Αλέξανδρος Μασσαβέτας
Με μοναδικό στόχο την κερδοσκοπία και αστικό πρότυπο το... Ντουμπάι, το κυβερνών κόμμα και οι δημαρχίες που ελέγχει ετοιμάζουν τερατώδη «σχέδια ανάπλασης» της ιστορικής γειτονιάς του Ταρλάμπασι στο Πέραν. Έχοντας δει να χάνονται πολλές ιστορικές γειτονιές η μία μετά την άλλη, κάτοικοι και οργανώσεις πολιτών της Κωνσταντινούπολης ετοιμάζονται να ενώσουν τις δυνάμεις τους για την αποτροπή της πραγμάτωσης του σχεδίου.
Η φράση «αστική ανάπλαση» (kentsel dönüşüm) αποτελεί πια το φόβο και τον τρόμο όσων αγαπούν την Κωνσταντινούπολη και τις ιστορικές της συνοικίες. Πρόκειται για φαντεζί φράση, πίσω από την οποία το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κρύβει φιλόδοξα σχέδια γρήγορης κερδοφορίας. Σα να μην έφταναν οι σεισμοί και η γιγάντωση, στην οποία οδήγησε η εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία, για να αφανίσουν την αρχιτεκτονική και κοινωνική ταυτότητα της Πόλης, στους εχθρούς της ιστορίας και της κληρονομίας της προστέθηκε η ελεγχόμενη από το ΑΚΡ Μητροπολιτική Δημαρχία Κωνσταντινουπόλεως.
Εντυπωσιάζεται αμέσως ο Έλληνας επισκέπτης με το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα των ιστορικών συνοικιών της Πόλης, και δη των πρώην ελληνικών περιφερειών της, σώζεται. Σε αντίθεση με τις πόλεις της Ελλάδας τις περισσότερες της Τουρκίας, όπου η τσιμεντοποίηση υπήρξε σχεδόν πλήρης και ο αστικός ιστός καταστράφηκε ανεπανόρθωτα, σημαντικά τμήματα της Πόλης διατήρησαν την όψη τους σχεδόν αναλλοίωτη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Μάλιστα άντεξαν πολύ καλύτερα απέναντι στον κίνδυνο τσιμεντοποίησης οι παλιές χριστιανικές γειτονιές, καθώς οι τουρκομαχαλάδες ήταν κυρίως κτισμένοι με ξύλινα σπίτια, που εξαφανίσθηκαν – αργά αλλά σταθερά – κατά τον εικοστό αιώνα, δίνοντας τη θέση τους στις γνωστές τσιμεντοκατοικίες.
Οι ιστορικές, πρώην χριστιανικές, γειτονιές της Κωνσταντινούπολης που στέκονται σε καλή κατάσταση απαντώνται τόσο στην ιστορική χερσόνησο της Επταλόφου – το Φανάρι και το Κούμκαπι – όσο και βόρεια του Κερατίου, στην ακτή της Περαίας, όπου ο Γαλατάς και οι διάφορες γειτονιές του Πέραν αποτελούν ένα υπαίθριο μουσείο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής της Μπελ Επόκ. Για πόσο όμως; Από τη δεκαετία του 1950 και τις «πολεοδομικές επεμβάσεις» της κυβέρνησης Μεντερές ως το χυδαία πρότυπα «ισλαμικού νεοπλουτισμού» της σημερινής κυβέρνησης, ο αστικός ιστός της Πόλης κατέστη αντικείμενο αλλεπάλληλων βιασμών. Η θλιβερή διαπίστωση ότι η Κωνσταντινούπολη ασχημαίνει με γοργούς ρυθμούς και τσιμεντοποιείται έχει θορυβήσει αρχιτέκτονες, ιστορικούς και πολιτιστικούς συλλόγους. Σειρά οργανώσεων ετοιμάζουν «πόλεμο σε όλα τα μέτωπα» για να αποτρέψουν τα νέα «σχέδια ανάπλασης» του ΑΚΡ και να περισώσουν ό,τι δύναται να περισωθεί από τις ιστορικές γειτονιές που κινδυνεύουν.
Η εποχή Μεντερές: «όλα για το αυτοκίνητο»
Οι πρώτες ριζικές, σχεδιασμένες από την πολιτική εξουσία, επεμβάσεις στον αστικό ιστό της Πόλης της μετα-Οθωμανικής περιόδου πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1950 από την κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές. Την εποχή εκείνη, η Τουρκία έβγαινε από την περίοδο της κλειστής οικονομίας υπό αυστηρό κρατικό προγραμματισμό και ανοιγόταν στις ξένες επενδύσεις. Η κυβέρνηση Μεντερές, ιδιότυπο κράμα οικονομικού φιλελευθερισμού και ισλαμικών αναφορών, αντιπαθούσε τις μαζικές μεταφορές, ταυτίζοντάς τις με ιδέες σοσιαλιστικές. Θέλησε να καταστήσει τη δύσκολη τοπογραφία της Πόλης πιο «φιλική» προς το αυτοκίνητο.
Ως αποτέλεσμα, γκρεμίσθηκαν σειρές σειρές ιστορικά κτίρια σε όλη την Πόλη για να ανοιχθούν λεωφόροι και μεγάλες πλατείες. Είναι η περίοδος των διαπλατύνσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων η Κωνσταντινούπολη γέμισε μεγάλες λεωφόρους και ανισόπεδες διαβάσεις. Τις συνοικίες της Παλιάς Πόλης έσχισαν φαρδιές αρτηρίες με ηχηρά ονόματα («Λεωφόρος του Έθνους», «Λεωφόρος του Στρατού»), ενώ θύμα των διαπλατύνσεων έπεσαν ελληνικές εκκλησίες αλλά και αξιόλογα μικρά τεμένη και Οθωμανικά μνημεία. Η μέχρι τότε ενότητα και γραφικότητα των τουρκομαχαλάδων υπέστη ισχυρό πλήγμα. Αξιόλογα κτίρια της Οθωμανικής αστικής αρχιτεκτονικής κατεδαφίσθηκαν για να ανοίξουν πλατείες και ανοικτοί χώροι γύρω από τα μεγάλα αυτοκρατορικά τζαμιά. Οι περισσότερες πλατείες που διαπλατύνθηκαν την περίοδο Μεντερές μοιάζουν περισσότερο με συγκοινωνιακούς κόμβους, με άσχημα ανοίγματα στον αρχιτεκτονικό ιστό της Πόλης.
Η ίδια κυβέρνηση που οργάνωνε με το παρακράτος τα Σεπτεμβριανά κατά των μειονοτήτων δε λυπήθηκε τις ελληνικές ενορίες ή τα βυζαντινά μνημεία, στην προσπάθειά της να χαράξει δρόμους. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
Ο Νταλάν, η «τουρκοϊσλαμική σύνθεση» και η μνημοκτονία
Η πιο καταστροφική για την ιστορία της Πόλης δημαρχία ήταν, κατά γενική ομολογία, εκείνη του Μπεντρεττίν Νταλάν. Ο Νταλάν υπήρξε στέλεχος του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας του Τουρκούτ Όζαλ, και από τους θιασώτες της ιδεολογίας της «Τουρκοϊσλαμικής Σύνθεσης». Πρόκειται για μία σχολή εθνικισμού, με έμφαση στις θρησκευτικές αναφορές, που εφηύρε η χούντα Εβρέν ως «αντίδοτο» στις αριστερές ιδεολογίες, που είχαν σημαντική απήχηση στη νεολαία πριν την έλευση των στρατηγών στην εξουσία το 1980. Δε χρειάζονται πολλές άλλες συστάσεις για τον Νταλάν, που κατηγορείται σήμερα για συμμετοχή στην παρακρατική τρομοκρατική οργάνωση Εργκένεκον και κρύβεται στο εξωτερικό.
Ο ανεκδιήγητος αυτός δήμαρχος κατέστρεψε σημαντικό τμήμα της μειονοτικής ιστορίας της Πόλης. Η καταστροφή αυτή αποτελούσε θεάρεστο έργο κατά τη θέση της «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης». Η Πόλη – που είχε ήδη τουρκοποιηθεί και εξισλαμισθεί εθνικά μετά την έξοδο των Ρωμηών – έπρεπε τώρα να απαλλαγεί και από την περίοπτη θέση που είχαν τα μνημεία των μη-Μουσουλμάνων στον αστικό ιστό. Ο Νταλάν έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει πως τα Θεοδοσιανά Τείχη – ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα τμήματα οχυρώσεων στον κόσμο – έπρεπε να κατεδαφισθούν, για να διευκολυνθεί η «επέκταση» της Πόλης προς την πεδιάδα της Θράκης. Φυσικά, δεν πέτυχε στο σχέδιό του να αφανίσει το σημαντικότερο κατάλοιπο της κοσμικής αρχιτεκτονικής των Βυζαντινών.
Πάντως ο Νταλάν άφησε τη σφραγίδα του πάνω στα τείχη. Αφού δεν μπόρεσε να τα γκρεμίσει, ξεκίνησε μία επιχείρηση «αναστήλωσής» τους, με συμμετοχή μάλιστα της UNESCO. Περισσότερο από αναστήλωση, πρόκειται για «ξανακτίσιμο» των τειχών, με ευτελή μάλιστα υλικά, και τόσο κακότεχνο σύστημα ώστε σήμερα τμήματά τους ολόκληρα να μοιάζουν με σκηνικό ψευδοϊστορικής ταινίας. Ο Νταλάν ξανάχτιζε τα τείχη ώστε να θυμίσει στον πληθυσμό τον άθλο του Πορθητή που τα διαπέρασε. Στα τμήματα που ξανακτίσθηκαν, αφαιρέθηκαν επιμελώς οι ελληνικές επιγραφές και τα ονόματα και οι θυρεοί των αυτοκρατόρων, καθώς και οι βυζαντινοί αετοί, σε μία λεπτομερή επιχείρηση μνημοκτονίας. Μπρος στον καταιγισμό των επικρίσεων στον τύπο της εποχής ότι «τα αυθεντικά τείχη δεν έμοιαζαν έτσι», ο Νταλάν είχε το θράσος να απαντήσει, «και αν δεν έμοιαζαν έτσι, έτσι έπρεπε να μοιάζουν!» Την κακή ποιότητα του «ξανακτισίματος» κατέδειξε το γεγονός ότι κάποια «ξανακτισμένα» τμήματα κατέπεσαν στους σεισμούς του 1999, ενώ τα αυθεντικά άντεξαν.
Στη συνέχεια ο Νταλάν αποφάσισε να «βάλει χέρι» στο Φανάρι. Προκειμένου να ανοίξει μία παραλιακή λεωφόρο «ταχείας κυκλοφορίας» και να δημιουργήσει ένα παράλιο πάρκο, γκρέμισε σειρά από αρχοντικά των Φαναριωτών του 18ου αιώνα που βρίσκονταν στην παραλία της γειτονιάς. Δύο τρία φαναριώτικα οικήματα και η βουλγαρική εκκλησία, αξιόλογο κτίσμα από χυτό σίδηρο, σώθηκαν ξεκομμένα στην παραλία, ανάμεσα σε παρτέρια γκαζόν και γήπεδα. Η άλλοτε εσωστρεφής γειτονιά άνοιξε στην κίνηση και το θόρυβο, χάνοντας την επαφή της με το νερό και το εντυπωσιακό άλλοτε πανόραμα της παραλίας της.
Τελευταία πράξη μνημοκτονίας του Νταλάν ήταν η διάνοιξη της λεωφόρου Ταρλάμπασι, καταμεσίς στο Πέραν. Την «αναγκαιότητα» του σχεδίου υπαγόρευσε, κατά τη Μητροπολιτική Δημαρχία, η αποσυμφόρηση της κίνησης στη γιγαντούμενη από την εσωτερική μετανάστευση Πόλη. Η διαπλάτυνση της στενής οδού Ταρλάμπασι σε λεωφόρο κατέστησε απαραίτητη την κατεδάφιση δύο σειρών Ελληνικών μεγάρων της Μπελ Επόκ.
Το γεγονός ότι στόχος του Νταλάν ήταν η «απαλλαγή» του κέντρου της Πόλης από «αυτά τα σπίτια Ελλήνων και Αρμενίων» τόσο, όσο και η διευκόλυνση των συγκοινωνιών, καταδεικνύεται από τις απαντήσεις της δημαρχίας στις καταγγελίες των ιστορικών και αρχιτεκτόνων της εποχής. Πολλοί πανεπιστημιακοί και αναλυτές που διαμαρτυρήθηκαν για τις κατεδαφίσεις στο Ταρλάμπασι δεν παρέλειψαν να σημειώσουν πως οι μπουλντόζες που στάλθηκαν να γκρεμίσουν τα σπίτια των «ξένων» Ρωμηών και Αρμενίων ήταν στολισμένες με Τουρκικές σημαίες. Το σχέδιο είχε τις ευλογίες των εθνικιστών, που δήλωναν ότι τα εν λόγω μέγαρα ήταν «ανάξια προστασίας» καθώς είχαν οικοδομηθεί από «ξένους κεφαλαιοκράτες» και δεν αποτελούσαν «δημιουργήματα της Τουρκικής κουλτούρας».
Πέραν του αφανισμού ιστορικών συνοικιών, η περίδος Νταλάν άφησε «δώρο» στην Πόλη και 27 ουρανοξύστες, που σε υποδέχονται σαν τσιμεντένιες μούντζες στο πανόραμα του Βοσπόρου.
Ο νεοπλουτισμός που θέλει την Πόλη «Ντουμπάι του Βοσπόρου»
Σήμερα η συνειδητή προσπάθεια των αρχών να εξαφανίσουν μειονοτικά μνημεία έχει λάβει τέλος. Αφενός, διότι η μειονοτική παρουσία – και δη εκείνη των Ρωμηών – είναι τόσο καθοριστική στον οικοδομικό ιστό της Πόλης, που δε γίνεται να υποτιμηθεί, και αφετέρου διότι οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της χώρας κάνουν τις αρχές να προωθούν το «κοσμοπολίτικο» παρελθόν και αστική κουλτούρα της. Δυστυχώς, όμως, η τάση των δημοτικών αρχών για «αστικές αναπλάσεις» δεν έχει λάβει τέλος. Σήμερα, σε μία εποχή ελεύθερης οικονομίας και ταχύτατης ανάπτυξης της τουρκικής αγοράς, το κίνητρο της «ανάπλασης» είναι η γρήγορη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Το πρώτο σχέδιο αστικής ανάπλασης ήταν, ομολογουμένως, σοβαρό, και αφορούσε το Φανάρι και την πρώην Εβραϊκή γειτονιά του Μπαλάτ. Οι δύο μειονοτικές άλλοτε συνοικίες έγιναν μαγνήτες για τους οικονομικούς μετανάστες που συνέρεαν στην Πόλη μαζικά από την δεκαετία του 1960, καθώς ήταν ήδη γεμάτες εκατοντάδες εγκαταλελειμμένα σπίτια. Η δυνατότητα τους να καταπατήσουν τα εγκαταλελειμμένα Ελληνικά και Εβραϊκά σπίτια γλίτωσε τους ανατολίτες μετανάστες από την υποχρέωση να χτίσουν κάποια πρόχειρη κατασκευή σε μια από τις παραγκουπόλεις της πολίτικης περιφέρειας. Οι νεοφερμένοι δεν είχαν τα χρήματα να συντηρήσουν τα παλιά ελληνικά σπίτια που γρήγορα άρχισαν να καταρρέουν. Σε οικοδομές που προορίζονταν να στεγάσουν μια Ελληνική οικογένεια στριμώχτηκαν περισσότερες πολυμελής οικογένειες ανατολιτών.
Καθώς στην Τουρκία ξεπερνιέται σιγά σιγά η εθνικιστική υστερία, πολλοί αρχιτέκτονες και μη κυβερνητικές οργανώσεις άρχισαν να ανακηρύσσουν το Φανάρι και το Μπαλάτ «ανοιχτό μουσείο» της αστικής αρχιτεκτονικής των μη μουσουλμάνων της Πόλης. Ξεκίνησε ένα «σχέδιο ανάπλασης» που στηρίχθηκε σε μια έκθεση της UNESCO και χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και του δημαρχία του Φάτιχ. Το σχέδιο ανάπλασης ακολούθησε την νέα σχολή στον αστικό σχεδιασμό, που απορρίπτει την απλή ανακαίνιση κτιρίων και εκσυγχρονισμό υποδομών για λόγους αποκλειστικά «τουριστικούς». Αντίθετα, εστιάζει στη διατήρηση του συνόλου κοινωνικού ιστού μιας περιοχής και των επιμέρους κοινωνικών ομάδων που αυτός περιλαμβάνει. Η πρωταρχική έμφαση τίθεται στην αναμόρφωση των δυναμικών εντός της υφιστάμενης κοινωνικής ομάδας που κατοικεί μια ιστορική συνοικία και στην προσπάθεια να οικοδομηθεί ένας δεσμός ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο αστικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με τις αρχές της νέας αυτής σχολής αστικής ανάπλασης, η συναίνεση του ιδιοκτήτη είναι απαραίτητη προκειμένου να αρχίσουν οι εργασίες αναπαλαίωσης. Δυστυχώς όμως, οι σημερινοί κάτοικοι του Φαναρίου και του Μπαλατά είναι έρμαια των εθνικιστικών κομμάτων, που τους έπεισαν ότι ότι το πρόγραμμα στόχευε να τους απομακρύνει από την συνοικία, ώστε να αγοράσουν τα σπίτια τους πλούσιοι ξένοι. Η ακροδεξιά τους φόβισε, ισχυριζόμενη ότι οι Έλληνες σκοπεύουν να επιστρέψουν, να διεκδικήσουν τις ιδιοκτησίες τους και να ιδρύσουν ένα «Ελληνορθόδοξο Βατικανό» γύρω από το Πατριαρχείο». Έτσι, οι αναπαλαιώσεις των σπιτιών, που έγιναν – πράγμα ασυνήθιστο για την Πόλη – με περισσή φροντίδα και πιστά στα αρχικά σχέδια των σπιτιών, περιορίσθηκαν μόνο στα σπίτια των οποίων οι ιδιοκτήτες συνήνεσαν. Έτσι, παρά τις καλές προθέσεις και την άρτια δουλειά των συνεργείων, το Φανάρι ιδίως δεν απώλεσε την εικόνα μιας γειτονιάς σε κατάρρευση. Το όλο εγχείρημα δε αμαυρώθηκε από τα περιστατικά κερδοσκοπίας μεσιτών και άλλων επιτηδείων, που αγόρασαν τα σπίτια σε χαμηλές τιμές πριν την ανάπλαση της περιοχής και θησαύρισαν πουλώντας τα, κυρίως, σε αλλοδαπούς.
Η πραγματοποίηση του πρώτου «σχεδίου ανάπλασης» των δημοτικών αρχών ματαιώθηκε, ευτυχώς, κατόπιν προσφυγής του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων στο Συμβούλιο Επικρατείας. Το σχέδιο φιλοδοξούσε να μετατρέψει την παραλία του Γαλατά σε ένα πολυτελές λιμάνι για τεράστια κρουαζιερόπλοια, γεμάτο υπεραγορές και μοντέρνα κτίρια από γυαλί και σίδερο. Όλα τα υπάρχοντα βιομηχανικά κτίρια, που ανάγονται από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του 1960, θα κατεδαφίζονταν, ανάμεσά τους και η άλλοτε αποθήκη που στεγάζει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Istanbul Modern. Το σχέδιο, με κωδικό όνομα Galataport και αισθητική εμιράτων, είχε χαρακτηριστθεί από το Σύλλογο Αρχιτεκτόνων ως «σιδηρούν παραπέτασμα καταμεσίς στην ιστορία της Πόλης». Απετράπη, αλλά η κυβέρνηση είναι ορκισμένη να το επαναφέρει στην επικαιρότητα.
Το βασικό σχέδιο «αστικής ανάπλασης» που ανέλαβαν μόνες τους οι δημοτικές αρχές επικρίθηκε ιδιαίτερα έντονα από ντόπιες και ξένες οργανώσεις, που απέτυχαν ωστόσο να το σταματήσουν. Πρόκειται για την καταστροφή του Σουλούκουλε, μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς Ρομά (Αιθγγάνων) κοντά στα Θεοδοσιανά τείχη. Το Σουλούκουλε ήταν ένας από τους αρχαιότερους μόνιμους συνοικισμούς τσιγγάνων, καθώς οι Ρομά κατοικούσαν στην περιοχή από τους βυζαντινούς χρόνους. Η δημαρχία απαλλοτροίωσε τα σπίτια τους και τους υπέβαλε σε πρόγραμμα αναγκαστικής μετοικεσίας προς εργατικές κατοικίες της περιφέρειας.
Σκοπός, τη θέση των φτωχικών και σήμερα κατεδαφισμένων συνοικιών των τσιγγάνων να καταλάβουν συγκροτήματα πολυτελών, ομοιόμορφων κατοικιών, τα κέρδη από τις πωλήσεις των οποίων θα καρπωθούν η δημαρχία και «ημέτεροι» επενδυτές, που θα συμμετάσχουν στην ανοικοδόμηση. Στην περίπτωση του Σουλούκουλε, το κύριο θύμα δεν ήταν τα ταπεινά σπιτάκια των αθιγγάνων, αλλά η παρουσία της κοινότητας στην ιστορική της αυτή κοιτίδα. Ο κοινωνικός ιστός της κοινότητας διαλύθηκε καθώς τα μέλη της διασκορπίσθηκαν σε τσιμεντουπόλεις της περιφέρειας, με αποτέλεσμα η γλώσσα και οι μουσικές της παραδόσεις να βρίσκονται σήμερα υπό σοβαρή απειλή.
Η πικρή εμπειρία του Σουλούκουλε και η αδυναμία των μη κυβερνητικών οργανώσεων να παρεμποδίσουν την καταστροφή αποτελεί κακό οδηγό για οποιαδήποτε μέλλουσα κερδοσκοπική επέμβαση της δημαρχίας. Το επόμενο θύμα στο περισκόπιο της δημαρχίας είναι το Ταρλάμπασι. Η γειτονιά αυτή, εκατόν πενήντα μόλις μέτρα από την πλατεία Τάξιμ, την κεντρικότερη της Πόλης, ήταν άλλοτε η μεγαλύτερη ελληνική συνοικία του Πέραν.
Σήμερα, μετά την έξοδο των Ρωμηών, είναι ένα διαβόητο γκέττο, που παρέχει στέγη σε όλους τους απόκληρους. Τον κοινωνικό κατήφορο του Ταρλαμπασι επιτάχυνε η διάνοιξη της ομώνυμης λεωφόρου από τον Νταλάν, που απέποψε τη γειτονιά από τις λοιπές, αναβαθμιζόμενες σήμερα, συνοικίες του Πέραν. Το Ταρλάμπασι κατοικείται σήμερα κυρίως από Κούρδους, Τσιγγάνους, τραβεστί και Αφρικανούς μετανάστες, και αποτελεί την περιφέρεια της Πόλης με το πιο έντονο τοπικό χρώμα. Αυτό το μοναδικό κοινωνικό κοκτέιλ κατοικεί στα παλιά ελληνικά σπίτια, που σήμερα καταρρέουν. Η διάλυσή τους αποτελεί θέαμα θλιβερό, καθώς η γειτονιά αποτελεί μουσείο της Μπελ Επόκ και χρήζει επειγόντως φροντίδας.
Ωστόσο, το «σχέδιο ανάπλασης» που εξήγγειλαν από κοινού η Μητροπολιτική Δημαρχία Κωνσταντινουπόλεως και η Δημαρχία του Πέραν – αμφότερες ελεγχόμενες από το ΑΚΡ – για το Ταρλάμπασι κάθε άλλο θα εξυπηρετήσουν το στόχο της αναπαλαίωσης των κτιρίων στην αρχική τους μορφή. Η Δημαρχία του Πέραν πραγματοποίησε έκθεση στη Μεγάλη Οδό του Πέραν, τον πεζόδρομο Ιστικλάλ, όπου παρουσίασε τα σχέδιά της για το «Ταρλάμπασι του μέλλοντος». Οι εικόνες προκάλεσαν ναυτία στους αρχιτεκτονικούς συλλόγους και σε σειρά οργανώσεων της χώρας, που φαίνονται αποφασισμένες να μπλοκάρουν δικαστικά το σχέδιο.
Η Μητροπολιτική αλλά και οι περισσότερες δημαρχίες της Πόλης βρίσκονται στα χέρια μιας τάξης νεόπλουτων ισλαμιστών, με καταγωγή ιδιαζόντως ταπεινή, παιδεία ομολογουμένως ανύπαρκτη και αισθητική υπερμέτρως πληβεία. Πρόκειται για επαρχιώτες που βρέθηκαν ξαφνικά με πάρα πολλά χρήματα, αλλά δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν από τις καθυστερημένες κοινωνικές αντιλήψεις και την κακογουστιά τους. Λατρεύουν τα μεγάλα κτήρια, τα τεράστια τζαμιά, τις γιγάντιες πλατείες και ανοιχτούς χώρους και οτιδήποτε γυαλίζει, είτε πρόκειται για χρυσές βρύσες στις επαύλεις και τα διαμερίσματά τους, είτε για τα φορέματα πασπαλισμένα με χρυσόσκονή που φορούν οι σύζυγοί τους, είτε για τα γυαλιστερά μάρμαρα με τα οποία στρώνουν τις εισόδους των πολυκατοικιών τους.
Όλα αυτά τα στελέχη του ΑΚΡ έχουν ως μοντέλο για την ανάπτυξη της Πόλης το Ντουμπάι, όπως δήλωνε υπερηφάνως και ο πρωθυπουργός Έρντογαν. Έχουν και κάτι από τη σχολή Αβραμόπουλου, καθώς είναι αποφασισμένοι να γεμίσουν την Πόλη συντριβάνια και σειρές κάγκελα κατά μήκος των κεντρικών δρόμων. Τα «μεγάλα κεφάλια» του ΑΚΡ ονειρεύονται να γεμίσουν τις νέες γειτονίες που ορθώνονται πάνω από τον Βόσπορο με ουρανοξύστες πανύψηλους, να κτίσουν ένα τεράστιο τζαμί πάνω στην πλατεία Ταξίμ (ώστε να πάψει η Αγία Τριάδα να είναι η πιο επιβλητική σιλουέτα στο κάτω μέρος της) να γεμίσουν την Πόλη νέες και μεγάλες λεωφόρους και μεγάλες πλατείες. Όλα αυτά είναι στα μάτια τους πρόοδος, καθώς αυτοί οι απόγονοι κολλίγων της επαρχίας λατρεύουν την επίδειξη και οτιδήποτε αποπνέει πλούτο και ισχύ.
Αυτή η αμόρφωτη νεο-πλουτοκρατία απεχθάνεται τους φτωχούς, κατά τον ίδιο τρόπο που τους σιχαίνονται οι κεμαλιστές και η παλιά άρχουσα τάξη, και δεν τους θέλει μες στα πόδια της. Κύριος στόχος στο σχέδιο ανάπλασης του Ταρλάμπασι είναι συνεπώς να εκτοπισθεί η φτωχολογιά που το κατοικεί σήμερα μακριά από το κέντρο της πόλης, κάπου στην περιφέρεια, όπως οι τσιγγάνοι του Σουλούκουλε. Αντί δε να αναπαλαιώσουν τα παλιά Ελληνικά σπίτια, θα τα γκρεμίσουν αντικαθιστώντας τα με οικοδομές που υποτίθεται ότι θα μιμούνται την τοπική αρχιτεκτονική των Ρωμιών, αλλά θα είναι όλο γωνίες, φρεσκοβαμμένες σαν πλαστικά κουτιά, με μοντέρνα παράθυρα που θα σκοτώνουν κάθε αίσθηση παλλαϊκότητας.
Ανάμεσα στα δήθεν παραδοσιακά οικοδομήματα προβλέπονται και κάποιες γυάλινες οικοδομές, η αποθέωση του κιτς που δεν έχουν καμία σχέση με την ιστορία, την αρχιτεκτονική, την αισθητική ή το κλίμα της Πόλης. Φυσικά, προβλέπονται και οι πεζόδρομοι, στρωμένοι με κινέζικο γρανίτη, και πλατείες με το απαραίτητο σιντριβάνι. Στις ψηφιακές απεικονίσεις του «Ταρλάμπασι του Μέλλοντος» που έφτιαξε η δημαρχία, εικονίζονται στους δρόμους κουστουμαρισμένοι κύριοι και καλοντυμένες κυρίες με ξανθά μαλλιά, ενώ λείπουν φυσικά οι μπουγάδες που κρέμονται στους δρόμους. Πόσο τις σιχαίνονται αυτές τις μπουγάδες οι νεόπλουτοι του Ισλάμ! Τους έχουν γίνει εφιάλτης, μάλλον γιατί τους υπενθυμίζουν τις δικές τους ταπεινές ρίζες για τις οποίες ντρέπονται τόσο πολύ.
Ο γαμπρός του Έρντογαν θα «καθαρίσει» το Ταρλάμπασι
Για να δικαιολογήσουν την σχεδιαζόμενη «ανάπλαση» της συνοικίας, που για πολλούς μας αποτελεί ένα πρόσωπο της Πόλης που δεν θέλουμε να χαθεί οι υποστηρικτές του σχεδίου προβάλουν ισχυρισμούς εξωφρενικούς. Τονίζουν ότι μόνο το 5% των κτιρίων του Ταρλάμπασι κατοικείται από τους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους, ενώ το 50% είναι ακατοίκητα και ερειπωμένα και το υπόλοιπο 45% βρίσκεται στα χέρια καταπατητών. Η «ανάπλαση» της συνοικίας θα εκτοξεύσει τις τιμές των ακινήτων στην πραγματική τους αξία, ωφελώντας τους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους, διατείνονται.
Οι ιδιοκτήτες όμως αυτοί είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία Ρωμιοί που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους κάτω από αφόρητες πιέσεις και βρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα. Το ΑΚΡ εμφορείται από ένα χυδαίο εθνικισμό που δε διαφέρει από εκείνο των κεμαλιστών παρά στην πρόταξη του Ισλάμ ως συστατικού της Τουρκικής ταυτότητας. Δεν υπάρχει καμία πρόθεση επιστροφής των καταπατημένων ακινήτων στους Έλληνες ιδιοκτήτες τους. Το σχέδιο είναι να απαλλοτριωθούν έναντι ευτελούς τιμής πριν την ανακαίνιση, περνώντας στην ιδιοκτησία κάποιον «ημετέρων». Όλως τυχαίως, το διαγωνισμό για την υλοποίηση του σχεδίου «ανάπλασης» κέρδισε ο όμιλος Çalık γενικός διευθυντής του οποίου είναι ο γαμπρός του Ταγίπ Έρντογαν, Μπεράτ Άλμπαϊρακ.
Σύμφωνα με δηλώσεις του νυν δημάρχου του Πέρα και στελέχους του ΑΚΡ Ahmet Misbah Demircan, στη γειτονιά του Ταρλάμπασι βρίσκονται πάνω από 5,000 κτήρια. Η δημαρχία του Πέρα έχει δώσει «προτεραιότητα» στην «ανάπλαση» 278 κτηρίων. Το κόστος της θα αναλάβει ο επενδυτής (το συγκρότημα Çalık) που θα έχει και την εκμετάλλευση των κτιρίων. Τα περισσότερα, σύμφωνα πάντα με την δημαρχία, θα πωληθούν ως κατοικίες, ενώ άλλα θα ενοικιάζονται ως χώροι καταστημάτων και βιοτεχνίες.
Ο δήμαρχος έχει χαρακτηρίσει το Ταρλάμπασι «περιοχή εγκαταλελειμμένη στην τύχη της» και ως «το σημαντικότερο πρόβλημα προς επίλυση στο Πέρα». Έχει δηλώσει πως ήρθε ο καιρός η διαλεχτή αυτή η περιοχή να αποχαιρετήσει «τα στενά σοκάκια, το πρόβλημα στάθμευσης και το ανθυγιεινό κοινωνικό περιβάλλον», ενώ εξήγγειλε πως η περιοχή θα αποκτήσει ένα «μια μοντέρνα και σύγχρονη όψη». Δεν είναι τυχαίο ότι της δηλώσεις αυτές του Demircan φιλοξένησε η Yenı Şafak ισλαμική εφημερίδα που ανήκει στην οικογένεια Άλμπαϊρακ, γόνος της οποίας είναι ο γαμπρός του πρωθυπουργού και γενικός διευθυντής του ομίλου που θα αναλάβει την ανάπλαση.
«Η μοντέρνα και σύγχρονη όψη» δεν περιορίζεται στην πλαστικοποίηση των ιστορικών μεγάρων της Αρ Νουβώ, τα οποία, όπως σε κάθε ανακαίνιση της Δημαρχίας θα χάσουν οτιδήποτε θυμίζει το Ελληνικό τους παρελθόν: οι προτομές του Ερμή στα γείσα των παραθύρων, τόσο δύσκολες να συντηρηθούν, θα αφαιρεθούν όπως έγινε και στο παρελθόν, οι σταυροί, οι πλάκες με τα ονόματα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων θα εξαφανισθούν. Για να επιτευχθεί όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα, πρέπει να πεταχθούν μακριά στην περιφέρεια οι απόκληροι του Ταρλάμπασι, η παρουσία των οποίων στη μέση της Πόλης χαλά την εικόνα του «Ντουμπάι στις όχθες του Βοσπόρου». «Αυτός ο βάλτος με τα σιχαμερά κουνούπια πρέπει να αποξηρανθεί». Έτσι μου περιέγραψε ένας αστυνομικός την ανάγκη κοινωνικής ανάπλασης του Ταρλάμπασι.
Τα τρίπατα σπίτια στις κάτω ζώνες της γειτονιάς κτίσθηκαν για να στεγάζουν μια μόνο οικογένεια. Οι χώροι κάθε ορόφου είναι πολύ μικροί, με αποτέλεσμα να μην προσφέρονται για ανεξάρτητα διαμερίσματα – άσχετο αν σήμερα στοιβάζονται στον καθένα μέσα σε άθλιες συνθήκες δέκα και δώδεκα άτομα. Κυκλοφορούν ήδη φήμες ότι θα κρατηθούν οι προσόψεις των σπιτιών μόνο αρκούντως μεταλλαγμένες και ότι αυτά θα συνενωθούν και θα μετατραπούν σε ξενοδοχεία. Η γειτονιά εξάλλου βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο της διασκέδασης στο Πέρα.
Μια ομάδα αρχιτεκτόνων της Union Internationale d’ Architectes περιηγήθηκε το Ταρλάμπασι, προκειμένου να εκφέρει γνώμη σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ανάπλαση. Το κλιμάκιο εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ από το χαρακτήρα του Ταρλάμπασι, ώστε συνέστησε ομόφωνα να καταβληθεί προσπάθεια για την διατήρηση του ιδιαιτέρου εθνολογικού και κοινωνικού ιστού της περιοχής. Η σύσταση δυσαρέστησε φυσικά την δημαρχία. Οι ισλαμιστές και οι μεγαλοεπιχειρηματίες που συνεργάζονται μαζί τους και τα δημοσιογραφικά συγκροτήματα που όλοι αυτοί ελέγχουν αποκρούουν τις ανησυχίες των ξένων αρχιτεκτόνων και των τουρκικών οργανώσεων ως «φαντασιοπληξίες κουλτουριάρηδων».
Προφανώς η απόπειρα μετατροπής του Ταρλάμπασι από γκέτο των απόκληρων σε γκέτο των τουριστών και της ψυχαγωγίας κρύβει την αποφασιστικότητα της δημαρχίας και των ισλαμιστών επιχειρηματιών της «αυλής» του Έρντογαν να μεγιστοποιήσουν τις ευκαιρίες κερδοφορίας που παρέχει η ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά των ακινήτων στην Πόλη. Ωστόσο, σήμερα δε βρισκόμαστε στην εποχή της στρατοκρατίας και την περίοδο Νταλάν. Η κοινωνία των πολιτών διεκδικεί γνώμη στα πάντα, και είναι έτοιμη να αντιδράσει.
Ήδη, οι κάτοικοι του Ταρλάμπασι συνασπίζονται και ετοιμάζονται να προσβάλουν το «σχέδιο ανάπλασης» δικαστικά. «Δε θέλουμε να μας γκρεμίσουν τα σπίτια και να τα ξαναχτίσουν, ούτε να τα ανακαινίσουν για να τα πουλήσουν σε πλούσιους ξένους και δεν θέλουμε να μας μεταφέρουν μακριά από το Ταρλάμπασι» μου είπε μια εκνευρισμένη Κούρδισα «εμείς για το κράτος είμαστε απλά ανύπαρκτοι. Αλλά δεν θα αφήσουμε να μας ξεσπιτώσουν για δεύτερη φορά.» Οι κάτοικοι δηλώνουν αποφασισμένοι να φθάσουν μέχρι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Αλλά δεν είναι μόνο το Ταρλάμπασι. Τους κατοίκους της Πόλης έχει ξεσηκώσει στο πόδι η απόφαση του ανεκδιήγητου (και διεφθαρμένου, κατά τον αντιπολιτευόμενο τύπο) δημάρχου Τόπμπας, που σχεδιάζει να γκρεμίσει έναν από τους ιστορικότερους κινηματογράφους του Πέραν, τον Emek. Στη θέση του κινηματογράφου και του Circle d’ Orient, του μεγαλύτερου κτιρίου της συνοικίας που άλλοτε στέγαζε μία τεκτονική στοά, η δημαρχία σχεδιάζει να οικοδομήσει.... υπεραγορά! Ο δήμαρχος της Μητροπολιτικής Δημαρχίας είναι ταυτόχρονα και ιδιοκτήτης του γνωστού ζαχαροπλαστείου Saray επί της Μεγάλης Οδού του Πέραν (Ιστικλάλ), στο οποίο στοιβάζονται σαν τα πρόβατα οι Έλληνες τουρίστες (λες και δεν υπάρχει άλλο ζαχαροπλαστείο στο Πέραν).
Ο δήμαρχος κατεδάφισε αρκετά ιστορικά κτίρια για να κτίσει ένα γύψινο κιτσαριό, που γελοιοποιεί την αστική αρχιτεκτονική των λεβαντίνων του Πέραν, όπου στέγασε προσωρινά την τεράστια επιχείρησή του, που λάνσαρε – παγκόσμια καινοτομία! – το tiramisu χωρίς αλκοόλ. Εκτός από το ισλαμικό tiramisu, στην αστική κουλτούρα της Πόλης ο Τόπμπας προσέφερε και ένα άλλο, αντίστοιχης κακογουστιάς, μέγαρο που ανοικοδομείται ακριβώς απέναντι από το Saray, και που ακόμη δε γνωρίζουμε πια επιχείρισή του θα στεγάσει.
Η «προφητεία» για την «Κωνσταντινούπολη του μέλλοντος»
Ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Edmondo de Amicis στο βιβλίο του Κωνσταντινούπολη του 1870 περιγράφει μία οπτασία που είχε σχετικά με το μέλλον της Πόλης, οπτασία που μπορούμε σήμερα να θεωρήσουμε «προφητεία».
Αλίμονο! Θα έχει ήδη συντελεσθεί η μεγάλη θυσία της ομορφιάς στο σύγχρονο πολιτισμό. Τη βλέπω, την Κωνσταντινούπολη του μέλλοντος, αυτό το Λονδίνο της Ανατολής, να ορθώνεται σε μία θλιβερή, απειλητική μεγαλοπρέπεια, πάνω στα ερείπια της ομορφότερης πόλης του κόσμου. Οι λόφοι της θα ισοπεδωθούν, τα άλση της θα κοπούν, τα σπίτια της με τα έντονα χρώματα θα εκκαθαρισθούν. Τον ορίζοντα θα ζώνουν, από κάθε πλευρά, σειρές πολυκατοικιών, εργατικών κατοικιών και εργοταξίων, που θα τις διακόπτουν χίλιες καμινάδες εργοστασίων και καμπαναριά. Μακρές, ευθείες λεωφόροι θα διαιρέσουν την Παλιά Πόλη σε δέκα χιλιάδες γιγάντια τετράγωνα. [...] ένα σύνολο στερεό, γεωμετρικό, τα πάντα χρηστικά, γκρίζα και άσχημα, και ένα μαύρο νέφος θα σκεπάζει διαρκώς τους όμορφους ουρανούς της Θράκης, προς τον οποίο δε θα ορθώνονται ούτε οι προσευχές των ευσεβών, ούτε το βλέμμα των ερωτευμένων, ούτε το τρυφερό βλέμμα των ερωτευμένων ούτε οι ωδές των ποιητών...»
Τα πράγματα δεν είναι ευτυχώς τόσο άσχημα όσο στην προφητεία του συναισθηματικού Ιταλού. Με δεδομένες ωστόστο τις προθέσεις και τα κίνητρα της δημαρχίας, δεν μπορεί κανείς παρά να ελπίζει πως οι κάτοικοι της Πόλης θα συνενωθούν για να αποφύγουν τα χειρότερα στο μέλλον.
Με μοναδικό στόχο την κερδοσκοπία και αστικό πρότυπο το... Ντουμπάι, το κυβερνών κόμμα και οι δημαρχίες που ελέγχει ετοιμάζουν τερατώδη «σχέδια ανάπλασης» της ιστορικής γειτονιάς του Ταρλάμπασι στο Πέραν. Έχοντας δει να χάνονται πολλές ιστορικές γειτονιές η μία μετά την άλλη, κάτοικοι και οργανώσεις πολιτών της Κωνσταντινούπολης ετοιμάζονται να ενώσουν τις δυνάμεις τους για την αποτροπή της πραγμάτωσης του σχεδίου.
Η φράση «αστική ανάπλαση» (kentsel dönüşüm) αποτελεί πια το φόβο και τον τρόμο όσων αγαπούν την Κωνσταντινούπολη και τις ιστορικές της συνοικίες. Πρόκειται για φαντεζί φράση, πίσω από την οποία το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κρύβει φιλόδοξα σχέδια γρήγορης κερδοφορίας. Σα να μην έφταναν οι σεισμοί και η γιγάντωση, στην οποία οδήγησε η εσωτερική μετανάστευση από την επαρχία, για να αφανίσουν την αρχιτεκτονική και κοινωνική ταυτότητα της Πόλης, στους εχθρούς της ιστορίας και της κληρονομίας της προστέθηκε η ελεγχόμενη από το ΑΚΡ Μητροπολιτική Δημαρχία Κωνσταντινουπόλεως.
Εντυπωσιάζεται αμέσως ο Έλληνας επισκέπτης με το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα των ιστορικών συνοικιών της Πόλης, και δη των πρώην ελληνικών περιφερειών της, σώζεται. Σε αντίθεση με τις πόλεις της Ελλάδας τις περισσότερες της Τουρκίας, όπου η τσιμεντοποίηση υπήρξε σχεδόν πλήρης και ο αστικός ιστός καταστράφηκε ανεπανόρθωτα, σημαντικά τμήματα της Πόλης διατήρησαν την όψη τους σχεδόν αναλλοίωτη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Μάλιστα άντεξαν πολύ καλύτερα απέναντι στον κίνδυνο τσιμεντοποίησης οι παλιές χριστιανικές γειτονιές, καθώς οι τουρκομαχαλάδες ήταν κυρίως κτισμένοι με ξύλινα σπίτια, που εξαφανίσθηκαν – αργά αλλά σταθερά – κατά τον εικοστό αιώνα, δίνοντας τη θέση τους στις γνωστές τσιμεντοκατοικίες.
Οι ιστορικές, πρώην χριστιανικές, γειτονιές της Κωνσταντινούπολης που στέκονται σε καλή κατάσταση απαντώνται τόσο στην ιστορική χερσόνησο της Επταλόφου – το Φανάρι και το Κούμκαπι – όσο και βόρεια του Κερατίου, στην ακτή της Περαίας, όπου ο Γαλατάς και οι διάφορες γειτονιές του Πέραν αποτελούν ένα υπαίθριο μουσείο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής της Μπελ Επόκ. Για πόσο όμως; Από τη δεκαετία του 1950 και τις «πολεοδομικές επεμβάσεις» της κυβέρνησης Μεντερές ως το χυδαία πρότυπα «ισλαμικού νεοπλουτισμού» της σημερινής κυβέρνησης, ο αστικός ιστός της Πόλης κατέστη αντικείμενο αλλεπάλληλων βιασμών. Η θλιβερή διαπίστωση ότι η Κωνσταντινούπολη ασχημαίνει με γοργούς ρυθμούς και τσιμεντοποιείται έχει θορυβήσει αρχιτέκτονες, ιστορικούς και πολιτιστικούς συλλόγους. Σειρά οργανώσεων ετοιμάζουν «πόλεμο σε όλα τα μέτωπα» για να αποτρέψουν τα νέα «σχέδια ανάπλασης» του ΑΚΡ και να περισώσουν ό,τι δύναται να περισωθεί από τις ιστορικές γειτονιές που κινδυνεύουν.
Η εποχή Μεντερές: «όλα για το αυτοκίνητο»
Οι πρώτες ριζικές, σχεδιασμένες από την πολιτική εξουσία, επεμβάσεις στον αστικό ιστό της Πόλης της μετα-Οθωμανικής περιόδου πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1950 από την κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές. Την εποχή εκείνη, η Τουρκία έβγαινε από την περίοδο της κλειστής οικονομίας υπό αυστηρό κρατικό προγραμματισμό και ανοιγόταν στις ξένες επενδύσεις. Η κυβέρνηση Μεντερές, ιδιότυπο κράμα οικονομικού φιλελευθερισμού και ισλαμικών αναφορών, αντιπαθούσε τις μαζικές μεταφορές, ταυτίζοντάς τις με ιδέες σοσιαλιστικές. Θέλησε να καταστήσει τη δύσκολη τοπογραφία της Πόλης πιο «φιλική» προς το αυτοκίνητο.
Ως αποτέλεσμα, γκρεμίσθηκαν σειρές σειρές ιστορικά κτίρια σε όλη την Πόλη για να ανοιχθούν λεωφόροι και μεγάλες πλατείες. Είναι η περίοδος των διαπλατύνσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων η Κωνσταντινούπολη γέμισε μεγάλες λεωφόρους και ανισόπεδες διαβάσεις. Τις συνοικίες της Παλιάς Πόλης έσχισαν φαρδιές αρτηρίες με ηχηρά ονόματα («Λεωφόρος του Έθνους», «Λεωφόρος του Στρατού»), ενώ θύμα των διαπλατύνσεων έπεσαν ελληνικές εκκλησίες αλλά και αξιόλογα μικρά τεμένη και Οθωμανικά μνημεία. Η μέχρι τότε ενότητα και γραφικότητα των τουρκομαχαλάδων υπέστη ισχυρό πλήγμα. Αξιόλογα κτίρια της Οθωμανικής αστικής αρχιτεκτονικής κατεδαφίσθηκαν για να ανοίξουν πλατείες και ανοικτοί χώροι γύρω από τα μεγάλα αυτοκρατορικά τζαμιά. Οι περισσότερες πλατείες που διαπλατύνθηκαν την περίοδο Μεντερές μοιάζουν περισσότερο με συγκοινωνιακούς κόμβους, με άσχημα ανοίγματα στον αρχιτεκτονικό ιστό της Πόλης.
Η ίδια κυβέρνηση που οργάνωνε με το παρακράτος τα Σεπτεμβριανά κατά των μειονοτήτων δε λυπήθηκε τις ελληνικές ενορίες ή τα βυζαντινά μνημεία, στην προσπάθειά της να χαράξει δρόμους. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
Ο Νταλάν, η «τουρκοϊσλαμική σύνθεση» και η μνημοκτονία
Η πιο καταστροφική για την ιστορία της Πόλης δημαρχία ήταν, κατά γενική ομολογία, εκείνη του Μπεντρεττίν Νταλάν. Ο Νταλάν υπήρξε στέλεχος του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας του Τουρκούτ Όζαλ, και από τους θιασώτες της ιδεολογίας της «Τουρκοϊσλαμικής Σύνθεσης». Πρόκειται για μία σχολή εθνικισμού, με έμφαση στις θρησκευτικές αναφορές, που εφηύρε η χούντα Εβρέν ως «αντίδοτο» στις αριστερές ιδεολογίες, που είχαν σημαντική απήχηση στη νεολαία πριν την έλευση των στρατηγών στην εξουσία το 1980. Δε χρειάζονται πολλές άλλες συστάσεις για τον Νταλάν, που κατηγορείται σήμερα για συμμετοχή στην παρακρατική τρομοκρατική οργάνωση Εργκένεκον και κρύβεται στο εξωτερικό.
Ο ανεκδιήγητος αυτός δήμαρχος κατέστρεψε σημαντικό τμήμα της μειονοτικής ιστορίας της Πόλης. Η καταστροφή αυτή αποτελούσε θεάρεστο έργο κατά τη θέση της «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης». Η Πόλη – που είχε ήδη τουρκοποιηθεί και εξισλαμισθεί εθνικά μετά την έξοδο των Ρωμηών – έπρεπε τώρα να απαλλαγεί και από την περίοπτη θέση που είχαν τα μνημεία των μη-Μουσουλμάνων στον αστικό ιστό. Ο Νταλάν έφθασε στο σημείο να υποστηρίξει πως τα Θεοδοσιανά Τείχη – ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα τμήματα οχυρώσεων στον κόσμο – έπρεπε να κατεδαφισθούν, για να διευκολυνθεί η «επέκταση» της Πόλης προς την πεδιάδα της Θράκης. Φυσικά, δεν πέτυχε στο σχέδιό του να αφανίσει το σημαντικότερο κατάλοιπο της κοσμικής αρχιτεκτονικής των Βυζαντινών.
Πάντως ο Νταλάν άφησε τη σφραγίδα του πάνω στα τείχη. Αφού δεν μπόρεσε να τα γκρεμίσει, ξεκίνησε μία επιχείρηση «αναστήλωσής» τους, με συμμετοχή μάλιστα της UNESCO. Περισσότερο από αναστήλωση, πρόκειται για «ξανακτίσιμο» των τειχών, με ευτελή μάλιστα υλικά, και τόσο κακότεχνο σύστημα ώστε σήμερα τμήματά τους ολόκληρα να μοιάζουν με σκηνικό ψευδοϊστορικής ταινίας. Ο Νταλάν ξανάχτιζε τα τείχη ώστε να θυμίσει στον πληθυσμό τον άθλο του Πορθητή που τα διαπέρασε. Στα τμήματα που ξανακτίσθηκαν, αφαιρέθηκαν επιμελώς οι ελληνικές επιγραφές και τα ονόματα και οι θυρεοί των αυτοκρατόρων, καθώς και οι βυζαντινοί αετοί, σε μία λεπτομερή επιχείρηση μνημοκτονίας. Μπρος στον καταιγισμό των επικρίσεων στον τύπο της εποχής ότι «τα αυθεντικά τείχη δεν έμοιαζαν έτσι», ο Νταλάν είχε το θράσος να απαντήσει, «και αν δεν έμοιαζαν έτσι, έτσι έπρεπε να μοιάζουν!» Την κακή ποιότητα του «ξανακτισίματος» κατέδειξε το γεγονός ότι κάποια «ξανακτισμένα» τμήματα κατέπεσαν στους σεισμούς του 1999, ενώ τα αυθεντικά άντεξαν.
Στη συνέχεια ο Νταλάν αποφάσισε να «βάλει χέρι» στο Φανάρι. Προκειμένου να ανοίξει μία παραλιακή λεωφόρο «ταχείας κυκλοφορίας» και να δημιουργήσει ένα παράλιο πάρκο, γκρέμισε σειρά από αρχοντικά των Φαναριωτών του 18ου αιώνα που βρίσκονταν στην παραλία της γειτονιάς. Δύο τρία φαναριώτικα οικήματα και η βουλγαρική εκκλησία, αξιόλογο κτίσμα από χυτό σίδηρο, σώθηκαν ξεκομμένα στην παραλία, ανάμεσα σε παρτέρια γκαζόν και γήπεδα. Η άλλοτε εσωστρεφής γειτονιά άνοιξε στην κίνηση και το θόρυβο, χάνοντας την επαφή της με το νερό και το εντυπωσιακό άλλοτε πανόραμα της παραλίας της.
Τελευταία πράξη μνημοκτονίας του Νταλάν ήταν η διάνοιξη της λεωφόρου Ταρλάμπασι, καταμεσίς στο Πέραν. Την «αναγκαιότητα» του σχεδίου υπαγόρευσε, κατά τη Μητροπολιτική Δημαρχία, η αποσυμφόρηση της κίνησης στη γιγαντούμενη από την εσωτερική μετανάστευση Πόλη. Η διαπλάτυνση της στενής οδού Ταρλάμπασι σε λεωφόρο κατέστησε απαραίτητη την κατεδάφιση δύο σειρών Ελληνικών μεγάρων της Μπελ Επόκ.
Το γεγονός ότι στόχος του Νταλάν ήταν η «απαλλαγή» του κέντρου της Πόλης από «αυτά τα σπίτια Ελλήνων και Αρμενίων» τόσο, όσο και η διευκόλυνση των συγκοινωνιών, καταδεικνύεται από τις απαντήσεις της δημαρχίας στις καταγγελίες των ιστορικών και αρχιτεκτόνων της εποχής. Πολλοί πανεπιστημιακοί και αναλυτές που διαμαρτυρήθηκαν για τις κατεδαφίσεις στο Ταρλάμπασι δεν παρέλειψαν να σημειώσουν πως οι μπουλντόζες που στάλθηκαν να γκρεμίσουν τα σπίτια των «ξένων» Ρωμηών και Αρμενίων ήταν στολισμένες με Τουρκικές σημαίες. Το σχέδιο είχε τις ευλογίες των εθνικιστών, που δήλωναν ότι τα εν λόγω μέγαρα ήταν «ανάξια προστασίας» καθώς είχαν οικοδομηθεί από «ξένους κεφαλαιοκράτες» και δεν αποτελούσαν «δημιουργήματα της Τουρκικής κουλτούρας».
Πέραν του αφανισμού ιστορικών συνοικιών, η περίδος Νταλάν άφησε «δώρο» στην Πόλη και 27 ουρανοξύστες, που σε υποδέχονται σαν τσιμεντένιες μούντζες στο πανόραμα του Βοσπόρου.
Ο νεοπλουτισμός που θέλει την Πόλη «Ντουμπάι του Βοσπόρου»
Σήμερα η συνειδητή προσπάθεια των αρχών να εξαφανίσουν μειονοτικά μνημεία έχει λάβει τέλος. Αφενός, διότι η μειονοτική παρουσία – και δη εκείνη των Ρωμηών – είναι τόσο καθοριστική στον οικοδομικό ιστό της Πόλης, που δε γίνεται να υποτιμηθεί, και αφετέρου διότι οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της χώρας κάνουν τις αρχές να προωθούν το «κοσμοπολίτικο» παρελθόν και αστική κουλτούρα της. Δυστυχώς, όμως, η τάση των δημοτικών αρχών για «αστικές αναπλάσεις» δεν έχει λάβει τέλος. Σήμερα, σε μία εποχή ελεύθερης οικονομίας και ταχύτατης ανάπτυξης της τουρκικής αγοράς, το κίνητρο της «ανάπλασης» είναι η γρήγορη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Το πρώτο σχέδιο αστικής ανάπλασης ήταν, ομολογουμένως, σοβαρό, και αφορούσε το Φανάρι και την πρώην Εβραϊκή γειτονιά του Μπαλάτ. Οι δύο μειονοτικές άλλοτε συνοικίες έγιναν μαγνήτες για τους οικονομικούς μετανάστες που συνέρεαν στην Πόλη μαζικά από την δεκαετία του 1960, καθώς ήταν ήδη γεμάτες εκατοντάδες εγκαταλελειμμένα σπίτια. Η δυνατότητα τους να καταπατήσουν τα εγκαταλελειμμένα Ελληνικά και Εβραϊκά σπίτια γλίτωσε τους ανατολίτες μετανάστες από την υποχρέωση να χτίσουν κάποια πρόχειρη κατασκευή σε μια από τις παραγκουπόλεις της πολίτικης περιφέρειας. Οι νεοφερμένοι δεν είχαν τα χρήματα να συντηρήσουν τα παλιά ελληνικά σπίτια που γρήγορα άρχισαν να καταρρέουν. Σε οικοδομές που προορίζονταν να στεγάσουν μια Ελληνική οικογένεια στριμώχτηκαν περισσότερες πολυμελής οικογένειες ανατολιτών.
Καθώς στην Τουρκία ξεπερνιέται σιγά σιγά η εθνικιστική υστερία, πολλοί αρχιτέκτονες και μη κυβερνητικές οργανώσεις άρχισαν να ανακηρύσσουν το Φανάρι και το Μπαλάτ «ανοιχτό μουσείο» της αστικής αρχιτεκτονικής των μη μουσουλμάνων της Πόλης. Ξεκίνησε ένα «σχέδιο ανάπλασης» που στηρίχθηκε σε μια έκθεση της UNESCO και χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και του δημαρχία του Φάτιχ. Το σχέδιο ανάπλασης ακολούθησε την νέα σχολή στον αστικό σχεδιασμό, που απορρίπτει την απλή ανακαίνιση κτιρίων και εκσυγχρονισμό υποδομών για λόγους αποκλειστικά «τουριστικούς». Αντίθετα, εστιάζει στη διατήρηση του συνόλου κοινωνικού ιστού μιας περιοχής και των επιμέρους κοινωνικών ομάδων που αυτός περιλαμβάνει. Η πρωταρχική έμφαση τίθεται στην αναμόρφωση των δυναμικών εντός της υφιστάμενης κοινωνικής ομάδας που κατοικεί μια ιστορική συνοικία και στην προσπάθεια να οικοδομηθεί ένας δεσμός ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο αστικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με τις αρχές της νέας αυτής σχολής αστικής ανάπλασης, η συναίνεση του ιδιοκτήτη είναι απαραίτητη προκειμένου να αρχίσουν οι εργασίες αναπαλαίωσης. Δυστυχώς όμως, οι σημερινοί κάτοικοι του Φαναρίου και του Μπαλατά είναι έρμαια των εθνικιστικών κομμάτων, που τους έπεισαν ότι ότι το πρόγραμμα στόχευε να τους απομακρύνει από την συνοικία, ώστε να αγοράσουν τα σπίτια τους πλούσιοι ξένοι. Η ακροδεξιά τους φόβισε, ισχυριζόμενη ότι οι Έλληνες σκοπεύουν να επιστρέψουν, να διεκδικήσουν τις ιδιοκτησίες τους και να ιδρύσουν ένα «Ελληνορθόδοξο Βατικανό» γύρω από το Πατριαρχείο». Έτσι, οι αναπαλαιώσεις των σπιτιών, που έγιναν – πράγμα ασυνήθιστο για την Πόλη – με περισσή φροντίδα και πιστά στα αρχικά σχέδια των σπιτιών, περιορίσθηκαν μόνο στα σπίτια των οποίων οι ιδιοκτήτες συνήνεσαν. Έτσι, παρά τις καλές προθέσεις και την άρτια δουλειά των συνεργείων, το Φανάρι ιδίως δεν απώλεσε την εικόνα μιας γειτονιάς σε κατάρρευση. Το όλο εγχείρημα δε αμαυρώθηκε από τα περιστατικά κερδοσκοπίας μεσιτών και άλλων επιτηδείων, που αγόρασαν τα σπίτια σε χαμηλές τιμές πριν την ανάπλαση της περιοχής και θησαύρισαν πουλώντας τα, κυρίως, σε αλλοδαπούς.
Η πραγματοποίηση του πρώτου «σχεδίου ανάπλασης» των δημοτικών αρχών ματαιώθηκε, ευτυχώς, κατόπιν προσφυγής του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων στο Συμβούλιο Επικρατείας. Το σχέδιο φιλοδοξούσε να μετατρέψει την παραλία του Γαλατά σε ένα πολυτελές λιμάνι για τεράστια κρουαζιερόπλοια, γεμάτο υπεραγορές και μοντέρνα κτίρια από γυαλί και σίδερο. Όλα τα υπάρχοντα βιομηχανικά κτίρια, που ανάγονται από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τη δεκαετία του 1960, θα κατεδαφίζονταν, ανάμεσά τους και η άλλοτε αποθήκη που στεγάζει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Istanbul Modern. Το σχέδιο, με κωδικό όνομα Galataport και αισθητική εμιράτων, είχε χαρακτηριστθεί από το Σύλλογο Αρχιτεκτόνων ως «σιδηρούν παραπέτασμα καταμεσίς στην ιστορία της Πόλης». Απετράπη, αλλά η κυβέρνηση είναι ορκισμένη να το επαναφέρει στην επικαιρότητα.
Το βασικό σχέδιο «αστικής ανάπλασης» που ανέλαβαν μόνες τους οι δημοτικές αρχές επικρίθηκε ιδιαίτερα έντονα από ντόπιες και ξένες οργανώσεις, που απέτυχαν ωστόσο να το σταματήσουν. Πρόκειται για την καταστροφή του Σουλούκουλε, μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς Ρομά (Αιθγγάνων) κοντά στα Θεοδοσιανά τείχη. Το Σουλούκουλε ήταν ένας από τους αρχαιότερους μόνιμους συνοικισμούς τσιγγάνων, καθώς οι Ρομά κατοικούσαν στην περιοχή από τους βυζαντινούς χρόνους. Η δημαρχία απαλλοτροίωσε τα σπίτια τους και τους υπέβαλε σε πρόγραμμα αναγκαστικής μετοικεσίας προς εργατικές κατοικίες της περιφέρειας.
Σκοπός, τη θέση των φτωχικών και σήμερα κατεδαφισμένων συνοικιών των τσιγγάνων να καταλάβουν συγκροτήματα πολυτελών, ομοιόμορφων κατοικιών, τα κέρδη από τις πωλήσεις των οποίων θα καρπωθούν η δημαρχία και «ημέτεροι» επενδυτές, που θα συμμετάσχουν στην ανοικοδόμηση. Στην περίπτωση του Σουλούκουλε, το κύριο θύμα δεν ήταν τα ταπεινά σπιτάκια των αθιγγάνων, αλλά η παρουσία της κοινότητας στην ιστορική της αυτή κοιτίδα. Ο κοινωνικός ιστός της κοινότητας διαλύθηκε καθώς τα μέλη της διασκορπίσθηκαν σε τσιμεντουπόλεις της περιφέρειας, με αποτέλεσμα η γλώσσα και οι μουσικές της παραδόσεις να βρίσκονται σήμερα υπό σοβαρή απειλή.
Η πικρή εμπειρία του Σουλούκουλε και η αδυναμία των μη κυβερνητικών οργανώσεων να παρεμποδίσουν την καταστροφή αποτελεί κακό οδηγό για οποιαδήποτε μέλλουσα κερδοσκοπική επέμβαση της δημαρχίας. Το επόμενο θύμα στο περισκόπιο της δημαρχίας είναι το Ταρλάμπασι. Η γειτονιά αυτή, εκατόν πενήντα μόλις μέτρα από την πλατεία Τάξιμ, την κεντρικότερη της Πόλης, ήταν άλλοτε η μεγαλύτερη ελληνική συνοικία του Πέραν.
Σήμερα, μετά την έξοδο των Ρωμηών, είναι ένα διαβόητο γκέττο, που παρέχει στέγη σε όλους τους απόκληρους. Τον κοινωνικό κατήφορο του Ταρλαμπασι επιτάχυνε η διάνοιξη της ομώνυμης λεωφόρου από τον Νταλάν, που απέποψε τη γειτονιά από τις λοιπές, αναβαθμιζόμενες σήμερα, συνοικίες του Πέραν. Το Ταρλάμπασι κατοικείται σήμερα κυρίως από Κούρδους, Τσιγγάνους, τραβεστί και Αφρικανούς μετανάστες, και αποτελεί την περιφέρεια της Πόλης με το πιο έντονο τοπικό χρώμα. Αυτό το μοναδικό κοινωνικό κοκτέιλ κατοικεί στα παλιά ελληνικά σπίτια, που σήμερα καταρρέουν. Η διάλυσή τους αποτελεί θέαμα θλιβερό, καθώς η γειτονιά αποτελεί μουσείο της Μπελ Επόκ και χρήζει επειγόντως φροντίδας.
Ωστόσο, το «σχέδιο ανάπλασης» που εξήγγειλαν από κοινού η Μητροπολιτική Δημαρχία Κωνσταντινουπόλεως και η Δημαρχία του Πέραν – αμφότερες ελεγχόμενες από το ΑΚΡ – για το Ταρλάμπασι κάθε άλλο θα εξυπηρετήσουν το στόχο της αναπαλαίωσης των κτιρίων στην αρχική τους μορφή. Η Δημαρχία του Πέραν πραγματοποίησε έκθεση στη Μεγάλη Οδό του Πέραν, τον πεζόδρομο Ιστικλάλ, όπου παρουσίασε τα σχέδιά της για το «Ταρλάμπασι του μέλλοντος». Οι εικόνες προκάλεσαν ναυτία στους αρχιτεκτονικούς συλλόγους και σε σειρά οργανώσεων της χώρας, που φαίνονται αποφασισμένες να μπλοκάρουν δικαστικά το σχέδιο.
Η Μητροπολιτική αλλά και οι περισσότερες δημαρχίες της Πόλης βρίσκονται στα χέρια μιας τάξης νεόπλουτων ισλαμιστών, με καταγωγή ιδιαζόντως ταπεινή, παιδεία ομολογουμένως ανύπαρκτη και αισθητική υπερμέτρως πληβεία. Πρόκειται για επαρχιώτες που βρέθηκαν ξαφνικά με πάρα πολλά χρήματα, αλλά δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν από τις καθυστερημένες κοινωνικές αντιλήψεις και την κακογουστιά τους. Λατρεύουν τα μεγάλα κτήρια, τα τεράστια τζαμιά, τις γιγάντιες πλατείες και ανοιχτούς χώρους και οτιδήποτε γυαλίζει, είτε πρόκειται για χρυσές βρύσες στις επαύλεις και τα διαμερίσματά τους, είτε για τα φορέματα πασπαλισμένα με χρυσόσκονή που φορούν οι σύζυγοί τους, είτε για τα γυαλιστερά μάρμαρα με τα οποία στρώνουν τις εισόδους των πολυκατοικιών τους.
Όλα αυτά τα στελέχη του ΑΚΡ έχουν ως μοντέλο για την ανάπτυξη της Πόλης το Ντουμπάι, όπως δήλωνε υπερηφάνως και ο πρωθυπουργός Έρντογαν. Έχουν και κάτι από τη σχολή Αβραμόπουλου, καθώς είναι αποφασισμένοι να γεμίσουν την Πόλη συντριβάνια και σειρές κάγκελα κατά μήκος των κεντρικών δρόμων. Τα «μεγάλα κεφάλια» του ΑΚΡ ονειρεύονται να γεμίσουν τις νέες γειτονίες που ορθώνονται πάνω από τον Βόσπορο με ουρανοξύστες πανύψηλους, να κτίσουν ένα τεράστιο τζαμί πάνω στην πλατεία Ταξίμ (ώστε να πάψει η Αγία Τριάδα να είναι η πιο επιβλητική σιλουέτα στο κάτω μέρος της) να γεμίσουν την Πόλη νέες και μεγάλες λεωφόρους και μεγάλες πλατείες. Όλα αυτά είναι στα μάτια τους πρόοδος, καθώς αυτοί οι απόγονοι κολλίγων της επαρχίας λατρεύουν την επίδειξη και οτιδήποτε αποπνέει πλούτο και ισχύ.
Αυτή η αμόρφωτη νεο-πλουτοκρατία απεχθάνεται τους φτωχούς, κατά τον ίδιο τρόπο που τους σιχαίνονται οι κεμαλιστές και η παλιά άρχουσα τάξη, και δεν τους θέλει μες στα πόδια της. Κύριος στόχος στο σχέδιο ανάπλασης του Ταρλάμπασι είναι συνεπώς να εκτοπισθεί η φτωχολογιά που το κατοικεί σήμερα μακριά από το κέντρο της πόλης, κάπου στην περιφέρεια, όπως οι τσιγγάνοι του Σουλούκουλε. Αντί δε να αναπαλαιώσουν τα παλιά Ελληνικά σπίτια, θα τα γκρεμίσουν αντικαθιστώντας τα με οικοδομές που υποτίθεται ότι θα μιμούνται την τοπική αρχιτεκτονική των Ρωμιών, αλλά θα είναι όλο γωνίες, φρεσκοβαμμένες σαν πλαστικά κουτιά, με μοντέρνα παράθυρα που θα σκοτώνουν κάθε αίσθηση παλλαϊκότητας.
Ανάμεσα στα δήθεν παραδοσιακά οικοδομήματα προβλέπονται και κάποιες γυάλινες οικοδομές, η αποθέωση του κιτς που δεν έχουν καμία σχέση με την ιστορία, την αρχιτεκτονική, την αισθητική ή το κλίμα της Πόλης. Φυσικά, προβλέπονται και οι πεζόδρομοι, στρωμένοι με κινέζικο γρανίτη, και πλατείες με το απαραίτητο σιντριβάνι. Στις ψηφιακές απεικονίσεις του «Ταρλάμπασι του Μέλλοντος» που έφτιαξε η δημαρχία, εικονίζονται στους δρόμους κουστουμαρισμένοι κύριοι και καλοντυμένες κυρίες με ξανθά μαλλιά, ενώ λείπουν φυσικά οι μπουγάδες που κρέμονται στους δρόμους. Πόσο τις σιχαίνονται αυτές τις μπουγάδες οι νεόπλουτοι του Ισλάμ! Τους έχουν γίνει εφιάλτης, μάλλον γιατί τους υπενθυμίζουν τις δικές τους ταπεινές ρίζες για τις οποίες ντρέπονται τόσο πολύ.
Ο γαμπρός του Έρντογαν θα «καθαρίσει» το Ταρλάμπασι
Για να δικαιολογήσουν την σχεδιαζόμενη «ανάπλαση» της συνοικίας, που για πολλούς μας αποτελεί ένα πρόσωπο της Πόλης που δεν θέλουμε να χαθεί οι υποστηρικτές του σχεδίου προβάλουν ισχυρισμούς εξωφρενικούς. Τονίζουν ότι μόνο το 5% των κτιρίων του Ταρλάμπασι κατοικείται από τους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους, ενώ το 50% είναι ακατοίκητα και ερειπωμένα και το υπόλοιπο 45% βρίσκεται στα χέρια καταπατητών. Η «ανάπλαση» της συνοικίας θα εκτοξεύσει τις τιμές των ακινήτων στην πραγματική τους αξία, ωφελώντας τους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους, διατείνονται.
Οι ιδιοκτήτες όμως αυτοί είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία Ρωμιοί που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους κάτω από αφόρητες πιέσεις και βρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα. Το ΑΚΡ εμφορείται από ένα χυδαίο εθνικισμό που δε διαφέρει από εκείνο των κεμαλιστών παρά στην πρόταξη του Ισλάμ ως συστατικού της Τουρκικής ταυτότητας. Δεν υπάρχει καμία πρόθεση επιστροφής των καταπατημένων ακινήτων στους Έλληνες ιδιοκτήτες τους. Το σχέδιο είναι να απαλλοτριωθούν έναντι ευτελούς τιμής πριν την ανακαίνιση, περνώντας στην ιδιοκτησία κάποιον «ημετέρων». Όλως τυχαίως, το διαγωνισμό για την υλοποίηση του σχεδίου «ανάπλασης» κέρδισε ο όμιλος Çalık γενικός διευθυντής του οποίου είναι ο γαμπρός του Ταγίπ Έρντογαν, Μπεράτ Άλμπαϊρακ.
Σύμφωνα με δηλώσεις του νυν δημάρχου του Πέρα και στελέχους του ΑΚΡ Ahmet Misbah Demircan, στη γειτονιά του Ταρλάμπασι βρίσκονται πάνω από 5,000 κτήρια. Η δημαρχία του Πέρα έχει δώσει «προτεραιότητα» στην «ανάπλαση» 278 κτηρίων. Το κόστος της θα αναλάβει ο επενδυτής (το συγκρότημα Çalık) που θα έχει και την εκμετάλλευση των κτιρίων. Τα περισσότερα, σύμφωνα πάντα με την δημαρχία, θα πωληθούν ως κατοικίες, ενώ άλλα θα ενοικιάζονται ως χώροι καταστημάτων και βιοτεχνίες.
Ο δήμαρχος έχει χαρακτηρίσει το Ταρλάμπασι «περιοχή εγκαταλελειμμένη στην τύχη της» και ως «το σημαντικότερο πρόβλημα προς επίλυση στο Πέρα». Έχει δηλώσει πως ήρθε ο καιρός η διαλεχτή αυτή η περιοχή να αποχαιρετήσει «τα στενά σοκάκια, το πρόβλημα στάθμευσης και το ανθυγιεινό κοινωνικό περιβάλλον», ενώ εξήγγειλε πως η περιοχή θα αποκτήσει ένα «μια μοντέρνα και σύγχρονη όψη». Δεν είναι τυχαίο ότι της δηλώσεις αυτές του Demircan φιλοξένησε η Yenı Şafak ισλαμική εφημερίδα που ανήκει στην οικογένεια Άλμπαϊρακ, γόνος της οποίας είναι ο γαμπρός του πρωθυπουργού και γενικός διευθυντής του ομίλου που θα αναλάβει την ανάπλαση.
«Η μοντέρνα και σύγχρονη όψη» δεν περιορίζεται στην πλαστικοποίηση των ιστορικών μεγάρων της Αρ Νουβώ, τα οποία, όπως σε κάθε ανακαίνιση της Δημαρχίας θα χάσουν οτιδήποτε θυμίζει το Ελληνικό τους παρελθόν: οι προτομές του Ερμή στα γείσα των παραθύρων, τόσο δύσκολες να συντηρηθούν, θα αφαιρεθούν όπως έγινε και στο παρελθόν, οι σταυροί, οι πλάκες με τα ονόματα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων θα εξαφανισθούν. Για να επιτευχθεί όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα, πρέπει να πεταχθούν μακριά στην περιφέρεια οι απόκληροι του Ταρλάμπασι, η παρουσία των οποίων στη μέση της Πόλης χαλά την εικόνα του «Ντουμπάι στις όχθες του Βοσπόρου». «Αυτός ο βάλτος με τα σιχαμερά κουνούπια πρέπει να αποξηρανθεί». Έτσι μου περιέγραψε ένας αστυνομικός την ανάγκη κοινωνικής ανάπλασης του Ταρλάμπασι.
Τα τρίπατα σπίτια στις κάτω ζώνες της γειτονιάς κτίσθηκαν για να στεγάζουν μια μόνο οικογένεια. Οι χώροι κάθε ορόφου είναι πολύ μικροί, με αποτέλεσμα να μην προσφέρονται για ανεξάρτητα διαμερίσματα – άσχετο αν σήμερα στοιβάζονται στον καθένα μέσα σε άθλιες συνθήκες δέκα και δώδεκα άτομα. Κυκλοφορούν ήδη φήμες ότι θα κρατηθούν οι προσόψεις των σπιτιών μόνο αρκούντως μεταλλαγμένες και ότι αυτά θα συνενωθούν και θα μετατραπούν σε ξενοδοχεία. Η γειτονιά εξάλλου βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο της διασκέδασης στο Πέρα.
Μια ομάδα αρχιτεκτόνων της Union Internationale d’ Architectes περιηγήθηκε το Ταρλάμπασι, προκειμένου να εκφέρει γνώμη σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ανάπλαση. Το κλιμάκιο εντυπωσιάσθηκε τόσο πολύ από το χαρακτήρα του Ταρλάμπασι, ώστε συνέστησε ομόφωνα να καταβληθεί προσπάθεια για την διατήρηση του ιδιαιτέρου εθνολογικού και κοινωνικού ιστού της περιοχής. Η σύσταση δυσαρέστησε φυσικά την δημαρχία. Οι ισλαμιστές και οι μεγαλοεπιχειρηματίες που συνεργάζονται μαζί τους και τα δημοσιογραφικά συγκροτήματα που όλοι αυτοί ελέγχουν αποκρούουν τις ανησυχίες των ξένων αρχιτεκτόνων και των τουρκικών οργανώσεων ως «φαντασιοπληξίες κουλτουριάρηδων».
Προφανώς η απόπειρα μετατροπής του Ταρλάμπασι από γκέτο των απόκληρων σε γκέτο των τουριστών και της ψυχαγωγίας κρύβει την αποφασιστικότητα της δημαρχίας και των ισλαμιστών επιχειρηματιών της «αυλής» του Έρντογαν να μεγιστοποιήσουν τις ευκαιρίες κερδοφορίας που παρέχει η ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά των ακινήτων στην Πόλη. Ωστόσο, σήμερα δε βρισκόμαστε στην εποχή της στρατοκρατίας και την περίοδο Νταλάν. Η κοινωνία των πολιτών διεκδικεί γνώμη στα πάντα, και είναι έτοιμη να αντιδράσει.
Ήδη, οι κάτοικοι του Ταρλάμπασι συνασπίζονται και ετοιμάζονται να προσβάλουν το «σχέδιο ανάπλασης» δικαστικά. «Δε θέλουμε να μας γκρεμίσουν τα σπίτια και να τα ξαναχτίσουν, ούτε να τα ανακαινίσουν για να τα πουλήσουν σε πλούσιους ξένους και δεν θέλουμε να μας μεταφέρουν μακριά από το Ταρλάμπασι» μου είπε μια εκνευρισμένη Κούρδισα «εμείς για το κράτος είμαστε απλά ανύπαρκτοι. Αλλά δεν θα αφήσουμε να μας ξεσπιτώσουν για δεύτερη φορά.» Οι κάτοικοι δηλώνουν αποφασισμένοι να φθάσουν μέχρι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Αλλά δεν είναι μόνο το Ταρλάμπασι. Τους κατοίκους της Πόλης έχει ξεσηκώσει στο πόδι η απόφαση του ανεκδιήγητου (και διεφθαρμένου, κατά τον αντιπολιτευόμενο τύπο) δημάρχου Τόπμπας, που σχεδιάζει να γκρεμίσει έναν από τους ιστορικότερους κινηματογράφους του Πέραν, τον Emek. Στη θέση του κινηματογράφου και του Circle d’ Orient, του μεγαλύτερου κτιρίου της συνοικίας που άλλοτε στέγαζε μία τεκτονική στοά, η δημαρχία σχεδιάζει να οικοδομήσει.... υπεραγορά! Ο δήμαρχος της Μητροπολιτικής Δημαρχίας είναι ταυτόχρονα και ιδιοκτήτης του γνωστού ζαχαροπλαστείου Saray επί της Μεγάλης Οδού του Πέραν (Ιστικλάλ), στο οποίο στοιβάζονται σαν τα πρόβατα οι Έλληνες τουρίστες (λες και δεν υπάρχει άλλο ζαχαροπλαστείο στο Πέραν).
Ο δήμαρχος κατεδάφισε αρκετά ιστορικά κτίρια για να κτίσει ένα γύψινο κιτσαριό, που γελοιοποιεί την αστική αρχιτεκτονική των λεβαντίνων του Πέραν, όπου στέγασε προσωρινά την τεράστια επιχείρησή του, που λάνσαρε – παγκόσμια καινοτομία! – το tiramisu χωρίς αλκοόλ. Εκτός από το ισλαμικό tiramisu, στην αστική κουλτούρα της Πόλης ο Τόπμπας προσέφερε και ένα άλλο, αντίστοιχης κακογουστιάς, μέγαρο που ανοικοδομείται ακριβώς απέναντι από το Saray, και που ακόμη δε γνωρίζουμε πια επιχείρισή του θα στεγάσει.
Η «προφητεία» για την «Κωνσταντινούπολη του μέλλοντος»
Ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Edmondo de Amicis στο βιβλίο του Κωνσταντινούπολη του 1870 περιγράφει μία οπτασία που είχε σχετικά με το μέλλον της Πόλης, οπτασία που μπορούμε σήμερα να θεωρήσουμε «προφητεία».
Αλίμονο! Θα έχει ήδη συντελεσθεί η μεγάλη θυσία της ομορφιάς στο σύγχρονο πολιτισμό. Τη βλέπω, την Κωνσταντινούπολη του μέλλοντος, αυτό το Λονδίνο της Ανατολής, να ορθώνεται σε μία θλιβερή, απειλητική μεγαλοπρέπεια, πάνω στα ερείπια της ομορφότερης πόλης του κόσμου. Οι λόφοι της θα ισοπεδωθούν, τα άλση της θα κοπούν, τα σπίτια της με τα έντονα χρώματα θα εκκαθαρισθούν. Τον ορίζοντα θα ζώνουν, από κάθε πλευρά, σειρές πολυκατοικιών, εργατικών κατοικιών και εργοταξίων, που θα τις διακόπτουν χίλιες καμινάδες εργοστασίων και καμπαναριά. Μακρές, ευθείες λεωφόροι θα διαιρέσουν την Παλιά Πόλη σε δέκα χιλιάδες γιγάντια τετράγωνα. [...] ένα σύνολο στερεό, γεωμετρικό, τα πάντα χρηστικά, γκρίζα και άσχημα, και ένα μαύρο νέφος θα σκεπάζει διαρκώς τους όμορφους ουρανούς της Θράκης, προς τον οποίο δε θα ορθώνονται ούτε οι προσευχές των ευσεβών, ούτε το βλέμμα των ερωτευμένων, ούτε το τρυφερό βλέμμα των ερωτευμένων ούτε οι ωδές των ποιητών...»
Τα πράγματα δεν είναι ευτυχώς τόσο άσχημα όσο στην προφητεία του συναισθηματικού Ιταλού. Με δεδομένες ωστόστο τις προθέσεις και τα κίνητρα της δημαρχίας, δεν μπορεί κανείς παρά να ελπίζει πως οι κάτοικοι της Πόλης θα συνενωθούν για να αποφύγουν τα χειρότερα στο μέλλον.
Δημοσίευση σχολίου