Ένας χρόνος συμπληρώθηκε από την εν ψυχρώ εκτέλεση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από ειδικό φρουρό στα Εξάρχεια.
Φέρνοντας ξανά στον νου εκείνες τις ημέρες δεν μπορεί κανείς παρά να νιώθει πόνο και πίκρα. Πόνο για το αθώο παιδί που χάθηκε άδικα και πίκρα για το ότι από το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008 μέχρι σήμερα, είδαμε τις παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας σε όλο τους το τερατώδες μεγαλείο......
Είδαμε την αυθαιρεσία της εξουσίας και τη χυδαιότητα του ανθρώπου που κάνει έγκλημα και δεν μετανιώνει στιγμή. Είδαμε τη συμπεριφορά εκείνου του τύπου ανθρώπου που πατά επί πτωμάτων και δεν διστάζει να σπιλώσει με ψέματα τη μνήμη ενός νεκρού παιδιού για να πετύχει τον σκοπό του.
Είδαμε τον χλευασμό απέναντι στους νέους, που διαδήλωναν για τον νεκρό συμμαθητή τους, από τους γραβατωμένους ξερόλες της τηλεβλακείας.
Είδαμε την κοντόφθαλμη πολιτική κουτοπονηριά με την απόφαση για αμυντική στάση της αστυνομίας που μετατόπισε το ενδιαφέρον από τον νεκρό μαθητή στις σπασμένες βιτρίνες. Είδαμε την προβοκάτσια, αλλά και την τυφλή βία που καταστρέφει για να καταστρέψει.
Όταν έσβησαν οι φωτιές και τελείωσαν τα επεισόδια, παραδοθήκαμε και πάλι στη λήθη. Τη σοβαρότερη ασθένεια της ελληνικής κοινωνίας, που εξανεμίζει διαχρονικά κάθε ελπίδα αλλαγής προς το καλύτερο.
Καμία συζήτηση δεν έγινε για τις σχέσεις κράτους-πολίτη, για την εξουσία και τα όργανά της, για τον σεβασμό που πρέπει να έχει η κοινωνία απέναντι στα παιδιά της. Ποτέ δεν αναλύσαμε παρά μόνο επιφανειακά τα γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη και το ξέσπασμα οργής των νέων, μιας οργής που υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει.
Όλα ξεχάστηκαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ακόμα και οι αλλαγές που θα γίνονταν στην αστυνομία, έμειναν στα χαρτιά, μέχρι ίσως το επόμενο θύμα.
Ο φόνος ενός παιδιού, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα τσίμπημα στο νεκρό σώμα της ελληνικής κοινωνίας, που το αποτελούν άνθρωποι σκυφτοί, οι οποίοι σέρνονται από μέρα σε μέρα, χωρίς να κοιτάζουν πέρα από τη μύτη τους, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι και την αδιαφορία στην ψυχή.
Τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο δεν τον τιμήσαμε ποτέ εμπράκτως γιατί είμαστε μια κοινωνία που χρησιμοποιεί την αμνησία ως υποκατάστατο λύσεων και που τρέμει στην ιδέα της αλλαγής και της απόδρασης από τη συνήθεια.
Φέρνοντας ξανά στον νου εκείνες τις ημέρες δεν μπορεί κανείς παρά να νιώθει πόνο και πίκρα. Πόνο για το αθώο παιδί που χάθηκε άδικα και πίκρα για το ότι από το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008 μέχρι σήμερα, είδαμε τις παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας σε όλο τους το τερατώδες μεγαλείο......
Είδαμε την αυθαιρεσία της εξουσίας και τη χυδαιότητα του ανθρώπου που κάνει έγκλημα και δεν μετανιώνει στιγμή. Είδαμε τη συμπεριφορά εκείνου του τύπου ανθρώπου που πατά επί πτωμάτων και δεν διστάζει να σπιλώσει με ψέματα τη μνήμη ενός νεκρού παιδιού για να πετύχει τον σκοπό του.
Είδαμε τον χλευασμό απέναντι στους νέους, που διαδήλωναν για τον νεκρό συμμαθητή τους, από τους γραβατωμένους ξερόλες της τηλεβλακείας.
Είδαμε την κοντόφθαλμη πολιτική κουτοπονηριά με την απόφαση για αμυντική στάση της αστυνομίας που μετατόπισε το ενδιαφέρον από τον νεκρό μαθητή στις σπασμένες βιτρίνες. Είδαμε την προβοκάτσια, αλλά και την τυφλή βία που καταστρέφει για να καταστρέψει.
Όταν έσβησαν οι φωτιές και τελείωσαν τα επεισόδια, παραδοθήκαμε και πάλι στη λήθη. Τη σοβαρότερη ασθένεια της ελληνικής κοινωνίας, που εξανεμίζει διαχρονικά κάθε ελπίδα αλλαγής προς το καλύτερο.
Καμία συζήτηση δεν έγινε για τις σχέσεις κράτους-πολίτη, για την εξουσία και τα όργανά της, για τον σεβασμό που πρέπει να έχει η κοινωνία απέναντι στα παιδιά της. Ποτέ δεν αναλύσαμε παρά μόνο επιφανειακά τα γεγονότα του περασμένου Δεκέμβρη και το ξέσπασμα οργής των νέων, μιας οργής που υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει.
Όλα ξεχάστηκαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ακόμα και οι αλλαγές που θα γίνονταν στην αστυνομία, έμειναν στα χαρτιά, μέχρι ίσως το επόμενο θύμα.
Ο φόνος ενός παιδιού, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα τσίμπημα στο νεκρό σώμα της ελληνικής κοινωνίας, που το αποτελούν άνθρωποι σκυφτοί, οι οποίοι σέρνονται από μέρα σε μέρα, χωρίς να κοιτάζουν πέρα από τη μύτη τους, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι και την αδιαφορία στην ψυχή.
Τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο δεν τον τιμήσαμε ποτέ εμπράκτως γιατί είμαστε μια κοινωνία που χρησιμοποιεί την αμνησία ως υποκατάστατο λύσεων και που τρέμει στην ιδέα της αλλαγής και της απόδρασης από τη συνήθεια.
Δημοσίευση σχολίου