η κωλυσιεργία όμως των Λατίνων συμμάχων οδήγησε στην εγκατάλειψη της αποστολής.
Όσο το Βυζάντιο κατείχε την Αίγυπτο, είχε τη δυνατότητα να ασκήσει πολιτική ως αφρικανική και αραβική δύναμη, με έξοδο στην Ερυθρά θάλασσα και από εκεί στον Ινδικό ωκεανό. Το Βυζάντιο άσκησε ιεραποστολικό έργο στα νότια της Αιγύπτου, ενώ κρατούσε στενές και φιλικές σχέσεις με το χριστιανικό βασίλειο της Αιθιοπίας. Ο Ιουστινιανός χρησιμοποίησε τους Αιθίοπες για να επιβάλει φιλικές, χριστιανικές δυνάμεις στο κράτος των Ομηριτών της Υεμένης, ενώ προσπάθησε να αναθέσει σε Αιθίοπες εμπόρους να παρακάμψουν την Περσία και να αποκτήσουν άμεση (και φθηνότερη) πρόσβαση στο κινεζικό μετάξι από τα ινδικά λιμάνια. Ο μοναχός Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, στο έργο του Χριστιανική τοπογραφία αφήνει πολύτιμες πληροφορίες για τη γεωγραφία και την εμπορική κίνηση του Ινδικού ωκεανού εκείνη την εποχή.
Η απώλεια της Αιγύπτου, μείζονος οικονομικής αλλά και πολιτισμικής μονάδας, από το Βυζάντιο, τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και τον Χριστιανισμό προς όφελος των Αράβων και του Ισλάμ υπήρξε μεγάλη καταστροφή με μακροπρόθεσμες συνέπειες. Για το Βυζάντιο, πέραν των άμεσων οικονομικών απωλειών και προβλημάτων στον εφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης με τρόφιμα, αποτελούσε σοβαρή μετάπτωση από «πλανητική» σε περιφερειακή δύναμη. Η Αίγυπτος παρέμεινε ισχυρή υπό τις δυναστείες των Φατιμιδών και των Μαμελούκων, ενώ υπήρξε σημαντικό έπαθλο για τους Οθωμανούς και τους Βρετανούς αργότερα.
Θα ήταν ενδιαφέρον για την έρευνα της γενικότερης ιστορίας του Ελληνισμού, και ειδικά για την μακροχρόνια υποβάθμισή του από μείζονα οικουμενική μορφή σε περιχαρακωμένο έθνος κράτος, να εξεταστούν οι ευρύτερες γεωπολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες της απώλειας της Αιγύπτου, κατά το ανάλογο τρόπο με τον οποίο η απώλεια της Μικράς Ασίας θεωρείται κομβική για την πτώση του Βυζαντίου (1071) και τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας (1922).
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου