GuidePedia

0



Πώς εξελίχθηκαν οι προσπάθειες για τις ΑΟΖ και… σταμάτησαν το 2009

του Γιάννη Βαληνάκη*

Με έκταση που υπολογίζεται από διεθνείς ερευνητές σε περίπου 500.000 τετρ. Χλμ [1], η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ ) της Ελλάδας είναι περίπου τέσσερεις φορές η έκταση της ξηράς της. Από αυτά και μόνο τα μεγέθη των αριθμών γίνεται αμέσως αντιληπτή η σημασία της ως πηγής πλούτου και ισχύος για την χώρα μας. Πολλά έχουν γραφεί τον τελευταίο καιρό για το ζήτημα της ΑΟΖ, όχι όμως πάντα με την δέουσα προσοχή στην πολυπλοκότητα του ζητήματος, τόσο από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου, όσο και από εκείνη της εξωτερικής πολιτικής. Απουσιάζουν επίσης συνήθως (άραγε τυχαία; ) οι αναφορές στη συστηματική και βάσει σχεδίου προσπάθεια που έγινε στο πρόσφατο παρελθόν από την χώρα μας έναντι των γειτόνων της.

Ο σχεδιασμός αυτός για την ελληνική ΑΟΖ χρονολογείται από το 2004 και αποτελούσε μια ολοκληρωμένη πολιτική με συνολικό οραματικό στόχο και πρόβλεψη για σταδιακά βήματα προς την υλοποίηση, με ελληνικές ενέργειες αλλά και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Η ΑΟΖ στο πλαίσιο αυτό δεν θεωρήθηκε ποτέ ως πανάκεια ή το «μαγικό ραβδί» που θα σώσει τη χώρα μας σε μια νύχτα από τα δημοσιονομικά και άλλα δεινά της. Η πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής είναι εξαιρετικά περίπλοκη και δεν προσφέρεται για συνθηματολογία. Και η προώθηση των εθνικών συμφερόντων δεν γίνεται με σπασμωδικές κινήσεις της στιγμής και κομπασμό των υπεύθυνων χειριστών ενώπιον των ΜΜΕ. Το άρθρο αυτό επιχειρεί στο πλαίσιο αυτό να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια με υπευθυνότητα, φωτίζοντας ορισμένες σημαντικές πτυχές του ζητήματος, έτσι τουλάχιστον που απασχόλησαν τον γράφοντα με την ιδιότητα του υφυπουργού Εξωτερικών κατά την διακυβέρνηση της χώρας επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή. Επιχειρεί, επίσης, να σκιαγραφήσει τους επιμέρους πυλώνες του σχεδιασμού αυτού που πήρε την κωδική ονομασία «Ελλάς επί Τέσσερα-Η Ελλάς των τεσσάρων θαλασσών».

Όποιος ασχοληθεί σοβαρά με τα ζητήματα του δικαίου της θάλασσας και των σχετικών πολιτικο-στρατιωτικών αντιπαραθέσεων, αντιλαμβάνεται τη σημασία αλλά ταυτόχρονα και τις εγγενείς διεθνείς δυσκολίες διευθέτησης των διενέξεων αυτών, όταν μάλιστα διακυβεύονται τεράστιες πλουτοπαραγωγικές πηγές [2]. Χρήσιμο είναι επίσης να υπενθυμισθεί εδώ και η απόσταση που υπάρχει συχνά διεθνώς, ανάμεσα, από την μια μεριά στους συνήθως μαξιμαλιστικούς σχεδιασμούς που κάνουν τα κράτη (οι ηγεσίες, οι υπηρεσίες και οι επιστήμονες τους) διεκδικώντας το καθένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση στη θάλασσα (και κάτω από αυτήν) έναντι των γειτόνων τους, και από την άλλη στην τελική σύναψη μιας διεθνούς συμφωνίας οριοθέτησης. Εντάσεις, κρίσεις, στρατιωτικές αντιπαραθέσεις, ακόμη και πόλεμοι μεσολαβούν συχνά ανάμεσα στα δύο αυτά στάδια. Σε πολλές περιπτώσεις οι διενέξεις μεταξύ γειτόνων διαρκούν επί δεκαετίες με συνέπεια, πέραν όλων των άλλων, να μην μπορούν να επωφεληθούν από τον πλούτο που η εκμετάλλευση των θαλασσών μπορεί να τους εξασφαλίσει.

Το διεθνές δίκαιο της θάλασσας προσφέρει ένα εξαιρετικά χρήσιμο κίνητρο, εργαλείο αλλά και ελπίδα ειρηνικών και δίκαιων διευθετήσεων, αλλά δυστυχώς ερμηνεύεται ορισμένες φορές τελείως διαφορετικά από τα διάδικα κράτη και καμιά φορά διαστρεβλώνεται προκλητικά από ορισμένα από αυτά (βλ. Τουρκία) [3]. Σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS ΙΙΙ) [4] αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) θεωρείται η θαλάσσια έκταση, εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης όλων των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο [5]. Εκτείνεται πέραν των εθνικών υδάτων μιας χώρας (συνήθως 12 ναυτικών μιλίων) αλλά όχι πέραν των 200 ν. μ. από την ακτογραμμή ή γραμμή βάσης (baseline). Γενικά γίνεται δεκτό ότι η ΑΟΖ μιας χώρας εκτείνεται στα 200 ν.μ. (370 χλμ) από την ακτογραμμή της, εκτός εάν οι ΑΟΖ δύο ή περισσοτέρων χωρών αλληλοεφάπτονται, όταν δηλαδή οι ακτογραμμές των εν λόγω χωρών απέχουν λιγότερο από 400 ν.μ. (740 χλμ). Στην περίπτωση αυτή, έγκειται στις χώρες που τις διεκδικούν να τις οριοθετήσουν. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι ότι η μεν πρώτη αφορά στον βυθό και το υπέδαφός του, ενώ η ΑΟΖ περιλαμβάνει και την υπερκείμενη στήλη των υδάτων - επομένως διευρύνει τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους και στους τομείς της αλιείας, περιβάλλοντος, αλλά και εκμετάλλευσης των υδάτων για παραγωγή ενέργειας.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ «ΕΛΛΑΣ ΕΠΙ ΤΕΣΣΕΡΑ»

Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή είχε στα χέρια της το 2004 στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που επεξεργαστήκαμε κατ´ εντολή του την τελευταία περίοδο πριν τις εκλογές εκείνες. Το Σχέδιο αυτό με την ονομασία «Ελλάς επί τέσσερα» αποτέλεσε στη συνέχεια έναν από τους κεντρικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής της Διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας (2004-2009). Στην πραγματικότητα ο σχεδιασμός αφορούσε στις τρεις από τις τέσσερεις θάλασσες, δηλ. το Ιόνιο, το Κρητικό/Λιβυκό πέλαγος και την Ανατ. Μεσόγειο, αλλά όχι το Αιγαίο για το οποίο υπήρχε ο γενικότερος κυβερνητικός σχεδιασμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μέρος του οποίου ήταν και οι διερευνητικές συνομιλίες με την Τουρκία που βρίσκονταν ήδη επί πολλά χρόνια σε εξέλιξη. Μια από τις κυριότερες παραμέτρους του Σχεδίου εξάλλου ήταν ότι θα έπρεπε, στα πρώτα τουλάχιστον στάδια, να γίνουν οι διπλωματικές προετοιμασίες και επαφές με μέγιστη διακριτικότητα έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικότερες, αλλά και για να αποφευχθεί η κινητοποίηση της τουρκικής πλευράς. Η Τουρκία θεωρείτο βέβαιο ότι θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο, παραβιάζοντας φυσικά τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ελλάδα ως γείτονα και κράτος-μέλος της ΕΕ, αλλά και το διεθνές δίκαιο, να εμποδίσει την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών από την Ελλάδα (ακόμα και στο Ιόνιο) αφού κάθε προηγούμενο θα είχε άμεσες επιπτώσεις υπέρ των ελληνικών θέσεων και στο Αιγαίο.


Η απόφαση να προχωρήσει η Ελλάδα σε οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών με τις γειτονικές χώρες (από τα δυτικά προς τα ανατολικά με Αλβανία, Ιταλία -ενδεχομένως κατά μία ερμηνεία και με Μάλτα [6] - Λιβύη, Αίγυπτο και Κύπρο) ήταν λοιπόν χωρίς διατυμπανισμούς ήδη ειλημμένη και πολύπλευρα και συνετά σχεδιασμένη. Με την απόφαση αυτή του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή ανατρεπόταν παράλληλα το μέχρι τότε δόγμα των προηγουμένων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ ότι δεν θα έπρεπε να προχωρήσει η Ελλάδα σε οριοθετήσεις με τις γειτονικές χώρες όσο διαρκούσε ο διάλογος με την Τουρκία στο Αιγαίο. Σήμερα, ενόψει και των επικείμενων εκλογών, αποδεικνύεται ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας και καθοριστική βάση για την εξωτερική πολιτική, αλλά και το ίδιο το μέλλον της χώρας.

Ως προς το ακριβές νομικό περιεχόμενο κα τον σχετικό ορισμό των θαλασσίων ορίων που θα έπρεπε να υιοθετηθούν, οι αρχικές σκέψεις ήταν φυσικά στη λογική ευθεία της μέχρι τότε παγιωμένης στην Ελλάδα αντίληψης περί υφαλοκρηπίδας - κληρονομιά της πολύχρονης διαμάχης με την Τουρκία. Οι ελληνικές θέσεις απέναντι στην Τουρκία είχαν παγιωθεί στη δεκαετία του 1970 και δεν εκσυγχρονίστηκαν με τα νέα (βελτιωμένα για την Ελλάδα) δεδομένα μετά την υιοθέτηση της νέας Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) και την κύρωσή της από τη Βουλή πολύ αργότερα, το 1995. Κι όμως, με τη νέα Σύμβαση πολλαπλασιάστηκαν οι γενικά αποδεκτές θαλάσσιες ζώνες από τέσσερεις σε οκτώ, μεταξύ των οποίων βέβαια και η ΑΟΖ, ενώ καθιερώθηκε, επίσης, γενικά το κριτήριο της απόστασης (και όχι της ισοβαθούς) [7].

Ειδικά στη Μεσόγειο παρατηρείτο μετά το 2002 μια κινητικότητα με τη θέσπιση από παράκτια κράτη νέων θαλάσσιων ζωνών, όπως από την Κροατία («ειδική αλιευτική ζώνη», 2003), από την Ιταλία, Σλοβενία, Γαλλία (ζώνες οικολογικής προστασίας) από την Ισπανία, Μάλτα, Αλγερία (ζώνες αλιείας). Ως προς τις ΑΟΖ ειδικότερα, το 2003 θέσπισαν μια τέτοια ζώνη η Συρία και η Κύπρος αλλά και στη συνέχεια οι Αίγυπτος, Τυνησία, Μαρόκο, Ισραήλ κλπ. Η νέα πολιτική ηγεσία στο ΥΠΕΞ παρήγγειλε γι’ αυτό με διακριτικότητα ειδικές μελέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η πλάστιγγα έγειρε γρήγορα υπέρ της ΑΟΖ λόγω των πολλαπλών πλεονεκτημάτων που προσέφερε για τα εθνικά συμφέροντα. Η εγκατάλειψη του γεωλογικού κριτηρίου και η καθιέρωση ως διεθνώς γενικά αποδεκτής της μέσης γραμμής μεταξύ των ακτών των διάδικων κρατών (με τις αναγκαίες προσαρμογές) ήταν τα κυριότερα [8].

Επελέγη έτσι η λύση του ενιαίου ορίου υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε εναρμόνιση με τη σύγχρονη εξέλιξη του διεθνούς δικαίου που δέχεται πλέον ως γενικό κανόνα τη χάραξη της οριοθετικής γραμμής στη βάση της αρχής της ίσης απόστασης. Σημειώνεται επίσης εδώ ότι η λύση της ΑΟΖ συνεπάγεται αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης όχι μόνο του υποθαλάσσιου πλούτου (υφαλοκρηπίδας) αλλά και της υδάτινης στήλης και επιφάνειας (αλιείας, κάθε είδους ενέργειας κλπ), περιοριζόμενα μόνο από την άσκηση της ελευθερίας των θαλασσών [9].

Η ΙΟΝΙΑ ΑΟΖ

Στην πρώτη αυτή, ξεκινώντας από τα δυτικά, ελληνική θάλασσα, η Ελλάδα είχε να οριοθετήσει τα θαλάσσια σύνορά της με την Αλβανία και την Ιταλία. Ως προς την δεύτερη χώρα, η οριοθέτηση είχε ήδη προνοητικά γίνει (ως προς την υφαλοκρηπίδα) από το 1977 επί Κων/νου Καραμανλή στη βάση της μέσης γραμμής και άρα δεν παρουσίαζε προβλήματα. Χρειάζεται βέβαια η επικαιροποίηση της συμφωνίας αυτής προκειμένου να συμπεριλάβει και τις νεότερες εξελίξεις του Δικαίου της Θάλασσας, όμως δεδομένου του άριστου κλίματος στις ελληνο- ιταλικές σχέσεις, πολιτικά δεν πρόκειται να αποτελέσει πρόβλημα και μπορεί να θεωρηθεί μια μάλλον τυπική διαδικασία.

Ως προς την οριοθέτηση με την Αλβανία τα ζητήματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα. Η αλβανική καχυποψία απέναντι στην Ελλάδα ήταν ένα πρώτο υπαρκτό εμπόδιο που έπρεπε όμως να υπερνικηθεί. Μια άλλη δυσκολία ήταν η ανάγκη ακριβούς οριοθέτησης των χωρικών υδάτων λόγω και της ύπαρξης στην περιοχή της Κέρκυρας συστάδων νησιών και βραχονησίδων που έθεταν έτσι σε πρώτο πλάνο το θέμα της αναγνώρισης πλήρων δικαιωμάτων σε αυτά. Η Ελλάδα είχε κάνει πρόταση προς την Αλβανία για έναρξη διαπραγματεύσεων οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας ήδη από το 1992 επί κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη, χωρίς οποιαδήποτε ανταπόκριση της αλβανικής πλευράς. Τις προτάσεις επανέφερε ο γράφων ξανά το 2004, χωρίς όμως ανταπόκριση, ενώ νέα ελληνική πρόταση υποβλήθηκε ξανά στα μέσα του 2006 από τη Ντόρα Μπακογιάννη.

Οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν εύκολες και οι διαφορές αντιλήψεων σημαντικές. Σε πολλές στιγμές του διαλόγου σημειώθηκαν εμπλοκές τόσο τεχνικού χαρακτήρα, όσο και πολιτικού. Η καχυποψία πιθανότατα υποδαυλιζόταν και από εξωγενείς παράγοντες όπως η Τουρκία που προσπαθούσαν να υπονομεύσουν τις γενικά καλές σχέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή και Σ. Μπερίσα.
Κατά την τελική φάση των διαπραγματεύσεων σημειώθηκαν και άλλες εμπλοκές λόγω αλβανικής κωλυσιεργίας και η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε γι αυτό να προχωρήσει σε διασύνδεση των διαπραγματεύσεων για την ΑΟΖ με την κύρωση από το ελληνικό κοινοβούλιο της συμφωνίας ΕΕ- Αλβανίας (Stabilization and Association Agreement [10]) που διακαώς επιθυμούσαν τα Τίρανα αλλά εκκρεμούσε για κύρωση από τη Βουλή από καιρό [11]. Με την κίνηση αυτή, την πολιτική πίεση από τη Ντόρα Μπακογιάννη και διακριτικές διαβουλεύσεις, τελικά ξεπεράστηκαν τα εμπόδια και τα δύο θέματα προχώρησαν παράλληλα. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν πάραυτα και ο Κώστας Καραμανλής ταξίδεψε αμέσως στα Τίρανα όπου οι Υπουργοί Εξωτερικών των δυο χωρών υπέγραψαν την Συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών την 27η Απριλίου 2009. Η παρουσία των δύο πρωθυπουργών υπογράμμιζε τη στρατηγική σημασία που απέδιδε προσωπικά ο Κ. Καραμανλής στο όλο εγχείρημα που σημείωνε έτσι την πρώτη του επιτυχία [12]. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, ότι η συμφωνία αυτή με την Αλβανία ήταν προϊόν σοβαρότατης προετοιμασίας από ομάδα εμπειρογνωμόνων του ΥΠΕΞ που εργάστηκε εντατικά με επικεφαλής τον πρέσβη Γ. Σαββαΐδη. Ήταν όμως ταυτόχρονα και πρωτοποριακή αφού για πρώτη φορά καθιερώνει ένα «σύνορο πολλαπλών χρήσεων» (“multi-purpose boundary”) περιλαμβάνοντας έτσι, τόσο παραδοσιακές ζώνες (χωρικά ύδατα-υφαλοκρηπίδα), όσο και νέες ζώνες δικαιοδοσίας όπως η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.

Κι ενώ η συμφωνία όδευσε προς κύρωση από τα κοινοβούλια των δύο χωρών , μετά τις ελληνικές εκλογές του Οκτωβρίου 2009 η αλβανική αντιπολίτευση προσέφυγε κατά της Συμφωνίας στο αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας πως οι ελληνικές βραχονησίδες βόρεια της Κέρκυρας, που αναφέρονται στη συμφωνία, δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και, άρα, δόθηκε στην Ελλάδα θαλάσσιος χώρος περισσότερος από εκείνον που δικαιούται. Άλλο επιχείρημα της αλβανικής αντιπολίτευσης ήταν ότι για να προσέλθει στις διαπραγματεύσεις η αλβανική αντιπροσωπεία έπρεπε πρώτα να πάρει τυπικά την άδεια του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, έκρινε την συμφωνία άκυρη στα τέλη Ιανουαρίου 2010 επικαλούμενο διαδικαστικές και ουσιώδεις παραβάσεις, που έρχονταν σε αντίθεση με το Σύνταγμα και με την τρίτη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (χωρίς να αποσαφηνίζει ποιες είναι αυτές οι ουσιώδεις παραβάσεις). Η εξέλιξη αυτή αναδίδει έντονα την οσμή ξένων παρεμβάσεων [13] και σε κάθε περίπτωση συνιστά σαφή και άκομψη αθέτηση των συμφωνηθέντων μεταξύ των δύο πλευρών. Συνιστά επίσης παρασπονδία της αλβανικής πλευράς απέναντι στον Ευρωπαίο γείτονά της απέναντι του οποίου είχε, και συνεχίζει να έχει αναλάβει συγκεκριμένες ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για συμπεριφορά καλής γειτονίας.

Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται καν να συνειδητοποίησε τις διπλωματικές δυνατότητες που διέθετε μέσω της ευρωπαϊκής προοπτικής της Αλβανίας κι έτσι σήμερα, τρία χρόνια αργότερα, το θέμα εξακολουθεί να μένει σε εκκρεμότητα. Δείχνοντας ξανά την αποφασιστικότητά της απέναντι στην απαράδεκτη αλβανική παρασπονδία, η Νέα Δημοκρατία έθεσε πρόσφατα επιτακτικά το ζήτημα με τον πρόεδρό της Α. Σαμαρά σε συνάντησή του με τον Αλβανό πρωθυπουργό Σαλί Μπερίσα, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στη Μασσαλία [14]. Ο Αλβανός πρωθυπουργός φέρεται να δήλωσε θετικός στην κατεύθυνση αυτή.

Η ΝΟΤΙΑ ΑΟΖ

Στο Νότο η οριοθέτηση έπρεπε κυρίως να γίνει με την Λιβύη, σε μια περιοχή όπου οι ενδείξεις για ύπαρξη υδρογονανθράκων ήταν ισχυρές. H έναρξη διαπραγματεύσεων με τη χώρα αυτή θεωρήθηκε από ελληνικής πλευράς από την πρώτη στιγμή ως το κλειδί την ανάπτυξης της ελληνικής ΑΟΖ στο σύνολό της. Κι αυτό για μια σειρά από λόγους που είχαν να κάνουν με την κεντρική γεωγραφική της θέση αλλά και τις απόψεις της για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Πρώτα-πρώτα η ίδια η Λιβύη ενθαρρυμένη προφανώς από την απόλυτη απραξία της ελληνικής πλευράς προχώρησε το 2004 σε κύκλο παραχωρήσεων χερσαίων αλλά και θαλάσσιων περιοχών της για την εξερεύνηση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Ο χάρτης που δημοσιεύθηκε τότε όμως περιελάμβανε σε ειδικό ιστοχώρο και αρίθμηση οικοπέδων σε περιοχές της ελληνικής ΑΟΖ.
Η Λιβύη, επικαλούμενη ιστορικούς τίτλους είχε ήδη «κλείσει» από το 1973 για «λόγους ασφαλείας» τον Κόλπο της Σύρτης με ευθεία γραμμή βάσης μήκους 306 ναυτικών μιλίων. Η μονομερής αυτή πράξη δεν συνάδει με το διεθνές δίκαιο και συνάντησε την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας (ρηματική διακοίνωση της 22/2/74), και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με βάση λοιπόν αυτούς τους σχεδιασμούς, ο γράφων προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να αξιοποιήσει κάθε ευκαιρία για να εξασφαλίσει την αναγκαία συγκατάνευση της κυβέρνησης Καντάφι στο να ξεκινήσουν οι συζητήσεις, αρχικά σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Το ελληνικό ΥΠΕΞ με οδηγίες του τότε Υπουργού Π. Μολυβιάτη, ξεκίνησε με διπλωματική επίθεση προς τη Λιβύη, συνεχή διαβήματα διαμαρτυρίας για τον εν λόγω χάρτη (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004). Η Λιβύη ζούσε τότε εποχή διπλωματικής και οικονομικής ισχύος μετά την άρση των κυρώσεων και τα αμέτρητα αιτήματα για επανεγκατάσταση των ξένων εταιρειών πετρελαίων. Μάλιστα, προκαλώντας το διεθνές δίκαιο και αψηφώντας τις διεθνείς αντιδράσεις, θέσπισε μονομερώς «ζώνη προστασίας της αλιείας» εύρους 62 ν.μ. από το εξωτερικό όριο των χωρικών υδάτων της, δηλ. συνολικού εύρους 74ν.μ. ( 62+12) [15]. Προχώρησε μάλιστα σε αναδημοσίευση του χάρτη των διεκδικήσεών της τον Μάιο 2005 προκαλώντας συνεχή διπλωματικά διαβήματα της ελληνικής πλευράς.

Η κατάσταση είχε πλέον ξεφύγει και ο γράφων επιδίωξε γι’ αυτό προσωπική συνάντηση με τον Λίβυο ομόλογό του M. Siala που κανονίστηκε τελικά στο Λουξεμβούργο στα τέλη Μαΐου 2005. Έθεσα με έμφαση το ζήτημα της ανάγκης έναρξης διαπραγματεύσεων, αλλά η Λιβύη επέμενε να θέλει να ρυθμίσει μονομερώς τις θαλάσσιες ζώνες. Μη έχοντας άλλη επιλογή μπροστά στην κωλυσιεργία των Λίβυων, επισκέφθηκα τον Ιούλιο την Τρίπολη [16] σε μια προσπάθεια να εκμαιεύσω μια πολιτική απόφαση. Υπογράμμισα την απόλυτη και κατηγορηματική ελληνική αντίθεση στις μονομερείς ενέργειες και την ανάγκη άμεσης έναρξης διαπραγματεύσεων. Παρά τις διαβεβαιώσεις τους, όμως, για έναρξη διαλόγου, δεν άλλαζαν στάση.

Η ελληνική πλευρά επιδίωξε κατόπιν τούτου την ευρωπαϊκή διασύνδεση του ζητήματος και πέτυχε γι’ αυτό τον σκοπό την κοινοτική πίεση. Εκδηλώθηκε πράγματι τον Δεκέμβριο και στήριζε πλήρως τις ελληνικές θέσεις επισημαίνοντας επίσημα στην Λιβύη την ανάγκη σεβασμού της μέσης γραμμής. Στην απάντησή της τον Ιανουάριο 2006 η Λιβύη απέρριπτε καθαρά την μέση γραμμή ως βάση της οριοθέτησης.

Μετά από τις εξελίξεις αυτές ο γράφων ζήτησε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που γνώριζε από τις παλαιότερες επαφές του ως Υπουργού Εξωτερικών τον Μ. Καντάφι να επισκεφθεί άμεσα τη Λιβύη προκειμένου να ασκηθεί η πίεση στο λιβυκό καθεστώς στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Ο Πρόεδρος Κ. Παπούλιας που είχε στα σχέδια μια τέτοια επίσκεψη αποδέχτηκε αμέσως την πρόταση. Παρά τις διπλωματικές καθυστερήσεις και χαοτικές διαδικασίες των Λίβυων, η επίσκεψη αυτή, και κυρίως η συνάντηση με τον Μ. Καντάφι, ήταν επιτυχής και φάνηκε να κάμπτει τη λιβυκή αντίσταση. Το διπλωματικό σφυροκόπημα της λιβυκής θέσης συνεχίστηκε με την συνάντηση που είχαν με τον Λίβυο Υπουργό Εξωτερικών στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο του 2006 η Ντόρα Μπακογιάννη και ο γράφων. Οι ανταλλαγές απόψεων των εμπειρογνωμόνων των δυο πλευρών ξεκίνησαν τελικά μετά και από νέα επίσκεψη του γράφοντος στη Λιβύη το 2007 και συνεχίστηκαν και το καλοκαίρι του 2009, λίγο πριν τις ελληνικές εκλογές.

Η ΑΟΖ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Ως τέτοια η ελληνική πλευρά όρισε από την αρχή στο πλαίσιο του Σχεδίου «Ελλάς επί Τέσσερα» την οριοθέτηση με την Αίγυπτο και την Κύπρο. Τα ζητήματα σχετικά με την Τουρκία (όπως επισημάνθηκε παραπάνω) εντασσόταν στο γενικότερο κεφάλαιο των διμερών σχέσεων αλλά και της ενταξιακής πορείας της Αιγύπτου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι για την Ελλάδα το Αιγαίο εκτείνεται γεωγραφικά μέχρι το ανατολικότερο τμήμα της ελληνικής επικράτειας στο Καστελλόριζο, ενώ η Τουρκία θεωρεί ―όχι βέβαια αθώα― ως διαχωριστικό όριο Αιγαίου-Μεσογείου την Ρόδο. Η οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων μεταξύ Ιταλίας (που κατείχε τότε τα Δωδεκάνησα) και Τουρκίας που έγινε το 1932 αποτελεί κορυφαίο διπλωματικό «χαρτί» της Ελλάδας στα θέματα αυτά.

Ως προς την οριοθέτηση των ελληνικών θαλάσσιων ζωνών με Κύπρο και Αίγυπτο, η τελευταία από την αρχή θεωρήθηκε πολιτικά ως το σημείο- κλειδί λόγω της γεωγραφικής θέσης της αλλά και του διπλωματικού της βάρους. Ήδη το καλοκαίρι 2004 ο γράφων επισκέφθηκε με άλλη αφορμή το Κάιρο και έθεσε για πρώτη φορά το θέμα της έναρξης διαλόγου για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δυο πλευρών, και μάλιστα ως συνέχεια της αιγυπτο- κυπριακής συμφωνίας που είχε υπογραφεί το Φεβρουάριο του 2003 [17]. Στόχος ήταν να ενωθεί (πλην των τριεθνών σημείων) μέσα από τις διαπραγματεύσεις με τους Αιγύπτιους η ελληνο-λιβυκή οριοθετική γραμμή με την αντίστοιχη και συμφωνημένη επίσημα οριοθετική γραμμή Κύπρου - Αιγύπτου. Η ελληνική πλευρά γνώριζε φυσικά ότι η Άγκυρα καιροφυλακτούσε και γι αυτό οι πρώτες κρούσεις προς το αιγυπτιακό ΥΠΕΞ έγιναν όσο πιο διακριτικά γινόταν. Η συμφωνία με την Κύπρο είχε βέβαια ήδη προκαλέσει θύελλα διαμαρτυριών από την Άγκυρα.

Μετά τις πρώτες επαφές των εμπειρογνωμόνων, το ζήτημα ανέβηκε πολιτικά (αλλά με διακριτικό τρόπο) το 2006-2007, όταν τόσο ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, όσο και η υπουργός Εξωτερικών το έθεσαν πιεστικά προς την αιγυπτιακή πλευρά. Ήδη όμως το θέμα είχε γίνει γνωστό στα μέσα ενημέρωσης, αλλά έτσι και στην Τουρκία που προσπάθησε να παρέμβει προς τις αιγυπτιακές αρχές προκειμένου να παρεμποδίσει τη συνέχιση των συνομιλιών. Η Άγκυρα προσπαθούσε να πετύχει η ίδια συμφωνία με την Αίγυπτο που θα απέκοπτε την Ελληνική ΑΟΖ από την Κυπριακή στη βάση της διαστρέβλωσης του διεθνούς δικαίου και υπολογίζοντας μόνο χερσαίες και όχι και τις νησιωτικές γραμμές βάσης. Η τουρκική πλευρά προσπαθούσε δηλαδή να εξαιρέσει τα νότια και ανατολικότερα ελληνικά νησιά και νησίδες της περιοχής Κρήτης και Δωδεκανήσου που συνθέτουν την ελληνική γραμμή βάσης για την χάραξη της ΑΟΖ απέναντι στην Αίγυπτο.

Οι συνομιλίες και επαφές σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων με την Αίγυπτο ξεκίνησαν τελικά το 2006 και συνεχίστηκαν με μεγάλες δυσκολίες. Με την αλλαγή της κυβέρνησης το 2009 το θέμα περιέπεσε στη λήθη της νέας ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Έπρεπε να αναλάβει το ΥΠΕΞ ο Σ. Δήμας για να επαναληφθεί πολιτική πίεση για συνέχιση των συνομιλιών. Έτσι, στην πρόσφατη συνάντηση του Υπουργού Εξωτερικών Σταύρου Δήμα με τον ομόλογό του της Αιγύπτου, Μοχάμεντ Αμρ, συμφωνήθηκε η επανάληψη των διμερών συναντήσεων σε τεχνοκρατικό επίπεδο [18]. Το ενδιαφέρον του Σ. Δήμα, σύμφωνο και με τις απόψεις της ΝΔ επί του θέματος, είχε άλλωστε εκδηλωθεί ήδη στις προγραμματικές δηλώσεις του ίδιου όταν ανέλαβε καθήκοντα στην κυβέρνηση συνεργασίας, αναφέροντας ότι πολιτική της Ελλάδας είναι η οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών με όλους τους γείτονές της, συνεπώς και με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, και ότι η θέσπιση ΑΟΖ δε μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση από την θεμελιώδη αρχή και θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής περί άσκησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων [19].

Από την άλλη πλευρά, θετικό βήμα ήταν η κίνηση του Υφυπουργού ΠΕΚΑ Γιάννη Μανιάτη για εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας περί υφαλοκρηπίδας με τις ευμενέστερες για τα ελληνικά συμφέροντα διατάξεις της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, αλλά και με την πάγια ελληνική θέση περί οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών βάσει της αρχής της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής. Με το Ν.4001/2011, που τροποποίησε το νόμο του 1995 για «αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και άλλες διατάξεις» και συγκεκριμένα βάσει του άρθρου 156(1), ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη των οποίων οι ακτές είναι παρακείμενες ή αντικείμενες με τις ελληνικές ακτές, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, αφής κηρυχθεί, είναι η μέση γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης [20].

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΟΖ

Το Σχέδιο για την Ελλάδα των Τεσσάρων Θαλασσών περιελάμβανε ως αναπόσπαστο πυλώνα του και την ευρωπαϊκή διάσταση. Ο γράφων ως υφυπουργός για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις είχε δώσει εξαρχής στη διάσταση αυτή ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα πρώτα-πρώτα διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στο να σχεδιαστεί και υιοθετηθεί η ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική της ΕΕ [21]. Στόχος ήταν εδώ, παράλληλα με τις εθνικές προσπάθειες που περιγράφηκαν παραπάνω, να προχωρήσει σταδιακά και η ΕΕ από τη μεριά της προς μια ευρωπαϊκή ΑΟΖ που θα αποτελείτο από το σύνολο των εθνικών ΑΟΖ. Το κρίσιμο ζήτημα ήταν βέβαια η ανάληψη σχετικής πρωτοβουλίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και να εναρμονίσουν σιγά-σιγά τα κράτη-μέλη με την βοήθειά της τις εθνικές νομοθεσίες τους, τόσο ως προς την έκταση των θαλασσίων ζωνών τους όσο και ως προς την ονομασία τους, δηλ. και το περιεχόμενό τους. Ορισμένα κράτη έχουν π.χ. θεσπίσει ΑΟΖ, άλλα «ζώνες αλιείας», άλλα «ζώνες οικολογικής προστασίας» κλπ. Δεν ήταν συνεπώς τυχαίο ότι το 2005 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπεριέλαβε για πρώτη φορά τη συγκρότηση μιας πολιτικής για τη θάλασσα στους στρατηγικούς της στόχους για την περίοδο 2005-2009 [22], αλλά ούτε και η Πράσινη Βίβλος και η Γαλάζια Βίβλος που ακολούθησαν το 2006 και το 2007. Το αποκορύφωμα της προσπάθειας ήλθε το 2009 με την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Μεσόγειο. Η Ελλάδα ήταν ενεργά παρούσα σε όλη αυτή την προσπάθεια και οργάνωσε μάλιστα ειδική Σύνοδο των Υπουργών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της ΕΕ στη Ρόδο τον Απρίλιο του 2006 αλλά και νέα διεθνή σύνοδο (με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) στην Κω το 2008 [23].

Στόχος του γράφοντος ήταν η προώθηση της ιδέας μιας ευρωπαϊκής ΑΟΖ στη Μεσόγειο με τη συνένωση ως πρώτου βήματος, αθροιστικά στον ευρωπαϊκό χάρτη των εθνικών χαράξεων για ΑΟΖ και άλλες θαλάσσιες ζώνες. Τις ελληνικές αυτές ιδέες είχε υποβάλει και συζητήσει πολλές φορές με τον αρμόδιο Επίτροπο Μαλτέζο J. Borg που τις προώθησε σε ένα βαθμό στο πλαίσιο της Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Μεσόγειο (2009).

Μέρος του Σχεδίου για την Ελλάδα των Τεσσάρων Θαλασσών και συναφείς με την ευρωπαϊκή διάσταση των ζητημάτων αυτών ήταν και οι ελληνικές πρωτοβουλίες (πρόταση πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή) για μια Ευρωπαϊκή Ακτοφυλακή που θα ασκούσε έλεγχο των ζωνών αυτών και θα περιπολούσε κατά μήκος των «ευρωπαϊκών συνόρων» (δηλαδή των εξωτερικών ορίων των εθνικών θαλασσίων ζωνών) έναντι των μη-κοινοτικών χωρών της Μεσογείου. Τον Απρίλιο του 2009 έγινε η πρώτη συνάντηση των εθνικών ακτοφυλακών των κρατών-μελών ως πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση του συντονισμού τους. Αλλά και η ελληνική επιτυχία για συνεχείς περιπολίες της FRONTEX κατά μήκος των θαλασσίων συνόρων της Ελλάδας με την Τουρκία στο Αιγαίο εγγραφόταν κι αυτή στο ίδιο Σχέδιο.

Παρά την μελετημένη αυτή προεργασία και τις μεγάλες δυνατότητες που προέκυψαν από την ανάληψη του χαρτοφυλακίου για την θαλάσσια πολιτική της ΕΕ από την Ελληνίδα Επίτροπο Μαρία Δαμανάκη, τα θέματα αυτά παραμένουν δυστυχώς σήμερα, τρία χρόνια αργότερα, ουσιαστικά στην ίδια θέση!

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

Όπως αναλύθηκε διεξοδικά παραπάνω, κατά την πενταετία (2004-2009) της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία άρχισε η υλοποίηση ενός φιλόδοξου σχεδίου που όταν ολοκληρωθεί θα τετραπλασιάσει σχεδόν την έκταση του εθνικού χώρου. Με συνετά και υπεύθυνα βήματα, χωρίς τυμπανοκρουσίες και παλληκαρισμούς ενώπιον των μέσων ενημέρωσης, ξεδιπλώθηκαν σιγά-σιγά ο εθνικός σχεδιασμός, οι επαφές με τις γειτονικές χώρες και οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες. Οι δυσκολίες με όλους σχεδόν τους γείτονες ήταν φανερές από την αρχή και γι’ αυτό προβλεπόταν από την αρχή μια ρεαλιστική περίοδος υλοποίησης σε βάθος δεκαετίας (2004-2014). Οι δυσκολίες αυτές ήταν γνωστές λόγω των απόψεων που οι γείτονές μας έχουν στα θέματα αυτά αλλά και γενικότερα λόγω της τάσης πολλών κρατών να διεκδικούν, άλλοτε στη βάση του διεθνούς δικαίου, αλλά συχνά και έξω από αυτό, όσο το δυνατόν μεγαλύτερες θαλάσσιες εκτάσεις και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που εκτιμάται ότι ενδέχεται να περιλαμβάνουν. Οι συγκρούσεις συμφερόντων είναι εξ ορισμού σκληρές και απαιτούνται γι’ αυτό προσεκτικοί σχεδιασμοί αλλά και αποφασιστικοί χειρισμοί.

Οι εκλογές του 2009 διέκοψαν την συνέχιση του Σχεδίου της Ελλάδας των Τεσσάρων Θαλασσών, αφού η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ δεν ενδιαφέρθηκε καν για τα ζητήματα αυτά, που προφανώς, στην καλύτερη περίπτωση, θεώρησε χαμηλής πολιτικής προτεραιότητας. Σε κάθε περίπτωση απαιτούνται πλέον σήμερα λεπτοί διπλωματικοί χειρισμοί και προσεκτικές εθνικές και διεθνείς κινήσεις. Ιδιαίτερα επείγει το άμεσο ξεκαθάρισμα των εκκρεμοτήτων στον θαλάσσιο χώρο με Αλβανία και Λιβύη (με εθνικούς και ευρωπαϊκούς μοχλούς πίεσης) και στην ανάγκη η βάσει της μέσης γραμμής μονομερής ενεργοποίηση των εντεύθεν της οριοθετικής γραμμής ελληνικών δικαιωμάτων. Το Σχέδιο «Ελλάς επί Τέσσερα» και οι κυβερνήσεις Καραμανλή άνοιξαν με όραμα και πρόγραμμα, μια λεωφόρο εθνικών συμφερόντων που πρέπει να ακολουθηθεί.
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top