Η Επιτροπή της Βενετίας για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου («Επιτροπή της Βενετίας») κάλεσε με γνωμοδότησή της την Τουρκία να αναγνωρίσει νομική προσωπικότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και να αποδεχθεί την οικουμενικότητα του Πατριαρχικού Θρόνου. Η επιτροπή αποτελεί το σώμα ανεξαρτήτων νομομαθών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Θεωρείται το δεύτερο σημαντικότερο,
μετά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θεσμοθετημένο όργανο νομομαθών του Συμβουλίου. Αν και όργανο συμβουλευτικού χαρακτήρα, διαθέτει σοβαρή πολιτική επιρροή και θεωρείται κατ’ εξοχήν εκφραστής των δημοκρατικών αρχών μέσω του δικαίου.
Σε γνωμοδότησή της, το τελικό κείμενο της οποίας υιοθετήθηκε στις 13 Μαρτίου, η επιτροπή κάλεσε την Τουρκία να αναγνωρίσει νομική προσωπικότητα στους κοινοτικούς θεσμούς των μη-Μουσουλμανικών θρησκευτικών μειονοτήτων που διαβιούν στη χώρα και να επιτρέπει στο Πατριαρχείο τη χρήση του όρου «Οικουμενικό». Παράλληλα, κάλεσε τις τουρκικές αρχές να πάψουν να εγείρουν προσκόμματα στην επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Η γνωμοδότηση εξεδόθη κατόπιν αιτήματος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, που ζητούσε από την Επιτροπή της Βενετίας να γνωμοδοτήσει σχετικά με το κατά πόσον η Τουρκία συμμορφώνεται με τα Ευρωπαϊκά κριτήρια στην εμμονή της να μην αναγνωρίζει νομική προσωπικότητα στις κοινότητες των μειονοτήτων, αλλά και τον Οικουμενικό τίτλο του Πατριαρχείου.
Σύμφωνα με τον τουρκικό τύπο και τα διεθνή πρακτορεία, η Επιτροπή της Βενετίας δέχθηκε πως η Συνθήκη της Λωζάννης δεν προβλέπει κανένα περιορισμό στη χρήση του όρου «Οικουμενικός» από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα, τόνισε πως η Τουρκία δεν είχε εκφράσει οιαδήποτε σχετική επιφύλαξη κατά την υπογραφή της.
Η Επιτροπή αναφέρθηκε στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου τονίζεται πως η θρησκευτική ελευθερία και ελευθερία της συνειδήσεως δεν αποτελεί μόνο ατομικό δικαίωμα, αλλά ταυτόχρονα δικαίωμα των αντίστοιχων κοινοτήτων. Στην έκθεση τονίζεται πως η άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει νομική προσωπικότητα στις κοινότητες των θρησκευτικών μειονοτήτων δεν ευθυγραμμίζεται με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που αναφέρονται στην ανεξιθρησκεία και ελευθερία της συνειδήσεως και στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Παραβίαση των εν λόγω διατάξεων συνιστά και το το γεγονός ότι οι τουρκικές αρχές θέτουν τον όρο της τουρκικής ιθαγένειας ως προϋπόθεση για την ανάδειξη στο αξίωμα του Πατριάρχη. Στιγμιότυπο από συνεδρίαση της Επιτροπής της Βενετίας Με το σκεπτικό αυτό, η γνωμοδότηση συνεπέρανε πως η βασική αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας συμπεριλαμβάνει την αναγνώριση νομικής προσωπικότητας στις θρησκευτικές μειονότητες. Αντικρούοντας το τουρκικό επιχείρημα πως η αρχή του κοσμικού κράτους είναι που δεν επιτρέπει παρόμοια αναγνώριση νομικής προσωπικότητας, η Επιτροπή τόνισε πως πολλά κοσμικά κράτη της Ευρώπης παρέχουν τις νομικές βάσεις για μία τέτοια αναγνώριση. Ως παράδειγμα αναφέρθηκε η Γαλλία, όπου οι θρησκευτικές μειονότητες έχουν τη δυνατότητα να ιδρύουν ενώσεις και σωματεία υπό τη μορφή «πολιτιστικών συλλόγων».
Η Επιτροπή κάλεσε την Τουρκία να αναγνωρίσει τη νομική προσωπικότητα των οργανώσεων των θρησκευτικών μειονοτήτων και την οικουμενικότητα του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου ως ένδειξη σεβασμού και ανεκτικότητας προς τις μειονότητες, αλλά και στα πλαίσια της υπεράσπισης του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Για τους ίδιους λόγους καλείται η χώρα να άρει τα οποιαδήποτε προσκόμματα στην επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Η γνωμοδότηση καλεί την Τουρκία να αναγνωρίσει νομική προσωπικότητα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Αρμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, την Αρχιραββινεία της Τουρκίας, την Αρμενοκαθολική Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως, τη Βουλγαρική Εξαρχία και την Ρωμαιοκαθολική Αποστολική Διακονία της Πόλης.
Όσον αφορά την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου, η Επιτροπή τόνισε πως ο όρος αφορά την εκκλησιαστική παράδοση με αποτέλεσμα να μη βρίσκεται η ίδια, ή οποιοδήποτε άλλο σώμα πέραν του ιδίου του Πατριαρχείου, σε θέση να εκφέρει γνώμη σχετικά. Η έκθεση επέκρινε, συνεπώς, το Ανώτατο Ακυρωτικό της Τουρκίας που εξέδοσε απόφαση με την οποία επιχειρεί να εμποδίσει το Πατριαρχείο να χρησιμοποιεί τον όρο. Η Επιτροπή χαρακτήρισε «ανησυχητική» την απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού, ενώ επεσήμανε πως το εν λόγω δικαστήριο παραβίασε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ωστόσο, η Επιτροπή σημείωσε πως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν προκύπτει θετική υποχρέωση των Τουρκικών αρχών να προχωρήσουν στην χρήση του τίτλου «Οικουμενικό», όταν αναφέρονται στο Πατριαρχείο. Οι κρατικές αρχές είναι συνεπώς ελεύθερες να μη χρησιμοποιούν τον τίτλο οι ίδιες εφόσον δεν το επιθμούν. Δεν μπορούν όμως να παρακωλύουν το ίδιο το Πατριαρχείο ή τρίτους από τη χρήση αυτή. Τονίζεται, ωστόσο, πως η Επιτροπή της Βενετίας δε βλέπει οποινδήποτε πραγματικό ή νομικό λόγο που δικαιολογεί την άρνηση των τουρκικών αρχών να αναφέρονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με τον ιστορικό και γενικώς παραδεδεγμένο τίτλο του. Η δημοσιοποίηση της γνωμοδότησης προκάλεσε το ενδιαφέρον του Τουρκικού τύπου. Θεωρείται σημαντική, καθώς ανοίγει την πόρτα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για ζητήματα όπως η άρνηση των αρχών να του αναγνωρίσουν νομική προσωπικότητα, η απόπειρα να του απαγορευθεί η χρήση του όρου «Οικουμενικό» και η απαγόρευση λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής. Η γνωμοδότηση ενδέχεται να φέρει σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις και να ανοίξει το δρόμο για νέες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου κατά της Άγκυρας.
Αυξάνεται σημαντικά το τελευταίο διάστημα ο αριθμός των σχολιαστών του που τάσσονται υπέρ της αναγνώρισης από την Άγκυρα της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου, αλλά και της προώθησης από το τουρκικό κράτος ενός διευρυμένου διεθνούς πνευματικού ρόλου για τον Οικουμενικό Θρόνο. Ο εθνικιστικός τύπος, από την άλλη, εκφράζει από χθες έντονη δυσφορία για την απόφαση και εξαπολύει μύδρους κατά της Επιτροπής της Βενετίας.
Νομικοί ειδήμονες επεσήμαναν πως η έκδοση της γνωμοδότησης λαμβάνει χώρα μόλις ενάμισι μήνα μετά την εκλογή στην προεδρία της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης ενός Τούρκου. Ο βουλευτής του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης Μεβλούτ Τσαούσογλου εξελέγη στην προεδρία της κοινοβουλευτικής συνέλευσης στις 25 Ιανουαρίου. «Καθώς η Τουρκία έχει την προεδρία της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχει αυξημένο ρόλο εντός του Συμβουλίου και συνεπώς αυξημένη ευθύνη» τόνισαν οι εν λόγω ειδήμονες.
Δημοσίευση σχολίου