
Γιώργος Σκαφιδάς
Εως και λίγα 24ωρα πριν από τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν που αναμένεται στην Αλάσκα την ερχόμενη Παρασκευή, 15 Αυγούστου, τα δεδομένα είχαν ως εξής:
Η Ουκρανία ήταν, ακόμη, σε πόλεμο· και η Γάζα υπό πολιορκία. Ουκρανικό και Μεσανατολικό ήταν, με άλλα λόγια, ορθάνοιχτα ως χαίνουσες πληγές, ενώ η διοίκηση Τραμπ είχε εν τω μεταξύ βομβαρδίσει το μεν Ιράν κυριολεκτικά με bunker buster βόμβες (GBU-57 στο πλαίσιο της επιχείρησης «Midnight Hammer»), τη δε υφήλιο μεταφορικά με αυξημένους δασμούς (στο πλαίσιο της επιχειρούμενης σαρωτικής αναδιάταξης των εμπορικών ισοζυγίων).
Στο μέτωπο των δασμών ωστόσο ειδικότερα, μια από τις χώρες που βρέθηκαν ξαφνικά υπό αμερικανική «πολιορκία» ήταν η Ινδία.
Το Νέο Δελχί είδε τον Τραμπ να παίρνει το ήδη υψηλό 25% και να απειλεί να το διπλασιάσει, ανεβάζοντάς το στο 50% (εάν δεν έχει αλλάξει κάτι ως τις 27 Αυγούστου, το 50% θα είναι πια γεγονός). «Μα πώς;», διερωτάται κανείς. Δεν ήταν ή Ινδία εκείνη η αναδυόμενη υπερδύναμη την οποία οι Αμερικανοί (υποτίθεται ότι) θα προσέγγιζαν ως ανάχωμα στον κινεζικό επεκτατισμό; Δεν ήταν ή Ινδία η χώρα από την οποία θα ξεκινούσε -με την πλήρη και ένθερμη στήριξη των ΗΠΑ- ο Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας, Μέσης Ανατολής, Ευρώπης (India – Middle East – Europe Economic Corridor / IMEC);
Ο Ντόλαντ Τραμπ και το περιβάλλον του διαμηνύουν ότι πιέζουν την Ινδία επειδή εκείνη συνεχίζει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο. Με άλλα λόγια, αφήνουν να εννοηθεί ότι πιέζουν με δασμούς την πλευρά του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στην προσπάθειά τους να πιέσουν τη Ρωσία του Πούτιν (που θα χάσει έσοδα εάν οι Ινδοί περιορίσουν τις αγορές ρωσικού πετρελαίου υπό την απειλή της επιβολής δευτερογενών κυρώσεων εκ μέρους των ΗΠΑ).
Εάν, όμως, οι ΗΠΑ θέλουν όντως να πιέσουν τη Ρωσία, τότε γιατί δεν την πιέζουν άμεσα, ή μάλλον γιατί δεν την πίεσαν άμεσα κατά τους έξι πρώτους μήνες της νέας προεδρικής θητείας Τραμπ;
Μερίδα αναλυτών υποστηρίζει ότι το «θέμα» στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει να κάνει τόσο με το ρωσικό πετρέλαιο όσο με το Πακιστάν, το οποίο κατάφερε όχι μόνο να προσεγγίσει αλλά και να πάρει με το μέρος του τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ… ενάντια στην Ινδία.
«Η ηγεσία του Πακιστάν κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο υψηλότερο επίπεδο», σημειώνει σε ανάλυσή του το αυστραλιανό Lowy Institute, επικαλούμενο μεταξύ άλλων την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο αρχηγός των πακιστανικών ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Ασίμ Μουνίρ στον Λευκό Οίκο τον περασμένο Ιούνιο, μια επίσκεψη κατά τη διάρκεια της οποίας εκείνος έγινε δεκτός από τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, το (σ.σ. τουρκόφιλο) Ισλαμαμπάντ κατάφερε να προσεγγίσει την πλευρά Τραμπ μέσα από εναλλακτικές ή μη προφανείς οδούς όπως ήταν εκείνες της υιοθέτησης και προώθησης των κρυπτονομισμάτων που τόσο αρέσουν στην οικογένεια Τραμπ (μέσα στο δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου το Πακιστάν απέκτησε υπουργό Κρυπτονομισμάτων και υπέγραψε συμφωνία με την εταιρεία World Liberty Financial που δραστηριοποιείται στον χώρο των κρυπτονομισμάτων, μια εταιρεία στην οποία όμως κατέχει πλειοψηφικό μερίδιο η οικογένεια Τραμπ) και της προώθησης της υποψηφιότητας του ιδίου του Τραμπ για το Νόμπελ Ειρήνης που είναι πια σαφές ότι επιθυμεί, και μάλιστα διακαώς, ο Αμερικανός πρόεδρος.
Εάν όμως ισχύει κάτι τέτοιο, εάν δηλαδή ο Ντ. Τραμπ μπορεί όντως να μετακινείται στη διεθνή σκακιέρα όχι με γεωπολιτικά, εθνικά/στρατηγικά ή αξιακά κριτήρια, αλλά με βάση συναλλακτικά ιδιωτικά ενδιαφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες, τότε τι σημαίνει αυτό αναφορικά με το «ευεπηρέαστο» του Αμερικανού νυν προέδρου και πώς θα μπορούσε αυτό το «ευεπηρέαστο» να αποτυπωθεί μελλοντικά σε άλλα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος μέτωπα, όπως είναι εκείνα των ελληνοτουρκικών, του Κυπριακού ή του λιβυκού;
Πώς πορεύεσαι όταν έχεις απέναντί σου έναν πλανητάρχη με ευμετάβλητη προσωπική ατζέντα; Πού ποντάρεις, τι προσφέρεις και τι πρέπει να προσέχεις;
Ανάλογοι προβληματισμοί αναδεικνύονται μέσα από τη συμφωνία που υπέγραψαν οι ηγέτες της Αρμενίας και τους Αζερμπαϊτζάν στις 8 Αυγούστου στον Λευκό Οίκο, παρουσία του Τραμπ.
Η εν λόγω συμφωνία («Agreement on Establishment of Peace and Inter-State Relations between the Republic of Armenia and the Republic of Azerbaijan») παρουσιάζεται μεν να αναγνωρίζει τα μετασοβιετικά σύνορα όπως εκείνα έχουν αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα («…the boundaries between the Soviet Socialist Republics of the former USSR became the international borders of respective independent states and have been recognized as such by the international community…»), αλλά παράλληλα αφήνει ανοιχτό προς μελλοντική «καλή τη πίστει διευθέτηση» το θέμα των συνόρων και μιλάει για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης-ΜΟΕ («the Parties shall conduct in good faith negotiations between the respective border commissions to conclude the Agreement on delimitation and demarcation of the state border…the Parties, pending the delimitation and subsequent demarcation of their mutual border, shall implement mutually agreed security and confidence-building measures…»).
Ο Λευκός Οίκος από την πλευρά του, χαιρέτισε την εν λόγω συμφωνία ως «ιστορική», εστιάζοντας ωστόσο σε μια σειρά από άλλα στοιχεία: στον ειρηνευτικό ρόλο του ιδίου του Τραμπ (που «αξίζει» το Νόμπελ Ειρήνης), στις διμερείς οικονομικές συμφωνίες που υπέγραψαν Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν με τις ΗΠΑ, και στα πρότζεκτ τα οποία θα μπορεί στο μέλλον να «τρέξει» η αμερικανική πλευρά υπέρ αμερικανικών συμφερόντων στον Διάδρομο του Ζανγκεζούρ (που ενώνει το Αζερμπαϊτζάν με το αζερικό θύλακα του Ναχιτσεβάν στην Αρμενία, περνώντας μέσα από τα εδάφη της νότιας Αρμενίας), έναν διάδρομο τον οποίο ο Τραμπ θέλει μάλιστα να μετονομάσει σε «Διαδρομή Τραμπ για τη Διεθνή Ειρήνη και Ευημερία (Trump Route for International Peace and Prosperity – TRIPP)»…
Διερωτάται, ωστόσο, κανείς εάν θα μπορούσε, άραγε, κάτι τέτοιο να επιχειρηθεί και στα ελληνοτουρκικά; Εάν θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να «επιβάλλουν» για παράδειγμα «συμφωνίες», παίρνοντας οι ίδιες ως αντάλλαγμα επιχειρηματικά πρότζεκτ σε γεωγραφικές περιοχές οι οποίες άλλοτε λειτουργούσαν ως μήλο της έριδος και εστίες ελληνοτουρκικής έντασης; Υπερβολικό ως σκέψη, ή μήπως όχι;
Εως και λίγα 24ωρα πριν από τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν που αναμένεται στην Αλάσκα την ερχόμενη Παρασκευή, 15 Αυγούστου, τα δεδομένα είχαν ως εξής:
Η Ουκρανία ήταν, ακόμη, σε πόλεμο· και η Γάζα υπό πολιορκία. Ουκρανικό και Μεσανατολικό ήταν, με άλλα λόγια, ορθάνοιχτα ως χαίνουσες πληγές, ενώ η διοίκηση Τραμπ είχε εν τω μεταξύ βομβαρδίσει το μεν Ιράν κυριολεκτικά με bunker buster βόμβες (GBU-57 στο πλαίσιο της επιχείρησης «Midnight Hammer»), τη δε υφήλιο μεταφορικά με αυξημένους δασμούς (στο πλαίσιο της επιχειρούμενης σαρωτικής αναδιάταξης των εμπορικών ισοζυγίων).
Στο μέτωπο των δασμών ωστόσο ειδικότερα, μια από τις χώρες που βρέθηκαν ξαφνικά υπό αμερικανική «πολιορκία» ήταν η Ινδία.
Το Νέο Δελχί είδε τον Τραμπ να παίρνει το ήδη υψηλό 25% και να απειλεί να το διπλασιάσει, ανεβάζοντάς το στο 50% (εάν δεν έχει αλλάξει κάτι ως τις 27 Αυγούστου, το 50% θα είναι πια γεγονός). «Μα πώς;», διερωτάται κανείς. Δεν ήταν ή Ινδία εκείνη η αναδυόμενη υπερδύναμη την οποία οι Αμερικανοί (υποτίθεται ότι) θα προσέγγιζαν ως ανάχωμα στον κινεζικό επεκτατισμό; Δεν ήταν ή Ινδία η χώρα από την οποία θα ξεκινούσε -με την πλήρη και ένθερμη στήριξη των ΗΠΑ- ο Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας, Μέσης Ανατολής, Ευρώπης (India – Middle East – Europe Economic Corridor / IMEC);
Ο Ντόλαντ Τραμπ και το περιβάλλον του διαμηνύουν ότι πιέζουν την Ινδία επειδή εκείνη συνεχίζει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο. Με άλλα λόγια, αφήνουν να εννοηθεί ότι πιέζουν με δασμούς την πλευρά του Ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στην προσπάθειά τους να πιέσουν τη Ρωσία του Πούτιν (που θα χάσει έσοδα εάν οι Ινδοί περιορίσουν τις αγορές ρωσικού πετρελαίου υπό την απειλή της επιβολής δευτερογενών κυρώσεων εκ μέρους των ΗΠΑ).
Εάν, όμως, οι ΗΠΑ θέλουν όντως να πιέσουν τη Ρωσία, τότε γιατί δεν την πιέζουν άμεσα, ή μάλλον γιατί δεν την πίεσαν άμεσα κατά τους έξι πρώτους μήνες της νέας προεδρικής θητείας Τραμπ;
Μερίδα αναλυτών υποστηρίζει ότι το «θέμα» στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει να κάνει τόσο με το ρωσικό πετρέλαιο όσο με το Πακιστάν, το οποίο κατάφερε όχι μόνο να προσεγγίσει αλλά και να πάρει με το μέρος του τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ… ενάντια στην Ινδία.
«Η ηγεσία του Πακιστάν κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο υψηλότερο επίπεδο», σημειώνει σε ανάλυσή του το αυστραλιανό Lowy Institute, επικαλούμενο μεταξύ άλλων την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο αρχηγός των πακιστανικών ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Ασίμ Μουνίρ στον Λευκό Οίκο τον περασμένο Ιούνιο, μια επίσκεψη κατά τη διάρκεια της οποίας εκείνος έγινε δεκτός από τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, το (σ.σ. τουρκόφιλο) Ισλαμαμπάντ κατάφερε να προσεγγίσει την πλευρά Τραμπ μέσα από εναλλακτικές ή μη προφανείς οδούς όπως ήταν εκείνες της υιοθέτησης και προώθησης των κρυπτονομισμάτων που τόσο αρέσουν στην οικογένεια Τραμπ (μέσα στο δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου το Πακιστάν απέκτησε υπουργό Κρυπτονομισμάτων και υπέγραψε συμφωνία με την εταιρεία World Liberty Financial που δραστηριοποιείται στον χώρο των κρυπτονομισμάτων, μια εταιρεία στην οποία όμως κατέχει πλειοψηφικό μερίδιο η οικογένεια Τραμπ) και της προώθησης της υποψηφιότητας του ιδίου του Τραμπ για το Νόμπελ Ειρήνης που είναι πια σαφές ότι επιθυμεί, και μάλιστα διακαώς, ο Αμερικανός πρόεδρος.
Εάν όμως ισχύει κάτι τέτοιο, εάν δηλαδή ο Ντ. Τραμπ μπορεί όντως να μετακινείται στη διεθνή σκακιέρα όχι με γεωπολιτικά, εθνικά/στρατηγικά ή αξιακά κριτήρια, αλλά με βάση συναλλακτικά ιδιωτικά ενδιαφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες, τότε τι σημαίνει αυτό αναφορικά με το «ευεπηρέαστο» του Αμερικανού νυν προέδρου και πώς θα μπορούσε αυτό το «ευεπηρέαστο» να αποτυπωθεί μελλοντικά σε άλλα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος μέτωπα, όπως είναι εκείνα των ελληνοτουρκικών, του Κυπριακού ή του λιβυκού;
Πώς πορεύεσαι όταν έχεις απέναντί σου έναν πλανητάρχη με ευμετάβλητη προσωπική ατζέντα; Πού ποντάρεις, τι προσφέρεις και τι πρέπει να προσέχεις;
Ανάλογοι προβληματισμοί αναδεικνύονται μέσα από τη συμφωνία που υπέγραψαν οι ηγέτες της Αρμενίας και τους Αζερμπαϊτζάν στις 8 Αυγούστου στον Λευκό Οίκο, παρουσία του Τραμπ.
Η εν λόγω συμφωνία («Agreement on Establishment of Peace and Inter-State Relations between the Republic of Armenia and the Republic of Azerbaijan») παρουσιάζεται μεν να αναγνωρίζει τα μετασοβιετικά σύνορα όπως εκείνα έχουν αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα («…the boundaries between the Soviet Socialist Republics of the former USSR became the international borders of respective independent states and have been recognized as such by the international community…»), αλλά παράλληλα αφήνει ανοιχτό προς μελλοντική «καλή τη πίστει διευθέτηση» το θέμα των συνόρων και μιλάει για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης-ΜΟΕ («the Parties shall conduct in good faith negotiations between the respective border commissions to conclude the Agreement on delimitation and demarcation of the state border…the Parties, pending the delimitation and subsequent demarcation of their mutual border, shall implement mutually agreed security and confidence-building measures…»).
Ο Λευκός Οίκος από την πλευρά του, χαιρέτισε την εν λόγω συμφωνία ως «ιστορική», εστιάζοντας ωστόσο σε μια σειρά από άλλα στοιχεία: στον ειρηνευτικό ρόλο του ιδίου του Τραμπ (που «αξίζει» το Νόμπελ Ειρήνης), στις διμερείς οικονομικές συμφωνίες που υπέγραψαν Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν με τις ΗΠΑ, και στα πρότζεκτ τα οποία θα μπορεί στο μέλλον να «τρέξει» η αμερικανική πλευρά υπέρ αμερικανικών συμφερόντων στον Διάδρομο του Ζανγκεζούρ (που ενώνει το Αζερμπαϊτζάν με το αζερικό θύλακα του Ναχιτσεβάν στην Αρμενία, περνώντας μέσα από τα εδάφη της νότιας Αρμενίας), έναν διάδρομο τον οποίο ο Τραμπ θέλει μάλιστα να μετονομάσει σε «Διαδρομή Τραμπ για τη Διεθνή Ειρήνη και Ευημερία (Trump Route for International Peace and Prosperity – TRIPP)»…
Διερωτάται, ωστόσο, κανείς εάν θα μπορούσε, άραγε, κάτι τέτοιο να επιχειρηθεί και στα ελληνοτουρκικά; Εάν θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να «επιβάλλουν» για παράδειγμα «συμφωνίες», παίρνοντας οι ίδιες ως αντάλλαγμα επιχειρηματικά πρότζεκτ σε γεωγραφικές περιοχές οι οποίες άλλοτε λειτουργούσαν ως μήλο της έριδος και εστίες ελληνοτουρκικής έντασης; Υπερβολικό ως σκέψη, ή μήπως όχι;
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου