Κώστας Φαρόπουλος
Στις 17 Μαρτίου ο Benjamin Netanyahu πέτυχε μια σαρωτική νίκη στις ισραηλινές εκλογές που κανείς δεν περίμενε. Οι δημοσκοπήσεις καθ’όλη την προεκλογική περίοδο έδιναν σαφές προβάδισμα 3-4 εδρών στην κεντροαριστερή συμμαχία Zionist Union των Isaac Herzog και Tzipi Livni, δημιουργώντας την αίσθηση πως το τέλος της πρωθυπουργίας του Netanyahu ήταν αναπόφευκτο. Αυτές οι εκτιμήσεις παρ’όλ’αυτά διαψεύστηκαν, καθώς το Likud βγήκε άνετα πρώτο κόμμα, κερδίζοντας 30 έδρες, με το Zionist Union να ακολουθεί ασθμαίνοντας με 24.
Αυτή η νίκη ήταν ένας πρoσωπικός θρίαμβος του Benjamin Netanyahu. Ακολουθώντας μια στρατηγική διαδοχικών τηλεοπτικών εμφανίσεων και συνεντεύξεων, και υιοθετώντας μια ακραία ρητορική ενάντια στην αριστερά και τους Άραβες, «έχτισε» μια εικόνα ένος Ισραήλ σε άμεσο κίνδυνο. Οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης επικράτησης της αριστεράς θα ήταν ολέθριες για τη χώρα. ένας από τους ισχυρισμούς του Netanyahu, ήταν πως η Αριστερά θα προχωρούσε σε συμβιβασμό με τους Παλαιστίνιους παραχωρώντας εδάφη, από τα οποία το Ισλαμικό Κράτος θα εξαπέλυε επιθέσεις κατά του Ισραήλ. Κύριος στόχος αυτών των δηλώσεων ήταν το δεξιό ακροατήριο της χώρας, το οποίο δημοσκοπικά παρουσιαζόταν την περίοδο πριν τις εκλογές μοιρασμένο ανάμεσα σε διάφορα κόμματα της δεξιάς και του κέντρου, όπως το Habayit Hayehudi (Jewish Home) του Naftali Bennett, και το Yesh Atid του Yair Lapid. Ιδίως τις τελευταίες μέρες της προεκλογικής εκστρατείας, οι ακραίες δηλώσεις του Netanyahu, προκάλεσαν πολλές και έντονες αντιδράσεις στο Ισραήλ και στο εξωτερικό. Τη Δευτέρα 16 Μαρτίου, μια μέρα πριν τις εκλογές, σε μια επίσκεψη με σαφή συμβολικό χαρακτήρα στον παράνομο οικισμό Har Homa της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, ο Netanyahu δήλωσε πως όσο είναι εκείνος πρωθυπουργός «δεν θα υπάρξει παλαιστινιακό κράτος». Με αυτή του τη δήλωση, απέσυρε τη στήριξη του στο σχέδιο δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους, το οποίο για πρώτη φορά είχε υποστηρίξει, στην ομιλία του στο πανεπιστήμιο Bar-Ilan το 2009. Την ημέρα των εκλογών, σε ένα μήνυμα που αναρτήθηκε στην προσωπική του σελίδα στο Facebook, ο Netanyahu δήλωσε πως «Άραβες ψηφοφόροι συρρέουν κατά κύματα στα εκλογικά τμήματα, συνεπικουρούμενοι από αριστερές οργανώσεις». Η επίθεση αυτή, ουσιαστικά στο δικαίωμα ψήφου των Αράβων πολιτών του Ισραήλ, καταδικάστηκε έντονα στο Ισραήλ και στο εξωτερικό. Οι New York Times χαρακτήρισαν τις δηλώσεις αυτές «ρατσιστικές» και «απελπισμένες», ενώ ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου αναφέρθηκε σε αυτές ως «διχαστικές».
H προεκλογική εκστρατεία του Netanyahu επικεντρώθηκε στην καλλιέργεια φόβου και ανασφάλειας απέναντι στους Άραβες Ισραηλινούς και την Αριστερά. Ένα προεκλογικό σποτ υποψήφιου του Likud, έδειχνε τον ίδιο να μπαίνει σε ένα μπαρ της άγριας Δύσης και να πετά έξω με βία έναν Άραβα βουλευτή. Σε ένα άλλο σποτ, μαχητές του Ισλαμικού Κράτους περνούν τα σύνορα και μπαίνουν με τζιπ στο Ισραήλ. Το σλόγκαν στο τέλος αναφέρει πως, αν η Αριστερά κερδίσει τις εκλογές, θα φέρει το Ισλαμικό Κράτος στην Ιερουσαλήμ. Το επιχείρημα ήταν πως μόνη λύση εμπρός στη διαφαινόμενη επικράτηση της Αριστεράς και των Αράβων στο Ισραήλ, είναι η ψήφος στο Likud. Αυτή η επιχειρηματολογία ενισχύθηκε και από συνωμοσιολογικές κορώνες, πως η αριστερά σε συνεργασία με αφανείς εξωτερικές δυνάμεις, οι οποίες χρηματοδοτούν με εκατομμύρια δολλάρια την προεκλογική της εκστρατεία, απεργάζονται την πτώση του Netanyahu από την κυβέρνηση. Οι τελευταίες μέρες της προεκλογικής εκστρατείας αποδείχτηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικές για τον Netanyahu. Στοχεύοντας στα δεξιά του Likud, κατάφερε να πάρει ψήφους από τα άλλα δεξιά κόμματα. Το Habayit Hayehudi και το κόμμα των ακραίων υπερορθόδοξων Εβραίων Shas, έχασαν από 4 έδρες σε σχέση με τις εκλογές του 2013. Ο Netanyahu στην ουσία κέρδισε τις εκλογές, στηριζόμενος σε μια αφήγηση, που θέλει το Ισραήλ πάντα μόνο εναντίον όλων, πάντα σε κίνδυνο, μοναχικό και εσωστρεφές. Μια εικόνα της χώρας δηλαδή, που η πλειοψηφία των Ισραηλινών σήμερα ασπάζεται.
Εξίσου ηχηρή με την επιτυχία του Likud να κερδίσει τις εκλογές, ήταν και η αποτυχία του Zionist Union να τις κερδίσει. Το κόμμα που προέκυψε από τη συγχώνευση του Labor, παραδοσιακή κεντροαριστερή δύναμη του Ισραήλ με αρχηγό τον Isaac Herzog, και του Hatnua, του κεντρώου κόμματος της Tzipi Livni, κατάφερε να αποκτήσει δημοσκοπική ορμή, σε αντίθεση με λίγους μήνες πριν όταν το Labor μόνο του, αδυνατούσε να συγκινήσει το εκλογικό σώμα. H προεκλογική ατζέντα του κόμματος υποστήριζε τη λύση των δύο κρατών, είχε σχετικά σοσιαλδημοκρατική ρητορική σε θέματα οικονομίας και κοινωνίας, ενώ υποσχόταν την αποκατάσταση των διεθνών σχέσεων της χώρας. Παρ’όλες τις δημοσκοπήσεις όμως, το Zionist Union ηττήθηκε στις εκλογές, σε μεγάλο βαθμό διότι επικέντρωσε την προεκλογική του εκστρατεία στην αρνητική καμπάνια εναντίον του Benjamin Netanyahu. Ενώ έγιναν προσπάθειες προβολής των κακών επιδόσεων της κυβέρνησης στην οικονομία και προσπάθειες αποδόμησης της πολιτικής της, το βασικό σύνθημα της εκστρατείας «Όχι τον Netanyahu», έδωσε ένα διαφορετικό χαρακτήρα στις εκλογές. Συσχέτισε την προεκλογική περίοδο, περισσότερο με τα πρόσωπα, παρά με τις πολιτικές που ασκούν. Αυτό ήταν ένα «παιχνίδι» που ο Herzog και η Livni δεν μπορούσαν να κερδίσουν απέναντι στον Netanyahu. Εξάλλου, το σύνθημα αυτό χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα από τον ίδιο τον Netanyahu ενάντια στους αντιπάλους του, ως απόδειξη των ισχυρισμών του περί σκοτεινών δυνάμεων που θέλουν να τον ρίξουν από την κυβέρνηση πάση θυσία. Ενώ το Zionist Union κατάφερε να πείσει πως είναι αναγκαία μια αλλαγή στη χώρα, απέτυχε τελικά στο να παρουσιάσει τον Herzog ως μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Πολλοί στο Ισραήλ ήθελαν να αντικαταστήσουν τον Netanyahu, αλλά δεν ήξεραν με ποιόν ακριβώς να τον αλλάξουν.
Παρά το εύρος της, η μεγαλύτερη έκπληξη των εκλογών δεν ήταν η νίκη του Likud, αλλά η εκλογική επίδοση του Joint Arab List. Τέσσερα αραβικά κόμματα κατέβηκαν για πρώτη φορά ως ενιαίος συνδυασμός, και κατάφεραν και κέρδισαν 13 έδρες, και αποτελούν πλέον την τρίτη πολιτική δύναμη στην Knesset. Οι Ισραηλινοί Άραβες εξαναγκάστηκαν κατά μια έννοια, να συνεργαστούν, μετά την ψήφιση εκλογικού νόμου το 2014, που ανέβαζε το απαραίτητο ποσοστό για είσοδο στο ισραηλινό κοινοβούλιο από το 2% στο 3,5%. O ηγέτης του κόμματος, Ayman Odeh, κατά την προεκλογική περίοδο, πέρα από τους Άραβες Ισραηλινούς, επιχείρησε να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με το αριστερό ακροατήριο της χώρας. Υπονόησε κατά την προεκλογική περίοδο πως θα δεχόταν τον Isaac Herzog ως πρωθυπουργό, αν αυτό εμπόδιζε το σχηματισμό δεξιάς κυβέρνησης. Ενώ ο φόβος πολιτικής συνεργασίας με τους Άραβες είναι πιθανό να στέρησε ψήφους από τον Isaac Herzog, ταυτόχρονα η αδυναμία υπέρβασης του εθνο-θρησκευτικού ταμπού απέτρεψε πολλούς Εβραίους Ισραηλινούς να ψηφίσουν τον αραβικό συνδυασμό, παρά τη θετική τους άποψη για την ατζέντα του κόμματος. Ωστόσο, η παρουσία του κοινού συνδυασμού των Αράβων του Ισραήλ στις εκλογές, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της συμμετοχής Αράβων Ισραηλινών ψηφοφόρων στις εκλογές.
Ενώ πολλοί άσκησαν κριτική στην επιλογή του Benjamin Netanyahu να προκηρύξει εκλογές, σε μια χρονική περίοδο που οι συνθήκες δεν ήταν ιδανικές για το Likud, η νίκη που σημείωσε τον κατέστησε κυρίαρχο στην πολιτική σκηνή του Ισραήλ. Δεν είναι μόνο το γεγονός πως κέρδισε τις εκλογές, ενώ σχεδόν όλοι θεωρούσαν πως έχει τελειώσει ως πρωθυπουργός. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός, πως ο κυβερνητικός συνασπισμός θα αποτελείται αυτή τη φορά αποκλειστικά από δεξιά κόμματα, όπως τα Likud, Habayit Hayehudi και Kulanu, και από τα κόμματα των ακραίων υπερορθόδοξων και εθνικιστών του Ισραήλ, όπως τα Yisrael Beiteinu του Avigdor Leieberman, το Shas και το United Torah Judaism. Πλέον ο Netanyahu είναι απαλλαγμένος από τα κεντρώα «βαρίδια» που συμμετείχαν στην κυβέρνηση που προέκυψε μετά τις εκλογές του 2013, όπως το Yesh Atid και το Kahnua, σχηματίζοντας την πιο ακροδεξιά κυβέρνηση που είχε ποτέ η χώρα.
Η εκλογική νίκη του Likud αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό από τους Παλαιστίνιους, ενώ η απόσυρση της στήριξης του Netanyahu στο σχέδιο ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους, αποδοκιμάστηκε έντονα από την Παλαιστινιακή Αρχή. Ο πρόεδρος Mahmoud Abbas εξέφρασε την «βαθιά ανησυχία» του για τις δηλώσεις αυτές, υποστηρίζοντας πως η ισραηλινή κυβέρνηση προφανώς δεν είναι πρόθυμη να διαπραγματευτεί μια πολιτική λύση στο ζήτημα. Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι σχολίαζαν την επομένη των εκλογών, πως από το αποτέλεσμα των εκλογών αποδεικνύεται ξεκάθαρα πως δεν υπάρχει εταίρος στο Ισραήλ, διατεθειμένος να επανεκκινήσει την ειρηνευτική διαδικασία. Ενδεχομένως, η εκλογή Netanyahu θα ενδυναμώσει την ήδη διαφαινόμενη στροφή των Παλαιστινίων από τις διμερείς διαπραγματεύσεις στην εύρεση «λύσης» σε επίπεδο διεθνών οργανισμών. Εξάλλου, την 1η Απριλίου η Παλαιστινιακή Αρχή θα γίνει επίσημο μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (μια κίνηση που καταδικάστηκε από την ισραηλινή κυβέρνηση), και έχει ήδη διακηρύξει την πρόθεση της να μηνύσει το Ισραήλ για εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα το καλοκαίρι του 2014, καθώς και για τις συνεχιζόμενες επεκτάσεις των παράνομων εποικισμών στα παλαιστινιακά εδάφη.
Οι αντιδράσεις στις δηλώσεις Netanyahu ήταν ιδιαίτερα έντονες και σε διεθνές επίπεδο, ενδεικτικές της σκλήρυνσης της στάσης της διεθνούς κοινότητας απέναντι στο Ισραήλ, παρά τις προσπάθειες του Netanyahu τις επόμενες μέρες των εκλογών να ανασκευάσει αυτές τις δηλώσεις. Σε συνέντευξη του στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο MSNBC δήλωσε πως «δεν θέλω λύση ενός κράτους. Επιθυμώ μια βιώσιμη, ειρηνική λύση δύο κρατών. Αλλά αυτό δεν είναι εφικτό αυτή τη στιγμή». O Ban-Ki Moon, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, ήταν παρ’όλ’αυτά, ασυνήθιστα αυστηρός με τη δήλωση του Netanyahu, δηλώνοντας πως «η λύση των δύο κρατών είναι η μοναδική εφικτή λύση» και κάλεσε το Ισραήλ να ανανεώσει τη δέσμευση του σε αυτό τον στόχο. Αντίστοιχα, ο επικεφαλής του Λευκού Οίκου Denis McDonough δήλωσε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν μπορούν να προσποιηθούν πως αυτές οι δηλώσεις δεν έγιναν ποτέ». Στη συνεχή του προσπάθεια ανασκευής των δηλώσεων που είχε κάνει, ο Netanyahu απολογήθηκε για τα ρατσιστικά του σχόλια σχετικά με τους Άραβες πολίτες του Ισραήλ τη μέρα των εκλογών. Η κίνηση αυτή δεν έγινε δεκτή με ιδιαίτερο ενθουσιασμό εντούτοις, καθώς ο ηγέτης του Joint Arab List, Ayman Odeh, αλλά και η αμερικανική κυβέρνηση αμφισβήτησαν ανοιχτά την ειλικρίνεια του Ισραηλινού πρωθυπουργού.
Η ανάγκη επαναπροσέγγισης της Ισραηλινής κυβέρνησης με τη διεθνή κοινότητα, και κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ένα θέμα που ήδη τίθεται στο Ισραήλ. Ωστόσο η αναθέρμανση των σχέσεων του Netanyahu με τον Αμερικανό πρόεδρο Barack Obama, θα είναι ιδιαιτέρως δύσκολη την παρούσα χρονική περίοδο. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν εμπιστεύεται στο ελάχιστο τον Ισραηλινό πρωθυπουργό και σε συνέντευξη του στην Huffington Post πριν λίγες μέρες, ήταν ιδιαιτέρως επικριτικός προς την ισραηλινή κυβέρνηση. Δήλωσε πως το υπάρχον status-quo [κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών] δεν είναι βιώσιμο, πως η λύση των δύο κρατών είναι η μοναδική επιλογή, ενώ επέκρινε έντονα τη δήλωση εναντίον των Αράβων πολιτών της χώρας, σχολιάζοντας πως τέτοιου είδους δηλώσεις «διαβρώνουν την έννοια της δημοκρατίας στη χώρα». Στην επιδείνωση των σχέσεων των δύο πλευρών έχει συμβάλλει και η διαρκής προσπάθεια της ισραηλινής κυβέρνησης να σαμποτάρει τις συνομιλίες μεταξύ του γκρουπ των P5+1 (Ηνωμένες Πολιτείες, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Κίνα, Ρωσία)και του Ιράν, αναφορικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η ομιλία του Benjamin Netanyahu στο Κογκρέσο τον προηγούμενο μήνα, όπου καταδίκασε τις διαπραγματεύσεις και την αναμενόμενη συμφωνία ως καταστροφικές, εξόργισε την αμερικανική κυβέρνηση. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω ενός δημοσιεύματος της Wall Street Journal, κατηγόρησαν το Ισραήλ πως κατασκόπευε τις διαπραγματεύσεις και μετέφερε στοιχεία σε Ρεπουμπλικανούς αντίπαλους του Barack Obama. Η αποκάλυψη αυτή μαρτυρά το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις δύο πλευρές, το οποίο δύσκολα θα γεφυρωθεί στους 20 μήνες που απομένουν στη θητεία του Αμερικανού προέδρου.
Η νέα κυβέρνηση του Ισραήλ δύσκολα θα προχωρήσει σε μια ριζική επανεξέταση του πυρήνα της πολιτικής της. Οι άσχημες σχέσεις της χώρας με τις Ηνωμένες Πολιτειες, είναι πολύ πιθανό να την ωθήσουν τους επόμενους μήνες, σε μια προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεων μαζί της (και με τη διεθνή κοινότητα γενικότερα), σε επικοινωνιακό επίπεδο τουλάχιστον. Με την έκβαση του πολέμου στη Συρία να παραμένει εξαιρετικά αμφίρροπη, και την επέκταση των συγκρούσεων στα νότια σύνορα Συρίας-Ισραήλ, η ισραηλινή κυβέρνηση θα χρειαστεί διεθνή στήριξη σε πιθανή γενίκευση της σύρραξης. Το ενδεχόμενο, όμως, να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στην πολιτική της κυβέρνησης είναι απίθανο. Αν αυτό ήταν επιθυμία του Netanyahu, θα μπορούσε να έχει γίνει πολύ νωρίτερα. Λαμβάνοντας υπόψη τη σύνθεση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού, πιο λογικό δείχνει το ενδεχόμενο η ισραηλινή κυβέρνηση να ασκήσει παρελκυστική πολιτική, περιμένοντας το τέλος της θητείας του Αμερικανού προέδρου, και ελπίζοντας στην ανάληψη της προεδρίας από τους Ρεπουμπλικάνους. Μεγαλύτερη σημασία έχει αυτή τη στιγμή για το Ισραήλ η αποτροπή της συμφωνίας μεταξύ της διεθνούς κοινότητας και του Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η αναγωγή του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν σε ζήτημα υπαρξιακής απειλής για το Ισραήλ, το έχει καταστήσει κυρίαρχο στην ατζέντα της ισραηλινής κυβέρνησης, και θα παραμείνει τέτοιο. Αν υπάρξει τελική συμφωνία, όπως αναμένεται, θα είναι ένα σοβαρό πλήγμα για το Ισραήλ, ιδίως ως προς την εξασθένηση της επιρροής που μπορεί να ασκήσει σε διεθνές επίπεδο, και είναι σχεδόν βέβαιο πως το Ισραήλ θα αγωνιστεί για να αποτρέψει την εφαρμογή της συμφωνίας.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου