Ο ρόλος της S&P, το αιφνιδιαστικό «χτύπημα» στην πιστοληπτική αξιολόγηση και η τελευταία «άμυνα» μέσω του οίκου Moody’s – Τι κρύβει η περίεργη παρέμβαση της Goldman Sachs, γιατί «έβαλε πλάτη» η HSBC
Με χτυπήματα πάνω και… κάτω από τη ζώνη συνεχίζεται ο «πόλεμος» στα ελληνικά ομόλογα, ο οποίος πέρασε πλέον σε νέα, κρισιμότερη φάση, μετά το «βρώμικο» χτύπημα της Standard & Poor’s στην πιστοληπτική βαθμολογία της χώρας που έδειξε καθαρά ότι........ πέρα από τις ειλικρινείς ανησυχίες των ξένων οίκων για το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, στόχος των πιέσεων είναι να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη των μεγάλων τραπεζών από το δανειακό πρόγραμμα της χώρας το 2010.
Μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση με διττή ερμηνεία έκανε χθες μιλώντας στο Bloomberg, αναλυτής της Goldman Sachs από το Λονδίνο. Ο κορυφαίος αναλυτής ευρωπαϊκών θεμάτων της αμερικανικής τράπεζας, Έρικ Νίλσεν, κάλεσε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να χαλαρώσει και μετά το τέλος του 2010 τους κανόνες της για την πιστοληπτική αξιολόγηση χρεογράφων που θα γίνονται δεκτά για αναχρηματοδότηση των τραπεζών. «Θα ήταν αδιανόητο να μη γίνονται δεκτά τα ομόλογα μιας χώρας μέλους της Ευρωζώνης από την ΕΚΤ», επισήμανε ο Νίλσεν.
Όμως, πέρα από αυτή τη δήλωση που φαίνεται ευνοϊκή για την Ελλάδα, ο αναλυτής της Goldman εξήγησε, ότι θα ήταν σκόπιμο να αναθεωρήσει τη ΕΚΤ τον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο δεν θεωρείται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην «Β» κατηγορία αξιολόγησης, μέχρι να υποβαθμισθεί και από τους τρεις οίκους αξιολογήσεων –ως τώρα σε υποβαθμίσεις έχουν προχωρήσει η S&P και η Fitch, ενώ η Moody’s κατατάσσει τα ομόλογα στην κατηγορία Α2 και ακόμη και με μια νέα υποβάθμιση κατά ένα σκαλί θα παραμείνουν στην κατηγορία Α3.
Ο Νίλσεν ζητάει από την ΕΚΤ να λαμβάνονται υπόψη οι αξιολογήσεις δύο από τους τρεις οίκους, ώστε να μην έχει δικαίωμα «βέτο» ο ένας εκ των τριών –στη συγκεκριμένη περίπτωση η Moody’s, που φαίνεται να αντιμετωπίζει πιο δίκαια την Ελλάδα. Αν γινόταν δεκτή αυτή η ιδέα, τα ελληνικά ομόλογα θα είχαν ήδη καταταχθεί στην κατηγορία «Β», ανεξάρτητα από τη στάση της Moody’s, που αποτελεί και την τελευταία γραμμή «άμυνας» των ελληνικών ομολόγων.
Ουσιαστικά, δηλαδή, η Goldman προτείνει στην ΕΚΤ τη λύση που μεγιστοποιεί τα κέρδη των τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα: αν περάσουν στην κατηγορία «Β» από σήμερα, παρότι βαθμολογούνται με Α2 από την Moody’s, εύλογο είναι ότι το «καπέλο» στα επιτόκια και το spread θα μονιμοποιηθεί. Από την άλλη, αν η ΕΚΤ συνεχίσει να δέχεται για αναχρηματοδότηση και το 2011 τα ελληνικά ομόλογα, ακόμη και αν βρίσκονται στην κατηγορία «Β», τα ίδια ομόλογα που θα προσφέρουν τεράστιες αποδόσεις, ως τίτλοι υψηλού κινδύνου, θα γίνονται δεκτά για αναχρηματοδότηση από την ΕΚΤ, σαν να ήταν τίτλοι χαμηλού κινδύνου. Θα δημιουργηθεί, δηλαδή, μια υποαγορά junk bonds μέσα στην Ευρωζώνη, με μεγάλες αποδόσεις και… εγγύηση της ΕΚΤ.
Αυτές οι προτάσεις αποκαλύπτουν και τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούν οι συνεχείς επιθέσεις στα ελληνικά ομόλογα, παρότι η κυβέρνηση έχει παρουσιάσει ένα πλήρες σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο μάλιστα έχει γίνει κατ’ αρχήν δεκτό από τις Βρυξέλλες. Οι μεγάλες τράπεζες επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν τη δημοσιονομική κρίση, που δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, για να δημιουργήσουν επί μέρους υποαγορές κρατικών τίτλων μέσα στην Ευρωζώνη, οι οποίοι θα έχουν χαμηλές αξιολογήσεις, θα αποδίδουν πολύ περισσότερο από τους γερμανικούς, αλλά θα διατηρήσουν την ισχύ τους σαν εγγυήσεις για άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ.
Υπερβολικό spread
Όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, το άνοιγμα του spread στις 260 μονάδες βάσης, με προοπτική να έχει φθάσει ή και να ξεπεράσει τις 300 μονάδες, όταν αρχίσει το Δημόσιο να δανείζεται για το 2010, είναι υπερβολικό για τα δεδομένα μιας χώρας της Ευρωζώνης, που ουσιαστικά καλύπτεται από την «ευρωπαϊκή εγγύηση» και είναι πρακτικά αδύνατο να κηρύξει στάση πληρωμών.
Ως ιδιαίτερα θετική ένδειξη, στη δύσκολη «μάχη» με τις αγορές, ερμηνεύουν κυβερνητικά στελέχη την παρέμβαση της ισχυρότερης βρετανικής τράπεζας, της HSBC, υπέρ των ελληνικών ομολόγων. Μιλώντας στο Bloomberg την Πέμπτη, ο Στιβ Μέιτζορ, επικεφαλής σε παγκόσμιο επίπεδο του τμήματος στρατηγικής επενδύσεων σταθερού εισοδήματος, τόνισε ότι το spread των ελληνικών ομολόγων έχει ανοίξει ήδη αρκετά και «δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για να αυξηθεί περαιτέρω», καθώς ήδη στις παρούσες αποτιμήσεις των ελληνικών τίτλων ενσωματώνεται ακόμη και ο ακραίος κίνδυνος νέων υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης, στην κατηγορία sub-investment.
«Υπάρχουν άλλες αγορές που φαίνονται να χρειάζονται την προσοχή των αρκούδων περισσότερο από την ελληνική», τόνισε ο Μέιτζορ, αναφέροντας ως παράδειγμα τα ισπανικά και τα τουρκικά ομόλογα. Υπογράμμισε, μάλιστα, ότι ακόμη και τα καλά νέα για την ελληνική αγορά, όπως η διάθεση ομολόγων αξίας 2 δις. ευρώ αυτή την εβδομάδα από το υπουργείο Οικονομικών, αντί να ωθήσουν σε άνοδο των τιμών των ομολόγων ερμηνεύθηκαν αρνητικά, με τη λογική του μισοάδειου ποτηριού, καθώς οι περισσότεροι υπέθεσαν ότι η κυβέρνηση είχε επείγουσα ανάγκη ρευστότητας.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η στήριξη της HSBC στην παρούσα φάση, ενώ το spread βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τις 300 μονάδες βάσης και πάντως σε αρκετή απόσταση από το ρεκόρ των αρχών του έτους, δίνει ένα πρώτο, σημαντικό «σήμα» στις αγορές, καθώς η βρετανική πολυεθνική τράπεζα έχει ισχυρή παρουσία στην ελληνική πρωτογενή αγορά ομολόγων, με συχνές συμμετοχές και στα κοινοπρακτικά σχήματα τραπεζών, που έχουν προσφέρει μεγάλα δάνεια φέτος στο Δημόσιο.
Το κόλπο του 2010
Το «παιχνίδι των spread» δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον για τις μεγάλες τράπεζες, αλλά θα αποδώσει το 2010 μεγάλα κέρδη. Όσο η αγορά παραμένει «υπό πολιορκία», το Δημόσιο είναι πρακτικά αδύνατο να οργανώσει ανοικτές δημοπρασίες για τη διάθεση ομολόγων, καθώς θα ελλοχεύει ο κίνδυνος να μείνει ακάλυπτη κάποια δημοπρασία.
Οι πιέσεις στα ομόλογα στρώνουν το έδαφος στις μεγάλες ξένες τράπεζες, στις οποίες κατ’ ανάγκη το Δημόσιο θα απευθυνθεί και το 2010 για να αναλάβουν τη διοργάνωση κοινοπρακτικών εκδόσεων, όπου οι τιμές και οι αποδόσεις των τίτλων δεν διαμορφώνονται με βάση τον ανταγωνισμό όλων των «παικτών» της πρωτογενούς αγοράς, αλλά στην πράξη καθορίζονται από τις τράπεζες που μετέχουν στα κοινοπρακτικά σχήματα. Αυτό ακριβώς συνέβη και στις αρχές του 2009. Η μόνη διαφορά το 2010 είναι ότι πλέον οι ελληνικές τράπεζες δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ανακυκλώσουν μεγάλα ποσά ρευστότητας από την ΕΚΤ στους κρατικούς τίτλους.
Με δεδομένο ότι το Δημόσιο αναμένεται να αντλήσει συνολικά περί τα 50 δις. ευρώ από την αγορά το 2010, με το μεγαλύτερο μέρος των εκδόσεων να τοποθετείται στο πρώτο εξάμηνο, γίνεται σαφές ότι ένα «καπέλο» 100 ή και περισσότερων μονάδων βάσης στα spread δημιουργεί μια «δεξαμενή» πρόσθετων κερδών της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ για τις τράπεζες και τους πελάτες τους, χωρίς να υπολογίζονται στο ποσό αυτό οι παχυλές προμήθειες που θα αποσπάσουν σχεδόν εκβιαστικά από το Δημόσιο οι τράπεζες που θα μετάσχουν στα κοινοπρακτικά σχήματα.
Με χτυπήματα πάνω και… κάτω από τη ζώνη συνεχίζεται ο «πόλεμος» στα ελληνικά ομόλογα, ο οποίος πέρασε πλέον σε νέα, κρισιμότερη φάση, μετά το «βρώμικο» χτύπημα της Standard & Poor’s στην πιστοληπτική βαθμολογία της χώρας που έδειξε καθαρά ότι........ πέρα από τις ειλικρινείς ανησυχίες των ξένων οίκων για το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, στόχος των πιέσεων είναι να μεγιστοποιηθούν τα κέρδη των μεγάλων τραπεζών από το δανειακό πρόγραμμα της χώρας το 2010.
Μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση με διττή ερμηνεία έκανε χθες μιλώντας στο Bloomberg, αναλυτής της Goldman Sachs από το Λονδίνο. Ο κορυφαίος αναλυτής ευρωπαϊκών θεμάτων της αμερικανικής τράπεζας, Έρικ Νίλσεν, κάλεσε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να χαλαρώσει και μετά το τέλος του 2010 τους κανόνες της για την πιστοληπτική αξιολόγηση χρεογράφων που θα γίνονται δεκτά για αναχρηματοδότηση των τραπεζών. «Θα ήταν αδιανόητο να μη γίνονται δεκτά τα ομόλογα μιας χώρας μέλους της Ευρωζώνης από την ΕΚΤ», επισήμανε ο Νίλσεν.
Όμως, πέρα από αυτή τη δήλωση που φαίνεται ευνοϊκή για την Ελλάδα, ο αναλυτής της Goldman εξήγησε, ότι θα ήταν σκόπιμο να αναθεωρήσει τη ΕΚΤ τον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο δεν θεωρείται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην «Β» κατηγορία αξιολόγησης, μέχρι να υποβαθμισθεί και από τους τρεις οίκους αξιολογήσεων –ως τώρα σε υποβαθμίσεις έχουν προχωρήσει η S&P και η Fitch, ενώ η Moody’s κατατάσσει τα ομόλογα στην κατηγορία Α2 και ακόμη και με μια νέα υποβάθμιση κατά ένα σκαλί θα παραμείνουν στην κατηγορία Α3.
Ο Νίλσεν ζητάει από την ΕΚΤ να λαμβάνονται υπόψη οι αξιολογήσεις δύο από τους τρεις οίκους, ώστε να μην έχει δικαίωμα «βέτο» ο ένας εκ των τριών –στη συγκεκριμένη περίπτωση η Moody’s, που φαίνεται να αντιμετωπίζει πιο δίκαια την Ελλάδα. Αν γινόταν δεκτή αυτή η ιδέα, τα ελληνικά ομόλογα θα είχαν ήδη καταταχθεί στην κατηγορία «Β», ανεξάρτητα από τη στάση της Moody’s, που αποτελεί και την τελευταία γραμμή «άμυνας» των ελληνικών ομολόγων.
Ουσιαστικά, δηλαδή, η Goldman προτείνει στην ΕΚΤ τη λύση που μεγιστοποιεί τα κέρδη των τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα: αν περάσουν στην κατηγορία «Β» από σήμερα, παρότι βαθμολογούνται με Α2 από την Moody’s, εύλογο είναι ότι το «καπέλο» στα επιτόκια και το spread θα μονιμοποιηθεί. Από την άλλη, αν η ΕΚΤ συνεχίσει να δέχεται για αναχρηματοδότηση και το 2011 τα ελληνικά ομόλογα, ακόμη και αν βρίσκονται στην κατηγορία «Β», τα ίδια ομόλογα που θα προσφέρουν τεράστιες αποδόσεις, ως τίτλοι υψηλού κινδύνου, θα γίνονται δεκτά για αναχρηματοδότηση από την ΕΚΤ, σαν να ήταν τίτλοι χαμηλού κινδύνου. Θα δημιουργηθεί, δηλαδή, μια υποαγορά junk bonds μέσα στην Ευρωζώνη, με μεγάλες αποδόσεις και… εγγύηση της ΕΚΤ.
Αυτές οι προτάσεις αποκαλύπτουν και τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούν οι συνεχείς επιθέσεις στα ελληνικά ομόλογα, παρότι η κυβέρνηση έχει παρουσιάσει ένα πλήρες σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο μάλιστα έχει γίνει κατ’ αρχήν δεκτό από τις Βρυξέλλες. Οι μεγάλες τράπεζες επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν τη δημοσιονομική κρίση, που δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, για να δημιουργήσουν επί μέρους υποαγορές κρατικών τίτλων μέσα στην Ευρωζώνη, οι οποίοι θα έχουν χαμηλές αξιολογήσεις, θα αποδίδουν πολύ περισσότερο από τους γερμανικούς, αλλά θα διατηρήσουν την ισχύ τους σαν εγγυήσεις για άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ.
Υπερβολικό spread
Όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, το άνοιγμα του spread στις 260 μονάδες βάσης, με προοπτική να έχει φθάσει ή και να ξεπεράσει τις 300 μονάδες, όταν αρχίσει το Δημόσιο να δανείζεται για το 2010, είναι υπερβολικό για τα δεδομένα μιας χώρας της Ευρωζώνης, που ουσιαστικά καλύπτεται από την «ευρωπαϊκή εγγύηση» και είναι πρακτικά αδύνατο να κηρύξει στάση πληρωμών.
Ως ιδιαίτερα θετική ένδειξη, στη δύσκολη «μάχη» με τις αγορές, ερμηνεύουν κυβερνητικά στελέχη την παρέμβαση της ισχυρότερης βρετανικής τράπεζας, της HSBC, υπέρ των ελληνικών ομολόγων. Μιλώντας στο Bloomberg την Πέμπτη, ο Στιβ Μέιτζορ, επικεφαλής σε παγκόσμιο επίπεδο του τμήματος στρατηγικής επενδύσεων σταθερού εισοδήματος, τόνισε ότι το spread των ελληνικών ομολόγων έχει ανοίξει ήδη αρκετά και «δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για να αυξηθεί περαιτέρω», καθώς ήδη στις παρούσες αποτιμήσεις των ελληνικών τίτλων ενσωματώνεται ακόμη και ο ακραίος κίνδυνος νέων υποβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης, στην κατηγορία sub-investment.
«Υπάρχουν άλλες αγορές που φαίνονται να χρειάζονται την προσοχή των αρκούδων περισσότερο από την ελληνική», τόνισε ο Μέιτζορ, αναφέροντας ως παράδειγμα τα ισπανικά και τα τουρκικά ομόλογα. Υπογράμμισε, μάλιστα, ότι ακόμη και τα καλά νέα για την ελληνική αγορά, όπως η διάθεση ομολόγων αξίας 2 δις. ευρώ αυτή την εβδομάδα από το υπουργείο Οικονομικών, αντί να ωθήσουν σε άνοδο των τιμών των ομολόγων ερμηνεύθηκαν αρνητικά, με τη λογική του μισοάδειου ποτηριού, καθώς οι περισσότεροι υπέθεσαν ότι η κυβέρνηση είχε επείγουσα ανάγκη ρευστότητας.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η στήριξη της HSBC στην παρούσα φάση, ενώ το spread βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τις 300 μονάδες βάσης και πάντως σε αρκετή απόσταση από το ρεκόρ των αρχών του έτους, δίνει ένα πρώτο, σημαντικό «σήμα» στις αγορές, καθώς η βρετανική πολυεθνική τράπεζα έχει ισχυρή παρουσία στην ελληνική πρωτογενή αγορά ομολόγων, με συχνές συμμετοχές και στα κοινοπρακτικά σχήματα τραπεζών, που έχουν προσφέρει μεγάλα δάνεια φέτος στο Δημόσιο.
Το κόλπο του 2010
Το «παιχνίδι των spread» δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον για τις μεγάλες τράπεζες, αλλά θα αποδώσει το 2010 μεγάλα κέρδη. Όσο η αγορά παραμένει «υπό πολιορκία», το Δημόσιο είναι πρακτικά αδύνατο να οργανώσει ανοικτές δημοπρασίες για τη διάθεση ομολόγων, καθώς θα ελλοχεύει ο κίνδυνος να μείνει ακάλυπτη κάποια δημοπρασία.
Οι πιέσεις στα ομόλογα στρώνουν το έδαφος στις μεγάλες ξένες τράπεζες, στις οποίες κατ’ ανάγκη το Δημόσιο θα απευθυνθεί και το 2010 για να αναλάβουν τη διοργάνωση κοινοπρακτικών εκδόσεων, όπου οι τιμές και οι αποδόσεις των τίτλων δεν διαμορφώνονται με βάση τον ανταγωνισμό όλων των «παικτών» της πρωτογενούς αγοράς, αλλά στην πράξη καθορίζονται από τις τράπεζες που μετέχουν στα κοινοπρακτικά σχήματα. Αυτό ακριβώς συνέβη και στις αρχές του 2009. Η μόνη διαφορά το 2010 είναι ότι πλέον οι ελληνικές τράπεζες δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ανακυκλώσουν μεγάλα ποσά ρευστότητας από την ΕΚΤ στους κρατικούς τίτλους.
Με δεδομένο ότι το Δημόσιο αναμένεται να αντλήσει συνολικά περί τα 50 δις. ευρώ από την αγορά το 2010, με το μεγαλύτερο μέρος των εκδόσεων να τοποθετείται στο πρώτο εξάμηνο, γίνεται σαφές ότι ένα «καπέλο» 100 ή και περισσότερων μονάδων βάσης στα spread δημιουργεί μια «δεξαμενή» πρόσθετων κερδών της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ για τις τράπεζες και τους πελάτες τους, χωρίς να υπολογίζονται στο ποσό αυτό οι παχυλές προμήθειες που θα αποσπάσουν σχεδόν εκβιαστικά από το Δημόσιο οι τράπεζες που θα μετάσχουν στα κοινοπρακτικά σχήματα.
Δημοσίευση σχολίου