Η ευρεία αντιπροσωπευτικότητα με ισότιμη συμμετοχή του G20 αποδείχθηκε μπούμερανγκ για την αποτελεσματικότητά του .
ΣΕΟΥΛ Η πέμπτη κατά σειρά σύνοδος κορυφής της «Ομάδας των Είκοσι» (G20) είναι και η κρισιμότερη για το μέλλον του νεόκοπου αυτού οργάνου διεθνούς συνεργασίας: ενός οργάνου που «γεννήθηκε» τον Νοέμβριο του 2008, εν μέσω της «τοξικής» οικονομικής κρίσης, και διαφημίστηκε ως ιδανικό αντίδοτο στην αδυναμία των ήδη υπαρκτών αλλά περιορισμένων σε συμμετοχή δομών, όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και το G8, να αντιμετωπίσουν τις νέες υπερεθνικές προκλήσεις.
Οι περισσότεροι όμως αναλυτές εκτιμούν ότι οι ελπίδες που αρχικά συνόδευσαν το νέο σχήμα έχουν πρόωρα εκπνεύσει καθώς το ισχυρό «χαρτί» του (η αυξημένη αντιπροσωπευτικότητα, με ισότιμη συμμετοχή αναδυόμενων περιφερειακών δυνάμεων όπως η Ινδία, η Βραζιλία, η Τουρκία κ.ά.) αποδεικνύεται τελικά και η μεγάλη αδυναμία του. Πώς είναι δυνατόν να συμβιβαστούν τόσο ποικίλα εθνικά συμφέροντα σε συνθήκες στασιμότητας ή και ύφεσης για τους μισούς και ξέφρενης ανάπτυξης για τους υπολοίπους; Πώς να «τα βρουν» Κίνα και Γερμανία με την Ουάσιγκτον, όταν η τελευταία- αντιμέτωπη με ρεκόρ ανεργίας και τεράστια δημοσιονομικά και εμπορικά ελλείμματα- ρίχνει λάδι στη φωτιά του νομισματικού πολέμου, τυπώνοντας «πληθωριστικό» χρήμα και αγοράζοντας δικά της ομόλογα;
Οπως αναφέρει ο αναλυτής Ούρι Ντάντους στους «Νew Υork Τimes» η καρδιά του προβλήματος συνεννόησης του G20 έγκειται στο γεγονός ότι το σύστημα των «ευέλικτων» ισοτιμιών που ισχύει μετά την εγκατάλειψη του «Κανόνα του Χρυσού» το 1971 πνέει τα λοίσθια. Οι ΗΠΑ, αναφέρει, πρέπει μεν να συντηρήσουν βραχυπρόθεσμα την (συγκριτικά πολύ υψηλή)
εγχώρια κατανάλωση, αλλά πρέπει επιτέλους και να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν να παραμείνουν «εθισμένοι» μα κροπρόθεσμα στα ξένα δανεικά. Η Κίνα από την πλευρά της έχει ανάγκη να περιορίσει τη δική της εξάρτηση από τις εξαγωγές και να στρέψει τη προσοχή στο εσωτερικό της, επιτρέποντας εν τέλει στους κατοίκους της να καταναλώσουν περισσότερα προϊόντα, εγχώρια ή ξένα. Για τη Γερμανία, τέλος, ο κ. Ντάντους αναφέρει πως «ήρθε ο καιρός να ξεπεράσει την εμμονή της με τη δημοσιονομική αυστηρότητα και το “πάγωμα” των μισθών, που συνέβαλε μεν στην οικονομική ανάπτυξή της, αλλά πλέον θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης».
Πόσες όμως πιθανότητες υπάρχουν για τέτοιου είδους παραχωρήσεις στο G20; Οι περισσότεροι είναι απαισιόδοξοι και σημειώνουν πως το «μομέντουμ» των πρώτων συνόδων, όταν η κρίση υποχρέωνε τους ηγέτες του G20 να φανούν πιο συνεργάσιμοι, έχει προ καιρού εξαντληθεί.
ΤΟ ΒΗΜΑ
ΣΕΟΥΛ Η πέμπτη κατά σειρά σύνοδος κορυφής της «Ομάδας των Είκοσι» (G20) είναι και η κρισιμότερη για το μέλλον του νεόκοπου αυτού οργάνου διεθνούς συνεργασίας: ενός οργάνου που «γεννήθηκε» τον Νοέμβριο του 2008, εν μέσω της «τοξικής» οικονομικής κρίσης, και διαφημίστηκε ως ιδανικό αντίδοτο στην αδυναμία των ήδη υπαρκτών αλλά περιορισμένων σε συμμετοχή δομών, όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και το G8, να αντιμετωπίσουν τις νέες υπερεθνικές προκλήσεις.
Οι περισσότεροι όμως αναλυτές εκτιμούν ότι οι ελπίδες που αρχικά συνόδευσαν το νέο σχήμα έχουν πρόωρα εκπνεύσει καθώς το ισχυρό «χαρτί» του (η αυξημένη αντιπροσωπευτικότητα, με ισότιμη συμμετοχή αναδυόμενων περιφερειακών δυνάμεων όπως η Ινδία, η Βραζιλία, η Τουρκία κ.ά.) αποδεικνύεται τελικά και η μεγάλη αδυναμία του. Πώς είναι δυνατόν να συμβιβαστούν τόσο ποικίλα εθνικά συμφέροντα σε συνθήκες στασιμότητας ή και ύφεσης για τους μισούς και ξέφρενης ανάπτυξης για τους υπολοίπους; Πώς να «τα βρουν» Κίνα και Γερμανία με την Ουάσιγκτον, όταν η τελευταία- αντιμέτωπη με ρεκόρ ανεργίας και τεράστια δημοσιονομικά και εμπορικά ελλείμματα- ρίχνει λάδι στη φωτιά του νομισματικού πολέμου, τυπώνοντας «πληθωριστικό» χρήμα και αγοράζοντας δικά της ομόλογα;
Οπως αναφέρει ο αναλυτής Ούρι Ντάντους στους «Νew Υork Τimes» η καρδιά του προβλήματος συνεννόησης του G20 έγκειται στο γεγονός ότι το σύστημα των «ευέλικτων» ισοτιμιών που ισχύει μετά την εγκατάλειψη του «Κανόνα του Χρυσού» το 1971 πνέει τα λοίσθια. Οι ΗΠΑ, αναφέρει, πρέπει μεν να συντηρήσουν βραχυπρόθεσμα την (συγκριτικά πολύ υψηλή)
εγχώρια κατανάλωση, αλλά πρέπει επιτέλους και να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν να παραμείνουν «εθισμένοι» μα κροπρόθεσμα στα ξένα δανεικά. Η Κίνα από την πλευρά της έχει ανάγκη να περιορίσει τη δική της εξάρτηση από τις εξαγωγές και να στρέψει τη προσοχή στο εσωτερικό της, επιτρέποντας εν τέλει στους κατοίκους της να καταναλώσουν περισσότερα προϊόντα, εγχώρια ή ξένα. Για τη Γερμανία, τέλος, ο κ. Ντάντους αναφέρει πως «ήρθε ο καιρός να ξεπεράσει την εμμονή της με τη δημοσιονομική αυστηρότητα και το “πάγωμα” των μισθών, που συνέβαλε μεν στην οικονομική ανάπτυξή της, αλλά πλέον θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης».
Πόσες όμως πιθανότητες υπάρχουν για τέτοιου είδους παραχωρήσεις στο G20; Οι περισσότεροι είναι απαισιόδοξοι και σημειώνουν πως το «μομέντουμ» των πρώτων συνόδων, όταν η κρίση υποχρέωνε τους ηγέτες του G20 να φανούν πιο συνεργάσιμοι, έχει προ καιρού εξαντληθεί.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δημοσίευση σχολίου