Βετεράνος
Μετά την “αγορά του αιώνα” της δεκαετίας του ’80 και τις προμήθειες της περιόδου 1990-93, τα εξοπλιστικά προγράμματα γνώρισαν μία εκρηκτική άνοδο μετά τα Ίμια και έως τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Έκτοτε, ακολούθησε μία παρατεταμένη στασιμότητα. Τελευταία, διαπιστώνουμε ότι η ευρύτερη περιοχή γύρω μας φλέγεται, ενώ η Τουρκία δεν κρύβει καθόλου τις αναθεωρητικές προθέσεις της, καθώς και την εντυπωσιακή ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας.
Κι εμείς, τι κάνουμε γι’ αυτά; Επικαλούμαστε το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή νομιμότητα. Όμως, οι έννοιες αυτές είναι εξαιρετικά ασαφείς, εάν δεν συνδυάζονται με ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις. Ας μην μας διαφεύγει ότι το ’74 και το ’96 κανείς δεν ήρθε να μας βοηθήσει…
1. Η περίοδος των “παχέων αγελάδων” (ή έτσι νομίζαμε)
Από το τέλος της δεκαετίας του ’80, ιδιαίτερη σημασία στο χώρο των αμυντικών προμηθειών είχε το ΠΔ 284/89. Επιτρέποντας απευθείας αναθέσεις (υποτίθεται υπό ειδικές συνθήκες, όπως η “κάλυψη προφανώς κατεπειγουσών περιπτώσεων”) και προβλέποντας σχετικά απλές και ταχείες διαδικασίες, αποτέλεσε ένα εύχρηστο νομικό πλαίσιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για όλες τις προμήθειες του ΥΠΕΘΑ, καθώς και από άλλους φορείς, π.χ. Υπ. Δημ. Τάξεως για το C4i. Παρά τις προβλέψεις για δημόσιο διαγωνισμό, σχεδόν όλες οι προμήθειες έγιναν με απευθείας ανάθεση και διαπραγμάτευση.
Αντικειμενικά, οι προμήθειες που ακολούθησαν τα Ίμια (1997-2005) ενίσχυσαν τις Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΔ) με μεγάλο αριθμό οπλικών συστημάτων (ΟΣ). Έτσι, προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, οι ΕΔ ήταν πολύ ισχυρές, μεταξύ των κορυφαίων στην Ευρώπη. Η αλήθεια είναι ότι εάν δεν είχαν προχωρήσει τα προγράμματα αυτά, τώρα θα ήμασταν σε πολύ δεινότερη θέση.
Από την άλλη, υπήρξαν πολλές υπερβολές, σοβαρά λάθη και παραλείψεις, ιδιαίτερα στην εν συνεχεία υποστήριξη, καθώς και στην αξιοποίηση της εγχώριας βιομηχανίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό συμβιβάστηκε σε έναν μεταπρατικό ρόλο.
Επίσης, είναι αποδεδειγμένο γεγονός ότι υπήρξαν “ωφέλιμες πληρωμές” (κοινώς μίζες), με αποτέλεσμα ο ένας ΥΕΘΑ της περιόδου 1997-2004 να είναι αποφυλακισθείς και ο άλλος άρτι προφυλακισθείς (προς το παρόν).
2. Η περίοδος της “νομιμότητας” (δια της απραξίας)
Μετά την κυβερνητική αλλαγή, το μοναδικό μείζον πρόγραμμα ήταν η αγορά των 30 Α/Φ F-16 Block52+ Adv., το 2005. Αμέσως μετά άλλαξε το θεσμικό πλαίσιο, με την εισαγωγή του ν. 3433/06, ο οποίος προέβλεπε ως κύρια διαδικασία τον διαγωνισμό, αποτρέποντας σε μεγάλο βαθμό τις “αμαρτωλές” απευθείας αναθέσεις. Αν και αυτό είναι ορθό επί της αρχής, καθώς ο διαγωνισμός διασφαλίζει τη διαφάνεια και τον ανταγωνισμό, υπάρχουν και μερικά θέματα:
α. Στις περισσότερες περιπτώσεις εν συνεχεία υποστήριξης, ο μόνος που μπορεί να καλύψει τις απαιτήσεις είναι ο κατασκευαστής του ΟΣ. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν αλλά καθίσταται όλο και πιο εμφανές με την εξέλιξη της τεχνολογίας, καθώς τα σύγχρονα ΟΣ περιλαμβάνουν περίπλοκα ηλεκτρονικά υποσυστήματα με ειδικό λογισμικό, συχνά “κλειδωμένο”.Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές ο διαγωνισμός δεν προσφέρει πολλά, πέραν της καθυστέρησης, της πιθανότητας εμπλοκής (λόγω ένστασης) ή ακόμα και της πιθανότητας ανάθεσης σε κάποιον ακατάλληλο (ο οποίος όμως προσέφερε χαμηλότερη τιμή).
β. Για την προκήρυξη ενός διαγωνισμού απαιτούνται τα εξής: τεχνική προδιαγραφή, ειδικοί όροι και εκτιμώμενο κόστος. Αυτά δεν είναι τόσο απλά όσο ίσως φαίνονται, με αποτέλεσμα τα Επιτελεία να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εκπόνησή τους.
Συχνά καταφεύγουν στην υπερβολή, απαιτώντας πάρα πολλά από τον υποψήφιο προμηθευτή. Αν και οι επιτελείς πιστεύουν ότι έτσι διασφαλίζουν τα συμφέροντα της Υπηρεσίας, στην ουσία εξασφαλίζουν έναν άγονο διαγωνισμό: προφανώς είναι αδύνατη η κάλυψη υπέρμετρων απαιτήσεων με περιορισμένα κονδύλια.
Ακόμα χειρότερα, πολλές προβλέψεις του 3433/06 είναι υπερβολικές. Ο νόμος φαίνεται να είναι γραμμένος με την λογική φαραωνικών προμηθειών, όπου αναμένονταν πολλοί πρόθυμοι υποψήφιοι προμηθευτές, παρά τους υπερβολικούς γενικούς και ειδικούς όρους.
Αυτό όμως απέχει πολύ από την πραγματικότητα, καθώς ήδη από τότε λεφτά δεν υπήρχαν (παρά τις περί του αντιθέτου φήμες). Οι προκηρύξεις αφορούσαν κυρίως συμβάσεις υποστήριξης, με χαμηλούς προϋπολογισμούς. Ως εκ τούτου, ήταν (και παραμένει) σύνηθες το γεγονός να προκηρύσσεται διαγωνισμός και να μην “κατεβαίνει” κανένας υποψήφιος προμηθευτής…
Το θεσμικό πλαίσιο έγινε ακόμα πιο “άτεγκτο” με τον ν. 3883/10, ο οποίος καθόρισε ότι προμήθεια αμυντικού υλικού είναι δυνατή μόνο μέσω “υποπρογράμματος” (ολοκληρωμένης πρότασης).
Ως αποτέλεσμα, ακόμα κι αν ένα ΟΣ χρειάζεται ένα ανταλλακτικό ευτελούς αξίας, π.χ. 100 ευρώ, η προμήθειά του είναι δυνατή μόνο μέσω μίας εξαιρετικά περίπλοκης και μακράς διαδικασίας, με προφανείς συνέπειες στην διαθεσιμότητα του ΟΣ…
Λίγο αργότερα, ψηφίστηκε και ο ν. 3978/11, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η συναφής ευρωπαϊκή οδηγία 2009/81/ΕΚ, ενώ παραμένουν (επί του παρόντος) σε ισχύ ορισμένα άρθρα του 3433/06.
Επίσης, περιλαμβάνονται και κάποιες διατάξεις που υποτίθεται ότι διασφαλίζουν τη διαφάνεια και τον έλεγχο. Στην πράξη όμως, επιδεινώνουν έτι περαιτέρω την ήδη βεβαρημένη κατάσταση, με δύσκολα εφαρμόσιμες προβλέψεις.
Τέλος, μία περιορισμένη βελτίωση του ν. 3978/11 έγινε με τον 4407/16, επιτρέποντας την λήψη απόφασης για την ενεργοποίηση υποπρογραμμάτων μέχρι κάποιο συγκεκριμένο χρηματικό όριο από τους Αρχηγούς των Επιτελείων.
Ως αποτέλεσμα, έχουμε ένα μάλλον περίπλοκο θεσμικό πλαίσιο, με συνδυασμό πολλών νόμων, το οποίο υποτίθεται ότι διασφαλίζει τη διαφάνεια-διαύγεια, ενώ πρακτικά έχει επιτρέψει τη σύναψη ελάχιστων συμβάσεων την τελευταία δεκαετία.
Εξαίρεση βέβαια αποτελούν οι διακρατικές συμφωνίες, όπως οι συμβάσεις FMS ή η υποστήριξη μέσω NSPA, όπου δεν εφαρμόζονται οι προβλέψεις του ν. 3978/11 (πλην των γενικών όρων του πρώτου μέρους του).
Με απλά λόγια, ενώ όλες οι προμήθειες έγιναν με το “ελαστικό” ΠΔ 284/89, όταν “τελείωσαν τα λεφτά”, το θεσμικό πλαίσιο έγινε αυστηρό, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή ούτε καν η σύναψη συμβάσεων εν συνεχεία υποστήριξης για τα υφιστάμενα ΟΣ, με εξαίρεση ορισμένα ΟΣ κυρίως αμερικανικής προελεύσεως (π.χ., Α/Φ F-16, Patriot) τα οποία υποστηρίζονται μέσω FMS ή NSPA.
Παράλληλα, μεγάλο μέρος του προσωπικού των ΕΔ αναλώνεται σε μία ακατάσχετη γραφειοκρατία (και μάλιστα υπό τον διαρκή φόβο του εισαγγελέα), για να προχωρήσει τα απαιτούμενα βήματα του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, σαν το μαρτύριο του Σίσυφου, ώστε να ενεργοποιηθεί κάποιο υποπρόγραμμα, να θεωρηθεί “ώριμο” και να μπει στην ουρά αναμονής για χρηματοδότηση…
3. Τρέχουσα κατάσταση (θερίζουμε ό,τι έχουμε σπείρει)
Κατόπιν της υπερδεκαετούς ουσιαστικής αδράνειας, πολλά ΟΣ παρουσιάζουν χαμηλές έως πολύ χαμηλές διαθεσιμότητες. Ως αποτέλεσμα, σταδιακά χάνεται η επιχειρησιακή δεξιότητα, καθώς και η τεχνική γνώση και εξειδίκευση του προσωπικού, ως απόρροια του χαμηλού ρυθμού εργασιών συντήρησης λόγω έλλειψης ανταλλακτικών.
Επίσης, είναι προφανές ότι ο μεγάλος αριθμός ΕΚ/ΕΝ ΟΣ δεν βοηθάει στην ανύψωση του ηθικού του προσωπικού των ΕΔ, καθώς παραπέμπει σε εικόνα εγκατάλειψης από τα προϊστάμενα κλιμάκια. Και πάνω απ’ όλα, δεν βοηθάει στην πιο σημαντική αποστολή των ΕΔ: την αποτροπή. Ουδέν κρυπτόν υπό του ηλίου…
Οι ΕΔ θεωρούν ότι έχουν κάνει το χρέος τους, διατηρώντας τα ΟΣ στις διαθεσιμότητες που τους επιτρέπει η δημοσιονομική συγκυρία, ενώ η εκάστοτε πολιτική ηγεσία παρίσταται σε τελετές και παρακολουθεί επιδείξεις και ασκήσεις, επιβεβαιώνοντας κάθε τόσο το “αξιόμαχο των ΕΔ”.
Σαν να μην ανησυχεί ουδείς, όλα αυτά τα χρόνια, για την απαξίωση των ΟΣ και της συναφούς επένδυσης που έχει κάνει ο ελληνικός λαός, με τον ιδρώτα του. Εντωμεταξύ, τα ΟΣ παλαιώνουν και χρειάζονται αναβάθμιση ή αντικατάσταση, οι πύραυλοι λήγουν και απαιτούν επαναπιστοποίηση, ενώ τα πλοία μας αρχίζουν να δείχνουν την ηλικία τους.
Και ως γνωστόν, οποιοδήποτε πρόγραμμα ξεκινήσει σήμερα, θα αποδώσει μετά από πολλά χρόνια, όπως διαπιστώνεται και με την αναβάθμιση των Α/Φ F-16. Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα των λαθών και παραλείψεων της εκάστοτε ηγεσίας γίνονται ορατά μετά από καιρό. Η ευθύνη όμως θα βαραίνει αυτούς που δεν έλαβαν τις κατάλληλες αποφάσεις όταν έπρεπε.
4. Ποιο το δέον γενέσθαι;
α. Αύξηση αμυντικών κονδυλίων. Μακροπρόθεσμα θα αποδειχθεί ίσως η καλύτερη επένδυση, εκτός εάν δεν έχουμε σκοπό να αξιοποιήσουμε τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που μας ανήκουν.
β. Δραστική αναθεώρηση θεσμικού πλαισίου αμυντικών προμηθειών, με σκοπό την εκλογίκευση και απλούστευση των διαδικασιών. Σημειωτέον ότι η απευθείας ανάθεση δεν θα πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου κακούργημα, ιδίως στις περιπτώσεις εν συνεχεία υποστήριξης.
γ. Αναθεώρηση της γενικότερης λογικής, μέχρι και το επίπεδο των Επιτελείων, τα οποία θα πρέπει να βάλουν “λίγο νερό στο κρασί τους”, όσον αφορά τις απαιτήσεις τους: οι τεχνικές προδιαγραφές και οι ειδικοί όροι θα πρέπει να είναι σαφείς, κατανοητοί και να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και στα διατιθέμενα κονδύλια. Οι υπερβολικές απαιτήσεις δεν διασφαλίζουν καλύτερο αποτέλεσμα αλλά έναν άγονο διαγωνισμό.
δ. Επίσης προτείνεται να ανατεθεί στα Επιτελεία, αναλογικά με τις ανάγκες τους, ένα μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού, ώστε να υπάρχει η ανάλογη ευελιξία αλλά και η ευθύνη σε χαμηλότερο επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται η ΓΔΑΕΕ να υλοποιεί τα μείζονα προγράμματα (προμήθειες – μείζονες αναβαθμίσεις ΟΣ), ενώ τα Επιτελεία τα λοιπά προγράμματα, π.χ. συμβάσεις εν συνεχεία υποστήριξης.
ε. Τέλος, θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα η εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο, καθώς βραχυπρόθεσμα συνεπάγεται αυξημένο κόστος.
Μεσοπρόθεσμα όμως, η εμπλοκή της εγχώριας βιομηχανίας συμβάλλει στην ασφάλεια εφοδιασμού, παρέχοντας αυτάρκεια και σχετική αυτονομία από οίκους του εξωτερικού, επιτρέπει την απόκτηση τεχνογνωσίας, διασφαλίζει θέσεις εργασίας υψηλού επιπέδου, ενώ μακροπρόθεσμα επιτρέπει ακόμα και κέρδος, σε περίπτωση ανάπτυξης και προώθησης ανταγωνιστικών τεχνολογιών και υποσυστημάτων.
Κλείνοντας, να θέσουμε ένα ρητορικό ερώτημα: κατά πόσο νομιμοποιούμαστε έναντι των επόμενων γενεών να προφασιζόμαστε την οικονομική κρίση και την ύπαρξη ενός μάλλον υπερβολικού νομικού πλαισίου περί αμυντικών προμηθειών, αναβάλλοντας επ’ αόριστον την αποτελεσματική υποστήριξη, αναβάθμιση και ανανέωση των εξοπλισμών μας;
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαρκής επίκληση του διεθνούς δικαίου καταντάει φαιδρή, εάν δεν συνδυάζεται με ισχυρές ΕΔ, ικανή διπλωματία και αποφασιστική πολιτική ηγεσία.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Μετά την “αγορά του αιώνα” της δεκαετίας του ’80 και τις προμήθειες της περιόδου 1990-93, τα εξοπλιστικά προγράμματα γνώρισαν μία εκρηκτική άνοδο μετά τα Ίμια και έως τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Έκτοτε, ακολούθησε μία παρατεταμένη στασιμότητα. Τελευταία, διαπιστώνουμε ότι η ευρύτερη περιοχή γύρω μας φλέγεται, ενώ η Τουρκία δεν κρύβει καθόλου τις αναθεωρητικές προθέσεις της, καθώς και την εντυπωσιακή ανάπτυξη της αμυντικής της βιομηχανίας.
Κι εμείς, τι κάνουμε γι’ αυτά; Επικαλούμαστε το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή νομιμότητα. Όμως, οι έννοιες αυτές είναι εξαιρετικά ασαφείς, εάν δεν συνδυάζονται με ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις. Ας μην μας διαφεύγει ότι το ’74 και το ’96 κανείς δεν ήρθε να μας βοηθήσει…
1. Η περίοδος των “παχέων αγελάδων” (ή έτσι νομίζαμε)
Από το τέλος της δεκαετίας του ’80, ιδιαίτερη σημασία στο χώρο των αμυντικών προμηθειών είχε το ΠΔ 284/89. Επιτρέποντας απευθείας αναθέσεις (υποτίθεται υπό ειδικές συνθήκες, όπως η “κάλυψη προφανώς κατεπειγουσών περιπτώσεων”) και προβλέποντας σχετικά απλές και ταχείες διαδικασίες, αποτέλεσε ένα εύχρηστο νομικό πλαίσιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για όλες τις προμήθειες του ΥΠΕΘΑ, καθώς και από άλλους φορείς, π.χ. Υπ. Δημ. Τάξεως για το C4i. Παρά τις προβλέψεις για δημόσιο διαγωνισμό, σχεδόν όλες οι προμήθειες έγιναν με απευθείας ανάθεση και διαπραγμάτευση.
Αντικειμενικά, οι προμήθειες που ακολούθησαν τα Ίμια (1997-2005) ενίσχυσαν τις Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΔ) με μεγάλο αριθμό οπλικών συστημάτων (ΟΣ). Έτσι, προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, οι ΕΔ ήταν πολύ ισχυρές, μεταξύ των κορυφαίων στην Ευρώπη. Η αλήθεια είναι ότι εάν δεν είχαν προχωρήσει τα προγράμματα αυτά, τώρα θα ήμασταν σε πολύ δεινότερη θέση.
Από την άλλη, υπήρξαν πολλές υπερβολές, σοβαρά λάθη και παραλείψεις, ιδιαίτερα στην εν συνεχεία υποστήριξη, καθώς και στην αξιοποίηση της εγχώριας βιομηχανίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό συμβιβάστηκε σε έναν μεταπρατικό ρόλο.
Επίσης, είναι αποδεδειγμένο γεγονός ότι υπήρξαν “ωφέλιμες πληρωμές” (κοινώς μίζες), με αποτέλεσμα ο ένας ΥΕΘΑ της περιόδου 1997-2004 να είναι αποφυλακισθείς και ο άλλος άρτι προφυλακισθείς (προς το παρόν).
2. Η περίοδος της “νομιμότητας” (δια της απραξίας)
Μετά την κυβερνητική αλλαγή, το μοναδικό μείζον πρόγραμμα ήταν η αγορά των 30 Α/Φ F-16 Block52+ Adv., το 2005. Αμέσως μετά άλλαξε το θεσμικό πλαίσιο, με την εισαγωγή του ν. 3433/06, ο οποίος προέβλεπε ως κύρια διαδικασία τον διαγωνισμό, αποτρέποντας σε μεγάλο βαθμό τις “αμαρτωλές” απευθείας αναθέσεις. Αν και αυτό είναι ορθό επί της αρχής, καθώς ο διαγωνισμός διασφαλίζει τη διαφάνεια και τον ανταγωνισμό, υπάρχουν και μερικά θέματα:
α. Στις περισσότερες περιπτώσεις εν συνεχεία υποστήριξης, ο μόνος που μπορεί να καλύψει τις απαιτήσεις είναι ο κατασκευαστής του ΟΣ. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν αλλά καθίσταται όλο και πιο εμφανές με την εξέλιξη της τεχνολογίας, καθώς τα σύγχρονα ΟΣ περιλαμβάνουν περίπλοκα ηλεκτρονικά υποσυστήματα με ειδικό λογισμικό, συχνά “κλειδωμένο”.Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές ο διαγωνισμός δεν προσφέρει πολλά, πέραν της καθυστέρησης, της πιθανότητας εμπλοκής (λόγω ένστασης) ή ακόμα και της πιθανότητας ανάθεσης σε κάποιον ακατάλληλο (ο οποίος όμως προσέφερε χαμηλότερη τιμή).
β. Για την προκήρυξη ενός διαγωνισμού απαιτούνται τα εξής: τεχνική προδιαγραφή, ειδικοί όροι και εκτιμώμενο κόστος. Αυτά δεν είναι τόσο απλά όσο ίσως φαίνονται, με αποτέλεσμα τα Επιτελεία να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εκπόνησή τους.
Συχνά καταφεύγουν στην υπερβολή, απαιτώντας πάρα πολλά από τον υποψήφιο προμηθευτή. Αν και οι επιτελείς πιστεύουν ότι έτσι διασφαλίζουν τα συμφέροντα της Υπηρεσίας, στην ουσία εξασφαλίζουν έναν άγονο διαγωνισμό: προφανώς είναι αδύνατη η κάλυψη υπέρμετρων απαιτήσεων με περιορισμένα κονδύλια.
Ακόμα χειρότερα, πολλές προβλέψεις του 3433/06 είναι υπερβολικές. Ο νόμος φαίνεται να είναι γραμμένος με την λογική φαραωνικών προμηθειών, όπου αναμένονταν πολλοί πρόθυμοι υποψήφιοι προμηθευτές, παρά τους υπερβολικούς γενικούς και ειδικούς όρους.
Αυτό όμως απέχει πολύ από την πραγματικότητα, καθώς ήδη από τότε λεφτά δεν υπήρχαν (παρά τις περί του αντιθέτου φήμες). Οι προκηρύξεις αφορούσαν κυρίως συμβάσεις υποστήριξης, με χαμηλούς προϋπολογισμούς. Ως εκ τούτου, ήταν (και παραμένει) σύνηθες το γεγονός να προκηρύσσεται διαγωνισμός και να μην “κατεβαίνει” κανένας υποψήφιος προμηθευτής…
Το θεσμικό πλαίσιο έγινε ακόμα πιο “άτεγκτο” με τον ν. 3883/10, ο οποίος καθόρισε ότι προμήθεια αμυντικού υλικού είναι δυνατή μόνο μέσω “υποπρογράμματος” (ολοκληρωμένης πρότασης).
Ως αποτέλεσμα, ακόμα κι αν ένα ΟΣ χρειάζεται ένα ανταλλακτικό ευτελούς αξίας, π.χ. 100 ευρώ, η προμήθειά του είναι δυνατή μόνο μέσω μίας εξαιρετικά περίπλοκης και μακράς διαδικασίας, με προφανείς συνέπειες στην διαθεσιμότητα του ΟΣ…
Λίγο αργότερα, ψηφίστηκε και ο ν. 3978/11, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η συναφής ευρωπαϊκή οδηγία 2009/81/ΕΚ, ενώ παραμένουν (επί του παρόντος) σε ισχύ ορισμένα άρθρα του 3433/06.
Επίσης, περιλαμβάνονται και κάποιες διατάξεις που υποτίθεται ότι διασφαλίζουν τη διαφάνεια και τον έλεγχο. Στην πράξη όμως, επιδεινώνουν έτι περαιτέρω την ήδη βεβαρημένη κατάσταση, με δύσκολα εφαρμόσιμες προβλέψεις.
Τέλος, μία περιορισμένη βελτίωση του ν. 3978/11 έγινε με τον 4407/16, επιτρέποντας την λήψη απόφασης για την ενεργοποίηση υποπρογραμμάτων μέχρι κάποιο συγκεκριμένο χρηματικό όριο από τους Αρχηγούς των Επιτελείων.
Ως αποτέλεσμα, έχουμε ένα μάλλον περίπλοκο θεσμικό πλαίσιο, με συνδυασμό πολλών νόμων, το οποίο υποτίθεται ότι διασφαλίζει τη διαφάνεια-διαύγεια, ενώ πρακτικά έχει επιτρέψει τη σύναψη ελάχιστων συμβάσεων την τελευταία δεκαετία.
Εξαίρεση βέβαια αποτελούν οι διακρατικές συμφωνίες, όπως οι συμβάσεις FMS ή η υποστήριξη μέσω NSPA, όπου δεν εφαρμόζονται οι προβλέψεις του ν. 3978/11 (πλην των γενικών όρων του πρώτου μέρους του).
Με απλά λόγια, ενώ όλες οι προμήθειες έγιναν με το “ελαστικό” ΠΔ 284/89, όταν “τελείωσαν τα λεφτά”, το θεσμικό πλαίσιο έγινε αυστηρό, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή ούτε καν η σύναψη συμβάσεων εν συνεχεία υποστήριξης για τα υφιστάμενα ΟΣ, με εξαίρεση ορισμένα ΟΣ κυρίως αμερικανικής προελεύσεως (π.χ., Α/Φ F-16, Patriot) τα οποία υποστηρίζονται μέσω FMS ή NSPA.
Παράλληλα, μεγάλο μέρος του προσωπικού των ΕΔ αναλώνεται σε μία ακατάσχετη γραφειοκρατία (και μάλιστα υπό τον διαρκή φόβο του εισαγγελέα), για να προχωρήσει τα απαιτούμενα βήματα του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, σαν το μαρτύριο του Σίσυφου, ώστε να ενεργοποιηθεί κάποιο υποπρόγραμμα, να θεωρηθεί “ώριμο” και να μπει στην ουρά αναμονής για χρηματοδότηση…
3. Τρέχουσα κατάσταση (θερίζουμε ό,τι έχουμε σπείρει)
Κατόπιν της υπερδεκαετούς ουσιαστικής αδράνειας, πολλά ΟΣ παρουσιάζουν χαμηλές έως πολύ χαμηλές διαθεσιμότητες. Ως αποτέλεσμα, σταδιακά χάνεται η επιχειρησιακή δεξιότητα, καθώς και η τεχνική γνώση και εξειδίκευση του προσωπικού, ως απόρροια του χαμηλού ρυθμού εργασιών συντήρησης λόγω έλλειψης ανταλλακτικών.
Επίσης, είναι προφανές ότι ο μεγάλος αριθμός ΕΚ/ΕΝ ΟΣ δεν βοηθάει στην ανύψωση του ηθικού του προσωπικού των ΕΔ, καθώς παραπέμπει σε εικόνα εγκατάλειψης από τα προϊστάμενα κλιμάκια. Και πάνω απ’ όλα, δεν βοηθάει στην πιο σημαντική αποστολή των ΕΔ: την αποτροπή. Ουδέν κρυπτόν υπό του ηλίου…
Οι ΕΔ θεωρούν ότι έχουν κάνει το χρέος τους, διατηρώντας τα ΟΣ στις διαθεσιμότητες που τους επιτρέπει η δημοσιονομική συγκυρία, ενώ η εκάστοτε πολιτική ηγεσία παρίσταται σε τελετές και παρακολουθεί επιδείξεις και ασκήσεις, επιβεβαιώνοντας κάθε τόσο το “αξιόμαχο των ΕΔ”.
Σαν να μην ανησυχεί ουδείς, όλα αυτά τα χρόνια, για την απαξίωση των ΟΣ και της συναφούς επένδυσης που έχει κάνει ο ελληνικός λαός, με τον ιδρώτα του. Εντωμεταξύ, τα ΟΣ παλαιώνουν και χρειάζονται αναβάθμιση ή αντικατάσταση, οι πύραυλοι λήγουν και απαιτούν επαναπιστοποίηση, ενώ τα πλοία μας αρχίζουν να δείχνουν την ηλικία τους.
Και ως γνωστόν, οποιοδήποτε πρόγραμμα ξεκινήσει σήμερα, θα αποδώσει μετά από πολλά χρόνια, όπως διαπιστώνεται και με την αναβάθμιση των Α/Φ F-16. Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα των λαθών και παραλείψεων της εκάστοτε ηγεσίας γίνονται ορατά μετά από καιρό. Η ευθύνη όμως θα βαραίνει αυτούς που δεν έλαβαν τις κατάλληλες αποφάσεις όταν έπρεπε.
4. Ποιο το δέον γενέσθαι;
α. Αύξηση αμυντικών κονδυλίων. Μακροπρόθεσμα θα αποδειχθεί ίσως η καλύτερη επένδυση, εκτός εάν δεν έχουμε σκοπό να αξιοποιήσουμε τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που μας ανήκουν.
β. Δραστική αναθεώρηση θεσμικού πλαισίου αμυντικών προμηθειών, με σκοπό την εκλογίκευση και απλούστευση των διαδικασιών. Σημειωτέον ότι η απευθείας ανάθεση δεν θα πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου κακούργημα, ιδίως στις περιπτώσεις εν συνεχεία υποστήριξης.
γ. Αναθεώρηση της γενικότερης λογικής, μέχρι και το επίπεδο των Επιτελείων, τα οποία θα πρέπει να βάλουν “λίγο νερό στο κρασί τους”, όσον αφορά τις απαιτήσεις τους: οι τεχνικές προδιαγραφές και οι ειδικοί όροι θα πρέπει να είναι σαφείς, κατανοητοί και να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και στα διατιθέμενα κονδύλια. Οι υπερβολικές απαιτήσεις δεν διασφαλίζουν καλύτερο αποτέλεσμα αλλά έναν άγονο διαγωνισμό.
δ. Επίσης προτείνεται να ανατεθεί στα Επιτελεία, αναλογικά με τις ανάγκες τους, ένα μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού, ώστε να υπάρχει η ανάλογη ευελιξία αλλά και η ευθύνη σε χαμηλότερο επίπεδο. Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται η ΓΔΑΕΕ να υλοποιεί τα μείζονα προγράμματα (προμήθειες – μείζονες αναβαθμίσεις ΟΣ), ενώ τα Επιτελεία τα λοιπά προγράμματα, π.χ. συμβάσεις εν συνεχεία υποστήριξης.
ε. Τέλος, θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα η εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο, καθώς βραχυπρόθεσμα συνεπάγεται αυξημένο κόστος.
Μεσοπρόθεσμα όμως, η εμπλοκή της εγχώριας βιομηχανίας συμβάλλει στην ασφάλεια εφοδιασμού, παρέχοντας αυτάρκεια και σχετική αυτονομία από οίκους του εξωτερικού, επιτρέπει την απόκτηση τεχνογνωσίας, διασφαλίζει θέσεις εργασίας υψηλού επιπέδου, ενώ μακροπρόθεσμα επιτρέπει ακόμα και κέρδος, σε περίπτωση ανάπτυξης και προώθησης ανταγωνιστικών τεχνολογιών και υποσυστημάτων.
Κλείνοντας, να θέσουμε ένα ρητορικό ερώτημα: κατά πόσο νομιμοποιούμαστε έναντι των επόμενων γενεών να προφασιζόμαστε την οικονομική κρίση και την ύπαρξη ενός μάλλον υπερβολικού νομικού πλαισίου περί αμυντικών προμηθειών, αναβάλλοντας επ’ αόριστον την αποτελεσματική υποστήριξη, αναβάθμιση και ανανέωση των εξοπλισμών μας;
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαρκής επίκληση του διεθνούς δικαίου καταντάει φαιδρή, εάν δεν συνδυάζεται με ισχυρές ΕΔ, ικανή διπλωματία και αποφασιστική πολιτική ηγεσία.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου