European Council on Foreign Relation
του Josef Janning
Ουδείς διαμορφωτικός παράγων στις διεθνείς σχέσεις είναι τόσο ισχυρός όσο τα γεγονότα, τουλάχιστον όταν πρόκειται για την στάση των πολιτικών παραγόντων. Σε περιόδους κρίσης, αναπτύσσονται οι δεσμοί μεταξύ αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων και η αμοιβαία εμπιστοσύνη χτίζεται και υποστηρίζεται.
Οι πρώτες έξι εβδομάδες του 2015 είδαν την επιστροφή της ειδικής σχέσης μεταξύ των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας, σε τέτοιο βαθμό, ο οποίος δεν είχε προβλεφθεί από τους περισσότερους παρατηρητές των διμερών υποθέσεων. Ο Πρόεδρος François Hollande και η Καγκελάριος Angela Merkel δεν ήταν κοντά σε όλο το πρώτο εξάμηνο της προεδρίας του Hollande. Ο ένας έδειχνε σεβασμό για τον άλλον, αλλά όχι και κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια. Οι πολιτικές τους προτιμήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαινόταν πως διέφεραν σημαντικά και ο ηγετικός ρόλος που οι δύο χώρες συχνά έπαιζαν ξεπερνώντας τις διαφορές τους, φαινόταν πως είχε χάσει την ορμή του.
Στη συνέχεια, τα γεγονότα γύρισαν τα πράγματα ανάποδα. Πρώτον, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι στις 7 Ιανουαρίου συγκλόνισαν βαθύτατα το κοινό και την πολιτική τάξη της Γαλλίας. Στη συνέχεια, σε διάστημα λιγότερο από τρεις εβδομάδες αργότερα, ήρθε η εκλογή της ριζοσπαστικής κυβέρνησης στην Ελλάδα, η οποία απείλησε να βυθίσει την ευρωζώνη σε άλλη μια βαθιά κρίση διαχείρισης. Μετά από αυτό, στις 11 Φεβρουαρίου, η γαλλο-γερμανική πρωτοβουλία για τη σύναψη μιας άλλης συμφωνίας στο Μινσκ, η οποία ήταν επιβεβλημένη από την κλιμάκωση του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία, ήρθε στο τέλος της. Αυτά τα τρία γεγονότα είχαν τη δυνατότητα να εκτροχιάσουν τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, γεγονός που θα μπορούσε να πλήξει την αξιοπιστία της ευρωπαϊκής ηγεσίας, καθώς και τα τρία παρείχαν αποδείξεις για την ευπάθεια της εσωτερικής τάξης και της εξωτερικής ασφάλειας της Ευρώπης.
Η δημοτικότητα του François Hollande φάνηκε να αυξάνεται μετά την επίθεση στο Charlie Hebdo, αλλά αυτή της Angela Merkel δοκιμαζόταν σκληρά. Μέχρι τις ελληνικές εκλογές, η διαχείρισή της για τη κρίση της ευρωζώνης είχε συνδέσει προσεκτικά τη συμμόρφωση με τις συνθήκες των οικονομικών δεσμεύσεων για να ενισχύσει τις χώρες με υπερβολικό χρέος. Ένας λεπτεπίλεπτος ιστός υποχρεώσεων και διαβεβαιώσεων, που χρησίμευε για να κατευνάσει τις ανησυχίες των ψηφοφόρων της Merkel. Ο Αλέξης Τσίπρας, μέσω αυτοκαταστροφικών κινήσεων, θα μπορούσε να είχε διαλύσει αυτό τον ιστό. Για να ελεγχθεί αυτός ο κίνδυνος η Merkel έπρεπε να πετύχει συναίνεση με τον Γάλλο πρόεδρο, ιδίως για να εξασφαλίσει ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi να παραμείνει στη γραμμή.
Ο πόλεμος στην ανατολική Ουκρανία ήρθε ως μια πρόκληση για τους δύο ηγέτες. Ουδείς εκ των δύο ήταν πεπεισμένος πως η Ουκρανία θα μπορούσε να κερδίσει τη σύγκρουση με στρατιωτικά μέσα και οι δύο συμφωνούσαν ότι η παροχή εξοπλισμού στην Ουκρανία δεν επρόκειτο να το αλλάξει αυτό βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, αλλά θα ενίσχυε τη λανθασμένη πεποίθηση μεταξύ των Ουκρανών ηγετών ότι θα μπορούσαν να νικήσουν και επομένως, θα οδηγούντο σε περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης. Η παροχή εξοπλισμού στην Ουκρανία θα παραχωρούσε την πρωτοβουλία στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς επίσης και στη Ρωσία. Πιθανότατα θα μπορούσε να καταστρέψει αυτό που ίσως χρησίμευε ως μια γέφυρα επικοινωνίας με το Κρεμλίνο, θα διακινδύνευε την εύθραυστη συναίνεση μεταξύ των κυβερνήσεων της ΕΕ και θα εξέθετε την εν λόγω διάσπαση στο ευρωπαϊκό κοινό. Η Merkel αισθάνθηκε ότι έπρεπε να διακινδυνεύσει μια αποτυχία και μια πολιτική ταπείνωση, για να αποφευχθεί η πραγματοποίηση αυτού του σεναρίου και να παραμείνει η ΕΕ/Γερμανία στο τιμόνι. Ο Hollande κατανόησε ότι δεν επιθυμούσε να προχωρήσει μόνη της, ότι ο ρόλος της Γαλλίας ήταν μοναδικός στο ότι κανένας άλλος ηγέτης της ΕΕ θα μπορούσε να τον διαδραματίσει με το ίδιο αποτέλεσμα και ότι αυτή ήταν η ώρα για την εξασφάλιση του αναντικατάστατου για την ηγεσία Γαλλίας και Γερμανίας στην ΕΕ.
Και οι δύο διακινδύνευσαν πολλά και κέρδισαν, παρά τις πολλές αδυναμίες της συμφωνίας Μινσκ ΙΙ. Αυτή η εμπειρία, σε συνδυασμό με τις κοινές απαντήσεις τους στις προκλήσεις που παρουσιάστηκαν από το Charlie Hebdo και από την Ελλάδα, έχουν αλλάξει ριζικά τη σχέση τους. Οι 17 γεμάτες ένταση ώρες στο Μινσκ θα διαμορφώσουν τις αντιλήψεις της κάθε πλευράς σχετικά με την άλλη για χρόνια, προσθέτοντας μια ανανεωμένη σχέση των γαλλογερμανικών δεσμών στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, αυτή η διμερής προσέγγιση είναι το μόνο στοιχείο της παραδοσιακής άτυπης υποδομής της πολιτικής της ΕΕ που επιβιώνει. Φέρνει στο νου τη συμφωνία μεταξύ του Nicola Sarkozy και Angela Merkel για τη διάσωση της ευρωζώνης στο Deauville το 2010, αλλά, στην πραγματικότητα, είναι σίγουρα βαθύτερη στο τωρινό δίδυμο. Το «Merkozy» εξακολουθούσε να είναι μια δύσκολη συμφωνία, παρόλο που και οι δύο πλευρές συνέχιζαν να επενδύουν σε αυτή, όπως υποδεικνύεται από την υποστήριξη της Merkel προς το Sarkozy στην εκστρατεία του για επανεκλογή.
Σαφώς, το Βερολίνο δεν είναι πλέον ο κατώτερος εταίρος στη σχέση, όπως ήταν παλαιότερα, οικονομικά και δημοσιονομικά ισχυρότερο, αλλά πολιτικά συγκρατημένο. Αλλά ούτε είναι και ο ανώτερος συνεργάτης, δεδομένου του ασθενέστερου ρόλου του στον τομέα της διεθνούς ασφαλείας. Το δίδυμο έχει εισέλθει σε μια νέα φάση, στην οποία και οι δύο κατέχουν ηγετικούς πόρους, αν και σε διαφορετικούς τομείς πολιτικής, αλλά στην οποία η ηγεσία δεν έχει κατανεμηθεί σαφώς, μερικές φορές είναι κοινή, άλλες χάνεται τελείως λόγω της έλλειψης στρατηγικής συναίνεσης. Επίσης, η σχέση φαίνεται ότι εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη χημεία μεταξύ των ηγετών, γεγονός που την καθιστά λιγότερο σταθερή και προβλέψιμη. Χρειάστηκαν πάνω από δύο χρόνια και τρεις βαθιές προκλήσεις για τη Merkel να επανασυνδεθεί στρατηγικά με τον Hollande. Τώρα, το δίδυμο είναι και πάλι εδώ και φαίνεται αποφασισμένο να ηγηθεί, αλλά για πόσο καιρό;
Η θητεία και των δύο ηγετών θα λήξει το 2017. Οι δύο μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ και ο ισχυρότερος συνασπισμός της θα είναι βρεθούν ταυτόχρονα σε εκλογική κατάσταση. Ο Hollande θα επιδιώξει την επανεκλογή του την άνοιξη. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Merkel (CDU) δεν φαίνεται να έχει εμφανίσει κάποιον υποψήφιο στο ανάστημά της, γεγονός που πιθανότατα θα οδηγήσει την Καγκελάριο να επιδιώξει μια τέταρτη θητεία το φθινόπωρο του 2017, εκπληρώνοντας τον άγραφο νόμο της μεταπολεμικής Γερμανικής πολιτικής λέει πως οι Καγκελάριοι ουδέποτε καταστρώνουν τη διαδοχή τους.
Αυτό το χρονοδιάγραμμα δίνει στη γαλλογερμανική ομάδα ενάμιση χρόνο για να διαμορφώσει το περιβάλλον της. Η ατζέντα για την οικοδόμηση της στρατηγικής συναίνεσης είναι χρονοβόρα: οι γαλλογερμανικές διμερείς σχέσεις θα δοκιμαστούν όσον αφορά τη διακυβέρνηση της ευρωζώνης, την Ελλάδα που συναντά δυσκολίες και με τις προγραμματισμένες γενικές εκλογές σε διάφορα κράτη μέλη στο βορρά και στο νότο της ευρωζώνης. Η εσωτερική ασφάλεια θα μπορούσε να καταστεί διχαστικό ζήτημα, δεδομένης της επικείμενης γαλλικής νομοθεσίας σχετικά με τη συλλογή και την παρακολούθηση των δεδομένων. Η μετανάστευση, οι πρόσφυγες και το καθεστώς της Σένγκεν θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν επίμαχα θέματα στην ημερήσια διάταξη της ΕΕ, χωρίς την ύπαρξη κάποιας ισχυρής συμφωνίας επί του θέματος μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η εξωτερική πολιτική, αν και αποτελεί ένα διαμορφωτικό πολιτικό τομέα την άνοιξη αυτού του έτους, περιέχει αρκετά επίμαχα θέματα, με ένα τέτοιο να είναι οι διαπραγματεύσεις με το Ιράν και η αξιολόγηση της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία αποτελεί ένδειξη ευρύτερων διχασμών στον Αραβικό κόσμο όσον αφορά τις πολιτικές, καθώς και στην απάντηση της Ευρώπης στις συνεχιζόμενες κρίσεις και στους πολέμους στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική.
πηγή
Στη συνέχεια, τα γεγονότα γύρισαν τα πράγματα ανάποδα. Πρώτον, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι στις 7 Ιανουαρίου συγκλόνισαν βαθύτατα το κοινό και την πολιτική τάξη της Γαλλίας. Στη συνέχεια, σε διάστημα λιγότερο από τρεις εβδομάδες αργότερα, ήρθε η εκλογή της ριζοσπαστικής κυβέρνησης στην Ελλάδα, η οποία απείλησε να βυθίσει την ευρωζώνη σε άλλη μια βαθιά κρίση διαχείρισης. Μετά από αυτό, στις 11 Φεβρουαρίου, η γαλλο-γερμανική πρωτοβουλία για τη σύναψη μιας άλλης συμφωνίας στο Μινσκ, η οποία ήταν επιβεβλημένη από την κλιμάκωση του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία, ήρθε στο τέλος της. Αυτά τα τρία γεγονότα είχαν τη δυνατότητα να εκτροχιάσουν τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, γεγονός που θα μπορούσε να πλήξει την αξιοπιστία της ευρωπαϊκής ηγεσίας, καθώς και τα τρία παρείχαν αποδείξεις για την ευπάθεια της εσωτερικής τάξης και της εξωτερικής ασφάλειας της Ευρώπης.
Η δημοτικότητα του François Hollande φάνηκε να αυξάνεται μετά την επίθεση στο Charlie Hebdo, αλλά αυτή της Angela Merkel δοκιμαζόταν σκληρά. Μέχρι τις ελληνικές εκλογές, η διαχείρισή της για τη κρίση της ευρωζώνης είχε συνδέσει προσεκτικά τη συμμόρφωση με τις συνθήκες των οικονομικών δεσμεύσεων για να ενισχύσει τις χώρες με υπερβολικό χρέος. Ένας λεπτεπίλεπτος ιστός υποχρεώσεων και διαβεβαιώσεων, που χρησίμευε για να κατευνάσει τις ανησυχίες των ψηφοφόρων της Merkel. Ο Αλέξης Τσίπρας, μέσω αυτοκαταστροφικών κινήσεων, θα μπορούσε να είχε διαλύσει αυτό τον ιστό. Για να ελεγχθεί αυτός ο κίνδυνος η Merkel έπρεπε να πετύχει συναίνεση με τον Γάλλο πρόεδρο, ιδίως για να εξασφαλίσει ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi να παραμείνει στη γραμμή.
Ο πόλεμος στην ανατολική Ουκρανία ήρθε ως μια πρόκληση για τους δύο ηγέτες. Ουδείς εκ των δύο ήταν πεπεισμένος πως η Ουκρανία θα μπορούσε να κερδίσει τη σύγκρουση με στρατιωτικά μέσα και οι δύο συμφωνούσαν ότι η παροχή εξοπλισμού στην Ουκρανία δεν επρόκειτο να το αλλάξει αυτό βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, αλλά θα ενίσχυε τη λανθασμένη πεποίθηση μεταξύ των Ουκρανών ηγετών ότι θα μπορούσαν να νικήσουν και επομένως, θα οδηγούντο σε περαιτέρω κλιμάκωση της σύγκρουσης. Η παροχή εξοπλισμού στην Ουκρανία θα παραχωρούσε την πρωτοβουλία στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς επίσης και στη Ρωσία. Πιθανότατα θα μπορούσε να καταστρέψει αυτό που ίσως χρησίμευε ως μια γέφυρα επικοινωνίας με το Κρεμλίνο, θα διακινδύνευε την εύθραυστη συναίνεση μεταξύ των κυβερνήσεων της ΕΕ και θα εξέθετε την εν λόγω διάσπαση στο ευρωπαϊκό κοινό. Η Merkel αισθάνθηκε ότι έπρεπε να διακινδυνεύσει μια αποτυχία και μια πολιτική ταπείνωση, για να αποφευχθεί η πραγματοποίηση αυτού του σεναρίου και να παραμείνει η ΕΕ/Γερμανία στο τιμόνι. Ο Hollande κατανόησε ότι δεν επιθυμούσε να προχωρήσει μόνη της, ότι ο ρόλος της Γαλλίας ήταν μοναδικός στο ότι κανένας άλλος ηγέτης της ΕΕ θα μπορούσε να τον διαδραματίσει με το ίδιο αποτέλεσμα και ότι αυτή ήταν η ώρα για την εξασφάλιση του αναντικατάστατου για την ηγεσία Γαλλίας και Γερμανίας στην ΕΕ.
Και οι δύο διακινδύνευσαν πολλά και κέρδισαν, παρά τις πολλές αδυναμίες της συμφωνίας Μινσκ ΙΙ. Αυτή η εμπειρία, σε συνδυασμό με τις κοινές απαντήσεις τους στις προκλήσεις που παρουσιάστηκαν από το Charlie Hebdo και από την Ελλάδα, έχουν αλλάξει ριζικά τη σχέση τους. Οι 17 γεμάτες ένταση ώρες στο Μινσκ θα διαμορφώσουν τις αντιλήψεις της κάθε πλευράς σχετικά με την άλλη για χρόνια, προσθέτοντας μια ανανεωμένη σχέση των γαλλογερμανικών δεσμών στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, αυτή η διμερής προσέγγιση είναι το μόνο στοιχείο της παραδοσιακής άτυπης υποδομής της πολιτικής της ΕΕ που επιβιώνει. Φέρνει στο νου τη συμφωνία μεταξύ του Nicola Sarkozy και Angela Merkel για τη διάσωση της ευρωζώνης στο Deauville το 2010, αλλά, στην πραγματικότητα, είναι σίγουρα βαθύτερη στο τωρινό δίδυμο. Το «Merkozy» εξακολουθούσε να είναι μια δύσκολη συμφωνία, παρόλο που και οι δύο πλευρές συνέχιζαν να επενδύουν σε αυτή, όπως υποδεικνύεται από την υποστήριξη της Merkel προς το Sarkozy στην εκστρατεία του για επανεκλογή.
Σαφώς, το Βερολίνο δεν είναι πλέον ο κατώτερος εταίρος στη σχέση, όπως ήταν παλαιότερα, οικονομικά και δημοσιονομικά ισχυρότερο, αλλά πολιτικά συγκρατημένο. Αλλά ούτε είναι και ο ανώτερος συνεργάτης, δεδομένου του ασθενέστερου ρόλου του στον τομέα της διεθνούς ασφαλείας. Το δίδυμο έχει εισέλθει σε μια νέα φάση, στην οποία και οι δύο κατέχουν ηγετικούς πόρους, αν και σε διαφορετικούς τομείς πολιτικής, αλλά στην οποία η ηγεσία δεν έχει κατανεμηθεί σαφώς, μερικές φορές είναι κοινή, άλλες χάνεται τελείως λόγω της έλλειψης στρατηγικής συναίνεσης. Επίσης, η σχέση φαίνεται ότι εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη χημεία μεταξύ των ηγετών, γεγονός που την καθιστά λιγότερο σταθερή και προβλέψιμη. Χρειάστηκαν πάνω από δύο χρόνια και τρεις βαθιές προκλήσεις για τη Merkel να επανασυνδεθεί στρατηγικά με τον Hollande. Τώρα, το δίδυμο είναι και πάλι εδώ και φαίνεται αποφασισμένο να ηγηθεί, αλλά για πόσο καιρό;
Η θητεία και των δύο ηγετών θα λήξει το 2017. Οι δύο μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ και ο ισχυρότερος συνασπισμός της θα είναι βρεθούν ταυτόχρονα σε εκλογική κατάσταση. Ο Hollande θα επιδιώξει την επανεκλογή του την άνοιξη. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Merkel (CDU) δεν φαίνεται να έχει εμφανίσει κάποιον υποψήφιο στο ανάστημά της, γεγονός που πιθανότατα θα οδηγήσει την Καγκελάριο να επιδιώξει μια τέταρτη θητεία το φθινόπωρο του 2017, εκπληρώνοντας τον άγραφο νόμο της μεταπολεμικής Γερμανικής πολιτικής λέει πως οι Καγκελάριοι ουδέποτε καταστρώνουν τη διαδοχή τους.
Αυτό το χρονοδιάγραμμα δίνει στη γαλλογερμανική ομάδα ενάμιση χρόνο για να διαμορφώσει το περιβάλλον της. Η ατζέντα για την οικοδόμηση της στρατηγικής συναίνεσης είναι χρονοβόρα: οι γαλλογερμανικές διμερείς σχέσεις θα δοκιμαστούν όσον αφορά τη διακυβέρνηση της ευρωζώνης, την Ελλάδα που συναντά δυσκολίες και με τις προγραμματισμένες γενικές εκλογές σε διάφορα κράτη μέλη στο βορρά και στο νότο της ευρωζώνης. Η εσωτερική ασφάλεια θα μπορούσε να καταστεί διχαστικό ζήτημα, δεδομένης της επικείμενης γαλλικής νομοθεσίας σχετικά με τη συλλογή και την παρακολούθηση των δεδομένων. Η μετανάστευση, οι πρόσφυγες και το καθεστώς της Σένγκεν θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν επίμαχα θέματα στην ημερήσια διάταξη της ΕΕ, χωρίς την ύπαρξη κάποιας ισχυρής συμφωνίας επί του θέματος μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η εξωτερική πολιτική, αν και αποτελεί ένα διαμορφωτικό πολιτικό τομέα την άνοιξη αυτού του έτους, περιέχει αρκετά επίμαχα θέματα, με ένα τέτοιο να είναι οι διαπραγματεύσεις με το Ιράν και η αξιολόγηση της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία αποτελεί ένδειξη ευρύτερων διχασμών στον Αραβικό κόσμο όσον αφορά τις πολιτικές, καθώς και στην απάντηση της Ευρώπης στις συνεχιζόμενες κρίσεις και στους πολέμους στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου