Ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα της τετραμερούς συνάντησης που πραγματοποιήθηκε χθες το μεσημέρι στη Γενεύη της Ελβετίας, με τη συμμετοχή της Ρωσίας, των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ουκρανίας. Η διπλωματία φαίνεται πως έκανε το θαύμα της, αφού η «μαγική λέξη» που φέρνει τις αντιμαχόμενες πλευρές πιο κοντά, είναι η «αποκέντρωση», με την οποία ξεπεράστηκε ο σκόπελος της «ομποσπονδιοποίησης» της Ουκρανίας, την οποία ζητούσε η Μόσχα.
Του Ζαχαρία Μίχα
(Διευθυντής Μελετών, Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας, ΙΑΑΑ-ISDA)
Παρότι το αποτέλεσμα της συνάντησης μοιάζει με έναν λογικό και έντιμο συμβιβασμό, με στόχο να αποκλιμακωθεί η κατάσταση και να επανέλθει σταδιακά η ηρεμία, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει, ότι πίσω από αυτή την εξέλιξη βρίσκεται η πολιτική βούληση των εμπλεκομένων μερών να καταλήξουν σε συμφωνία, αφού ήταν φανερό πως η ένταση στην περιοχή δεν μπορεί να βγάλει κάποια πλευρά απολύτως κερδισμένη.
«Στα σημεία», κερδισμένη φαίνεται να είναι η Ρωσία, παρότι εκ πρώτης όψεως δεν πέτυχε τον διακηρυγμένο ως τελικό στόχο, αυτόν της μετατροπής της Ουκρανίας σε ομοσπονδία.
Στις διεθνείς διενέξεις, όταν οι εμπλεκόμενοι επιθυμούν την προώθηση των συμφερόντων τους μέσω της διπλωματίας, χρησιμοποιώντας τη βία ή την απειλή χρήσης της ως πολιτικό «εργαλείο», εν όψει διαπραγματεύσεων υιοθετούν μαξιμαλιστικές θέσεις, που θα τους εξασφαλίσουν διαπραγματευτική ευλιξία όταν έρθει η ώρα να καθίσουν στιο τραπέζι.
Άρα, η θέση περί ομοσπονδίας, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αποδεκτή από ουκρανικής πλευράς, θα μπορούσε να έχει υιοθετηθεί από τη ρωσική διπλωματία για να μπορέσει να καταλήξει στη σημερινή συμβιβαστική πρόταση της «αποκέντρωσης».Ο βασικότερος λόγος που οι εμπλεκόμενες πλευρές κατέληξαν σε μια συμφωνία που θα μπορούσε να ανοίγει τον δρόμο για εξομάλυνση της κατάστασης, είναι το ότι τα «όπλα» των δυο πλευρών δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν, ότι το κόστος θα περιοριζόταν σε αποδεκτά επίπεδα.
Φυσικά, το πλεονέκτημα σε αυτές τις περιπτώσεις το έχει η πλευρά που πείθει τον αντίπαλό της, ότι έχει τη βούληση να προχωρήσει σε αποφάσεις και ενέργειες, παίρνοντας το ρίσκο που αυτές συνεπάγονται, δηλαδή να υποστεί σημαντική ζημία ως αποτέλεσμα των αντιμέτρων του αντιπάλου. Αυτή η πλευρά ήταν η Ρωσία, η οποία φαίνεται πως «έπεισε» τη Δύση, με το προηγούμενο της Κριμαίας να είναι εξαιρετικά πρόσφατο, ότι εάν αναγκαστεί, θα προχωρήσει στη λήψη στρατιωτικών μέτρων, αποδεχόμενη τις συνέπειες, καθώς αυτή θα ήταν η λιγότερο κακή επιλογή που θα είχε στη διάθεσή της.
Πρακτικά, αυτό σήμαινε δύο πράγματα: Πρώτον, ότι η Ουκρανία θα ακρωτηριαζόταν πολύ πιο σοβαρά (δεν θα έχανε μόνο την Κριμαία) και δεύτερον, ότι η εικόνα του Πούτιν στις ΗΠΑ, αυτή του «μη αξιόπιστου» συνομιλητή ο οποίος «άλλα λέει και στο τέλος «άλλα κάνει», όπως αυτή έχει διατυπωθεί ακόμα και από τον πρόεδρο Ομπάμα, έπαιξε ρόλο στην τελική έκβαση.
Η οικοδόμηση δηλαδή ενός «ριψοκίνδυνου» (reckless) και «μη ορθολογικού» (irrational) προφίλ, μια δηλαδή φαινομενικά «παράλογη» συμπεριφορά, οδήγησε σε άκρως λογικά και επιθυμητά αποτελέσματα. Ταυτόχρονα βέβαια, μία μέρα πριν τη διπλωματική συνάντηση, ο Πούτιν αφενός τόνισε ότι αν και δεν θέλει να εισβάλλει στην ανατολική Ουκρανία, έχει εξασφαλίσει την άδεια (…) του Κοινοβουλίου για τη χρήση στρατιωτικής βίας και αφετέρου ήταν η πρώτη φορά που από τα λόγια του απουσίαζε η αναφορά σε ομοσπονδία. Είτε η διπλωματία ήδη εργαζόταν στο παρασκήνιο, είτε η Δύση έλαβε το μήνυμα που έστελνε ο Πούτιν.
Ο Ρώσος πρόεδρος έστειλε επίσης μήνυμα με το οποίο εξηγούσε στη Δύση, για ποιον λόγο δεν πρόκειται να υποχωρήσει. «Δεν σας πιστεύουμε» ήταν το μήνυμα, κι αυτό επειδή «θα ήταν παράλογο να διακινδυνεύσετε το να σταματήσει η ροή του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη».
Με τον τρόπο αυτό, η ρωσική ηγεσία «έπαιζε» με τον διχασμό του «στρατοπέδου» της Δύσης, αφού οι ευρωπαϊκές χώρες ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν για περαιτέρω κλιμάκωση, ενώ ακόμα και οι ΗΠΑ που υποτίθεται πως πίεζαν, δεν ήταν ιδιαίτερα πειστικές, από τη στιγμή που ενδεχόμενη περαιτέρω κλιμάκωση της κατάστασης, θα σηματοδοτούσε την απώλεια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις αμερικανικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη ρωσική αγορά.
Φυσικά, ενδιαφέρον θα είχε το ερώτημα τι θα συνέβαινε, εάν στο «τιμόνι» των ΗΠΑ βρισκόταν ένας πρόεδρος με τα χαρακτηριστικά του Βλαντιμίρ Πούτιν. Η μία δυνητική ερμηνεία είναι, ότι οι Ρώσοι θα είχαν ακολουθήσει άλλη στρατηγική. Η άλλη είναι, ότι η κλιμάκωση πιθανότατα θα οδηγούσε σε πολεμική σύρραξη.
Εν κατακλείδι, το επιχείρημα ότι η Ουκρανία είναι σημαντικότερη για τη Ρωσία απ’ ότι είναι για τη Δύση, μας βρίσκει σύμφωνους. Και μόνο όμως με αυτή την παραδοχή, προκύπτει το ποια πλευρά ήταν έτοιμη να θυσιάσει περισσότερα, άρα εξ ορισμού είχε περισσότερες πιθανότητες εκ προοιμίου να επικρατήσει.
Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία της Ρωσίας δεν περιορίζεται στο ζήτημα της Ουκρανίας. Έστειλε διπλό μήνυμα, προς το ΝΑΤΟ και προς του γείτονές της:Το μήνυμα προς το ΝΑΤΟ μήνυμα είναι, ότι στη «γειτονιά» της είναι αρκετά ισχυρή ώστε να έχει πάντα το στρατιωτικό πλεονέκτημα, ότι είναι αποφασισμένη να θυσιάσει πολλά για να επιβάλλει τον σεβασμό των ζωτικών της συμφερόντων στο «εγγύς εξωτερικό» (near abroad), αφού τα αχανή της σύνορα και τα γεωγραφικά δεδομένα δεν επιτρέπουν ολιγωρίες.
Το μήνυμα στους «γείτονες» είναι, ότι επιλογή ένταξης στο ΝΑΤΟ απλά δεν υπάρχει, αφού το κόστος που θα κληθούν να καταβάλλουν θα είναι εξαιρετικά υψηλό, με τις ρωσικές μειονότητες να αποτελούν «εργαλείο» για τη ρωσική διπλωματία και – ακόμη χειρότερα – τις μυστικές υπηρεσίες. Αντιθέτως, εάν τα ρωσικά συμφέροντα γίνονται σεβαστά, η Μόσχα θα είναι πάντα έτοιμη να βοηθήσει στην επίλυση προβλημάτων. Κλασική πολιτική «καρότου και μαστιγίου» (carrot and stick policy)…
Όποια όμως και αν είναι η τελική λύση, το βασικότερο «ηθικό δίδαγμα», τουλάχιστον όσον αφορά τη περίπτωση της Ουκρανίας, είναι ότι η Μόσχα δεν θα δεχθεί ποτέ τον δυτικό προσανατολισμό της και οι ρωσόφωνοι πληθυσμοί στα ανατολικά της χώρας θα χρησιμοποιούνται πάντα για να διασφαλίζεται η ουδετερότητα, τουλάχιστον, του Κιέβου.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου