Το 1922, ο νεαρός τότε απεσταλμένος της Toronto Star, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, εκλήθη από τον αρχισυντάκτη του, μιας και βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, να καλύψει την ανταλλαγή των πληθυσμών, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Η Μικρασιατική εκστρατεία που ξεκίνησε το 1918 με τους καλύτερους οιωνούς για την Ελλάδα, κατέληξε το 1922 σαν ο χειρότερος εφιάλτης. Ο πλέον μπαρουτοκαπνισμένος και ισχυρός στρατός της Νοτιανατολικής Ευρώπης, έγινε ένα τσούρμο φοβισμένων φαντάρων και ανίκανων – πλην εξαιρέσεων- αξιωματικών.
Ο νεαρός τότε ανταποκριτής είχε συγκλονιστεί από τα βάθη της ψυχής του αφού βίωσε λεπτό προς λεπτό τις θηριωδίες και τις σφαγές. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα από την πρώτη του εκδοτική δουλειά , του 1925, “Στην προκυμαία της Σμύρνης” , όπου ο ήρωας του Χέμινγουεϊ, κάποιος αξιωματικός ενός πολεμικού πλοίου των ΗΠΑ που είναι αγκυροβολημένο στον κόλπο της Σμύρνης αφηγείται : «Το χειρότερο, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δε μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους, νεκρά ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία...»
Σε άλλο σημείο της αφήγησης του ο ήρωας του μυθιστορήματος αναφέρει για τις Ελληνίδες μητέρες της Σμύρνης: «Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε... Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα... Το παράξενο ήταν, [είπε ο υποτιθέμενος αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν. ...».
Στην ανταπόκριση του για την εφημερίδα στην έκδοση της 20ης Οκτωβρίου του 1922 ο Χέμινγουεϊ που ακολουθεί και καταγράφει τα καραβάνια των χιλιάδων Ελλήνων προς τη Μακεδονία, αναφέρει: «Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά... Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».
Σε άλλη του ανταπόκριση στις 14 Νοεμβρίου του 1922 ο Αμερικάνος νεαρός δημοσιογράφος αναφέρει: «Ό,τι και να πει κανείς για το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη». Και συνεχίζει: «Βρίσκομαι σε ένα άνετο τρένο, αλλά με τη φρίκη της εκκένωσης της Θράκης, όλα μου φαίνονται απίστευτα. Έστειλα τηλεγράφημα στη «Σταρ» από την Αδριανούπολη. Δεν χρειάζεται να το επαναλάβω. Η εκκένωση συνεχίζεται.... Ψιχάλιζε. Στην άκρη του λασπόδρομου έβλεπα την ατέλειωτη πορεία της ανθρωπότητας να κινείται αργά στην Αδριανούπολη και μετά να χωρίζεται σ’ αυτούς που πήγαιναν στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία. .. Δε μπορούσα να βγάλω από το νου μου τους άμοιρους ανθρώπους που βρίσκονταν στην πομπή γιατί είχα δει τρομερά πράγματα σε μια μόνο μέρα. Η ξενοδόχισσα προσπάθησε να με παρηγορήσει με μια τρομερή τούρκικη παροικία: «Δε φταίει μόνο το τσεκούρι, φταίει και το δέντρο»
Αυτά αποτύπωσε με την πένα του ένας από τους κορυφαίους δημοσιογράφους και συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Όμως ένα παιχνίδι της μοίρας... ένα σκονισμένο κουτί σε κάποιο κλειστό για χρόνια σεντούκι, αποκάλυψε τη δύναμη της εικόνας...
Το 2008, ο Αρμενικής καταγωγής Ρόμπερτ Νταβιντιάν καθώς έψαχνε τα πράγματα του αγαπημένου του παππού, του Τζώρτζ Μαγκάριαν, ανακάλυψε σε ένα σεντούκι ένα σκονισμένο κλειστό κουτί. Το άνοιξε και μέσα βρήκε ένα φιλμάκι των 35mm που ο παππούς του είχε “τραβήξει” και σκηνοθετήσει το 1922. Στη συνέχεια βρήκε μια παλιά μηχανή προβολής και αφού την έθεσε σε λειτουργία έβαλε να δει τι ακριβώς είχε αποτυπώσει ο παππούς του...
Ο Νταβίντιαν συγκλονίστηκε. Ο παππούς του που γεννήθηκε στο Ικόνιο το 1895 και αργότερα διετέλεσε διευθυντής στην Χριστιανική Οργάνωση Νέων (YMCA) Ικονίου, κατέγραψε σε ένα φιλμάκι 10 λεπτών το δράμα των Ελλήνων προσφύγων. Από την ανέμελη ζωή στη Σμύρνη μέχρι την αθλιότητα των προσφυγικών καταυλισμών στην Αθήνα. Από την υψηλού βιοτικού επιπέδου καθημερινότητα με τις όπερες, με το εμπόριο με τις τράπεζες με τη κεντρική παραλία, τη γεμάτη καταστήματα, πίσω σε μια Ελλάδα που τους αποκαλούσε Τουρκόσπορους...Ποιους; αυτούς που μέσα τους έτρεχε αίμα Ελληνικό. Τους γνήσιους Ίωνες, οι εδώ “ελληνάρες” αποκαλούσαν Τουρκόσπορους και τις Σμυρνιές τις έλεγαν Παστρικιές, επειδή...πλενόντουσαν.
Το βίντεο είναι σπάνιο. Δείτε το δράμα αυτών των ανθρώπων. Δείτε επίσης πως ήταν η Αθήνα το 1922.
Το βίντεο ξεκινάει με την καθημερινότητα στη Σμύρνη με τον γαλλικό δρόμο και τα πολυάριθμα καταστήματα να σφύζουν από ζωή.
Και μετά η καταστροφή, τα καμμένα ερείπια, τα κατεστραμμένα κτίρια, ο ξεριζωμός, το ολοκαύτωμα, οι νεκροί...
Πλάνα από τα πλοία, ο κόσμος ξυπόλητος, τα παιδάκια πεινάνε, οι μητέρες τα σφίγγουν στην αγκαλιά τους. Κλαίνε.
Επόμενο πλάνο: Αθήνα. Δεκάδες παιδιά όρθια περιμένουν ένα πιάτο φαγητό. Ένας χωροφύλακας περνάει μπροστά από την κάμερα. Πλάνο τα ανάκτορα, η σημερινή Βουλή. Ο κόσμος απέξω κατά χιλιάδες περιμένει...
Ένας πρόχειρα στημένος καταυλισμός. Σιδερένιες πόρτες κλειστές. Ο κόσμος θέλει να μπει μέσα. Θέλει να φάει. Στην ουρά για ένα πιάτο φαγητό.
Προσφυγιά...
Επόμενο πλάνο. Δεκάδες παιδάκια μπροστά από ένα πρόχειρα στημένο σχολείο. Πεινάνε. Δεν κάθονται στην ουρά. Δεν τους ενδιαφέρουν εκείνη την ώρα τα γράμματα. Θέλουν απλά να φάνε. Έχασαν μάνες, πατέρες, αδέλφια... Είναι προσφυγόπουλα, είναι ορφανά.
Στήνονται οι πρώτες σκηνές. Ολόλευκες. Το βράδυ ξεπαγιάζουν και την ημέρα σκάνε. Προσπαθούν να βρουν τους ρυθμούς τους. Μια γιαγιά κάνει μπάνιο το εγγονάκι της.
Φαγητό. Νερόβραστη σούπα. Τα παιδιά πεινάνε. Κάτι είναι και η σούπα. Τουλάχιστον δεν θα πεθάνουν από ασιτία. Μέλη της ΧΑΝ μοιράζουν και ένα κομμάτι ψωμί. Τα πλάνα σου μαυρίζουν την ψυχή. Εκατοντάδες παιδάκια, μανούλες, γιαγιάδες σπρώχνουν για λίγο φαγητό.
Το επόμενο πρωινό μοιράζουν γάλα. Δεκάδες μικρά λεπτά χεράκια υψώνουν στον ουρανό τις τσάσκες που κρατάνε για να τους τις γεμίσουν με γάλα.
Το μεσημέρι ψωμί και σούπα. Γευματίζουν μπροστά στις σκηνές τους. “μοιάζει με πικνικ” γράφει ο Μαγκαριάν “αλλά δεν είναι”
Ο θάνατος... το δράμα. Η ΧΑΝ στήνει υπαίθριες ξύλινες κατασκευές και πάνω κολάει καταλόγους με εκατοντάδες ονόματα αγνοουμένων, νεκρών αλλά και ζωντανών. Όλοι τρέχουν με την ελπίδα να διαβάσουν το όνομα κάποιου δικού τους. Όπως ο Νίκος Αναγνωστόπουλος που βρήκε το όνομα της μικρής του κόρης. Είναι ζωντανή σε άλλο καταυλισμό στη Θεσσαλονίκη. Τώρα μπορεί να βάλει κάτι στο στομάχι του να στυλωθεί , να χορτάσει .
Επόμενο πλάνο. Η ΧΑΝ προσπαθεί να κάνει τα παιδάκια να ξεχάσουν τον εφιάλτη. Διοργανώνει χορούς και παιχνίδια. Επόμενο πλάνο άρρωστα παιδάκια περιμένουν για περίθαλψη μπροστά από ένα πρόχειρα στημένο νοσοκομείο.
Επόμενο πλάνο. Μια κυρία κρατά στα χέρια της ένα δίχρονο παιδάκι που βρήκε παρατημένο στα σκαλιά μιας εκκλησίας στη Σμύρνη, όταν οι Τούρκοι έμπαιναν και έσφαζαν.
Αισιοδοξία. Οι πρόσφυγες είναι μια σπάνια ράτσα. Ικανή. Ικανότερη από πολλούς. Δεν τα παρατάνε. Ξεκινάνε μια νέα ζωή από την αρχή. Χτίζουν σπίτια. Τα νέα τους σπίτια. Στα πλάνα πρέπει να είναι η περιοχή του Νέου Κόσμου.
Όσοι δεν είναι σε καταυλισμό όπως η μητέρα στα πλάνα με τα παιδιά της ζουν σε σιδερένια τόλ.
Στην ουρά για ρούχα. Όλοι έφυγαν από τη Σμύρνη με ότι φορούσαν εκείνη τη στιγμή. Η ΧΑΝ μοιράζει ρούχα.
Ρούχα γεμάτα αίματα, βρωμιά, γεμάτα μυρωδιές από τα καμένα της Σμύρνης...
Smyrna 1922 from Davidian Video Productions on Vimeo.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου