Στην ολλανδική εφημερίδα, Financieele Dagblad, δημοσιεύεται άρθρο του δημοσιογράφου και ανταποκριτή στην Κωνσταντινούπολη, κ. Marc Guillet, με τίτλο: «Η νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας εγκυμονεί ανησυχίες στις δυτικές χώρες», στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Η αυξανόμενη οικονομική ισχύς της Τουρκίας συμβαδίζει με μια εξωτερική πολιτική με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Η Άγκυρα δεν είναι πλέον μονομερώς φιλοδυτική.
Τα σχολεία στην Τουρκία εξακολουθούν να ενσταλάζουν στους μαθητές τα παλαιά στερεότυπα σαν αυτά που λένε ότι «ο μόνος φίλος του Τούρκου είναι Τούρκος» ότι η Τουρκία είναι περικυκλωμένη από εχθρούς. Πολλοί αξιωματικοί του στρατού και άλλοι υπερ-εθνικιστές πιστεύουν ακράδαντα ότι η Ε.Ε. και η Αμερική συνωμοτούν για να διαιρέσουν την Τουρκία σε Κούρδους και Αρμενίους. Η δυσπιστία απέναντι στο εξωτερικό –συμμάχους και εχθρούς- είναι βαθιά ριζωμένη στην τουρκική εθνική ψυχή. Έξω από τους τοίχους των σχολείων και των στρατώνων, Τούρκοι διπλωμάτες και υπουργοί είναι απασχολημένοι να παροπλίσουν τα παλαιά κλισέ και να δώσουν σχήμα σε μια νέα εξωτερική πολιτική. Η εκπληκτική συμφωνία για το ουράνιο, που ο Πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέγραψε με τον βραζιλιάνο πρόεδρο στην Τεχεράνη, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας πολιτικής. Η Τουρκία έχει περισσότερη αυτοπεποίθηση και είναι λιγότερο μονόπλευρα φιλοδυτική από ό, τι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Για δεύτερη χρονιά, είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και μεγαλώνει ο ρόλος της ως περιφερειακή υπερδύναμη. Η χώρα στον Βόσπορο μετατρέπεται σε βαρέων βαρών, χάρη στην αυξανόμενη οικονομική της δύναμη. Σε παγκόσμια κατάταξη η τουρκική οικονομία είναι δέκατη έβδομη. Αλλά η προσέγγιση της Τουρκίας με χώρες όπως το Ιράν και η Συρία – εκτός από το Ισραήλ που ασκεί κριτική – οδηγεί αυτούς που χαράζουν την πολιτική και τους παρατηρητές στην Ουάσιγκτον και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να αναρωτιούνται εάν το κυβερνών Κόμμα AK απομακρύνεται από τη Δύση.
Οι επικριτές του πρωθυπουργού Ερντογάν διαθέτουν παραδείγματα πάνω σε αυτό το θέμα. Υπενθυμίζεται ότι το κόμμα AK απορρέει από το πολιτικό Ισλάμ και υπάρχουν υποψίες ότι ο Πρωθυπουργός έχει μια κρυφή ατζέντα για να μετατρέψει την κοσμική δημοκρατία του Ατατούρκ σε ένα δεύτερο Ιράν. Ο καθηγητής Bernard Lewis, ο οποίος έχει δημοσιεύσει πολλά για την Τουρκία, ήταν την περασμένη εβδομάδα, στη The Wall Street Journal, ο σημαντικότερος αναλυτής που χτύπησε τον κώδωνα του κινδύνου. Η Τουρκία όχι μόνο έχει εισέλθει σε φιλικές σχέσεις με το καθεστώς της Συρίας, αλλά έστρωσε επίσης, το κόκκινο χαλί για τον ηγέτη της Χαμάς, το 2006. Ο πρωθυπουργός Ερντογάν είπε ότι «κανένας μουσουλμάνος δεν μπορεί να διαπράξει γενοκτονία» και φάνηκε αυτό με τη διάθεσή του να προστατεύσει τον Σουδανό ηγέτη Ομάρ αλ Μπασίρ.
Επίσης, επέκρινε τον “στρατηγικό εταίρο της Τουρκίας”, το Ισραήλ, για τις επιθέσεις με υπερβολική βία στη Γάζα. Ο Ερντογάν ονόμασε τη Γάζα ένα ‘’στρατόπεδο συγκέντρωσης’’ και αποχώρησε επιδεικτικά από το βήμα μετά από μια λεκτική φιλονικία με τον ισραηλινό πρόεδρο Πέρες, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Επιπλέον, απαγόρευσε τα ισραηλινά μαχητικά αεροσκάφη να συμμετάσχουν στην ετήσια άσκηση Ανατολικός Αετός του ΝΑΤΟ στην Τουρκία, για πρώτη φορά μετά από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Όλα αποδεικνύουν ότι η Τουρκία στο πλαίσιο του κόμματος ΑΚ, εφαρμόζει μια «ισλαμική ηθική» και μια «ισλαμική πολιτική», όπως, υποστηρίζει ο Soner Cagaptay του Ινστιτούτου της Washington για την πολιτική στην Μέση Ανατολή.
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, τόνισε ότι η Τουρκία δεν γυρίζει την πλάτη στη Δύση. Η συνεργασία με τις ΗΠΑ και η προσχώρηση στην Ε.Ε. αποτελούν τους στρατηγικούς πυλώνες της εξωτερικής της πολιτικής. Αλλά η Τουρκία έχει γίνει πιο θετική και τα συμφέροντα που τρέχουν δεν είναι πάντα παράλληλα. Ο Νταβούτογλου είναι ο αρχιτέκτονας του επαναπροσανατολισμού της πολιτικής της Τουρκίας που ο ίδιος ονομάζει “κανένα πρόβλημα με τους γείτονες”. Έτσι εμφανίζονται αξιοσημείωτες πρωτοβουλίες, όπως η προσέγγιση με την Αρμενία και οι στενότερες οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες όπως η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Θετικό για την προμήθεια του φυσικού αερίου και καλό για τους Τούρκους επιχειρηματίες.
Παρά τη θέληση των στρατηγών, το 2004, ο Ερντογάν υποστήριξε το σχέδιο Ανάν για την επανένωση της Κύπρου και συνεχίζει να πιέζει τους εθνικιστές στη Βόρεια Κύπρο να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις. Υπάρχει και πρόοδος στη σχέση «ούτε πόλεμος, ούτε ειρήνη» με τον αιώνιο εχθρό της Τουρκίας, την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα, ο Ερντογάν, το περασμένο σαββατοκύριακο, όχι μόνο υπέγραψε 22 συμφωνίες, αλλά και μια συμβολική εκεχειρία, στο Στάδιο όπου διεξήχθησαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Και την περασμένη εβδομάδα, η Ρωσία και η Τουρκία συνήψαν πολλές συμφωνίες στους τομείς ενέργειας και εμπορίου, μέρος μιας αυξανόμενης σχέσης με τη χώρα, που ο Ρώσος Πρόεδρος, Μεντβέντεφ είχε χαρακτηρίσει ως “μια πραγματικά στρατηγική εταιρική σχέση”. Οι προσπάθειες της Τουρκίας για την επίλυση των συγκρούσεων με την Αρμενία ικανοποίησε την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προκύπτει από την έκθεση προόδου που δημοσιεύεται κάθε φθινόπωρο. Ένας καλός γείτονας είναι ένας από τους πυλώνες της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επίλυση αυτών των προβλημάτων δεν γίνεται χωρίς προσπάθεια. Αλλά είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον ικανοποιημένη με τον ιστορικό της ρόλο, ως γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Τώρα επιθυμεί να είναι ο άξονας στην περιοχή».
Τα σχολεία στην Τουρκία εξακολουθούν να ενσταλάζουν στους μαθητές τα παλαιά στερεότυπα σαν αυτά που λένε ότι «ο μόνος φίλος του Τούρκου είναι Τούρκος» ότι η Τουρκία είναι περικυκλωμένη από εχθρούς. Πολλοί αξιωματικοί του στρατού και άλλοι υπερ-εθνικιστές πιστεύουν ακράδαντα ότι η Ε.Ε. και η Αμερική συνωμοτούν για να διαιρέσουν την Τουρκία σε Κούρδους και Αρμενίους. Η δυσπιστία απέναντι στο εξωτερικό –συμμάχους και εχθρούς- είναι βαθιά ριζωμένη στην τουρκική εθνική ψυχή. Έξω από τους τοίχους των σχολείων και των στρατώνων, Τούρκοι διπλωμάτες και υπουργοί είναι απασχολημένοι να παροπλίσουν τα παλαιά κλισέ και να δώσουν σχήμα σε μια νέα εξωτερική πολιτική. Η εκπληκτική συμφωνία για το ουράνιο, που ο Πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέγραψε με τον βραζιλιάνο πρόεδρο στην Τεχεράνη, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας πολιτικής. Η Τουρκία έχει περισσότερη αυτοπεποίθηση και είναι λιγότερο μονόπλευρα φιλοδυτική από ό, τι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Για δεύτερη χρονιά, είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και μεγαλώνει ο ρόλος της ως περιφερειακή υπερδύναμη. Η χώρα στον Βόσπορο μετατρέπεται σε βαρέων βαρών, χάρη στην αυξανόμενη οικονομική της δύναμη. Σε παγκόσμια κατάταξη η τουρκική οικονομία είναι δέκατη έβδομη. Αλλά η προσέγγιση της Τουρκίας με χώρες όπως το Ιράν και η Συρία – εκτός από το Ισραήλ που ασκεί κριτική – οδηγεί αυτούς που χαράζουν την πολιτική και τους παρατηρητές στην Ουάσιγκτον και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να αναρωτιούνται εάν το κυβερνών Κόμμα AK απομακρύνεται από τη Δύση.
Οι επικριτές του πρωθυπουργού Ερντογάν διαθέτουν παραδείγματα πάνω σε αυτό το θέμα. Υπενθυμίζεται ότι το κόμμα AK απορρέει από το πολιτικό Ισλάμ και υπάρχουν υποψίες ότι ο Πρωθυπουργός έχει μια κρυφή ατζέντα για να μετατρέψει την κοσμική δημοκρατία του Ατατούρκ σε ένα δεύτερο Ιράν. Ο καθηγητής Bernard Lewis, ο οποίος έχει δημοσιεύσει πολλά για την Τουρκία, ήταν την περασμένη εβδομάδα, στη The Wall Street Journal, ο σημαντικότερος αναλυτής που χτύπησε τον κώδωνα του κινδύνου. Η Τουρκία όχι μόνο έχει εισέλθει σε φιλικές σχέσεις με το καθεστώς της Συρίας, αλλά έστρωσε επίσης, το κόκκινο χαλί για τον ηγέτη της Χαμάς, το 2006. Ο πρωθυπουργός Ερντογάν είπε ότι «κανένας μουσουλμάνος δεν μπορεί να διαπράξει γενοκτονία» και φάνηκε αυτό με τη διάθεσή του να προστατεύσει τον Σουδανό ηγέτη Ομάρ αλ Μπασίρ.
Επίσης, επέκρινε τον “στρατηγικό εταίρο της Τουρκίας”, το Ισραήλ, για τις επιθέσεις με υπερβολική βία στη Γάζα. Ο Ερντογάν ονόμασε τη Γάζα ένα ‘’στρατόπεδο συγκέντρωσης’’ και αποχώρησε επιδεικτικά από το βήμα μετά από μια λεκτική φιλονικία με τον ισραηλινό πρόεδρο Πέρες, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Επιπλέον, απαγόρευσε τα ισραηλινά μαχητικά αεροσκάφη να συμμετάσχουν στην ετήσια άσκηση Ανατολικός Αετός του ΝΑΤΟ στην Τουρκία, για πρώτη φορά μετά από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Όλα αποδεικνύουν ότι η Τουρκία στο πλαίσιο του κόμματος ΑΚ, εφαρμόζει μια «ισλαμική ηθική» και μια «ισλαμική πολιτική», όπως, υποστηρίζει ο Soner Cagaptay του Ινστιτούτου της Washington για την πολιτική στην Μέση Ανατολή.
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, τόνισε ότι η Τουρκία δεν γυρίζει την πλάτη στη Δύση. Η συνεργασία με τις ΗΠΑ και η προσχώρηση στην Ε.Ε. αποτελούν τους στρατηγικούς πυλώνες της εξωτερικής της πολιτικής. Αλλά η Τουρκία έχει γίνει πιο θετική και τα συμφέροντα που τρέχουν δεν είναι πάντα παράλληλα. Ο Νταβούτογλου είναι ο αρχιτέκτονας του επαναπροσανατολισμού της πολιτικής της Τουρκίας που ο ίδιος ονομάζει “κανένα πρόβλημα με τους γείτονες”. Έτσι εμφανίζονται αξιοσημείωτες πρωτοβουλίες, όπως η προσέγγιση με την Αρμενία και οι στενότερες οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες όπως η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Θετικό για την προμήθεια του φυσικού αερίου και καλό για τους Τούρκους επιχειρηματίες.
Παρά τη θέληση των στρατηγών, το 2004, ο Ερντογάν υποστήριξε το σχέδιο Ανάν για την επανένωση της Κύπρου και συνεχίζει να πιέζει τους εθνικιστές στη Βόρεια Κύπρο να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις. Υπάρχει και πρόοδος στη σχέση «ούτε πόλεμος, ούτε ειρήνη» με τον αιώνιο εχθρό της Τουρκίας, την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα, ο Ερντογάν, το περασμένο σαββατοκύριακο, όχι μόνο υπέγραψε 22 συμφωνίες, αλλά και μια συμβολική εκεχειρία, στο Στάδιο όπου διεξήχθησαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Και την περασμένη εβδομάδα, η Ρωσία και η Τουρκία συνήψαν πολλές συμφωνίες στους τομείς ενέργειας και εμπορίου, μέρος μιας αυξανόμενης σχέσης με τη χώρα, που ο Ρώσος Πρόεδρος, Μεντβέντεφ είχε χαρακτηρίσει ως “μια πραγματικά στρατηγική εταιρική σχέση”. Οι προσπάθειες της Τουρκίας για την επίλυση των συγκρούσεων με την Αρμενία ικανοποίησε την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προκύπτει από την έκθεση προόδου που δημοσιεύεται κάθε φθινόπωρο. Ένας καλός γείτονας είναι ένας από τους πυλώνες της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επίλυση αυτών των προβλημάτων δεν γίνεται χωρίς προσπάθεια. Αλλά είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον ικανοποιημένη με τον ιστορικό της ρόλο, ως γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Τώρα επιθυμεί να είναι ο άξονας στην περιοχή».
Δημοσίευση σχολίου