Δεν πρόκειται να διαφωνήσω πως η ελληνική οικονομία έχει προβλήματα, ούτε και να αμφισβητήσω το μέγεθος και το βάθος αυτών. Ίσως, όμως, είναι καλό να αναρωτηθεί κανείς, γιατί αυτά τα προβλήματα δεν είχαν δημιουργήσει πρόβλημα όλα τα προηγούμενα χρόνια και γιατί φαντάζουν τόσο ανυπέρβλητα σήμερα.
Η βασικότερη αιτία δεν είναι αμιγώς οικονομική αλλά πατά με το ένα πόδι στην πραγματική και με το άλλο στη χρηματιστηριακή / χρηματοπιστωτική οικονομία.
Η παγκόσμια οικονομία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το δανεισμό και ο τελευταίος επιτυγχάνεται μέσα από την αγορά δανείων, με την έκδοση κρατικών ομολόγων. Τα ομόλογα αποτελούν μία ομολογία του κράτους ότι χρωστά χρήματα και ότι δεσμεύεται να πληρώνει τους τόκους και τις δόσεις του μέχρι την εξόφληση του συνολικού ποσού του δανείου.
Όμως η αγορά ομολόγων (δανείων) είναι χρηματιστηριακή και τα επιτόκια δανεισμού ανεβοκατεβαίνουν όπως οι χρηματιστηριακοί δείκτες. Έτσι, προκειμένου ένα κράτος να προγραμματίσει τον κρατικό του προϋπολογισμό πρέπει να προβλέψει το επιτόκιο με το οποίο θα μπορέσει να δανειστεί. Όσο το επιτόκιο παραμένει εντός του εύρους της πρόβλεψης, το κράτος δεν πρέπει να έχει κανένα πρόβλημα να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του. Αν, ωστόσο, για τον οποιοδήποτε λόγο, το επιτόκιο του δανεισμού αυξηθεί πέρα από το προβλεπόμενο εύρος, το κράτος αρχίζει να έχει πρόβλημα χρηματοδότησης των αναγκών του, το οποίο μεγαλώνει ανάλογα με την αύξηση του κόστους δανεισμού.
Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας με το επιτόκιο των 10ετών της ομολόγων να είναι, το Σεπτέμβριο του 2009, στο 4,5% και τον Απρίλιο του 2010, στο 7,40%, καταγράφοντας μία αύξηση της τάξης του 65% σε έξι μήνες και με το επιτόκιο του 5αετούς ομολόγου να αυξάνεται κατά 125% και του 2ετούς κατά 464% στο ίδιο διάστημα, κάνοντας δυσβάσταχτη έως απαγορευτική τη χρηματοδότηση των αναγκών της χώρας. Αυτό το χρηματοπιστωτικό σοκ προκάλεσε βαρύτατες οικονομικές συνέπειες για την Ελλάδα αλλά εξυπηρέτησε και ωφέλησε τόσο τις ΗΠΑ, όσο την Ευρώπη και την Ασία.
Οι ΗΠΑ, έχοντας καταφέρει να επιστρέψουν σε θετική ανάπτυξη του ΑΕΠ τους, πληθωρίζοντας την οικονομία τους μέσω ενός ασύλληπτου σε μέγεθος δανεισμού και χρησιμοποιώντας ως μοχλό τη χρηματιστηριακή ανάπτυξη, χρειάζονταν μία ενίσχυση του δολαρίου, προκειμένου να περιορίσουν τις επερχόμενες πληθωριστικές πιέσεις και να έχουν περιθώρια να ξεκινήσουν έναν δεύτερο γύρο πτώσης του δολαρίου, σε περίπτωση που αυτό χρειαστεί στο μέλλον.
Στην Ασία, η εκρηκτική ανάπτυξη της Κίνας, η οποία στο α τρίμηνο του 2010 είδε το ΑΕΠ της να αυξάνεται κατά 11,9% σε ετήσια βάση (ρεκόρ τριετίας), οδήγησε στην ανάπτυξη και των περιφερειακών οικονομιών, της Σιγκαπούρης, της Μαλαισίας, της Ταϊβάν κλπ με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν από υπερθέρμανση των οικονομιών τους και αύξηση του πληθωρισμού και έτσι να έχουν ανάγκη από την ανατίμηση των νομισμάτων τους. Καθώς το κινεζικό γουάν είναι συνδεδεμένο στο δολάριο και καθώς τα υπόλοιπα περιφερειακά ασιατικά νομίσματα επηρεάζονται καταλυτικά από το γουάν, ο μόνος τρόπος για να ανατιμηθούν ήταν μέσα από τη χρηματιστηριακή ανατίμηση του δολαρίου. Έτσι, ΗΠΑ και Ασία χρειάζονταν μία αύξηση του δολαρίου, το οποίο βρισκόταν, από το Μάρτιο του 2009 και μετά, σε ελεύθερη πτώση.
Προκειμένου να επιτευχθεί η αντιστροφή της πτωτικής τάση του δολαρίου επισπεύτηκαν μία σειρά από τα εκτελεστικά όργανα του έξυπνου χρήματος, δηλαδή οργανωμένα κεφάλαια τα οποία έχουν εξειδίκευση στις χρηματιστηριακές επιθέσεις εναντίον νομισμάτων, με επικεφαλής αυτών τον Σόρος, ο οποίος έχει γράψει χρηματιστηριακή ιστορία με τις επιθέσεις του εναντίον την αγγλικής λίρας, την οποία και διέλυσε το 1992 αλλά και τις επιθέσεις του στα νομίσματα των ασιατικών τίγρεων που προκάλεσαν την κρίση του 1997.
Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη, ζητούσε μία πτώση του ευρώ όπως ο διψασμένος αναζητεί μία όαση στη μέση της ερήμου και το τελευταίο πράγμα που σκόπευε να κάνει ήταν να υπερασπιστεί το νόμισμα της. Έτσι, η άνοδος του δολαρίου πέρασε μέσα από την πτώση του ευρώ και αυτή ενορχηστρώθηκε με βασικό όργανο της ορχήστρας την Ελλάδα, η χρηματιστηριακή επίθεση εναντίον της οποίας οδήγησε στην απογείωση του κόστους δανεισμού της, στην ολοένα και με μεγαλύτερη δυσκολία χρηματοδότηση των αναγκών της, στη μεγέθυνση των οικονομικών της προβλημάτων, στο διασυρμό της μέσω των διεθνών ΜΜΕ που συνεργάζονται με το έξυπνο χρήμα και τελικά στο δρόμο για το ΔΝΤ.
Θα μπορούσε στη θέση της Ελλάδας να ήταν η Πορτογαλία, η Ισπανία ή η Ιταλία αλλά δυστυχώς η χώρα μας έγινε η νο1 υποψήφια για το ρόλο του κακού παιδιού της ευρωπαϊκής οικονομίας εξαιτίας μίας σειράς, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένων χειρισμών της. Έτσι, εν μέσω των διεθνών νομισματικών σεισμών και της προσπάθειας των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, η Ελλάδα οδηγήθηκε σε ένα οικονομικό τσουνάμι και μετρά, ήδη, της απώλειες της, την ώρα που οι υπόλοιποι μετρούν τα κέρδη τους.
Η βασικότερη αιτία δεν είναι αμιγώς οικονομική αλλά πατά με το ένα πόδι στην πραγματική και με το άλλο στη χρηματιστηριακή / χρηματοπιστωτική οικονομία.
Η παγκόσμια οικονομία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το δανεισμό και ο τελευταίος επιτυγχάνεται μέσα από την αγορά δανείων, με την έκδοση κρατικών ομολόγων. Τα ομόλογα αποτελούν μία ομολογία του κράτους ότι χρωστά χρήματα και ότι δεσμεύεται να πληρώνει τους τόκους και τις δόσεις του μέχρι την εξόφληση του συνολικού ποσού του δανείου.
Όμως η αγορά ομολόγων (δανείων) είναι χρηματιστηριακή και τα επιτόκια δανεισμού ανεβοκατεβαίνουν όπως οι χρηματιστηριακοί δείκτες. Έτσι, προκειμένου ένα κράτος να προγραμματίσει τον κρατικό του προϋπολογισμό πρέπει να προβλέψει το επιτόκιο με το οποίο θα μπορέσει να δανειστεί. Όσο το επιτόκιο παραμένει εντός του εύρους της πρόβλεψης, το κράτος δεν πρέπει να έχει κανένα πρόβλημα να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του. Αν, ωστόσο, για τον οποιοδήποτε λόγο, το επιτόκιο του δανεισμού αυξηθεί πέρα από το προβλεπόμενο εύρος, το κράτος αρχίζει να έχει πρόβλημα χρηματοδότησης των αναγκών του, το οποίο μεγαλώνει ανάλογα με την αύξηση του κόστους δανεισμού.
Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας με το επιτόκιο των 10ετών της ομολόγων να είναι, το Σεπτέμβριο του 2009, στο 4,5% και τον Απρίλιο του 2010, στο 7,40%, καταγράφοντας μία αύξηση της τάξης του 65% σε έξι μήνες και με το επιτόκιο του 5αετούς ομολόγου να αυξάνεται κατά 125% και του 2ετούς κατά 464% στο ίδιο διάστημα, κάνοντας δυσβάσταχτη έως απαγορευτική τη χρηματοδότηση των αναγκών της χώρας. Αυτό το χρηματοπιστωτικό σοκ προκάλεσε βαρύτατες οικονομικές συνέπειες για την Ελλάδα αλλά εξυπηρέτησε και ωφέλησε τόσο τις ΗΠΑ, όσο την Ευρώπη και την Ασία.
Οι ΗΠΑ, έχοντας καταφέρει να επιστρέψουν σε θετική ανάπτυξη του ΑΕΠ τους, πληθωρίζοντας την οικονομία τους μέσω ενός ασύλληπτου σε μέγεθος δανεισμού και χρησιμοποιώντας ως μοχλό τη χρηματιστηριακή ανάπτυξη, χρειάζονταν μία ενίσχυση του δολαρίου, προκειμένου να περιορίσουν τις επερχόμενες πληθωριστικές πιέσεις και να έχουν περιθώρια να ξεκινήσουν έναν δεύτερο γύρο πτώσης του δολαρίου, σε περίπτωση που αυτό χρειαστεί στο μέλλον.
Στην Ασία, η εκρηκτική ανάπτυξη της Κίνας, η οποία στο α τρίμηνο του 2010 είδε το ΑΕΠ της να αυξάνεται κατά 11,9% σε ετήσια βάση (ρεκόρ τριετίας), οδήγησε στην ανάπτυξη και των περιφερειακών οικονομιών, της Σιγκαπούρης, της Μαλαισίας, της Ταϊβάν κλπ με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν από υπερθέρμανση των οικονομιών τους και αύξηση του πληθωρισμού και έτσι να έχουν ανάγκη από την ανατίμηση των νομισμάτων τους. Καθώς το κινεζικό γουάν είναι συνδεδεμένο στο δολάριο και καθώς τα υπόλοιπα περιφερειακά ασιατικά νομίσματα επηρεάζονται καταλυτικά από το γουάν, ο μόνος τρόπος για να ανατιμηθούν ήταν μέσα από τη χρηματιστηριακή ανατίμηση του δολαρίου. Έτσι, ΗΠΑ και Ασία χρειάζονταν μία αύξηση του δολαρίου, το οποίο βρισκόταν, από το Μάρτιο του 2009 και μετά, σε ελεύθερη πτώση.
Προκειμένου να επιτευχθεί η αντιστροφή της πτωτικής τάση του δολαρίου επισπεύτηκαν μία σειρά από τα εκτελεστικά όργανα του έξυπνου χρήματος, δηλαδή οργανωμένα κεφάλαια τα οποία έχουν εξειδίκευση στις χρηματιστηριακές επιθέσεις εναντίον νομισμάτων, με επικεφαλής αυτών τον Σόρος, ο οποίος έχει γράψει χρηματιστηριακή ιστορία με τις επιθέσεις του εναντίον την αγγλικής λίρας, την οποία και διέλυσε το 1992 αλλά και τις επιθέσεις του στα νομίσματα των ασιατικών τίγρεων που προκάλεσαν την κρίση του 1997.
Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη, ζητούσε μία πτώση του ευρώ όπως ο διψασμένος αναζητεί μία όαση στη μέση της ερήμου και το τελευταίο πράγμα που σκόπευε να κάνει ήταν να υπερασπιστεί το νόμισμα της. Έτσι, η άνοδος του δολαρίου πέρασε μέσα από την πτώση του ευρώ και αυτή ενορχηστρώθηκε με βασικό όργανο της ορχήστρας την Ελλάδα, η χρηματιστηριακή επίθεση εναντίον της οποίας οδήγησε στην απογείωση του κόστους δανεισμού της, στην ολοένα και με μεγαλύτερη δυσκολία χρηματοδότηση των αναγκών της, στη μεγέθυνση των οικονομικών της προβλημάτων, στο διασυρμό της μέσω των διεθνών ΜΜΕ που συνεργάζονται με το έξυπνο χρήμα και τελικά στο δρόμο για το ΔΝΤ.
Θα μπορούσε στη θέση της Ελλάδας να ήταν η Πορτογαλία, η Ισπανία ή η Ιταλία αλλά δυστυχώς η χώρα μας έγινε η νο1 υποψήφια για το ρόλο του κακού παιδιού της ευρωπαϊκής οικονομίας εξαιτίας μίας σειράς, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένων χειρισμών της. Έτσι, εν μέσω των διεθνών νομισματικών σεισμών και της προσπάθειας των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, η Ελλάδα οδηγήθηκε σε ένα οικονομικό τσουνάμι και μετρά, ήδη, της απώλειες της, την ώρα που οι υπόλοιποι μετρούν τα κέρδη τους.
Δημοσίευση σχολίου