Στο πλαίσιο των αραβικών εξεγέρσεων κυκλοφόρησαν νέοι όροι σε κάθε τοπική κοινωνία, όπως οι λέξεις σαμπίχα, μπαλτατζία και ζοεράν, που χρησιμοποιούνται από τους διαδηλωτές, για να εκφράσουν κυρίως την χρησιμοποίηση εγκληματικών ομάδων για την στήριξη των καθεστώτων.Άρεφ Αλομπέιντ
ΠΗΓΗ
Ο όρος αλ-Σαμπίχα προέρχεται από τη λέξη «σάμπαχ» που σημαίνει το φάντασμα, κάποιος που δρα χωρίς να γίνεται ορατός από τρίτους. Η λέξη σαμπίχα αντιστοιχεί με τον όρο μπαλτατζία στην Αίγυπτο που δηλώνει φιλοκαθεστωτικές συμμορίες. Ορισμένοι αντικαθεστωτικοί θεωρούν την αλ-Σαμπίχα φαινόμενο ανάλογο της ιταλικής μαφίας, που μάλιστα αναλαμβάνει δράση με άμεση κάλυψη του συριακού καθεστώτος.
Πολλές είναι οι έννοιες της λέξης αλ-Σαμπίχα στη Συρία. Η πολιτική έννοια της σημαίνει την άσκηση καταχρηστικής εξουσίας από μέρους παράνομων ομάδων εις βάρος των πολιτικών διαφωνούντων και των μελών της αντιπολίτευσης με παράνομο εγκλεισμό τους σε φυλακές, με την παραπομπή τους σε έκτακτα δικαστήρια εκτός του πλαισίου της έννομης τάξης, την απαγόρευση της εξόδου τους από τη χώρα ή ακόμα και με απειλή κατά της ζωής τους. Η οικονομική διάσταση της λέξης αλ-Σαμπίχα αναφέρεται στην κυριαρχία των μαφιόζικων ομάδων, που στηρίζονται από την εξουσία, σε μια σειρά οικονομικών δραστηριοτήτων και «φιλέτων» της χώρας με μονοπωλιακό τρόπο, παράνομα και βέβαια εκτός των αρχών του ελεύθερου και ισότιμου ανταγωνισμού. Στα «καθήκοντα» των ομάδων αυτών συμπεριλαμβάνονται επίσης η προστασία της διαφθοράς και των διεφθαρμένων, που προωθούνται σε θέσεις κρατικών οργάνων[1]. Σύμφωνα με Σύριους αντικαθεστωτικούς η διείσδυση της διαφθοράς σε όλους τους βραχίονες του κράτους συνέβαλε σημαντικά στην επέκταση του φαινομένου της αλ-Σαμπίχα ακόμη και στον χώρο της δικαιοσύνης χρησιμοποιώντας την για τον εκβιασμό των πολιτών, ακόμα και για την εξαγορά της ελευθερίας τους και των έννομων δικαιωμάτων τους.
Η αλ-Σαμπίχα αποτελείται από ένοπλες ομάδες, που εδρεύουν στις παραλιακές κυρίως περιοχές της Συρίας[2], Λατάκια, Ταρτούς και Αλ-Καρντάχα, γενέτειρας πόλης της οικογένειας Άσαντ. Οι ομάδες αυτές δεν έχουν οργανωμένη δομή και είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο αριθμός των μελών τους, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις ο αριθμός τους κυμαίνεται γύρω στις 5000 με 10000[3]. Οι συμμορίες αλ-Σαμπίχα φέρεται ότι ιδρύθηκαν το 1975 από τον Μαλίκ αλ-Άσαντ, γιο του Τζαμίλ αλ-Άσαντ, θείου του προέδρου της χώρας, Μπασάρ αλ-Άσαντ. Η δημιουργία τους σχετίστηκε με την είσοδο των συριακών δυνάμεων στο Λίβανο[4].
Τα μέλη των ομάδων της αλ-Σαμπίχα επιλέγονται με πολύ προσεκτικό τρόπο από την κοινότητα των Αλαουιτών[5]. Βασικά χαρακτηριστικά των επιλεγομένων είναι το χαμηλό συνήθως μορφωτικό επίπεδο σε συνδυασμό με την φυσική ρώμη και την άριστη πολεμική εκπαίδευση. Πληροφορίες αναφέρουν ότι αρκετοί από αυτούς είναι πρώην καταζητούμενοι ή εγκληματίες, που αφήνονται ελεύθεροι με αντάλλαγμα την αφοσίωσή τους στον αρχηγό ή στον ηγέτη της συμμορίας, γνωστό στην ιδιόλεκτο τους ως «αλ-Μουαλέμ» (ο δάσκαλος).
Εκμεταλλευόμενοι τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Συρία, όπως το εμπάργκο που επιβλήθηκε στην χώρα κατά τη δεκαετία του 1980, οι ομάδες αυτές αναπτύχθηκαν αρκετά, ώστε να θεωρούν τον εαυτό τους υπεράνω του νόμου, και κατάφεραν να ελέγξουν ένα μέρος του βασικού λιμανιού της χώρας και να κυριαρχήσουν στο λαθρεμπόριο. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990 κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο παράνομου εμπορίου μεταξύ Λιβάνου, Συρίας, Κύπρου και Τουρκίας. Η διευρυμένη επιρροή τους τότε κατέληξε να είναι απειλή για το νεαρό πρόεδρο Μπασάρ αλ-Άσαντ, ο οποίος, για να τους επιβληθεί, διέταξε τις δυνάμεις ασφαλείας να επιτεθούν στην έδρα τους, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δεκάδες από αυτούς. Σήμερα, ηγετικό ρόλο στις ομάδες αυτές φέρεται ότι παίζει ο Νουμέιρ αλ-Άσαντ, εξάδελφος του προέδρου της χώρας.
Το συριακό καθεστώς, βλέποντας την εξάπλωση της εξέγερσης σε όλη σχεδόν την χώρα, προσέφυγε στις ομάδες αυτές για την καταστολή της [6]. Μετατράπηκαν σε παραστρατιωτικές ομάδες που δραστηριοποιούνται δίπλα στα σώματα των μυστικών υπηρεσιών και των σωμάτων ασφαλείας με σκοπό την καταστολή των διαδηλωτών. Σήμερα, η εξόντωση κάθε αντικαθεστωτικού εξεγερμένου σε όλα τα μέρη της Συρίας θεωρείται μέρος της «αποστολής» των συμμοριών αλ-Σαμπίχα[7]. Μεγάλο μέρος της συριακής κοινωνίας γνωρίζει πια ότι οι ομάδες αλ-Σαμπίχα δεν διστάζουν να αντιμετωπίζουν με εγκληματικά μέσα οποιονδήποτε αμφισβητεί το καθεστώς ή υποστηρίζει την αντιπολίτευση[8].
Τα επίσημα μέσα μαζικής ενημέρωσης του καθεστώτος, προκειμένου να δικαιολογήσουν την στρατιωτική βία και την εγκληματική δράση της αλ-Σαμπίχα κατά των αντικαθεστωτικών, χρησιμοποίησαν έναν άλλο όρο, τη λέξη μουντασίν για τους εξεγερμένους διαδηλωτές, περιγράφοντάς τους δηλαδή ως καταστροφείς που υποκινούνται από ξένη συνωμοσία.
Κατά τη διάρκεια της σημερινής εξέγερσης, οι ομάδες αλ-Σαμπίχα κατηγορήθηκαν για πυροβολισμό αθώων διαδηλωτών, σωρεία βίαιων πράξεων και σκληρά εγκλήματα σε αρκετές περιφέρειες, όπως Μπανιάς, Λατάκια, Χομς και Νταραά[9]. Τέλος, η άποψη που κυριαρχεί στην συριακή κοινωνία ότι τα μέλη των ομάδων αλ-Σαμπίχα προέρχονται από την κοινότητα των Αλαουϊτών εγκυμονεί έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο: την μετατροπή της διένεξης ανάμεσα στους καθεστωτικούς και αντικαθεστωτικούς σε διένεξη μεταξύ Αλαουϊτών και Σουνιτών[10], δηλαδή σε εμφύλιο εθνοθρησκευτικό πόλεμο.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου