Από:Aλέξανδρος Τάρκας
Διαπραγματεύσεις για δεύτερη αναθεώρηση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) διεξάγουν η Αθήνα και η Ουάσιγκτον με στόχο την -εντυπωσιακά μεγάλη- αύξηση της παρουσίας στρατιωτικών αποστολών των ΗΠΑ σε εγκαταστάσεις και των τριών Κλάδων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σε ολόκληρη την επικράτεια.
Ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας χρησιμοποίησε, την Κυριακή, στη Βουλή τη λακωνικότατη φράση ότι «έχουμε ξεκινήσει συνομιλίες για τη νέα MDCA», χωρίς διευκρινίσεις για τις πραγματικές διαστάσεις του διαλόγου.
Η πρωτοβουλία των συνομιλιών ανήκει στην αμερικανική πλευρά, επιδιώκοντας την ανάσχεση της επιρροής της Ρωσίας και της Κίνας στην Ανατολική Μεσόγειο και την αντιμετώπιση απειλών στην ευρύτερη περιοχή τα επόμενα πολλά χρόνια. Αντίθετα, η κυβέρνηση, μέχρι πρόσφατα, αμφιταλαντευόταν, αν και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μ. Πομπέο είχε θέσει το ζήτημα της MDCA στον πρωθυπουργό Κυρ. Μητσοτάκη κατά τις συνομιλίες τους στη Σούδα, στις 29 Σεπτεμβρίου φέτος.
Ο πρωθυπουργός ήγειρε, στις συνομιλίες του Σεπτεμβρίου, αποκλειστικά το θέμα χρηματοδότησης έργων στη Σούδα με 50.000.000 δολάρια, η οποία εκκρεμούσε επί 10 μήνες στο Κογκρέσο (λόγω εσωτερικής μεταφοράς κονδυλίων για άλλες ανάγκες) και εγκρίθηκε μόλις την περασμένη Πέμπτη. Ο κ. Μητσοτάκης δεν αξιοποίησε την ευκαιρία που πρόσφερε ο κ. Πομπέο, για να ανοίξει μεγαλύτερο κύκλο διαπραγμάτευσης, αξιώνοντας συγκεκριμένα πολιτικά και στρατιωτικά ανταλλάγματα που θα ενίσχυαν την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Γιατί, ασφαλώς, οι βάσεις των ΗΠΑ δεν στρέφονται κατά ενός συμμάχου στο ΝΑΤΟ και ούτε ισχύουν οι θεωρίες περί ταχείας μεταφοράς των δραστηριοτήτων της βάσης του Ιντζιρλίκ στην Ελλάδα, αλλά είναι προφανές ότι η τουρκική πλευρά, σε περίπτωση σύγκρουσης, δεν θα στοχοποιήσει ποτέ ελληνικές βάσεις, όπου σταθμεύουν ή ασκούνται δυνάμεις των ΗΠΑ.
Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Κων. Φλώρος
Ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε και πέρυσι την απλή (πρώτη) αναθεώρηση του παραρτήματος της MDCA (με επέκταση αμερικανικών δικαιωμάτων χρήσης, πέραν της Σούδας, στο Στεφανοβίκιο Μαγνησίας, το Μαράθι Χανίων και το λιμένα Αλεξανδρούπολης), ενώ μπορούσε να ακολουθήσει την οδό της συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης. Όπως είχε αποκαλύψει η «δ», η Αμερικανική Πρεσβεία υπέβαλε, τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2019, ερωτήματα περί του αριθμού και της φύσης των ανταλλαγμάτων που θα ζητούνταν. Υπηρεσιακοί παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών είχαν απαντήσει, ανεπίσημα, ότι η κυβέρνηση θα επέμενε -το λιγότερο- σε παροχή υλικού και γραπτές εγγυήσεις για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Δεν θα ήταν άλλωστε τίποτε περισσότερο από αντιγραφή της πρακτικής της αρχικής υπογραφής της MDCA, τον Ιούλιο του 1990, με τη λίστα αμυντικής βοήθειας (δωρεάν χρηματοδότηση από τα προγράμματα FMS, αεροσκάφη F-4E, A-7, P3A και αντιτορπιλικά). Η λίστα περιλαμβανόταν στις επιστολές που είχαν ανταλλάξει ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντ. Σαμαράς και ο τότε πρεσβευτής M. Sotirhos και είχαν ενσωματωθεί στη Συμφωνία. Είχε ακολουθήσει, λίγο αργότερα, σημαντικότατη επιστολή του προέδρου Τζ. Μπους προς τον ομόλογό του Κωνσταντίνο Καραμανλή για την εγγύηση της ελληνικής εθνικής ασφάλειας.
Η πρακτική του 1990 απορρίφθηκε, με απόφαση του Μεγάρου Μαξίμου, το 2019 και είναι χαρακτηριστικό ότι, λόγω και της φετινής ελληνικής αδράνειας, το πρώτο βήμα διαλόγου έγινε πάλι από την Αμερικανική Πρεσβεία υπό τον Τζ. Πάιατ. Ο αναπληρωτής επικεφαλής της Πρεσβείας Ντ. Μπέργκερ και ο ακόλουθος Άμυνας, πλοίαρχος Τ. Κέτερ, πραγματοποίησαν επαφές στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας αντίστοιχα, δρομολογώντας τις διαπραγματεύσεις που έχουν την έγκριση της απερχόμενης διοίκησης Τραμπ και της επερχόμενης διοίκησης Μπάιντεν. Κατά ευτυχή σύμπτωση, ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα (2010-2013) Ντ. Σμιθ αποτελεί το σύνδεσμο του Στέητ Ντηπάρτμεντ με τη διπλωματική ομάδα του νεοεκλεγέντος Τζ. Μπάιντεν κατά την τρέχουσα μεταβατική περίοδο στην Ουάσιγκτον.
Σε αυτό το πλαίσιο και παρά την αναβλητικότητα του Μαξίμου, συγκροτήθηκε τελικά ειδική διαπραγματευτική ομάδα με εκπροσώπους των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας και του ΓΕΕΘΑ. Μεγαλύτερη ετοιμότητα όλων επέδειξε η στρατιωτική ηγεσία. Κατόπιν οδηγιών του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Κων. Φλώρου, αρμόδιοι επιτελείς εργάζονται επί μίας μακράς λίστας αιτημάτων (υποδομές, σύγχρονα οπλικά συστήματα κ.λπ.) που θα υποβληθεί στην Αμερικανική Πρεσβεία ως αντάλλαγμα για την αποδοχή της δικής της μεγάλης λίστας για τις περισσότερες βάσεις.
Ωστόσο απουσιάζει ακόμα η καθοδήγηση από την ηγεσία της κυβέρνησης, ειδικά προς τη Διπλωματική Υπηρεσία, για τις πολιτικές εγγυήσεις που θα ζητηθούν. Η συγκυρία είναι ιδανική και τα χρονικά περιθώρια επαρκή, ώστε αφενός οι εγγυήσεις να είναι μεγάλες και μακροπρόθεσμου χαρακτήρα και αφετέρου να επιδιωχθεί η συνομολόγηση μιας ολοκληρωτικά νέας MDCA αντί της μερικής αναθεώρησης του παραρτήματός της.
Ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε και πέρυσι την απλή (πρώτη) αναθεώρηση του παραρτήματος της MDCA (με επέκταση αμερικανικών δικαιωμάτων χρήσης, πέραν της Σούδας, στο Στεφανοβίκιο Μαγνησίας, το Μαράθι Χανίων και το λιμένα Αλεξανδρούπολης), ενώ μπορούσε να ακολουθήσει την οδό της συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης. Όπως είχε αποκαλύψει η «δ», η Αμερικανική Πρεσβεία υπέβαλε, τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2019, ερωτήματα περί του αριθμού και της φύσης των ανταλλαγμάτων που θα ζητούνταν. Υπηρεσιακοί παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών είχαν απαντήσει, ανεπίσημα, ότι η κυβέρνηση θα επέμενε -το λιγότερο- σε παροχή υλικού και γραπτές εγγυήσεις για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Δεν θα ήταν άλλωστε τίποτε περισσότερο από αντιγραφή της πρακτικής της αρχικής υπογραφής της MDCA, τον Ιούλιο του 1990, με τη λίστα αμυντικής βοήθειας (δωρεάν χρηματοδότηση από τα προγράμματα FMS, αεροσκάφη F-4E, A-7, P3A και αντιτορπιλικά). Η λίστα περιλαμβανόταν στις επιστολές που είχαν ανταλλάξει ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντ. Σαμαράς και ο τότε πρεσβευτής M. Sotirhos και είχαν ενσωματωθεί στη Συμφωνία. Είχε ακολουθήσει, λίγο αργότερα, σημαντικότατη επιστολή του προέδρου Τζ. Μπους προς τον ομόλογό του Κωνσταντίνο Καραμανλή για την εγγύηση της ελληνικής εθνικής ασφάλειας.
Η πρακτική του 1990 απορρίφθηκε, με απόφαση του Μεγάρου Μαξίμου, το 2019 και είναι χαρακτηριστικό ότι, λόγω και της φετινής ελληνικής αδράνειας, το πρώτο βήμα διαλόγου έγινε πάλι από την Αμερικανική Πρεσβεία υπό τον Τζ. Πάιατ. Ο αναπληρωτής επικεφαλής της Πρεσβείας Ντ. Μπέργκερ και ο ακόλουθος Άμυνας, πλοίαρχος Τ. Κέτερ, πραγματοποίησαν επαφές στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας αντίστοιχα, δρομολογώντας τις διαπραγματεύσεις που έχουν την έγκριση της απερχόμενης διοίκησης Τραμπ και της επερχόμενης διοίκησης Μπάιντεν. Κατά ευτυχή σύμπτωση, ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα (2010-2013) Ντ. Σμιθ αποτελεί το σύνδεσμο του Στέητ Ντηπάρτμεντ με τη διπλωματική ομάδα του νεοεκλεγέντος Τζ. Μπάιντεν κατά την τρέχουσα μεταβατική περίοδο στην Ουάσιγκτον.
Σε αυτό το πλαίσιο και παρά την αναβλητικότητα του Μαξίμου, συγκροτήθηκε τελικά ειδική διαπραγματευτική ομάδα με εκπροσώπους των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας και του ΓΕΕΘΑ. Μεγαλύτερη ετοιμότητα όλων επέδειξε η στρατιωτική ηγεσία. Κατόπιν οδηγιών του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στρατηγού Κων. Φλώρου, αρμόδιοι επιτελείς εργάζονται επί μίας μακράς λίστας αιτημάτων (υποδομές, σύγχρονα οπλικά συστήματα κ.λπ.) που θα υποβληθεί στην Αμερικανική Πρεσβεία ως αντάλλαγμα για την αποδοχή της δικής της μεγάλης λίστας για τις περισσότερες βάσεις.
Ωστόσο απουσιάζει ακόμα η καθοδήγηση από την ηγεσία της κυβέρνησης, ειδικά προς τη Διπλωματική Υπηρεσία, για τις πολιτικές εγγυήσεις που θα ζητηθούν. Η συγκυρία είναι ιδανική και τα χρονικά περιθώρια επαρκή, ώστε αφενός οι εγγυήσεις να είναι μεγάλες και μακροπρόθεσμου χαρακτήρα και αφετέρου να επιδιωχθεί η συνομολόγηση μιας ολοκληρωτικά νέας MDCA αντί της μερικής αναθεώρησης του παραρτήματός της.
Δημοσίευση σχολίου