Γιώργος Σκαφιδάς
Σύμφωνα με όσα γράφει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζούλιαν Μπαρνς (και όχι κάποιος Ρώσος ή φιλορώσος) στους (κάθε άλλο παρά φιλικούς απέναντι στον Πούτιν) New York Times, τα ρεαλιστικά σενάρια που διανοίγονται πια γύρω από την πιθανή έκβαση του πολέμου την Ουκρανία είναι δύο και όλα τους περιλαμβάνουν απώλειες ουκρανικών εδαφών.
Στη χειρότερη περίπτωση, η Ουκρανία χάνει τα ήδη χαμένα και βλέπει τις ευρωατλαντικές της φιλοδοξίες να εκτροχιάζονται. Στην «καλύτερη» περίπτωση, ανακτά μέρος των χαμένων εδαφών και παραμένει σε τροχιά ευρωατλαντικής ένταξης. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, η Ουκρανία κάτι χάνει από εκείνα που ήταν δικά της πριν από τη ρωσική εισβολή του 2022, μια εισβολή από την οποία σε λίγες εβδομάδες συμπληρώνονται δύο χρόνια. Στην ανάλυσή του, ο Μπαρνς ουσιαστικά ψέγει τους Ρεπουμπλικανούς και την πλευρά Τραμπ, καλώντας τους να ξεμπλοκάρουν την αμερικανική βοήθεια των 60 δισ. δολ. για την Ουκρανία που έχει κολλήσει στο Κογκρέσο, προκειμένου έτσι να αποφευχθεί το χειρότερο σενάριο.
Ο Στίβεν Γουόλτ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, έχει ωστόσο κάπως διαφορετική άποψη. Σύμφωνα με όσα έγραφε προ εβδομάδων στον ιστοχώρο του περιοδικού Foreign Policy, η αμερικανική κυβέρνηση που θα αναδειχθεί μέσα από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, είτε αυτή είναι μια κυβέρνηση Ρεπουμπλικανών (υπό τον Τραμπ;) είτε μια κυβέρνηση Δημοκρατικών (υπό τον Μπάιντεν;), «θα επιχειρήσει να διαπραγματευτεί το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία μετά τον Ιανουάριο του 2025 και η συμφωνία που θα προκύψει είναι πιθανό να είναι πολύ πιο κοντά στους στόχους της Ρωσίας παρά του Κιέβου». «Η πλάστιγγα του πολέμου έγειρε σε βάρος της Ουκρανίας το 2023 και παρόλο που οι υποστηρικτές της συνεχίζουν να σκαρφίζονται αισιόδοξα σχέδια για την απελευθέρωση των περιοχών που η Ρωσία έχει καταλάβει και παράνομα προσαρτήσει, οι ελπίδες τους είναι σχεδόν σίγουρα απατηλές και το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας πιθανότατα το γνωρίζει. Η διοίκηση Μπάιντεν δεν πρόκειται να το παραδεχτεί αυτό πριν από τις εκλογές (σ.σ. τις αμερικανικές προεδρικές που αναμένονται τον Νοέμβριο του 2024), διότι έτσι θα ήταν σαν να αμφισβητεί τους δικούς μέχρι τώρα χειρισμούς. Εάν παραμείνει στον Λευκό Οίκο ωστόσο, είναι πιθανό να πιέσει το Κίεβο να υιοθετήσει πιο ρεαλιστικούς στόχους και να προχωρήσει σε μια διευθέτηση (σ.σ. settlement). Η διαφορά του Μπάιντεν από τον Τραμπ είναι ότι ο Μπάιντεν θα το έκανε αυτό με μετρημένο τρόπο σε μια προσπάθεια να βοηθήσει το Κίεβο να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή συμφωνία», γράφει ο Γουόλτ, επιχειρώντας μια πρόβλεψη αναφορικά με όσα θα πρέπει να περιμένουμε από τον Ιανουάριο του 2025, οπότε ξεκινά η νέα προεδρική θητεία στις ΗΠΑ, και έπειτα.
Αλλά και στο πεδίο των ελληνοτουρκικών, παρά το καλό (ή, πιο ορθά, το όχι κακό) κλίμα της φάσης στην οποία έχουμε πια εισέλθει με φόντο τη «Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας», διπλωματικές πηγές αναγκάστηκαν να παραδεχθούν προ ημερών ότι «υπάρχουν σοβαρά διαφορετικές απόψεις σε συγκεκριμένα θέματα». Νωρίτερα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν είχε φροντίσει να μας υπενθυμίσει κάποιες από αυτές τις σοβαρές διαφορές μέσα από δηλώσεις που έκανε στα τουρκικά μίντια (Α Haber), δηλώσεις που επανέφεραν τις κατά την Τουρκία γκρίζες ζώνες της αμφισβητούμενης κυριαρχίας στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, την τουρκική αξίωση περί αποστρατιωτικοποίησης πολλών ελληνικών νησιών, την απειλή του casus belli σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων πέραν των 6 ν.μ. στο Αιγαίο, την (θεωρητική και επί της αρχής, καθώς οι παραβιάσεις έχουν το τελευταίο διάστημα περιοριστεί σημαντικά) υπεράσπιση της πρακτικής των τουρκικών παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου στη βάση της αναντιστοιχίας μεταξύ ελληνικού εναέριου χώρου (10 ν.μ.) και χωρικών υδάτων (6 ν.μ.), την εκ νέου έγερση «μειονοτικού» ζητήματος… Κι όλα αυτά, χωρίς να μπαίνει καν πια στη συζήτηση το Κυπριακό…
Ειρήσθω εν παρόδω, διερωτάται κανείς εάν αυτές οι δηλώσεις του Φιντάν και οι επίμονες/επαναλαμβανόμενες αναφορές του ιδίου του Ερντογάν στο επεκτατικό όραμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» συνάδουν με το σημείο «OP2» της Διακήρυξης των Αθηνών. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το εν λόγω σημείο, «τα Μέρη δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους».
Αλλά και στο μέτωπο των σχέσεων με τις ΗΠΑ, η ροή των εξελίξεων που δείχνουν να δρομολογούνται (βλ. F-35 στην Ελλάδα, F-16 στην Τουρκία και η Σουηδία στο ΝΑΤΟ) δεν θα έπρεπε να δημιουργεί αυταπάτες περί ελληνικής «νίκης» και/ή τουρκικής «ήττας».
Οι ΗΠΑ «δεν είναι διατεθειμένες να χάσουν την Τουρκία. Θέλουν να την κρατήσουν μέσα στη δυτική συμμαχία. Ούτε είναι διατεθειμένες να στοιχηθούν με την Ελλάδα στη διαμάχη μας με την Τουρκία», γράφει χαρακτηριστικά ο ακαδημαϊκός και βουλευτής της ΝΔ, Αγγελος Συρίγος, στην «Καθημερινή». Η Aμερικανίδα υφυπουργός Eξωτερικών, Βικτόρια Νούλαντ, διεμήνυσε πρόσφατα ότι εάν η Άγκυρα καταφέρει να «τακτοποιήσει» πρακτικά το θέμα των S-400 που έχει αγοράσει από τη Ρωσία, τότε οι ΗΠΑ μπορεί «να την δεχτούν πίσω στην οικογένεια των F-35» από την οποία εκείνη εκδιώχθηκε το 2019. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο Ίαν Λέσερ του German Marshall Fund of the United States παρουσιάζεται, μάλιστα, να θεωρεί «πιθανή» μια τέτοια «επίλυση» του ζητήματος των S-400 και, ως εκ τούτου, όχι απίθανη ακόμη και την επιστροφή της Τουρκίας στο κλειστό κλαμπ των F-35 (σ.σ. «some resolution of the question of Ankara’s purchase of S-400 missile systems from Russia is possible, and this would be a prerequisite for Türkiye’s return to the US F-35 fighter jet program», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο άρθρου που δημοσιεύτηκε στις 02 Φεβρουαρίου)…
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου