Καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος ξεκινά για μια σειρά επισκέψεων στις ασιατικές πρωτεύουσες, η γενική πεποίθηση στη Δύση είναι ότι οι συναντήσεις του αφορούν τις πολιτικές ηγεσίες που είναι κάτι σαν δεύτερης τάξης εταίροι της Αμερικής. Όμως η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη. Πάνω στα συντρίμμια που συσσώρευσε η χρηματοπιστωτική κρίση, η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών σαν μοναδικής υπερδύναμης και παγκόσμιας οικονομικής δύναμης υπονομεύεται όλο και περισσότερο......
Ιδίως κατά την άφιξή του στο Πεκίνο την επόμενη βδομάδα, τίποτα δεν θα μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι ο Μπάρακ Ομπάμα πραγματοποιεί επίσκεψη στον μεγαλύτερο πιστωτή της χώρας του.
Όσοι επιχαίρουν με τις δυσκολίες της Αμερικής σημειώνουν ότι αυτή η χώρα - παγκόσμιος οικονομικός κολοσσός επιβαρύνεται με το μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος του κόσμου και απειλείται από την πτωτική κίνηση του νομίσματός της. Κατά κοινή συναίνεση, η Κίνα είναι το κράτος που περισσότερο επωφελείται από τη χρηματοπιστωτική κρίση και αντιπροσωπεύει μια σοβαρή πρόκληση για την ηγεμονία της Αμερικής.
Και καθώς τα οικονομικά πάνε συχνά χέρι με χέρι με τη στρατιωτική ισχύ, αυτή η μεταβολή οικονομικής ισχύος, σε συνδυασμό με την πρόσφατη εξασθένηση του δολαρίου, αναγνωρίζεται από πολλές πλευρές σαν πρόδρομος της παρακμής των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό έχει καταγραφεί πολύ καθαρά στον τίτλο του πρόσφατου μπεστ - σέλερ του Φαρίντ Ζακαρία «Ο μετά - αμερικανικός κόσμος και η άνοδος του υπόλοιπου». Ακόμη και ο Μπάρακ Ομπάμα ανέφερε στον εναρκτήριο λόγο της προεδρικής του θητείας ότι υπάρχει «μια κάμψη της αυτοπεποίθησης στην Αμερική, ένας φόβος ότι η παρακμή της Αμερικής είναι αναπόφευκτη κι ότι η επόμενη γενιά πρέπει να μειώσει τις προσδοκίες της».
Κάτι ανάλογο είπε και ο Πολ Βόλκερ, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και σήμερα σύμβουλος του Ομπάμα σε συνέντευξή του στο δημόσιο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο PBS, ότι η ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών «μπορεί να θεωρηθεί ως συμβολική της σχετικά λιγότερο κυρίαρχης θέσης των ΗΠΑ όχι μόνο σε ό,τι αφορά την παγκόσμια οικονομία αλλά και την παγκόσμια ηγεσία και πνευματική εμβέλεια».
Εν τω μεταξύ οι κεντρικές τράπεζες των αναπτυσσόμενων χωρών ρίχνουν αλάτι στις πληγές του κλυδωνιζόμενου γίγαντα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Ινδίας ακολούθησε την περασμένη βδομάδα τις κεντρικές τράπεζες της Κίνας, της Ρωσίας, του Μεξικό και των Φιλιππίνων στην επιλογή τους να αυξήσουν τα αποθεματικά τους σε χρυσό σε βάρος των αποθεματικών τους σε δολάρια. Και όλο και περισσότεροι σχεδιαστές πολιτικής στις χώρες με μεγάλα πλεονάσματα δηλώνουν ότι ο ρόλος του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος δεν είναι βιώσιμος.
Είναι όμως σημαντικό να θυμηθούμε ότι ανάλογες κουβέντες έχουν ειπωθεί και παλαιότερα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Πολ Κένεντι του Πανεπιστημίου του Γέιλ είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις παγκοσμίως με τη θέση του με τίτλο «Η άνοδος και η πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων», όπου παρατηρούσε ότι «η μοναδική απάντηση στο ερώτημα που συζητιέται όλο και περισσότερο για το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διατηρήσουν την παρούσα θέση τους είναι ‘όχι’».
Η συγκεκριμένη απόφανση διατυπώθηκε την εποχή του χρηματιστηριακού κραχ του 1987, περίοδο κατά την οποία υπήρχαν έντονες ανησυχίες σχετικά με το διπλό αμερικανικό έλλειμμα, το έλλειμμα του προϋπολογισμού και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Η χώρα απέκτησε ξαφνικά εξωτερικό χρέος για πρώτη φορά και άρχισε να εξαρτάται όλο και πιο πολύ από τις εισροές ευρωπαϊκών και ιαπωνικών κεφαλαίων. Μια γεμάτη αυτοπεποίθηση Ιαπωνία ανέρχονταν. Στις ΗΠΑ το συναίσθημα της παρακμής είχε τότε γίνει σχεδόν υστερικό καθώς οι ιαπωνικές εταιρείες εξαγόραζαν το Κέντρο Ροκφέλερ της Νέας Υόρκης, την κινηματογραφική εταιρεία Columbia Pictures του Χόλιγουντ και τα γήπεδα γκολφ της Καλιφόρνια. «Ποιος κατέχει την Αμερική» αναρωτιόταν το δίκτυο ABC.
Από μια άποψη η θέση του καθηγητή Κένεντι ήταν σωστή. Καθώς η Κίνα, η Ινδία και οι άλλες αναδυόμενες αγορές καλύπτουν την απόσταση που τις χωρίζει από τον ανεπτυγμένο κόσμο, αναπόφευκτα οι ΗΠΑ θα υφίστανται μια σχετική οικονομική κάμψη σε ό,τι αφορά το ειδικό βάρος του μεριδίου τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι το αμερικανικό ΑΕΠ αναπτύσσεται ακόμη με ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με των άλλων μεγάλων ανεπτυγμένων οικονομιών και παραμένει το μεγαλύτερο του κόσμου σε απόλυτους αριθμούς.
Η παγκοσμιοποίηση και η απελευθέρωση των εσωτερικών αγορών στις αναπτυσσόμενες χώρες τους έδωσε τη δυνατότητα να αυξήσουν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ σύμφωνα με το μέγεθος και την ιστορία τους. Η οικονομική αποδοτικότητα της Κίνας πριν το 1970 ήταν σε τελική ανάλυση μια παρέκκλιση θεωρούμενη υπό την προοπτική των αιώνων.
Σε μια μελέτη του για τις βασικές οικονομίες, ο Άγκνους Μάντισον του πανεπιστημίου του Γκρόνινγκεν υπολόγισε ότι το 1820, πριν δηλαδή τη βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη, το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν περί το 30%, δηλαδή αρκετά πάνω από το σημερινό αμερικανικό μερίδιο. Μια επιστροφή σε κάτι πιο φυσιολογικό μπορεί επομένως να έχει ήδη δρομολογηθεί.
Ο πυρήνας της θέσης του Κένεντι ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής τους υπέρ - εξάπλωσης, όπως η Ισπανία το 1600 και η Βρετανία το 1900. Η πιο προφανής περίπτωση υπέρ - εξάπλωσης στη δεκαετία του 1980 ήταν η Σοβιετική Ένωση, που κατέρρευσε, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν λίγο καιρό μετά να αποκαταστήσουν την ισορροπία του προϋπολογισμού τους υπό την προεδρία Κλίντον χωρίς ολοκληρωτικές υπαναχωρήσεις από τις διεθνείς δεσμεύσεις τους.
Η ιαπωνική οικονομική πρόκληση εν τω μεταξύ εκμηδενίστηκε, μετά τις φούσκες των μετοχών και των ακίνητων περιουσιών, ο δε πανικός των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης περί «ιαπωνικής εισβολής» αποδείχτηκε σημείο καμπής.
Σήμερα το ερώτημα είναι αν η θέση της υπέρ - εξάπλωσης του Κένεντι ήταν λανθασμένη ή απλά πρώιμη. Ωστόσο κάθε πρόβλεψη των χρόνων ανόδου και πτώσης των κρατών και των οικονομιών είναι περιβόητα δύσκολη. Ο ιστορικός της οικονομίας Τσαρλς Κιντλεμπέργκερ είναι ένας από εκείνους που πιστεύουν ότι η εθνική ζωτικότητα έχει έναν κύκλο ζωής. Ανάμεσα στους εσωτερικούς λόγους της παρακμής ενός κράτους περιλαμβάνει την αύξηση της κατανάλωσης, τη μείωση των αποταμιεύσεων, τις αντιστάσεις στη φορολόγηση, την ανισότητα, τη διαφθορά, το αυξανόμενο χρέος και την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία σε βάρος της βιομηχανίας.
Υπό τη διπλή πίεση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και του πιο μακροπρόθεσμου προβλήματος της γήρανσης της γενιάς των μπέιμπι μπούμερς, οι επίσημες προβλέψεις δείχνουν ότι τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της Αμερικής θα φτάσουν σε ύψη δίχως προηγούμενο. Το Peterson Institute for International Economics στην Ουάσιγκτον εκτιμά ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα αγγίξει τα 1.500 δισεκατομμύρια δολάρια αυτό το έτος και θα παραμείνει κοντά στα 1.000 δις σε ετήσια βάση ως το 2020 ή και μετά.
Ειδωμένο από την πλευρά της ροής κεφαλαίων στην οικονομία, το ανάλογο σε αυτά τα ελλείμματα μπορεί να βρεθεί στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Σε ό,τι αφορά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών το ίδιο Ινστιτούτο υπολογίζει ότι θα αυξηθεί από το καταγεγραμμένο 6% του ΑΕΠ στο τρομακτικό 15% ή και παραπάνω ως το 2030, που ισοδυναμεί με ποσό άνω των 5.000 δις δολαρίων ετησίως. Οι δε εκτιμήσεις για το καθαρό εξωτερικό χρέος είναι να αυξηθεί από τα 3.500 δις σήμερα σε 50.000 δις, ή στο 140% του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο.
Οι συγκεκριμένοι αριθμοί διαγράφουν μια επίφοβη πρόκληση για την κυβέρνηση Ομπάμα και μια μεγάλη απειλή για το δολάριο, στο βαθμό που υπάρχει μεγάλη εξάρτηση των αποθεματικών του δολαρίου από ξένα χέρια. Για το διάστημα από τα τέλη του 2000 ως τα μέσα του 2009 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι τα επίσημα συναλλαγματικά αποθεματικά αυξήθηκαν από 1.900 δις σε 6.800 δις, εκ των οποίων 2.300 δις είναι μόνο τα της Κίνας. Ποσοστό άνω του 60% αυτών των αποθεματικών βρίσκονται σε δολάρια.
Η πρόσφατη κινεζική ρητορεία, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα διεθνές κάλεσμα για την αντικατάσταση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος από μια νέα νομισματική μονάδα που θα χρησιμοποιείται από το ΔΝΤ κατά τις διαπραγματεύσεις του με τα μέλη του, δηλώνει μια ανησυχητική απώλεια εμπιστοσύνης στην αμερικανική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Την ίδια στιγμή ο διευθυντής του Peterson Institute Φρεντ Μπέργκστεν υποστηρίζει ότι στην παρούσα φάση είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να περιορίσουν το ρόλο του δολαρίου και να ενθαρρύνουν μια μεγαλύτερη επένδυση των αποθεματικών σε ευρώ, ρεμνίμπι και SDR.
Παρόλα αυτά δεν πρέπει να υπερτιμούμε τον κίνδυνο για το δολάριο. Οι Κινέζοι τρίζουν τα κάγκελα ενός κλουβιού που έφτιαξαν οι ίδιοι, αφού τα αποθεματικά τους σε δολάρια αποτελούν τη συνέπεια μια κολοσσιαίων διαστάσεων παρέμβασης για την αποτροπή της ανατίμησης του δικού τους νομίσματος. Στη πραγματικότητα η Κίνα είναι παγιδευμένη στο οικονομικό ισοδύναμο μιας αμοιβαίας διασφαλισμένης καταστροφής όπως περιγράφηκε από τους θεωρητικούς της πυρηνικής αποτροπής του Ψυχρού Πολέμου. Με τις εξαγωγές της να αντιπροσωπεύουν τα δύο πέμπτα του ΑΕΠ της, η Κίνα είναι συνδεδεμένη με τις Ηνωμένες Πολιτείες σαν δανειστής και καταναλωτής … τελευταίου καταφυγίου στην παγκόσμια οικονομία. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει το δολάριο δίχως να πλήξει την αξία των δικών της αποθεματικών που έχουν επενδυθεί στο δολάριο. Όσο για τη δυνατότητα του κινεζικού νομίσματος να απειλήσει το ρόλο του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, μπορεί να υπάρχει αλλά είναι εξαιρετικά μακρινή, με δεδομένη την απουσία χρηματοπιστωτικών αγορών και μιας ισχυρότερης δέσμευσης του Πεκίνου για τη διεθνοποίηση του ρεμνίμπι.
Ιδίως κατά την άφιξή του στο Πεκίνο την επόμενη βδομάδα, τίποτα δεν θα μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι ο Μπάρακ Ομπάμα πραγματοποιεί επίσκεψη στον μεγαλύτερο πιστωτή της χώρας του.
Όσοι επιχαίρουν με τις δυσκολίες της Αμερικής σημειώνουν ότι αυτή η χώρα - παγκόσμιος οικονομικός κολοσσός επιβαρύνεται με το μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος του κόσμου και απειλείται από την πτωτική κίνηση του νομίσματός της. Κατά κοινή συναίνεση, η Κίνα είναι το κράτος που περισσότερο επωφελείται από τη χρηματοπιστωτική κρίση και αντιπροσωπεύει μια σοβαρή πρόκληση για την ηγεμονία της Αμερικής.
Και καθώς τα οικονομικά πάνε συχνά χέρι με χέρι με τη στρατιωτική ισχύ, αυτή η μεταβολή οικονομικής ισχύος, σε συνδυασμό με την πρόσφατη εξασθένηση του δολαρίου, αναγνωρίζεται από πολλές πλευρές σαν πρόδρομος της παρακμής των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό έχει καταγραφεί πολύ καθαρά στον τίτλο του πρόσφατου μπεστ - σέλερ του Φαρίντ Ζακαρία «Ο μετά - αμερικανικός κόσμος και η άνοδος του υπόλοιπου». Ακόμη και ο Μπάρακ Ομπάμα ανέφερε στον εναρκτήριο λόγο της προεδρικής του θητείας ότι υπάρχει «μια κάμψη της αυτοπεποίθησης στην Αμερική, ένας φόβος ότι η παρακμή της Αμερικής είναι αναπόφευκτη κι ότι η επόμενη γενιά πρέπει να μειώσει τις προσδοκίες της».
Κάτι ανάλογο είπε και ο Πολ Βόλκερ, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και σήμερα σύμβουλος του Ομπάμα σε συνέντευξή του στο δημόσιο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο PBS, ότι η ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών «μπορεί να θεωρηθεί ως συμβολική της σχετικά λιγότερο κυρίαρχης θέσης των ΗΠΑ όχι μόνο σε ό,τι αφορά την παγκόσμια οικονομία αλλά και την παγκόσμια ηγεσία και πνευματική εμβέλεια».
Εν τω μεταξύ οι κεντρικές τράπεζες των αναπτυσσόμενων χωρών ρίχνουν αλάτι στις πληγές του κλυδωνιζόμενου γίγαντα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Ινδίας ακολούθησε την περασμένη βδομάδα τις κεντρικές τράπεζες της Κίνας, της Ρωσίας, του Μεξικό και των Φιλιππίνων στην επιλογή τους να αυξήσουν τα αποθεματικά τους σε χρυσό σε βάρος των αποθεματικών τους σε δολάρια. Και όλο και περισσότεροι σχεδιαστές πολιτικής στις χώρες με μεγάλα πλεονάσματα δηλώνουν ότι ο ρόλος του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος δεν είναι βιώσιμος.
Είναι όμως σημαντικό να θυμηθούμε ότι ανάλογες κουβέντες έχουν ειπωθεί και παλαιότερα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Πολ Κένεντι του Πανεπιστημίου του Γέιλ είχε προκαλέσει πολλές συζητήσεις παγκοσμίως με τη θέση του με τίτλο «Η άνοδος και η πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων», όπου παρατηρούσε ότι «η μοναδική απάντηση στο ερώτημα που συζητιέται όλο και περισσότερο για το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διατηρήσουν την παρούσα θέση τους είναι ‘όχι’».
Η συγκεκριμένη απόφανση διατυπώθηκε την εποχή του χρηματιστηριακού κραχ του 1987, περίοδο κατά την οποία υπήρχαν έντονες ανησυχίες σχετικά με το διπλό αμερικανικό έλλειμμα, το έλλειμμα του προϋπολογισμού και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Η χώρα απέκτησε ξαφνικά εξωτερικό χρέος για πρώτη φορά και άρχισε να εξαρτάται όλο και πιο πολύ από τις εισροές ευρωπαϊκών και ιαπωνικών κεφαλαίων. Μια γεμάτη αυτοπεποίθηση Ιαπωνία ανέρχονταν. Στις ΗΠΑ το συναίσθημα της παρακμής είχε τότε γίνει σχεδόν υστερικό καθώς οι ιαπωνικές εταιρείες εξαγόραζαν το Κέντρο Ροκφέλερ της Νέας Υόρκης, την κινηματογραφική εταιρεία Columbia Pictures του Χόλιγουντ και τα γήπεδα γκολφ της Καλιφόρνια. «Ποιος κατέχει την Αμερική» αναρωτιόταν το δίκτυο ABC.
Από μια άποψη η θέση του καθηγητή Κένεντι ήταν σωστή. Καθώς η Κίνα, η Ινδία και οι άλλες αναδυόμενες αγορές καλύπτουν την απόσταση που τις χωρίζει από τον ανεπτυγμένο κόσμο, αναπόφευκτα οι ΗΠΑ θα υφίστανται μια σχετική οικονομική κάμψη σε ό,τι αφορά το ειδικό βάρος του μεριδίου τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι το αμερικανικό ΑΕΠ αναπτύσσεται ακόμη με ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με των άλλων μεγάλων ανεπτυγμένων οικονομιών και παραμένει το μεγαλύτερο του κόσμου σε απόλυτους αριθμούς.
Η παγκοσμιοποίηση και η απελευθέρωση των εσωτερικών αγορών στις αναπτυσσόμενες χώρες τους έδωσε τη δυνατότητα να αυξήσουν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ σύμφωνα με το μέγεθος και την ιστορία τους. Η οικονομική αποδοτικότητα της Κίνας πριν το 1970 ήταν σε τελική ανάλυση μια παρέκκλιση θεωρούμενη υπό την προοπτική των αιώνων.
Σε μια μελέτη του για τις βασικές οικονομίες, ο Άγκνους Μάντισον του πανεπιστημίου του Γκρόνινγκεν υπολόγισε ότι το 1820, πριν δηλαδή τη βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη, το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν περί το 30%, δηλαδή αρκετά πάνω από το σημερινό αμερικανικό μερίδιο. Μια επιστροφή σε κάτι πιο φυσιολογικό μπορεί επομένως να έχει ήδη δρομολογηθεί.
Ο πυρήνας της θέσης του Κένεντι ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής τους υπέρ - εξάπλωσης, όπως η Ισπανία το 1600 και η Βρετανία το 1900. Η πιο προφανής περίπτωση υπέρ - εξάπλωσης στη δεκαετία του 1980 ήταν η Σοβιετική Ένωση, που κατέρρευσε, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν λίγο καιρό μετά να αποκαταστήσουν την ισορροπία του προϋπολογισμού τους υπό την προεδρία Κλίντον χωρίς ολοκληρωτικές υπαναχωρήσεις από τις διεθνείς δεσμεύσεις τους.
Η ιαπωνική οικονομική πρόκληση εν τω μεταξύ εκμηδενίστηκε, μετά τις φούσκες των μετοχών και των ακίνητων περιουσιών, ο δε πανικός των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης περί «ιαπωνικής εισβολής» αποδείχτηκε σημείο καμπής.
Σήμερα το ερώτημα είναι αν η θέση της υπέρ - εξάπλωσης του Κένεντι ήταν λανθασμένη ή απλά πρώιμη. Ωστόσο κάθε πρόβλεψη των χρόνων ανόδου και πτώσης των κρατών και των οικονομιών είναι περιβόητα δύσκολη. Ο ιστορικός της οικονομίας Τσαρλς Κιντλεμπέργκερ είναι ένας από εκείνους που πιστεύουν ότι η εθνική ζωτικότητα έχει έναν κύκλο ζωής. Ανάμεσα στους εσωτερικούς λόγους της παρακμής ενός κράτους περιλαμβάνει την αύξηση της κατανάλωσης, τη μείωση των αποταμιεύσεων, τις αντιστάσεις στη φορολόγηση, την ανισότητα, τη διαφθορά, το αυξανόμενο χρέος και την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία σε βάρος της βιομηχανίας.
Υπό τη διπλή πίεση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και του πιο μακροπρόθεσμου προβλήματος της γήρανσης της γενιάς των μπέιμπι μπούμερς, οι επίσημες προβλέψεις δείχνουν ότι τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της Αμερικής θα φτάσουν σε ύψη δίχως προηγούμενο. Το Peterson Institute for International Economics στην Ουάσιγκτον εκτιμά ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα αγγίξει τα 1.500 δισεκατομμύρια δολάρια αυτό το έτος και θα παραμείνει κοντά στα 1.000 δις σε ετήσια βάση ως το 2020 ή και μετά.
Ειδωμένο από την πλευρά της ροής κεφαλαίων στην οικονομία, το ανάλογο σε αυτά τα ελλείμματα μπορεί να βρεθεί στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Σε ό,τι αφορά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών το ίδιο Ινστιτούτο υπολογίζει ότι θα αυξηθεί από το καταγεγραμμένο 6% του ΑΕΠ στο τρομακτικό 15% ή και παραπάνω ως το 2030, που ισοδυναμεί με ποσό άνω των 5.000 δις δολαρίων ετησίως. Οι δε εκτιμήσεις για το καθαρό εξωτερικό χρέος είναι να αυξηθεί από τα 3.500 δις σήμερα σε 50.000 δις, ή στο 140% του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο.
Οι συγκεκριμένοι αριθμοί διαγράφουν μια επίφοβη πρόκληση για την κυβέρνηση Ομπάμα και μια μεγάλη απειλή για το δολάριο, στο βαθμό που υπάρχει μεγάλη εξάρτηση των αποθεματικών του δολαρίου από ξένα χέρια. Για το διάστημα από τα τέλη του 2000 ως τα μέσα του 2009 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι τα επίσημα συναλλαγματικά αποθεματικά αυξήθηκαν από 1.900 δις σε 6.800 δις, εκ των οποίων 2.300 δις είναι μόνο τα της Κίνας. Ποσοστό άνω του 60% αυτών των αποθεματικών βρίσκονται σε δολάρια.
Η πρόσφατη κινεζική ρητορεία, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα διεθνές κάλεσμα για την αντικατάσταση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος από μια νέα νομισματική μονάδα που θα χρησιμοποιείται από το ΔΝΤ κατά τις διαπραγματεύσεις του με τα μέλη του, δηλώνει μια ανησυχητική απώλεια εμπιστοσύνης στην αμερικανική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Την ίδια στιγμή ο διευθυντής του Peterson Institute Φρεντ Μπέργκστεν υποστηρίζει ότι στην παρούσα φάση είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να περιορίσουν το ρόλο του δολαρίου και να ενθαρρύνουν μια μεγαλύτερη επένδυση των αποθεματικών σε ευρώ, ρεμνίμπι και SDR.
Παρόλα αυτά δεν πρέπει να υπερτιμούμε τον κίνδυνο για το δολάριο. Οι Κινέζοι τρίζουν τα κάγκελα ενός κλουβιού που έφτιαξαν οι ίδιοι, αφού τα αποθεματικά τους σε δολάρια αποτελούν τη συνέπεια μια κολοσσιαίων διαστάσεων παρέμβασης για την αποτροπή της ανατίμησης του δικού τους νομίσματος. Στη πραγματικότητα η Κίνα είναι παγιδευμένη στο οικονομικό ισοδύναμο μιας αμοιβαίας διασφαλισμένης καταστροφής όπως περιγράφηκε από τους θεωρητικούς της πυρηνικής αποτροπής του Ψυχρού Πολέμου. Με τις εξαγωγές της να αντιπροσωπεύουν τα δύο πέμπτα του ΑΕΠ της, η Κίνα είναι συνδεδεμένη με τις Ηνωμένες Πολιτείες σαν δανειστής και καταναλωτής … τελευταίου καταφυγίου στην παγκόσμια οικονομία. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει το δολάριο δίχως να πλήξει την αξία των δικών της αποθεματικών που έχουν επενδυθεί στο δολάριο. Όσο για τη δυνατότητα του κινεζικού νομίσματος να απειλήσει το ρόλο του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, μπορεί να υπάρχει αλλά είναι εξαιρετικά μακρινή, με δεδομένη την απουσία χρηματοπιστωτικών αγορών και μιας ισχυρότερης δέσμευσης του Πεκίνου για τη διεθνοποίηση του ρεμνίμπι.
Δημοσίευση σχολίου