GuidePedia

0

Η παρουσία της Ρωσίας στα Βαλκάνια χρονολογείται τουλάχιστον από τις αρχές του 18ο αι., όταν ο Μεγάλος Πέτρος εκπόνησε μία πολιτική προσεταιρισμού των υπόδουλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα Ορλωφικά το 1770, η Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, ο ρόλος της Ρωσίας στην Ελληνική Επανάσταση και ο Ρώσο-Οθωμανικός πόλεμος το 1878, που οδήγησε στην ανεξαρτησία της Βουλγαρίας, είναι γεγονότα που έχουν σημαδεύσει ανεξίτηλα την ιστορία των βαλκανικών χωρών.
Η ρωσική πολιτική στα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια[1] έχει αποτελέσει αντικείμενο αρκετών αναλύσεων στη διεθνή βιβλιογραφία,[2] αλλά έχει απασχολήσει ελάχιστα την ελληνική διεθνολογική κοινότητα.[3] Το παρόν κείμενο αποσκοπεί λοιπόν να καλύψει, έστω σε ένα μικρό βαθμό, το κενό που υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία για τη ρωσική βαλκανική πολιτική μετά το 1991. Αν και σημαντικά αποδυναμωμένη, η Ρωσία δεν είναι ένας απλός ‘παίκτης’ στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Η Ρωσία παραμένει μία μεγάλη δύναμη με σημαντική επιρροή στην περιοχή, λόγω των ιστορικών, πολιτικών και οικονομικών δεσμών που έχει με τις βαλκανικές χώρες.
Η ρωσική βαλκανική πολιτική στη μεταψυχροπολεμική περίοδο χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος ξεκινά το 1991 με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τελειώνει το 1999 με τον πόλεμο στο Κόσοβο. Η δεύτερη περίοδος αρχίζει το 2000 με την άνοδο στην προεδρία του Βλαντιμίρ Πούτιν και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Το άρθρο εκκινεί με μία συνοπτική αποτίμηση της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής έναντι των βαλκανικών χωρών την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Στη συνέχεια, το άρθρο πραγματεύεται τη ρωσική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια την περίοδο 1991-1999, επικεντρώνοντας στη γιουγκοσλαβική κρίση. Επιπρόσθετα, το άρθρο θα αναλύσει τη ρωσική βαλκανική πολιτική μετά την άνοδο στην εξουσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Πιο συγκεκριμένα, θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα του Κοσόβου και τη ρωσική ενεργειακή στρατηγική στα Βαλκάνια.

Η βαλκανική πολιτική της Μόσχας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα Βαλκάνια αποτέλεσαν πεδίο αντιπαλότητας μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας. Η Τέταρτη Διάσκεψη της Μόσχας ανάμεσα στον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν, τον Οκτώβριο του 1945, μοίρασε με βάση την περίφημη Συμφωνία των Ποσοστών4 την περιοχή σε δύο σφαίρες επιρροής: η Ελλάδα εντάχθηκε στη βρετανική, ενώ η Ρουμανία και η Βουλγαρία στη σοβιετική. Για τη Γιουγκοσλαβία συμφωνήθηκε να έχουν και οι δύο πλευρές το ίδιο ποσοστό επιρροής, δηλαδή 50 τοις εκατό. Η ρήξη Στάλιν-Τίτο το 1948 ανέτρεψε εν μέρει τους σοβιετικούς σχεδιασμούς για τα Βαλκάνια, αλλά δεν άλλαξε τους περιφερειακούς συσχετισμούς ισχύος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η εκπόνηση του Δόγματος Τρούμαν τον Μάρτιο του 1947 ουσιαστικά σηματοδοτεί για την Ελλάδα τη μετάβαση από την αγγλική στην αμερικανική κηδεμονία. Παρά τις αμερικανικές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα της ελληνικής κυβέρνησης, η σοβιετική ηγεσία δεν είδε ποτέ με καλό μάτι το κομμουνιστικό αντάρτικο στην Ελλάδα, ίσως λόγω των στενών επαφών του ΚΚΕ με τον Στρατάρχη Τίτο.[5] Η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949 τοποθέτησε αμετάκλητα την Ελλάδα στον δυτικό συνασπισμό. Μετά την ένταξη στο ΝΑΤΟ το 1952, η χώρα αποτέλεσε (μαζί με τη γειτονική Τουρκία) το ανάχωμα στη σοβιετική επέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ εκμεταλλεύτηκε έντεχνα τη ρήξη Τίτο-Στάλιν και προώθησε το 1954 τη σύναψη του Τριμερούς Βαλκανικού Συμφώνου μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας, ως μία προσπάθεια συνεννόησης των αντισοβιετικών δυνάμεων στην περιοχή.
Η είσοδος της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ το 1955 έδωσε την αφορμή στη Μόσχα για τη συγκρότηση ενός περιφερειακού οργανισμού άμυνας στην Ανατολική Ευρώπη. Η υπογραφή του Συμφώνου της Βαρσοβίας για Φιλία, Συνεργασία και Αμοιβαία Βοήθεια από την ΕΣΣΔ, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Αλβανία, στις 14 Μαΐου του 1955, επισημοποιεί τη σοβιετική επικυριαρχία στην Ανατολική Ευρώπη. Η σοβιετική επιρροή στη Βαλκανική Χερσόνησο ήταν ιδιαίτερα αυξημένη στην πρώιμη ψυχροπολεμική περίοδο, καθώς οι τρεις από τις τέσσερις σοσιαλιστικές χώρες (δηλαδή Αλβανία, Ρουμανία και Βουλγαρία) εξαρτιόντουσαν σε μεγάλο βαθμό από τη σοβιετική οικονομική βοήθεια και τεχνολογική υποστήριξη για να ξεκινήσουν τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των κοινωνιών τους.[6]
Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο πορεύτηκε τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ως ηγετικό μέλος των Αδεσμεύτων, επιδιώκοντας τη διαμόρφωση μίας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Οι σχέσεις του Βελιγραδίου με τη Μόσχα παραμείναν ψυχρές, αν και μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 έγινε μία πρώτη απόπειρα εξομάλυνσης. Ταυτόχρονα, όμως, το καθεστώς του Τίτο πολλαπλασίασε τις επαφές του με τη Δύση, η οποία είχε κάθε λόγο φυσικά να επιθυμεί κατακερματισμό του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Η πατερναλιστική πολιτική του Τίτο και ο φόβος μίας δυνητικής γιουγκοσλαβικής εισβολής ώθησε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 το αλβανικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα στο φιλοσοβιετικό στρατόπεδο. Τον Φεβρουάριο του 1949, η Αλβανία εντάχθηκε στο Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας (ΚΟΜΕΚΟΝ) και υιοθέτησε μία ακραιφνώς φιλοσοβιετική εξωτερική πολιτική που τροφοδότησε το κλίμα έντασης που υπήρχε με το Βελιγράδι. Η προαναφερόμενη βελτίωση στις σχέσεις Μόσχας-Βελιγραδίου το 1953 οδήγησαν όμως τελικά τα Τίρανα σε τροχιά σύγκρουσης με το Κρεμλίνο. Τον Δεκέμβριο του 1961, η Ρωσία διέκοψε οριστικά τις διπλωματικές της σχέσεις με την Αλβανία. Είχε προηγηθεί η προσέγγιση Αλβανίας-Κίνας στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και η επίθεση του Χρουστσόφ εναντίον του Χότζα στο 22ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης τον Οκτώβριο του 1961.
Η πολιτική της Μόσχας έναντι της Ρουμανίας στην πρώιμη ψυχροπολεμική περίοδο είχε ως βασικό στόχο τη δορυφοροποίηση της χώρας. Η προσάρτηση των ρουμανικών επαρχιών της Βεσσαραβίας και της Βόρειας Μπουκοβίνας στη Σοβιετική Ένωση οριστικοποιήθηκε με την υπογραφή της ρουμανοσοβιετικής συνθήκης στο Παρίσι το Φεβρουάριο του 1947. Η αποχώρηση του Κόκκινου Στρατού από τη Ρουμανία το 1958 οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι η γεωστρατηγική αξία της χώρας θεωρείτο από τη σοβιετική ηγεσία ήσσονος σημασίας, αφού η χώρα βρισκόταν μακριά από τη Δύση.[7]
Η επίσκεψη του προέδρου Νίξον στη Ρουμανία το 1968, η πρώτη Αμερικανού προέδρου σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ήρθε να επιβεβαιώσει τη σταδιακή χειραφέτηση του Βουκουρεστίου από τον σοβιετικό εναγκαλισμό. Το καθεστώς Τσαουσέσκο όμως δεν ήρθε ποτέ σε ανοικτή ρήξη με το Κρεμλίνο, ίσως διότι η εμπειρία της Ουγγαρίας το 1956 και η εισβολή των σοβιετικών τανκς στη Πράγα το 1968 επιβεβαίωσαν με δραματικό τρόπο τη βούληση της Μόσχας να καταστείλει εν τη γενέσει τους τις τάσεις χειραφέτησης που εκδηλώνονταν σε ανατολικοευρωπαϊκές χώρες.
Οι σχέσεις της ΕΣΣΔ με τη Βουλγαρία ήταν ιδιαίτερα στενές καθ’όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπως φανερώνει η δήλωση του Λεονίντ Μπρέζνιεφ το 1967 ότι οι βουλγαροσοβιετικές σχέσεις αποτελούν «υπόδειγμα για τον σοσιαλιστικό διεθνισμό στην πράξη».[8] Η Σόφια υπήρξε πιστός σύμμαχος της Μόσχας και δεν αμφισβήτησε ποτέ τις επιλογές της σοβιετικής ηγεσίας. Το καθεστώς του Ζίβκοφ, που παρέμεινε στην εξουσία 35 χρόνια, δεν δίστασε να συνδράμει στρατιωτικά τον Κόκκινο Στρατό στην κατάπνιξη του μεταρρυθμιστικού κινήματος της Άνοιξης της Πράγας το 1968.
Η εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979 και η κήρυξη του στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία το 1981 μετατόπισαν το ενδιαφέρον του Κρεμλίνου προς την Κεντρική Ευρώπη και την Κεντρική Ασία. Τα Βαλκάνια δεν βρίσκονταν πια στην πρώτη γραμμή αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων· ως εκ τούτου, η Σοβιετική Ένωση έπαυσε να ασκεί μία παρεμβατική πολιτική στην περιοχή. Στη δεκαετία του 1980 ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι ο μόνος πιστός σύμμαχος της Μόσχας στα Βαλκάνια ήταν η Βουλγαρία, αφού η Ρουμανία ακολουθούσε μία αυτονομημένη πορεία, η Αλβανία βρισκόταν πολιτικά απομονωμένη και η Γιουγκοσλαβία πρωτοστατούσε στο κίνημα των Αδεσμεύτων.
Η πρώτη περίοδος της ρωσικής βαλκανικής πολιτικής Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ δημιουργήθηκαν δύο διαφορετικές σχολές σκέψης αναφορικά με τον ενδεδειγμένο προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής του νεοσύστατου ρωσικού κράτους.[9] Η πρώτη σχολή, που επονομάστηκε ευρωατλαντική, υποστήριζε την εκδυτικοποίηση της Ρωσίας και πρότεινε στενότερες σχέσεις με τις χώρες και τους οργανισμούς της Δύσης. Ο υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Κόζιρεφ, κυριότερος εκφραστής αυτής της άποψης, πράγματι επικέντρωσε αρχικά τις προσπάθειές του στην ανάπτυξη των σχέσεων της Ρωσίας με τις ΗΠΑ, τη Δυτική Ευρώπη και περιφερειακούς οργανισμούς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και ο ΟΑΣΕ.
Αντιθέτως, η δεύτερη σχολή σκέψης που επονομάστηκε ευρωασιατική υποστήριζε ότι η Ρωσία είναι μία μεγάλη δύναμη στην Ευρασία και ως τέτοια πρέπει να υπερασπιστεί τα εθνικά της συμφέροντα στο γεωπολιτικό χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ακόμα παραπέρα. Οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης προσέγγισης επικαλέστηκαν τη «μοναδικότητα» (spetsifika) της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα που επιτάσσει τη χάραξη μίας αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής.[10] Κυριότεροι φορείς της ευρωασιατικής προσέγγισης ήταν το κομμουνιστικό κόμμα, διάφορες υπερεθνικιστικές οργανώσεις και το υπουργείο Άμυνας.
Το τέλος του διπολισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άλλαξε άρδην τους συσχετισμούς ισχύος στα Βαλκάνια. Με την ανατροπή των κομμουνιστικών καθεστώτων στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, η Μόσχα απώλεσε τα γεωπολιτικά της ερείσματα στην περιοχή. Επιπρόσθετα, το Κρεμλίνο υποχρεώθηκε να εστιάσει την προσοχή του στις εθνοτικές συγκρούσεις που σημειώθηκαν στο λεγόμενο εγγύς εξωτερικό (blizhnee zarubezh'e).
Μία από αυτές τις συγκρούσεις ξέσπασε στη νεοσύστατη δημοκρατία της Μολδαβίας μεταξύ ρουμανόφωνων και σλαβόφωνων κατοίκων την άνοιξη του 1992. Η διακηρυγμένη πρόθεση του Κισινάου να επιβάλει τα ρουμανικά ως επίσημη γλώσσα του νεοσύστατου μολδαβικού κράτους, αλλά και η διάχυτη φημολογία ότι επίκειται ένωση Ρουμανίας-Μολδαβίας οδήγησαν σε συγκρούσεις μεταξύ κυβερνητικών στρατευμάτων και αποσχιστικών δυνάμεων από την Υπερδνειστηρία.
Η συγκεκριμένη περιοχή περιλαμβάνει εκείνο το κομμάτι της Μολδαβίας που βρίσκεται ανατολικά του ποταμού Δνείστερου και κατοικείται κυρίως από Ρώσους και Ουκρανούς. Οι μάχες διήρκησαν λίγους μήνες μέχρι να επιβληθεί από το Κρεμλίνο, στις 21 Ιουλίου του 1992, μία συμφωνία εκεχειρίας μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, η οποία προέβλεπε και την αποστολή μίας ρωσικής ειρηνευτικής δύναμης.
Οι ρωσικές δυνάμεις που σταθμεύουν στην Υπερδνειστηρία απαριθμούν περίπου 1,200 στρατιώτες.[11] Στην πραγματικότητα, η αποσχισμένη δημοκρατία της Υπερδνειστηρίας είναι το τελευταίο προπύργιο του ρωσικού στρατού στα Βαλκάνια. Τον Μάιο του 1993, ο τότε διοικητής της 14ης Στρατιάς που βρίσκεται στην Υπερδνειστηρία, Αλεξάντερ Λέμπεντ εξέφρασε την άποψη ότι «η συγκεκριμένη περιοχή είναι το κλειδί για την παρουσία της Ρωσίας στη Βαλκανική Χερσόνησο και αν αποχωρήσουν οι ρωσικές δυνάμεις τότε θα παύσει η Μόσχα να ασκεί επιρροή στην ευρύτερη περιοχή».12 Έκτοτε, η αποσχισμένη δημοκρατία της Υπερδνειστηρίας εξακολουθεί να παραμένει, με την αμέριστη υποστήριξη της Μόσχας, εκτός ελέγχου της μολδαβικής κυβέρνησης.

Οι εθνοτικές συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία

Το σοβιετικό υπουργείο εξωτερικών αρχικά θεώρησε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ως ήσσονος σημασίας γεγονός. Eπομένως, το Κρεμλίνο δεν επέδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη σύγκρουση που ξέσπασε μεταξύ των σλοβενικών δυνάμεων και του ομοσπονδιακού στρατού το καλοκαίρι του 1991. Ο ρόλος της Μόσχας στη σερβοκροατική σύγκρουση το φθινόπωρο του 1991 ήταν επίσης εξαιρετικά περιορισμένος, αφού η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν ένα βήμα πριν τη διάλυση της.
Το Κρεμλίνο άρχισε να εκδηλώνει ένα έντονο ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην πρώην Γιουγκοσλαβία μετά το 1992, όταν έγινε φανερό ότι οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση επιζητούσαν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή. Η κυβέρνηση Γιέλτσιν δεν δίστασε να διαφοροποιηθεί από την πολιτική της Δύσης στη βοσνιακή κρίση. Η Μόσχα, για παράδειγμα, εναντιώθηκε στις προσπάθειες της Ουάσινγκτον την περίοδο 1993-1994 για άρση του εμπάργκο όπλων υπέρ των Βόσνιων Μουσουλμάνων. Τον Φεβρουάριο του 1994, ο πρόεδρος Γιέλτσιν εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι «ορισμένες χώρες επιθυμούν τον αποκλεισμό της Ρωσίας από τις διαβουλεύσεις για την επίλυση του βοσνιακού προβλήματος» και διακήρυξε τη βούληση της Μόσχας να αναλάβει «ενεργό ρόλο» στην προσπάθεια εξεύρεσης ειρηνικής λύσης.[13] Τον Αύγουστο του 1995, η Μόσχα καταδίκασε απερίφραστα τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς εναντίον των σερβοβοσνιακών δυνάμεων.
Παρόλα ταύτα, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις κλήθηκαν τον Ιανουάριο του 1996 να συμμετάσχουν στην ειρηνευτική δύναμη της IFOR ως αναγνώριση της συμβολής του Κρεμλίνου στις προσπάθειες επίλυσης της βοσνιακής κρίσης· εξέλιξη που αναμφισβήτητα ανύψωσε το κύρος της Μόσχας ανάμεσα στους σερβικούς πληθυσμούς. Η συμμετοχή των ρωσικών δυνάμεων στη IFOR (αργότερα και στη SFOR) δεν μείωσε στο ελάχιστο τις εντάσεις που προκάλεσε η Νατοϊκή επέμβαση στο ρωσικό πολιτικό σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Η επιρροή των φιλοδυτικών δυνάμεων μειώθηκε σημαντικά και η ευρασιατική προσέγγιση άρχισε να κυριαρχεί στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η δήλωση του Ανατόλι Τσουμπάις, αντιπροέδρου της ρωσικής κυβέρνησης, ότι «μαζί με τους Σερβοβόσνιους, βομβαρδίζετε και τους Ρώσους μεταρρυθμιστές» φανερώνει το κλίμα έντασης που επικρατούσε εκείνη την περίοδο ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο προσεγγίσεων.[14] Οι ευρωασιατιστές άσκησαν σκληρή κριτική στη ρωσική κυβέρνηση για την απροθυμία της να συνδράμει στρατιωτικά τους «Σέρβους αδελφούς»[15]
Χωρίς να αμφισβητούνται οι ισχυροί πολιτιστικοί και ιστορικοί δεσμοί μεταξύ Ρωσίας και Σερβίας, η στάση της Μόσχας στη βοσνιακή κρίση καθορίστηκε κυρίως από γεωπολιτικούς παράγοντες. Η Βαλκανική Χερσόνησος αντιμετωπίστηκε από ένα μεγάλο κομμάτι της ρωσική πολιτική ελίτ ως τμήμα του λεγόμενου «μέσου εξωτερικού» (srednee zarubezh’e)· ένας ενδιάμεσος χώρος δηλαδή μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Η συστηματική ενασχόληση με τα βαλκανικά τεκταινόμενα άρχισε σε μια περίοδο που η Μόσχα πάσχιζε να αποφύγει περαιτέρω μείωση της επιρροής της στην Ανατολική Ευρώπη, ειδικά μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την αποχώρηση των σοβιετικών/ρωσικών δυνάμεων από την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία.
Η Μόσχα καλλιέργησε επιτυχημένα την εικόνα της προστάτιδας δύναμης των σλαβικών και ορθόδοξων λαών προκειμένου να αυξήσει την επιρροή της στα Βαλκάνια. Η Ρωσία δεν επιθυμούσε την περιφερειακή ηγεμονία στην περιοχή, αφού ούτε διακυβεύονταν ζωτικά ρωσικά συμφέροντα, ούτε είχε τα μέσα για να πετύχει κάτι τέτοιο. Ο διαμεσολαβητικός ρόλος της Ρωσίας μεταξύ Σερβοβόσνιων και ΝΑΤΟ την περίοδο 1993-1995 και η παρουσία ρωσικής ειρηνευτικής δύναμης αργότερα στη Βοσνία κατέστησαν τη Μόσχα προνομιακό συνομιλητή των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απτά οικονομικά ανταλλάγματα. Πιο συγκεκριμένα, η Ρωσία έγινε δέκτης γενναιόδωρης οικονομικής βοήθειας από Δυτικές κυβερνήσεις και διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς (π.χ. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) σε μια κρίσιμη περίοδο για το μέλλον της ρωσικής οικονομίας.16
Η οικονομική κρίση και η κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Μόσχας το 1998 περιόρισαν σημαντικά τη δυνατότητα της ρωσικής κυβέρνησης να διαδραματίσει έναν καθοριστικό ρόλο στα βαλκανικά δρώμενα. Ταυτόχρονα, το ρωσικό πολιτικό σύστημα μπήκε σε μια νέα δίνη εσωστρέφειας, λόγω της αδυναμίας του προέδρου Γιέλτσιν να προωθήσει ένα πρόγραμμα οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα. Επιπλέον, η δημιουργία ενός de facto ανεξάρτητου τσετσενικού κράτους αναγκαστικά περιόρισε το ενδιαφέρον της ρωσικής ηγεσίας για τα Βαλκάνια στο β΄ μισό της δεκαετίας του 1990.
Η συμφωνία του Ντέιτον τον Νοέμβριο του 1995 όμως μόνο πρόσκαιρα καταλάγιασε τα εθνικιστικά πάθη στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η καταπίεση των Αλβανοκοσσοβάρων από το καθεστώς του Βελιγραδίου οδήγησε σε αναταραχές και συγκρούσεις. Ο Νατοϊκός βομβαρδισμός της Σερβίας την άνοιξη του 1999 έγινε αντιληπτός από τη Μόσχα ως μια πράξη που παραβίαζε κατάφωρα τη διεθνή νομιμότητα· είχε προηγηθεί προκλητική παράκαμψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου η Μόσχα διατηρεί το δικαίωμα αρνησικυρίας.[17] Η σταδιακή μετατροπή του ΝΑΤΟ σε παγκόσμιο χωροφύλακα που δρα κατά βούληση ανά την υφήλιο αιφνιδίασε τη ρωσική πολιτική ελίτ. Εντούτοις, το Κρεμλίνο είχε πολύ περιορισμένα περιθώρια αντίδρασης· η χώρα εξαρτιόταν από την οικονομική βοήθεια της Δύσης, ενώ οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις βρισκόταν σε τραγική κατάσταση. Η προέλαση μίας ρωσικής φάλαγγας μηχανοκίνητου πεζικού στην Πρίστινα λίγες ώρες πριν την έλευση των Νατοϊκών δυνάμεων δεν απέτρεψε το μοιραίο, δηλαδή την εκδίωξη των περισσότερων Σερβοκοσοβάρων από το Κόσοβο.
Ωστόσο, η ρωσική ηγεσία προσπάθησε να διαδραματίσει έναν ρόλο στο μεταπολεμικό Κόσοβο. Οι συντονισμένες πιέσεις Μόσχας και Πεκίνου επιφέρανε κάποια αποτελέσματα, αφού η απόφαση 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ αναφέρει ρητά ότι το Κόσοβο είναι κομμάτι της σερβικής επικράτειας. Από την άλλη, το Κρεμλίνο αναγκάστηκε να αποδεχτεί την ενσωμάτωση της ρωσικής ειρηνευτικής δύναμης στη Νατοϊκή KFOR, παρά τις προσπάθειες του ρωσικού Γενικού Επιτελείου να εξασφαλίσει ένα δικό του τομέα ευθύνης στο Κόσοβο. Δίχως αμφιβολία, ο πόλεμος στο Κόσοβο δημιούργησε ένα ψυχολογικό ρήγμα ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, οι συνέπειες του οποίου φάνηκαν μερικά χρόνια αργότερα.

Μάνος Καραγιάννης
Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας


ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

 
Top