Το παρόν θέμα εντάσσεται σε μία προσπάθεια προσέγγισης της σκέψης του «απέναντι», του «άλλου», του τούρκου, και προσπαθεί να απαντήσει σε ένα ερώτημα που όλοι μας έχουμε θέσει: «πως μας βλέπουν οι Τούρκοι μέσω της ιστοριογραφίας τους»;
Η απάντηση δεν είναι απλή και έχει να κάνει με την ιδεολογική αφετηρία και την κοσμοθεωρία των τούρκων ιστοριογράφων. Με το παρόν θέμα εγκαινιάζουμε μια τριλογία, μέσω της οποίας θα δούμε τις τάσεις και τις κατηγοριοποιήσεις της τουρκικής ιστοριογραφίας. Πηγή αυτών των προσεγγίσεων της τουρκικής ιστοριογραφίας ένα υπέροχο βιβλίο με τίτλο: «Εικόνες ελλήνων και τούρκων», του Καθηγητή Ηρακλή Μήλλα . Ξεκινάμε σήμερα με την «εκλαϊκευτική» προσέγγιση.
Η «εκλαϊκευτική» προσέγγιση.
Ο λόγος των συγγραφέων που απαρτίζουν αυτή την κατηγορία είναι τραχύς, ανεπιτήδευτος, απλοϊκός και έντονα πολιτικός. Ο σκοπός περιορίζεται στο να τεκμηριωθούν τα αρνητικά του «άλλου» και το δίκιο της τουρκικής πλευράς. Το πνεύμα είναι εθνικιστικό. Οι σχέσεις με τον «Άλλο» φαίνεται να υπαγορεύονται από μια νομοτελειακή αναγκαιότητα.
Η σύγκρουση γίνεται αντιληπτή σαν αιώνια, σαν μια σχέση που επαναλαμβάνεται μέσα στο χρόνο.
Ο έλληνας είναι πολιτικά εχθρός, εποφθαλμιά τα τουρκικά εδάφη, συχνά είναι εισβολέας, αλλά και ηθικά κατώτερος: τύραννος, καταπιεστής, αλύπητος, έκφυλος και ως πολίτης του οθωμανικού κράτους αχάριστος, συνεργάτης και όργανο των ξένων εχθρικών δυνάμεων.
Ο δε «Τούρκος», όπως συμβαίνει πάντα με τα εθνικιστικά κείμενα, είναι σχεδόν το αντίθετο του «Άλλου»: έχει μόνο θετικά χαρακτηριστικά και πάντα δίκιο.
Αν σπάνια δηλώνεται κάποιο τουρκικό εθνικό παράπτωμα ή ελάττωμα, αυτό παρουσιάζεται σαν υποδεέστερο γεγονός ή σαν δικαιολογημένη αντίδραση ή σαν πράξη που βλάπτει πρωτίστως «εμάς» και όχι τον «άλλο». Γίνεται αποδεκτή, π.χ. κάποια υπερβολική «μας» ευαισθησία, ευπιστία ή υποχωρητικότητα, η οποία τελικά «κόστισε σε μας».
Αυτού του είδους η γραφή παρατηρείται για πρώτη φορά στην εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Αγώνων και την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Τρεις φορές, το 1906, το 1916 και το 1919, κυκλοφόρησαν «Μαύρες Βίβλοι» με τίτλους που διαλαλούσαν «την ελληνική βαρβαρότητα».
Αυτού του είδους η γραφή παρατηρείται για πρώτη φορά στην εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Αγώνων και την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Τρεις φορές, το 1906, το 1916 και το 1919, κυκλοφόρησαν «Μαύρες Βίβλοι» με τίτλους που διαλαλούσαν «την ελληνική βαρβαρότητα».
Ο Kadir Misirlioğlu , ορμώμενος από τις εξελίξεις στην Κύπρο εξέδωσε το 1966 μια ανανεωμένη μορφή αυτών των «Βίβλων».
Το κείμενο συνοδεύεται από περίπου 40 φωτογραφίες (πίνακες ζωγραφικής) όπου οι Έλληνες ως φαντάροι, κληρικοί και πολίτες, με εμφανή τα εθνικά τους σύμβολα, π.χ. με σταυρούς στα πηλήκιά τους και με ελληνικές σημαίες, βασανίζουν, κρεμούν, σταυρώνουν, βιάζουν άμαχους, γέρους, γυναίκες και παιδιά, καίνε και λεηλατούν χωριά, πιέζουν για εκχριστιανισμούς κ.α. Τα παραδείγματα επιλέγονται από γεγονότα των Βαλκανικών Πολέμων, της επανάστασης στην Κρήτη, από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας κατά το Μικρασιατικό Πόλεμο και τελικά από την Κύπρο.
Επαναλαμβάνεται ότι οι Τούρκοι δεν πρέπει να ξεχνούν τι σημαίνει «Έλληνας». Αυτός ο εχθρός, «διαχρονικά», από την εποχή του Βυζαντίου, μισεί τους Τούρκους και πάντα ζει με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας.
Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης παρουσιάζεται να έχει πρωτοστατήσει σε όλες τις αντιτουρκικές ενέργειες. Η εθνική ύπαρξη των Τούρκων απειλείται από τους Έλληνες. Υποστηρίζεται δε ότι η Δύση ποτέ δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τη μετριοπάθεια των Τούρκων σε θέματα συνύπαρξης διαφόρων αλλόθρησκων εθνών και πάντα υποστήριξε τους Έλληνες κατά των Τούρκων.
Ο συγγραφέας ειρωνεύεται τις προσπάθειες συμφιλίωσης που επιχειρούνται και υποστηρίζει την ανάγκη μιας εθνικής αφύπνισης κατά του «Άλλου». Εκφράσεις όπως «κοπάδι γουρουνιών» χρησιμοποιούνται συχνά για τους Έλληνες.
Ένα παρόμοιο βιβλίο είναι και του καθηγητή φιλολογίας Mehmet Hocaoğlu, όπου παρουσιάζονται 438 αριθμημένες περιπτώσεις «ελληνικής βαρβαρότητας».
Ένα παρόμοιο βιβλίο είναι και του καθηγητή φιλολογίας Mehmet Hocaoğlu, όπου παρουσιάζονται 438 αριθμημένες περιπτώσεις «ελληνικής βαρβαρότητας».
Ο κατάλογος των βιαιοτήτων περιλαμβάνει κάψιμο στην πυρά, ανασκολοπισμό παιδιών, το βανδαλισμό των ισλαμικών νεκροταφείων, τον κατακερματισμό των εγκύων γυναικών, ακόμα και τη γέμιση των γυναικείων στηθών με μπαρούτι και την ανατίναξή τους.
Στο ίδιο πνεύμα αλλά με πιο συγκρατημένη γλώσσα έχει γραφτεί και το βιβλίο των τριών συγγραφέων οι οποίοι αναφέρονται στον «ελληνικό ιμπεριαλισμό» στην Κύπρο όπως και αυτό του Süleyman Kocabaş [5], που αναφέρεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρώτη φάση αυτού του τελευταίου έργου.
Υποστηρίζεται ότι ποτέ μέσα στην Ιστορία οι Τούρκοι δεν έχουν κατακτήσει ελληνικά εδάφη: αυτά που πήραν ανήκαν στους Ρωμαίους ή στους Λατίνους.
Το 1967 το προαναφερόμενο βιβλίο του Misirlioğlu, θεωρήθηκε κατάλληλο και συνιστάται από την ίδια Γραμματεία το 1966 στο υπουργείο Εξωτερικών και στο υπουργείο Άμυνας ως «προϊόν σοβαρής έρευνας» ανήκει στον Selahattin Salışık ο οποίος συνέταξε την έρευνά του ως πρώην παράγοντας της Διεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας.
Το βιβλίο διαφέρει από τα παραπάνω μόνο ως προς την αποδοχή της Τουρκικής Ιστορικής Θέσης.
Σε αυτό το βιβλίο οι αρχαίοι Έλληνες παρουσιάζονται ως Τούρκοι. Ο αναγνώστης πληροφορείται ότι ο Όμηρος και ο Θαλής ήταν τουρκικής καταγωγής και ότι είχαν τουρκικά ονόματα, Ομέρ και Ταλάς, ότι το όνομα Αιγαίο προέρχεται από τα αρχαία τουρκικά κ.α. . Οι σημερινοί Έλληνες παρουσιάζονται σαν μιγάδες «χωρίς υπόσταση».
Επίσης αναπτύσσεται η άποψη ότι η «θυσία αίματος» για την κατάκτηση εδαφών νομιμοποιεί αυτή την πράξη .
Τελικά οι Έλληνες παρουσιάζονται ως έκφυλοι που έχουν απώτερο σκοπό το διαμελισμό της Τουρκίας δημιουργώντας προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας.
Οι δε Τούρκοι, πάντα και αντιθέτως, είναι υπόδειγμα ανεκτικότητας και πολιτισμού .
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και ορισμένες μελέτες στρατιωτικών και απόστρατων. Πολλές από τις ανακοινώσεις του συνεδρίου που οργανώθηκε από την ηγεσία των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων το 1995 ταυτίζονται με το πνεύμα και την έκφραση των παραπάνω έργων. Σε μια μελέτη σχετικά με τη «Μεγάλη Ιδέα», η οποία πραγματοποιήθηκε από τη Διεύθυνση Ιστορικών Ερευνών του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού το 1985, διαβάζουμε ότι «η Ελλάδα από το 1830 χρησιμοποιείται σαν κεντρικός άξονας με τον οποίο οι μεγάλες δυνάμεις προωθούν τις σκοτεινές τους προθέσεις κατά της Τουρκίας και ότι η Ελλάδα ποτέ δεν αλλάζει ή εγκαταλείπει την πολιτική της κατά της Τουρκίας».
Στην «εκλαϊκευτική προσέγγιση», η Ελλάδα εκλαμβάνεται ως απειλή για την ακεραιότητα της Τουρκίας και οι Έλληνες ως αδίστακτοι εχθροί οι οποίοι δεν χάνουν ευκαιρία να καταφέρονται κατά των Τούρκων.
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και ορισμένες μελέτες στρατιωτικών και απόστρατων. Πολλές από τις ανακοινώσεις του συνεδρίου που οργανώθηκε από την ηγεσία των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων το 1995 ταυτίζονται με το πνεύμα και την έκφραση των παραπάνω έργων. Σε μια μελέτη σχετικά με τη «Μεγάλη Ιδέα», η οποία πραγματοποιήθηκε από τη Διεύθυνση Ιστορικών Ερευνών του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού το 1985, διαβάζουμε ότι «η Ελλάδα από το 1830 χρησιμοποιείται σαν κεντρικός άξονας με τον οποίο οι μεγάλες δυνάμεις προωθούν τις σκοτεινές τους προθέσεις κατά της Τουρκίας και ότι η Ελλάδα ποτέ δεν αλλάζει ή εγκαταλείπει την πολιτική της κατά της Τουρκίας».
Στην «εκλαϊκευτική προσέγγιση», η Ελλάδα εκλαμβάνεται ως απειλή για την ακεραιότητα της Τουρκίας και οι Έλληνες ως αδίστακτοι εχθροί οι οποίοι δεν χάνουν ευκαιρία να καταφέρονται κατά των Τούρκων.
Η προσέγγιση αυτή παρατηρείται και στην Ελλάδα, με αντεστραμμένους τους ρόλους του «καλού» και του «κακού».
Και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, αυτή η προσέγγιση χαρακτηρίζεται από απλοϊκότητα, στηρίζεται σε επιστημονικοφανείς υπεραπλουστεύσεις και υπάρχει διάχυτος ένας θεολογικής φύσης μανιχαϊσμός όπου «εμείς» είμαστε πάντα οι καλοί και οι «άλλοι» είναι πάντα οι κακοί. Όσοι όμως βρίσκονται εκτός αυτών των μισαλλόδοξων και απλοϊκών κατηγοριοποιήσεων, ξεπερνάνε αυτά τα στερεότυπα και με νηφαλιότητα και ψυχραιμία υψώνουν την σκέψη τους ψηλά. Πολύ ψηλά.
Τόσο ψηλά που υιοθετούν «την οπτική γωνία ενός αετού πάνω από το Αιγαίο» που βλέπει τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε να είναι.
Δημοσίευση σχολίου