Ηλιόπουλος Γιώργος
Τα σφάλματα που αναδύονται με την συμφωνία των G7 να θέσουν όριο ανώτατης τιμής στην τιμή του ρωσικού αργό πετρελαίου, προκαλούν πραγματικά την απορία των στρατηγικών αναλυτών στην αγορά ενέργειας. Το βασικότερο προκύπτει από το γεγονός ότι με την τιμή των 60 δολαρίων ανά βαρέλι δεν θίγεται οικονομικά η Ρωσία, από την στιγμή που το ρωσικό αργό πετρέλαιο τύπου Urals, πωλείται σχετικά χαμηλότερα, αλλά σε επίπεδα ανώτερα από την μέση τιμή της τελευταίας πενταετίας και υψηλότερα από την μέση τιμή netback του ομίλου της Rosneft.
Όπως παρατηρούν οι οικονομικοί αναλυτές του γνωστού πρακτορείου Reuters, το ανώτατο όριο πώλησης που επιβάλλουν οι G7 επιτρέπει σε χώρες εκτός ΕΕ να συνεχίσουν να εισάγουν ρωσικό αργό πετρέλαιο μέσω των θαλασσίων διαδρόμων, αν και υφίσταται η απαγόρευση για ναυτιλιακές, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες να καλύπτουν τις μεταφορές φορτίων με τιμή ανώτερη από το όριο.
Αυτό συνεπάγεται πως η Κίνα έχει μεγαλύτερες πλέον δυνατότητες να αγοράζει ρωσικό αργό πετρέλαιο με μεγάλες εκπτώσεις, ενώ και ο γιγαντιαίος όμιλος της Rosneft συνεχίζει να έχει μία απόδοση της τάξης του 16% στο μέσο απασχολούμενο κεφάλαιο (return on average capital employed-ROACE) και περισσότερα από 8,8 δισεκατομμύρια ρούβλια (1,08 δισεκατομμύρια δολάρια) κέρδη προ τόκων, φόρων, υποτιμήσεων και αποσβέσεων (EBITDA), περισσότερα από το διπλάσιο των απαιτήσεων κεφαλαιουχικών δαπανών του ομίλου.
Το συγκεκριμένο σφάλμα δεν επιδοτεί μόνον την Κίνα, αλλά επιτρέπει ταυτόχρονα στον γιγαντιαίο ρωσικό όμιλο να παραμένει εξαιρετικά κερδοφόρος και να έχει την δυνατότητα καταβολής δισεκατομμυρίων σε φόρους, ενισχύοντας δυναμικά τα δημόσια ταμεία της Ρωσίας. Παράλληλα δεν πρόκειται να συνεισφέρει στην μείωση των τιμών του αργού πετρελαίου στις αγορές, προκαλώντας ανατροπές και δυσλειτουργίες, που πιέζουν ανοδικά τις τιμές.
Επιδότηση των αντιπάλων
Η συμφωνία των G7 επιβάλλει έναν άχρηστο τεχνητό πυθμένα στις παλαιές τιμές, με τους εγκεφάλους που καταλήγουν στο μέτρο να μην αντιλαμβάνονται τους λόγους του κύκλου χειραγώγησης των τιμών κατά το 2022. Επιβάλλοντας το ανώτατο όριο πώλησης των 60 δολαρίων, που ουσιαστικά αποτελεί μία κατώτατη τιμή, καθιστούν σχεδόν αδύνατον για τις τιμές να κινηθούν σε χαμηλότερα επίπεδα εάν ενσκήψει μία κρίση ζήτησης.
Από την άλλη πλευρά η απόφαση αφαιρεί από την προσφορά 4,5 εκατομμύρια βαρέλια ανά ημέρα, που αποτελούν εκτίμηση για τις μειώσεις των ρωσικών εξαγωγών αργού πετρελαίου κατά το 2023, υπολογίζοντας μέγιστα και ελάχιστα, ενώ επιπλέον έχουν οδηγήσει και τον OPEC σε μειώσεις προσφοράς, με συνέπεια να επωφελείται από τις υψηλότερες τιμές. Στο περιβάλλον αυτό οι κινεζικοί ενεργειακοί όμιλοι οπωσδήποτε αισθάνονται πανευτυχείς, από την στιγμή που πρόκειται να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη προσφορά ρωσικού αργού πετρελαίου σε ελκυστικές τιμές, για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους σε προϊόντα διύλισης και πετροχημικά, όπου το κέρδος τους αυξάνεται εκθετικά.
Ο τομέας των πετροχημικών αποφέρει κατά κανόνα 15 έως 16 φορές περισσότερα έσοδα ανά τόνο προϊόντων, σε σύγκριση με την ανάλογη ποσότητα αργού πετρελαίου και για τους επενδυτές, με βάση τα τρέχοντα συμβόλαια της αγοράς, οι αποδόσεις φθάνουν το 30%-35%, έναντι 12%-15% του τομέα διύλισης, με τους ομίλους πετροχημικών να διανέμουν κατά κανόνα μεγάλα μερίσματα στους μετόχους τους.
Οι όμιλοι της Sinopec και της PetroChina διαθέτουν πλέον πολλαπλάσιες ευκαιρίες στην διεθνή αγορά για να διασφαλίσουν ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους από τα προϊόντα διύλισης και τα πετροχημικά, έχοντας και το πλεονέκτημα της απρόσκοπτης προσφοράς ρωσικού αργού πετρελαίου σε δελεαστικές τιμές και μάλιστα σε μία οικονομική περίοδο που βρίθει προκλήσεων.
Η απρονοησία των G7
Το ανώτατο όριο τιμής που θεσπίζεται από τους G7 δημιουργεί πολλές απορίες ως προς το εάν και κατά πόσον οι γραφειοκράτες που σχεδιάζουν μέτρα αυτής της μορφής, έχουν εμπειρίες μίας παγκόσμιας και οξύτατα ανταγωνιστικής αγοράς, όπως η αγορά ενέργειας. Ίσως δεν έχουν, αλλά περιβάλλονται από εκατοντάδες “ειδικούς”, οι οποίοι ενδεχόμενα για να μην τους δυσαρεστήσουν, φροντίζουν να τους διαβεβαιώσουν πως πρόκειται για ευρηματική ιδέα, όταν δυστυχώς αποτελεί πρώτου μεγέθους ανοησία.
Εάν οι G7 επιθυμούν πραγματικά να πλήξουν χρηματοοικονομικά την Ρωσία και τις εξαγωγές της, οφείλουν να προωθήσουν ταχύτατα εναλλακτικές και απόλυτα ανταγωνιστικές πηγές ενέργειας, πλην όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι κυβερνήσεις των χωρών των G7 εξακολουθούν να επιβάλλουν φραγμούς στις επενδύσεις στην ενέργεια και να θεσπίζουν νέες ρυθμιστικές αρχές που εντελώς λανθασμένα επιβάλλουν πρόσθετα βάρη κόστους, που δυσχεραίνουν αφόρητα τις εγγυήσεις, στις προσπάθειες διαφοροποίησης των πηγών και της εξασφάλισης της προσφοράς σε επίπεδα που να κατοχυρώνουν την ενεργειακή ασφάλεια.
Αυτό που δεν συνεκτιμούν αφορά το γεγονός ότι η τραγική ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 1970, αντιμετωπίστηκε τελικά με επενδύσεις σε άλλους τομείς παραγωγής ενέργειας, με συνέπεια να αντιστραφεί θεαματικά η ανοδική πορεία των τιμών του αργού πετρελαίου, λόγω της απότομης αύξησης της προσφοράς. Η αγορά ενέργειας ήδη υποφέρει από ανησυχητικά μειωμένα επίπεδα επενδύσεων, που σύμφωνα με την Morgan Stanley STANLEY, κινούνται περιορισμένα κατά 600 δισεκατομμύρια δολ. σε ετήσια βάση, Με το αποκαλούμενο ανώτατο όριο τιμής, το κίνητρο των παραγωγών να πωλούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερους όγκους και να επενδύουν όσο το δυνατόν λιγότερα, ενισχύεται δραματικά, γεγονός που προδικάζει για το άμεσο μέλλον άνοδο των τιμών.
Τόσον η Κίνα, όσον και η Ρωσία, έχουν πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι οι ανανεώσιμες πηγές (αιολική και ηλιακή) υποφέρουν από το μειονέκτημα της διαλείπουσας λειτουργίας, ενώ και άλλες εναλλακτικές πηγές δεν έχουν ακόμα φθάσει σε επίπεδα ικανοποιητικής κάλυψης των ενεργειακών αναγκών και ούτε πρόκειται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ακόμα και αν υποτεθεί πως κάποια στιγμή θα προσεγγισθούν αυτά τα επίπεδα, θα απαιτηθούν τρισεκατομμύρια επί τρισεκατομμυρίων σε επενδύσεις για την εξόρυξη χαλκού, κοβαλτίου και σπανίων γαιών.
Επιβάλλοντας ανώτατο όριο στις τιμές του ρωσικού αργού πετρελαίου, προστίθενται φραγμοί στην ανάπτυξη εγχωρίων πηγών και αναδύονται σοβαρές προοπτικές για έναν νέο μεγάλο κύκλο ανόδου των τιμών των αγαθών στις αγορές, στον οποίο η μέχρι τούδε μέτρια εξάρτηση από την Ρωσία θα εξελιχθεί για τις αναπτυγμένες οικονομίες, ταυτόχρονα σε μία τραγικά μεγάλη από την Μόσχα και το Πεκίνο.
Η συμφωνία των G7 επιβάλλει έναν άχρηστο τεχνητό πυθμένα στις παλαιές τιμές, με τους εγκεφάλους που καταλήγουν στο μέτρο να μην αντιλαμβάνονται τους λόγους του κύκλου χειραγώγησης των τιμών κατά το 2022. Επιβάλλοντας το ανώτατο όριο πώλησης των 60 δολαρίων, που ουσιαστικά αποτελεί μία κατώτατη τιμή, καθιστούν σχεδόν αδύνατον για τις τιμές να κινηθούν σε χαμηλότερα επίπεδα εάν ενσκήψει μία κρίση ζήτησης.
Από την άλλη πλευρά η απόφαση αφαιρεί από την προσφορά 4,5 εκατομμύρια βαρέλια ανά ημέρα, που αποτελούν εκτίμηση για τις μειώσεις των ρωσικών εξαγωγών αργού πετρελαίου κατά το 2023, υπολογίζοντας μέγιστα και ελάχιστα, ενώ επιπλέον έχουν οδηγήσει και τον OPEC σε μειώσεις προσφοράς, με συνέπεια να επωφελείται από τις υψηλότερες τιμές. Στο περιβάλλον αυτό οι κινεζικοί ενεργειακοί όμιλοι οπωσδήποτε αισθάνονται πανευτυχείς, από την στιγμή που πρόκειται να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη προσφορά ρωσικού αργού πετρελαίου σε ελκυστικές τιμές, για να αυξήσουν τις πωλήσεις τους σε προϊόντα διύλισης και πετροχημικά, όπου το κέρδος τους αυξάνεται εκθετικά.
Ο τομέας των πετροχημικών αποφέρει κατά κανόνα 15 έως 16 φορές περισσότερα έσοδα ανά τόνο προϊόντων, σε σύγκριση με την ανάλογη ποσότητα αργού πετρελαίου και για τους επενδυτές, με βάση τα τρέχοντα συμβόλαια της αγοράς, οι αποδόσεις φθάνουν το 30%-35%, έναντι 12%-15% του τομέα διύλισης, με τους ομίλους πετροχημικών να διανέμουν κατά κανόνα μεγάλα μερίσματα στους μετόχους τους.
Οι όμιλοι της Sinopec και της PetroChina διαθέτουν πλέον πολλαπλάσιες ευκαιρίες στην διεθνή αγορά για να διασφαλίσουν ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους από τα προϊόντα διύλισης και τα πετροχημικά, έχοντας και το πλεονέκτημα της απρόσκοπτης προσφοράς ρωσικού αργού πετρελαίου σε δελεαστικές τιμές και μάλιστα σε μία οικονομική περίοδο που βρίθει προκλήσεων.
Η απρονοησία των G7
Το ανώτατο όριο τιμής που θεσπίζεται από τους G7 δημιουργεί πολλές απορίες ως προς το εάν και κατά πόσον οι γραφειοκράτες που σχεδιάζουν μέτρα αυτής της μορφής, έχουν εμπειρίες μίας παγκόσμιας και οξύτατα ανταγωνιστικής αγοράς, όπως η αγορά ενέργειας. Ίσως δεν έχουν, αλλά περιβάλλονται από εκατοντάδες “ειδικούς”, οι οποίοι ενδεχόμενα για να μην τους δυσαρεστήσουν, φροντίζουν να τους διαβεβαιώσουν πως πρόκειται για ευρηματική ιδέα, όταν δυστυχώς αποτελεί πρώτου μεγέθους ανοησία.
Εάν οι G7 επιθυμούν πραγματικά να πλήξουν χρηματοοικονομικά την Ρωσία και τις εξαγωγές της, οφείλουν να προωθήσουν ταχύτατα εναλλακτικές και απόλυτα ανταγωνιστικές πηγές ενέργειας, πλην όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι κυβερνήσεις των χωρών των G7 εξακολουθούν να επιβάλλουν φραγμούς στις επενδύσεις στην ενέργεια και να θεσπίζουν νέες ρυθμιστικές αρχές που εντελώς λανθασμένα επιβάλλουν πρόσθετα βάρη κόστους, που δυσχεραίνουν αφόρητα τις εγγυήσεις, στις προσπάθειες διαφοροποίησης των πηγών και της εξασφάλισης της προσφοράς σε επίπεδα που να κατοχυρώνουν την ενεργειακή ασφάλεια.
Αυτό που δεν συνεκτιμούν αφορά το γεγονός ότι η τραγική ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 1970, αντιμετωπίστηκε τελικά με επενδύσεις σε άλλους τομείς παραγωγής ενέργειας, με συνέπεια να αντιστραφεί θεαματικά η ανοδική πορεία των τιμών του αργού πετρελαίου, λόγω της απότομης αύξησης της προσφοράς. Η αγορά ενέργειας ήδη υποφέρει από ανησυχητικά μειωμένα επίπεδα επενδύσεων, που σύμφωνα με την Morgan Stanley STANLEY, κινούνται περιορισμένα κατά 600 δισεκατομμύρια δολ. σε ετήσια βάση, Με το αποκαλούμενο ανώτατο όριο τιμής, το κίνητρο των παραγωγών να πωλούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερους όγκους και να επενδύουν όσο το δυνατόν λιγότερα, ενισχύεται δραματικά, γεγονός που προδικάζει για το άμεσο μέλλον άνοδο των τιμών.
Τόσον η Κίνα, όσον και η Ρωσία, έχουν πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι οι ανανεώσιμες πηγές (αιολική και ηλιακή) υποφέρουν από το μειονέκτημα της διαλείπουσας λειτουργίας, ενώ και άλλες εναλλακτικές πηγές δεν έχουν ακόμα φθάσει σε επίπεδα ικανοποιητικής κάλυψης των ενεργειακών αναγκών και ούτε πρόκειται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ακόμα και αν υποτεθεί πως κάποια στιγμή θα προσεγγισθούν αυτά τα επίπεδα, θα απαιτηθούν τρισεκατομμύρια επί τρισεκατομμυρίων σε επενδύσεις για την εξόρυξη χαλκού, κοβαλτίου και σπανίων γαιών.
Επιβάλλοντας ανώτατο όριο στις τιμές του ρωσικού αργού πετρελαίου, προστίθενται φραγμοί στην ανάπτυξη εγχωρίων πηγών και αναδύονται σοβαρές προοπτικές για έναν νέο μεγάλο κύκλο ανόδου των τιμών των αγαθών στις αγορές, στον οποίο η μέχρι τούδε μέτρια εξάρτηση από την Ρωσία θα εξελιχθεί για τις αναπτυγμένες οικονομίες, ταυτόχρονα σε μία τραγικά μεγάλη από την Μόσχα και το Πεκίνο.
Αύξηση ρωσικών πωλήσεων στην Ασία
Από τις αρχές Δεκεμβρίου οι ρωσικοί όμιλοι ενέργειας εξάγουν, σύμφωνα με το γνωστό οικονομικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, περισσότερα από τρία εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου ανά ημέρα, μέσω θαλασσίων οδών προς την Ασία, στην αρχική περίοδο της απαγόρευσης των εισαγωγών της ΕΕ και της εφαρμογής του ανώτατου ορίου τιμής στα $60 από την ομάδα των G7.
Από τους διακινούμενους όγκους, το 89% καταλήγει στην Ινδία και στην Κίνα και περισσότερο από το 50% των δεξαμενοπλοίων κινούνται μέσω της διώρυγας του Σουέζ, χωρίς όμως να δηλώνουν το τελικό προορισμό τους. Παράλληλα η Κεντρική Τράπεζα Ινδίας ανακοινώνει πως όλες οι συναλλαγές της χώρας με την Ρωσία, αποτιμώνται πλέον απευθείας σε ρουπίες, ενισχύοντας την εκστρατεία αποδολλαριοποίησης της Μόσχας.
Ο άλλοτε αποκαλούμενος τρίτος κόσμος αδιαφορεί επιδεικτικά για τις αποφάσεις της ΕΕ και της ομάδας των G7, συνεχίζοντας απρόσκοπτα τις συναλλαγές του με την Ρωσία, ειδικά στον τομέα της ενέργειας. Το ρωσικό αργό πετρέλαιο τύπου ESPO, η ναυαρχίδα της ρωσικής παραγωγής παραδίδεται μέσω θαλασσίων οδών στην Άπω Ανατολή, όπου τα ρωσικά δεξαμενόπλοια δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα από την στιγμή που καλύπτονται από ρωσικούς αντασφαλιστικούς ομίλους, σύμφωνα με την σχετική έρευνα του γνωστού ειδησεογραφικού πρακτορείου Bloomberg.
Από τις αρχές Δεκεμβρίου οι ρωσικοί όμιλοι ενέργειας εξάγουν, σύμφωνα με το γνωστό οικονομικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, περισσότερα από τρία εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου ανά ημέρα, μέσω θαλασσίων οδών προς την Ασία, στην αρχική περίοδο της απαγόρευσης των εισαγωγών της ΕΕ και της εφαρμογής του ανώτατου ορίου τιμής στα $60 από την ομάδα των G7.
Από τους διακινούμενους όγκους, το 89% καταλήγει στην Ινδία και στην Κίνα και περισσότερο από το 50% των δεξαμενοπλοίων κινούνται μέσω της διώρυγας του Σουέζ, χωρίς όμως να δηλώνουν το τελικό προορισμό τους. Παράλληλα η Κεντρική Τράπεζα Ινδίας ανακοινώνει πως όλες οι συναλλαγές της χώρας με την Ρωσία, αποτιμώνται πλέον απευθείας σε ρουπίες, ενισχύοντας την εκστρατεία αποδολλαριοποίησης της Μόσχας.
Ο άλλοτε αποκαλούμενος τρίτος κόσμος αδιαφορεί επιδεικτικά για τις αποφάσεις της ΕΕ και της ομάδας των G7, συνεχίζοντας απρόσκοπτα τις συναλλαγές του με την Ρωσία, ειδικά στον τομέα της ενέργειας. Το ρωσικό αργό πετρέλαιο τύπου ESPO, η ναυαρχίδα της ρωσικής παραγωγής παραδίδεται μέσω θαλασσίων οδών στην Άπω Ανατολή, όπου τα ρωσικά δεξαμενόπλοια δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα από την στιγμή που καλύπτονται από ρωσικούς αντασφαλιστικούς ομίλους, σύμφωνα με την σχετική έρευνα του γνωστού ειδησεογραφικού πρακτορείου Bloomberg.
Τί πιστοποιούν τα δεδομένα
Τα ιδιωτικά κινεζικά διυλιστήρια, που συγκροτούν σχεδόν το 40% της παραγωγής της χώρας, έχουν ήδη συνάψει συμβόλαια Ιανουαρίου για παραδόσεις αργού πετρελαίου τύπου ESPO, που μετά και από την έκπτωση η τιμή διαμορφώνεται στα 67,11 δολάρια ανά βαρέλι. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες που δημοσιοποιούνται από τον ανεξάρτητο οργανισμό Argus Media, που ασχολείται με την εμπορία αγαθών και ειδικά στην ενέργεια παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες σε μεγάλους ομίλους, στοιχειοθετούν πως η Ρωσία έχει κινητοποιήσει τα δεξαμενόπλοιά της και τους αντασφαλιστικούς της ομίλους, καλύπτοντας απρόσκοπτα τις μεταφορές μεγάλων φορτίων.
Αν και οι ρωσικοί όμιλοι κινούνται με ευχέρεια στην Άπω Ανατολή εξυπηρετώντας κατά κύριο λόγο τις αγορές της Κίνας και κατά δεύτερο λόγο της Ινδίας, το ρωσικό αργό τύπου Urals που διακινείται από τις λιμενικές εγκαταστάσεις του Primorsk στην Βαλτική πωλείται μετά και από την έκπτωση στα 41,59 δολάρια ανά βαρέλι.
Τα δεδομένα του Argus Media πιστοποιούν πως οι ρωσικοί ενεργειακοί όμιλοι διαμορφώνουν για το 2023 μία στρατηγική που εξελίσσεται σε δύο πυλώνες, όπου ο πρώτος επικεντρώνεται στις εξαγωγές αργού με βάση τις τιμές της αγοράς, χωρίς να επηρεάζεται από το ανώτατο όριο τιμής των G7, ενώ στον δεύτερο διακινούν αργό πετρέλαιο σε τιμή χαμηλότερη του ορίου. Οι όμιλοι διαθέτουν την πολυτέλεια του χρόνου για να αναδιαμορφώσουν ανάλογα με τους πελάτες τους τις τιμές μετά την ολοκλήρωση της οργάνωσης του ασφαλιστικού τους δικτύου, οπότε πλέον θα ακολουθήσουν και στους δύο πυλώνες τις τιμές της αγοράς.
Δημοσίευση σχολίου