GuidePedia

0
Η ισραηλινό-παλαιστινιακή διαμάχη έχει τη μαγική ιδιότητα να προσελκύει αυτόματα την προσοχή σε κάθε φαινομενική αναμόχλευση, παρά τα επαναλαμβανόμενα αποτυχημένα μοτίβα της. Και σε αυτή τη περίπτωση, όμως, η νέα “συμφιλίωση” Φατάχ-Χαμάς, οι ομιλίες του Ομπάμα και του Νετανιάχου στην Ουάσιγκτον, δεν φαίνεται να αποτελούν τίποτα παρά επιτόπιους ελιγμούς. Ωστόσο, αυτοί οι “άσκοποι ελιγμοί” γίνονται εν μέσω “Αραβικής Άνοιξης” και τα “νέα” από το εδώ και αρκετά χρόνια στάσιμο περιφερειακό μέτωπο “μαθαίνονται” στο Ισραηλινο-Παλαιστινιακό.

Οι κεντρικοί πρωταγωνιστές της παλαιστινο-ισραηλινής διαμάχης βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο απέναντι στην περιφερειακές εξελίξεις. Μη μπορώντας να τις αγνοήσουν αλλά και αδυνατώντας ή μη θέλοντας να τις εκμεταλλευτούν, κατέφυγαν σε συμβολικούς επιτόπιους ελιγμούς. Ο Μαχμούντ Αμπάς, εν όψει της προγραμματισμένης για τον Σεπτέμβριο προσφυγής στον ΟΗΕ για την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους, βρέθηκε αντιμέτωπος εσωτερικά με μία αυξανόμενη κοινωνική δυσφορία και περιφερειακά με την απώλεια ενός βασικού συμμάχου, του Χόσνι Μουμπάρακ.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια σε αυτή την περίπτωση, όμως, είχε άλλη μορφή. Το ένα σκέλος αφορούσε την έλλειψη ενδο-παλαιστινιακής ενότητας και εκφράστηκε δυναμικά στην κινητοποίηση της 15ης Μαρτίου υπό το σύνθημα “τέλος στον διχασμό”. Απέναντι σε αυτή τη πίεση ο Αμπάς δεν μπορούσε να περιμένει στήριξη από τους ηγέτες των “μετριοπαθών καθεστώτων” που ή αντιμετωπίζουν ή έπεσαν ήδη θύματα εσωτερικών προκλήσεων. Επίσης, δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα της ειρηνευτικής διαδικασίας καθώς αυτή πλέον δεν ήταν απλώς “όλο διαδικασία και καθόλου ειρήνη” αλλά και “καθόλου διαδικασία” λόγω της αντίθεσης του Ισραήλ ακόμα και στο πάγωμα των εποικισμών. Η απογοητευτική κατάσταση της ειρηνευτικής διαδικασίας αποτελεί το δεύτερο σκέλος της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Εξάλλου, και η εικόνα της PLO ως ικανής και αρμόδιας για την διεξαγωγή των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων είχε πληγεί από την υπόθεση των “παλαιστινιακών WikiLeaks” (Al Jazeera Palestine Papers)[1].
Σε συνέντευξη του στο Newsweek τον Απρίλιο, ο Αμπάς ήταν απρόσμενα δηκτικός απέναντι στο Ισραήλ και την απραξία της κυβέρνησης Ομπάμα, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Ο Ομπάμα πρότεινε το πάγωμα των εποικισμών… Είπα εντάξει, δέχομαι. Και οι δύο ανεβήκαμε στο δέντρο. Μετά, αυτός κατέβηκε με μία σκάλα και μετακίνησε τη σκάλα και μου είπε, πήδα. Τρεις φορές το έκανε.”[2] Ο Αμπάς γνώριζε ότι μόνο μία σοβαρή πρωτοβουλία των ΗΠΑ θα ταρακουνούσε το Ισραήλ και ταυτόχρονα φοβόταν ότι ο Ομπάμα θα τον απογοητεύσει για μία ακόμα φορά στην τοποθέτησή του για τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής. Έτσι θεώρησε ότι η “συμφιλίωση” με την Χαμάς θα μπορούσε να έχει πολλαπλά οφέλη. Αφενός θα κατεύναζε την κοινωνική οργή και αφετέρου θα αποτελούσε τον τελευταίο μοχλό πίεσης στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις. Ακόμα και στην περίπτωση που ο ελιγμός δεν ήταν αποτελεσματικός, όπως και έγινε, η συμφωνία θα λειτουργήσει για κάποιο διάστημα ως ανάχωμα στη δυσαρέσκεια που θα δημιουργηθεί όταν θα γίνεται  πλέον ξεκάθαρο ότι και το τελευταίο διπλωματικό παλαιστινιακό χαρτί, η προσφυγή στον ΟΗΕ, δεν αποδίδει.
Για την Χαμάς, η ανακήρυξη κράτους δεν είναι βασική προτεραιότητα, παρ’ όλο που μοιράζεται με τη Φατάχ αρκετούς από τους λόγους για συμφιλίωση. Η Χαμάς αντιμετώπισε το δικό της μερίδιο κοινωνικής δυσαρέσκειας στη Γάζα, που έγινε οξύτερο λόγω της εγγύτητας με την Αίγυπτο και την παρουσία ένοπλων ομάδων. Επιπλέον, αντιμετωπίζει ανάλογη με τη Φατάχ περιφερειακή πρόκληση, με τη δική της σύμμαχό στην περιοχή, τη Συρία. Το καθεστώς Ασσάντ δεν έχει πέσει ακόμα και μάλιστα επιδεικνύει “επιδεξιότητα” αντάξια του Χαφέζ αλ-Ασσάντ (πατέρα του σημερινού προέδρου) όσον αφορά την καταστολή εσωτερικών εξεγέρσεων και την επιστράτευση του παλαιστινιακού παράγοντα.[3] Ωστόσο, η παρατεταμένη αιματοχυσία στη Συρία θέτει τη Χαμάς στην πολιτικά δύσκολη θέση να διαλέξει πλευρά. Αντίθετα με τη Φατάχ, όμως, η Χαμάς έχει και μία θετική περιφερειακή εξέλιξη, την μερική “επανέναρξη” της σχέσης της με την Αίγυπτο. Η επιθυμία της να επαναπροσεγγίσει το Κάιρο και η αιγυπτιακή προσφορά να ανοίξει μόνιμα το συνοριακό πέρασμα της Ράφα[4], αποτελούν ίσως τους σημαντικότερους λόγους πίσω από την απόφαση της Χαμάς να υπογράψει τη συμφωνία.
Ταυτόχρονα, όμως, η Χαμάς βρισκόταν και σε ένα επιχειρησιακό αδιέξοδο στη σχέση της με το Ισραήλ. Τον Απρίλιο, η Γάζα βρισκόταν εν μέσω ενός ακόμα κύκλου κλιμάκωσης της σύγκρουσης με το Ισραήλ. Σε συνδυασμό με την αιγυπτιακή κρίση, αυτό δυναμίτιζε τις σχέσεις μεταξύ του πολιτικού και του στρατιωτικού βραχίονα της Χαμάς, αλλά και μεταξύ της Χαμάς και των άλλων ένοπλων οργανώσεων. Ενόσω η Χαμάς προσπαθούσε να διαχειριστεί την κλιμάκωση, βρέθηκε αντιμέτωπη με “δυσάρεστες εκπλήξεις” και στο βασικό της στρατιωτικό πλεονέκτημα απέναντι στο Ισραήλ: τη δυνατότητά της να πλήττει με πυραύλους κατοικημένες ζώνες του Ισραήλ. Η απρόσμενα καλή επίδοση του νέου ισραηλινού αντιπυραυλικού συστήματος “Iron Dome” στους πυραύλους μέσης εμβέλειας (και μερικές επιτυχίες στους μικρής εμβέλειας), απέκλειε για τη Χαμάς το ενδεχόμενο περαιτέρω κλιμάκωσης. Την ίδια στιγμή πληθαίνουν οι ανεπιβεβαίωτες ακόμα πληροφορίες για σημαντικές απώλειες στον επιχειρησιακό βραχίονα της Χαμάς, με σημαντικότερη ίσως την υπόθεση του Dirar Abu-Sisi, ο οποίος φέρεται να απήχθη από Ισραηλινούς πράκτορες στην Ουκρανία, με την κατηγορία ότι πρόκειται για τον “πατέρα του πυραυλικού προγράμματος στη Γάζα”[5].
Συνεπώς, η Χαμάς βρίσκεται αντιμέτωπη με ορισμένα νέα πολιτικο-διπλωματικά και στρατιωτικά δεδομένα και έχει ανάγκη από χρόνο για να τα αξιολογήσει και να τα διαχειριστεί. Η συμφωνία συμφιλίωσης προσφέρει στην Χαμάς τον απαραίτητο αυτό χρόνο σε μία περίοδο που δύσκολα κάποιος θα απέδιδε στη Χαμάς την αρνητική στάση του Ισραήλ και των ΗΠΑ στην ειρηνευτική διαδικασία. Για την Χαμάς το φιάσκο στην Ουάσιγκτον ήταν αναμενόμενο και “καλοδεχούμενο”.

“Φόβος και παράνοια” στην Ουάσιγκτον
Η αναμέτρηση Ομπάμα-Νετανιάχου στην Ουάσιγκτον απεδείχθη θεαματικότερη του προσδοκώμενου και επιβεβαίωσε τους φόβους του Αμπάς. Ο Ομπάμα με την ομιλία του στις 19 Μαΐου, όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο Aaron David Miller[6], προσπάθησε απλώς να συγκαλύψει την έλλειψη πολιτικής. Το σχέδιό του συνίστατο στην προσπάθεια του να δώσει, τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο, στον Αμπάς την απαιτούμενη ισχύ και στον Νετανιάχου την απαιτούμενη θέληση για την επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας. Προσπάθησε να το κάνει μέσω μιας “ισορροπημένης ομιλίας”[7] που θα συμμεριζόταν αιτήματα και των δύο πλευρών ακόμα και αν κάποια ήταν αλληλο-αποκλειόμενα. Προς όφελος της παλαιστινιακής πλευράς έκανε σαφή αναφορά στους ισραηλινούς εποικισμούς ως εμπόδιο για την ειρήνη, έκανε λόγο για λύση των δύο κρατών στις “γραμμές του 1967” με συμφωνημένες ανταλλαγές εδαφών[8], ήταν σχετικά συγκρατημένος στην καταδίκη της συμφωνίας συμφιλίωσης Φατάχ-Χαμάς και, το σημαντικότερο, μίλησε για κυρίαρχο και με εδαφική συνέχεια παλαιστινιακό κράτος.
Υπέρ της ισραηλινής πλευράς ο Ομπάμα ήταν περισσότερο γενναιόδωρος και έτσι επανέλαβε την ακλόνητη δέσμευση των ΗΠΑ στην ασφάλεια του Ισραήλ, αποδοκίμασε κάθε προσπάθεια απονομιμοποίησης και απομόνωσης του Ισραήλ και δήλωσε ότι οι ΗΠΑ “θα σταθούν απέναντι σε προσπάθειες να γίνουν διακρίσεις εις βάρος του Ισραήλ σε διεθνή fora αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι θα ασκήσουν βέτο τον Σεπτέμβριο. Επίσης, υποστήριξε τις “εύλογες και νόμιμες ανησυχίες του Ισραήλ” στο ζήτημα της ασφάλειας, τονίζοντας τη σημασία των μόνιμων και ασφαλών συνόρων και των μέτρων κατά του ενδεχομένου “αναβίωσης της τρομοκρατίας”. Πιο συγκεκριμένα, τάχθηκε υπέρ της αποστρατικοποίησης του μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους και της σταδιακής αποχώρησης του ισραηλινού στρατού από τα παλαιστινιακά εδάφη στα πλαίσια μίας μεταβατικής περιόδου, η διάρκεια της οποίας θα συμφωνηθεί από τις δύο πλευρές. Ο Ομπάμα μάλιστα προέκρινε την πολλάκις αποτυχημένη “διαδικασία φάσεων”, όπου θα αποφασίζονταν αρχικά τα ζητήματα των συνόρων και της ασφάλειας και σε μεταγενέστερη φάση αυτά της Ιερουσαλήμ και των προσφύγων. Τέλος, έκανε σαφή αναφορά στο Ισραήλ ως “εβραϊκό κράτος”.
Σύμφωνα με το σχέδιο του Ομπάμα, η ομιλία του στο συνέδριο της AIPAC τρεις μέρες αργότερα θα προλάμβανε και θα καθησύχαζε τις όποιες αντιδράσεις ανέκυπταν από τον ίδιο τον Νετανιάχου και από φιλο-Ισραηλινούς μέσα στις ΗΠΑ. Ο Νετανιάχου όμως ερχόταν έτοιμος για σύγκρουση, με αποτέλεσμα το “διπλωματικό επεισόδιο” να ξεκινήσει πριν καν ανέβει ο Ομπάμα στο βήμα[9]. Τελικά, ο Ομπάμα αναγκάστηκε να υποχωρήσει και, έτσι, στην ομιλία του στο συνέδριο του AIPAC[10] έκανε λόγο για παρερμηνεία των λεγόμενών του και εξέφρασε περισσότερο φιλο-ισραηλινές θέσεις: χρησιμοποίησε βαρύτερους χαρακτηρισμούς για τη Χαμάς αποκαλώντας την τρομοκρατική οργάνωση και υπενθυμίζοντας την κράτηση του Gilad Shalit και επίσης αποδοκίμασε πιο έντονα τη συμφωνία συμφιλίωσης λέγοντας ότι αποτελεί “μεγάλο εμπόδιο για την ειρήνη”. Όσον αφορά την εναπομείνασα ελλιπή παραχώρηση προς τους Παλαιστινίους, δηλαδή το θέμα των συνόρων του 1967, διαβεβαίωσε το κοινό του ότι “τα σύνορα θα είναι διαφορετικά από εκείνα που υπήρχαν την 4η Ιουνίου του 1967 [την ημέρα πριν την έναρξη του πολέμου των έξι ημερών] …[και θα] λαμβάνουν υπόψη τις αλλαγές, συμπεριλαμβανομένου της νέας δημογραφικής πραγματικότητας”.
Ο Νετανιάχου, ωστόσο, δεν ικανοποιήθηκε. Πιθανόν τίποτα δε θα μπορούσε να τον μεταπείσει από έναν θρίαμβο στο Κογκρέσο. Για τον Νετανιάχου, η ομιλία του μπροστά από το σύνολο του σώματος του Κογκρέσου, Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, αποτελούσε επίδειξη ισχύος που στόχο είχε τον Ομπάμα και τους πολιτικούς αντιπάλους του στο Ισραήλ (από την αριστερά και την δεξιά). Οι Παλαιστίνιοι ήταν μάλλον ένα δευτερεύον ακροατήριο. Το Κογκρέσο δεν τον απογοήτευσε. Του χάρισε την αποθέωση 29 φορές[11]. Θα γνώριζε ίσως την ίδια αποθέωση αν διάβαζε τον τηλεφωνικό κατάλογο του Ma’ale Adumim στα εβραϊκά.
Στο δεύτερο μισό της 45λεπτης ομιλίας του[12], ο Νετανιάχου επανέλαβε τα “θετικά σημεία” της ομιλίας Ομπάμα (π.χ. Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος, αποστρατικοποιημένο παλαιστινιακό κράτος). Επιπλέον, “ξεκαθάρισε τα θολά σημεία” της ομιλίας Ομπάμα: “Η Ιερουσαλήμ δεν θα πρέπει ποτέ ξανά να διαιρεθεί… πρέπει να παραμείνει η ενωμένη πρωτεύουσα του Ισραήλ… [επίσης] το παλαιστινιακό προσφυγικό πρόβλημα θα πρέπει να επιλυθεί εκτός των συνόρων του Ισραήλ... [την ίδια στιγμή που οι έποικοι της Δυτικής Όχθης σύμφωνα με τον Νετανιάχου] δεν αποτελούν ξένη κατοχική δύναμη”. Στην πραγματικότητα, το μόνο που ο Νετανιάχου ήταν πρόθυμος να προσφέρει για το καλό της ειρήνης είναι οι καλύτερες οικονομικές συνθήκες για τους κατοίκους της Δυτικής Όχθης ή και της Γάζας, μόνο εφόσον απομακρυνθούν από την “παλαιστινιακή εκδοχή της αλ-Κάιντα”, την Χαμάς.

Επιβιώνοντας στη Γη της Επαγγελίας
Η “επώδυνη παραχώρηση”, όμως, που προκάλεσε την μεγαλύτερη συζήτηση μέσα στο Ισραήλ ήταν η αναγνώριση εκ μέρους του Νετανιάχου ότι θα χρειαστεί για χάρη της ειρήνης “να εγκαταλειφτούν τμήματα της προγονικής Εβραϊκής πατρίδας… [με αποτέλεσμα] κάποιοι εποικισμοί να καταλήξουν εκτός των συνόρων του Ισραήλ”. Ωστόσο, ο Νετανιάχου συμπλήρωσε ότι αν και “ο ακριβής καθορισμός των συνόρων θα πρέπει να είναι αντικείμενο διαπραγματεύσεων …το Ισραήλ δεν θα γυρίσει στα ευάλωτα σύνορα του 1967 …[και θα κρατήσει] σθεναρή στάση για το που θα είναι τα σύνορά …που θα αντανακλούν τις δραματικές δημογραφικές αλλαγές που έχουν παρουσιαστεί από το 1967”, προεξοφλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προσάρτηση εποικισμών, τουλάχιστον όσων βρίσκονται πλησίον των συνόρων του 1967 (κυρίως στην Ιερουσαλήμ).
Εν τέλει, ίσως, ο Νετανιάχου στην Ουάσιγκτον πράγματι εξέφραζε “κεντρώες θέσεις”, όπως υποστήριξε σε άρθρο του ο  Efraim Inbar[13].  Ο Νετανιάχου δεν δέχτηκε μόνο την αναμενόμενη επίθεση από το Yisrael Beiteinu και τα άλλα ακροδεξιά και θρησκευτικά κόμματα, αλλά και μέσα από το κόμμα του, το Λικούντ. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Silvan Shalom (Λικούντ), δήλωσε ότι “η εγκατάλειψη Εβραίων κατοίκων της Ιουδαίας και Σαμάριας (Δυτική Όχθη) υπό τον παλαιστινιακό έλεγχο δεν εκφράζει την δική μου άποψη και την πολιτική του Λικούντ” και πρότεινε την προσάρτηση της Χεβρώνας σε μία ενδεχόμενη συμφωνία με τους Παλαιστίνιους[14]. Ο Silvan Shalom εξέφραζε μάλλον την “κεντροδεξιά” του Ισραήλ. Ο βουλευτής Ariyeh Eldad (National Union Party), είπε ότι “δεν υπήρχε καμία πραγματική ανάγκη ο Νετανιάχου να δηλώσει ότι ήταν έτοιμος να δώσει στους Άραβες μεγάλα τμήματα της πατρίδας, και τίποτα πέρα από αδυναμία και ηττοπάθεια δεν υποδηλώνει η δήλωση ότι σε μια συμφωνία ειρήνης θα εγκατέλειπε εβραϊκές πόλεις έξω από τα σύνορα του κράτους”[15].
Η ομιλία του Νετανιάχου σηματοδοτεί την μετατόπιση του πολιτικού άξονα στο Ισραήλ προς τα δεξιά, σε επίπεδο κοινής γνώμης και πολιτικής αντιπροσώπευσης. Ο Νετανιάχου μπορεί να μη διαθέτει τη θέληση για ειρήνη αλλά σίγουρα διαθέτει τη θέληση -και την ικανότητα- για πολιτική επιβίωση. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να συστήσει έναν κεντρώο συνασπισμό με το Καντίμα και το Εργατικό Κόμμα, ο Νετανιάχου κατέληξε δύο χρόνια μετά να ηγείται μίας κυβέρνησης με 2 αναπληρωτές πρωθυπουργούς και 4 αντιπροέδρους, εξαρτημένος από τους συμμάχους του στα δεξιά (π.χ. τον Υπουργό Εξωτερικών Avigdor Lieberman και το κόμμα του Israel Beiteinu). Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να ξεπεράσει το προσδόκιμο ζωής των ισραηλινών κυβερνήσεων και μάλιστα εν μέσω ανήσυχων καιρών. Το αντίτιμο ήταν να απουσιάζει διακριτικά όταν καθόλα ρατσιστικοί νόμοι[16] προτείνονται, συζητιούνται και ψηφίζονται στην Κνέσετ[17].
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, οι ελιγμοί του Νετανιάχου έχουν αποτέλεσμα. Αυτό δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ[18]. Η επιβίωση του Νετανιάχου, ωστόσο, επισφραγίζει πολιτικά την κατεύθυνση του Ισραήλ. Οι Ισραηλινοί έδειξαν ότι για την αντιμετώπιση της ανασφάλειάς τους επιλέγουν την “νοοτροπία του φρουρίου” και την περιχαράκωση: αφενός, τη συνεχή επιβεβαίωση της ικανότητας αποτροπής (είτε πρόκειται για τον στολίσκο στη Γάζα είτε για τις επιθέσεις με πυραύλους στο νότο) και αφετέρου, την εγκατάλειψη των όποιων προσπαθειών για περιφερειακές συμμαχίες. Τις υπό κατάρρευση σχέσεις με την Τουρκία, την Αίγυπτο και την Ιορδανία, θα αντικαταστήσουν σχέσεις με εξωτερικές (στη διαμάχη) χώρες, είτε στο εγγύς μη μεσανατολικό περιβάλλον είτε με υπερπόντιους φίλους όπως ο Καναδάς[19], αλλά κυρίως μία ολοένα μεγαλύτερη προσκόλληση πάνω στις ΗΠΑ. Για την ειδική αυτή σχέση με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ δεν θα διστάσει να έρθει ξανά σε απευθείας σύγκρουση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ (που μέχρι πρόσφατα θεωρείτο η κόκκινη γραμμή για την εκάστοτε ισραηλινή ηγεσία στη σχέση της με τις ΗΠΑ).
Με αυτά τα στοιχεία περιχαράκωσης, το Ισραήλ θα αντιμετωπίσει επίσης το θέμα της παλαιστινιακής συμφωνίας συμφιλίωσης και την προσφυγή στον ΟΗΕ το Σεπτέμβριο. Αν και υπήρξαν κάποιες διαλλακτικές απόψεις, ο Νετανιάχου δήλωσε ότι η Παλαιστινιακή Αρχή πρέπει να επιλέξει μεταξύ ενότητας (με τη Χαμάς) και ειρήνης με το Ισραήλ. Λίγες μέρες αργότερα, ο Υπουργός Οικονομικών του Ισραήλ δήλωσε ότι, για όσο η συμφωνία είναι εν ισχύ, δεν θα προχωρήσουν στην απόδοση 89 εκατομμυρίων δολαρίων σε φόρους και δασμούς που συλλέγει το Ισραήλ για λογαριασμό της Παλαιστινιακής Αρχής. Το Ισραήλ επίσης αναμένεται να πιέσει προς αυτήν την κατεύθυνση και το αμερικανικό Κογκρέσο που ήδη εξετάζει το ενδεχόμενο να περισταλεί η ετήσια βοήθεια ύψους 400 εκατομμυρίων προς την Παλαιστινιακή Αρχή. Δεδομένη είναι και η εναπόθεση της παλαιστινιακής προσφυγής στον ΟΗΕ πάνω στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη άσκηση βέτο στο ψήφισμα κατά της συνεχιζόμενης επέκτασης των εποικισμών. Στη συνεδρίαση αυτή η εκπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ προσπάθησε ανεπιτυχώς να εξηγήσει γιατί οι ΗΠΑ ασκούν βέτο στο πάγωμα των εποικισμών που οι ίδιες φαινομενικά ασπάζονται[20].
Το Ισραήλ δε θα χρειαστεί τον Σεπτέμβριο “να προσαρτήσει τη Δυτική Όχθη”, όπως πρότεινε ο βουλευτής του Λικούντ, Danny Danon[21]. Με το αμερικανικό βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας δεδομένο, η είσοδος της Παλαιστίνης ως κανονικό κράτος-μέλος στον ΟΗΕ είναι αδύνατη[22] και, ως εκ τούτου, η συζήτηση για το κατά πόσο διαθέτει τα νομικά χαρακτηριστικά για να χαρακτηριστεί κράτος, είναι ανεδαφική. Η διαδικασία δε θα φτάσει στο σημείο να αξιολογήσει το διετές πρόγραμμα οικοδόμησης κρατικών θεσμών της κυβέρνησης Fayyad, που ολοκληρώνεται φέτος. Τελικά η Παλαιστινιακή Αρχή θα πρέπει να αρκεστεί σε ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης υπέρ της αναγνώρισης και μερικές θερμές ομιλίες των κρατών-μελών. Η κίνηση αυτή ενδεχομένως θα δώσει κάποια ώθηση στο κύμα διμερών αναγνωρίσεων, κυρίως στη Λατινική Αμερική[23]. Ωστόσο, δε θα έχει καμία θετική επίπτωση στην καθημερινή ζωή των Παλαιστινίων που αντίθετα μάλλον θα δυσκολέψει λόγω του ισραηλινο-αμερικανικού οικονομικού εμπάργκο, ιδιαίτερα αν οι παρακρατημένοι οικονομικοί πόροι δεν αντισταθμιστούν από αραβικούς και ευρωπαϊκούς[24]. Η εικόνα αυτή του “παλαιστινιακού ζητήματος”, μετά από 20 χρόνια ειρηνευτικής διαδικασίας, είναι αναπόφευκτο ότι θα δημιουργήσει μεγάλες τριβές που θα εκθέσουν τα σαθρά θεμέλια της συμφωνίας συμφιλίωσης και θα επηρεάσουν τις σχέσεις με το Ισραήλ.

Βήμα σημειωτόν ή άλμα προς τα μπρος;
Η συμφωνία μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς που υπεγράφη στις 3 Μαΐου[25] δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα παραπάνω από μία δέσμευση των δύο μερών να προσπαθήσουν μέσα στον επόμενο χρόνο να συμφωνήσουν στον τρόπο διεξαγωγής τριών ξεχωριστών εκλογών (προεδρικές, βουλευτικές και για το Συμβούλιο της PLO) και στη διαδικασία ενοποίησης των δυνάμεων ασφαλείας των δύο παρατάξεων. Αφού βέβαια πρώτα συναινέσουν στη σύσταση των αρμόδιων επιτροπών και συμφωνήσουν για το αν “υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι στη Δυτική Όχθη”[26]. Εγχείρημα σχεδόν ακατόρθωτο, αν λάβουμε υπόψη ότι οι εντάσεις ξεκίνησαν από την τελετή υπογραφής, η οποία καθυστέρησε δύο ώρες λόγω διαφωνιών για τις θέσεις και τον αριθμό των ομιλιών[27]. Επιπλέον, δε διαφαίνεται κάποια πρόοδος στο πρώτο στόχο της συμφωνίας, τον σχηματισμό κοινά αποδεκτής τεχνοκρατικής κυβέρνησης.
Όλες αυτές οι δυσκολίες δεν θα λαμβάνουν χώρα εν κενώ, αλλά υπό τη συνεχή παρουσία του παράγοντα Ισραήλ. Δεδομένης της μηδαμινής πιθανότητας για ειρηνευτικές συνομιλίες, είναι περιορισμένης πρακτικής σημασίας η επιμονή του Αμπάς ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, η PLO παραμένει η μοναδική αρμόδια για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, όπως επίσης και η πλέον αρκετά συχνή αναφορά της Χαμάς στα σύνορα του 1967. Εντωμεταξύ οι δύο οργανώσεις θα πρέπει να διαχειριστούν τη σχέση τους με το Ισραήλ τόσο ως παλαιστινιακή κυβέρνηση ενότητας, όσο και ως de facto τοπικές κυβερνήσεις στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα αντίστοιχα και να την αιτιολογήσουν τόσο απέναντι στις άλλες παλαιστινιακές οργανώσεις όσο και στο σύνολο του παλαιστινιακού πληθυσμού.
Είναι “παράδοση” οι αναλύσεις για το ισραηλινο-παλαιστινιακό ζήτημα να τελειώνουν με μία πρόβλεψη για την επόμενη Ιντιφάντα, ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Εντούτοις, υπό το φως των περιφερειακών ανακατατάξεων ο πειρασμός για κάτι τέτοιο είναι μεγάλος. Από τη μία πλευρά, ο τακτικός αιφνιδιασμός στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ τη “μέρα της Νάκμπα”, την στιγμή που στα παλαιστινιακά εδάφη η κατάσταση ήταν διαχειρίσιμη λόγω του συντονισμού με την ΠΑ στην Δυτική Όχθη και της «συγκρατημένης μικρο-διαχείρισης» από τη Χαμάς στη Γάζα. Από την άλλη πλευρά, το «άνοιγμα» της αιγυπτιακής δυνατότητας, όσον αφορά τη Γάζα αλλά και το ευρύτερο παλαιστινιακό ζήτημα. Τα ανοικτά περιφερειακά μέτωπα τροφοδοτούν με νέα ενέργεια το ισραηλινο-παλαιστινιακό μέτωπο. Δεδομένης της πολυπλοκότητας του τελευταίου, τα νέα δε θα είναι ευχάριστα από την άποψη του ανθρώπινου κόστους αλλά θα είναι επιτέλους νέα.

ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

 
Top