Η γελοία σύγκρουση που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ με αντικείμενο τις δηλώσεις του Μάκη Βορίδη και του Άδωνι Γεωργιάδη, αποδεικνύει ότι ως κοινωνία, ή μάλλον ως πολιτικό σύστημα δεν έχουμε διδαχθεί τίποτα από όσα υφιστάμεθα όλο αυτό το διάστημα, το οποίο πολύ απλά σημαίνει ότι είμαστε καταδικασμένοι να καταστραφούμε.
Του Μιχαήλ Βασιλείου
Όσοι ήμασταν αρκετά μεγάλοι τη δεκαετία του 1980 έχουμε επαρκείς αναμνήσεις και εμπειρίες ώστε να μπορούμε σήμερα να γυρνάμε πίσω και να επιχειρούμε να διακρίνουμε τι ακριβώς δεν κάναμε σωστά, ώστε όταν κάποια στιγμή ο σημερινός μας εφιάλτης ν αποτελέσει παρελθόν, να έχουμε βάσιμες ελπίδες δηλαδή να μην επαναλάβουμε τα σφάλματα του παρελθόντος.
Ναι, ενδεχομένως το κίνητρο του Μάκη Βορίδη να ήταν σε έναν βαθμό «ιδιοτελές», να αισθάνθηκε ότι η υπερεκπροσώπηση του ΠΑΣΟΚ στη νέα κυβέρνηση να ευθύνεται για τη μη υπουργοποίησή του, ή απλώς να έχει σοβαρές ενστάσεις για κάποια από τα στελέχη του πάλαι ποτέ κινήματος που συμπεριελήφθησαν στην κυβέρνηση. Αυτό όμως δεν αναιρεί την ουσία όσων υποστήριξε για τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου.
Πριν αρχίσουμε να αποτυπώνουμε την υποκειμενική μας άποψη για τη δεκαετία που μεσουράνησε στα πολιτικά πεπραγμένα του τόπου ο Ανδρέας Παπανδρέου, να δηλώσουμε ότι ο προφανής αντίλογος, ότι «η Δεξιά επίσης ευθύνεται για πελατειακές πρακτικές και πολλά για τα οποία σήμερα επικρίνει το ΠΑΣΟΚ» δεν μας αφήνει αδιάφορους, αφού προφανώς φέρουν όλοι βαρύτετες ευθύνες, καθώς επίσης και να δηλώσουμε ότι το να μπει κανείς στη συζήτηση ποιος έκανε μεγαλύτερη ζημιά στον τόπο, είναι επιεικώς ηλίθιο.
Οι θαυμαστές του Ανδρέα Παπανδρέου του πιστώνουν, ότι η άνοδός του στην εξουσία βοήθησε τους «μη προνομιούχους» να μπουν στον χάρτη και να αισθανθούν ότι έχουν λόγο στα κοινωνικά δρώμενα. Δεν θα διαφωνήσουμε, έδωσε φωνή σε μη εκπροσωπούμενα κοινωνικά στρώματα. Με την ίδια λογική όμως, το πρώτο βήμα για την υπέρβαση της κατάστασης του εμφυλίου το έκανε η Νέα Δημοκρατία στη μεταπολίτευση. Άρα, με τέτοιες συζητήσεις άκρη δεν βγάζουμε, ποιος έκανε τα περισσότερα και ποιος τα λιγότερα, είναι επιεικώς αδιάφορο μπροστά στο χάος που καλούμαστε να διαχειριστούμε και να αναστρέψουμε. Λίγους πολιτικούς πληρώσαμε χρυσάφι, από αυτούς που κεφαλαιοποίησαν την… αντιστασιακή τους δράση και μας έκατσαν στο σβέρκο για δεκαετίες (με δική μας ευθύνη), για να αποδειχθεί ότι πολλοί εξ αυτών ήταν η αντιπαθής κοινωνική τάξη… της κλεφτουριάς;
Αντί να ντρεπόμαστε για το ότι μας πήρε 15 χρόνια παραπάνω από άλλες χώρες της Ευρώπης να ξεπεράσουμε τα τραύματα του παρελθόντος, χώρες που επίσης έζησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επίσης βίωσαν τον εμφύλιο, αλλά και δικτατορία, καθόμαστε και συζητάμε ακόμα με όρους «καλός» και «κακός», αντί να αντιληφθούμε ότι οι επιμέρους συνθήκες μιας ιστορικής περιόδου καθορίζουν ένα πλαίσιο το οποίο πρέπει πάντα να το λαμβάνουμε υπόψη όταν την εξετάζουμε και όχι να την κρίνουμε με βάση τα σημερινά στάνταρ. Ταυτόχρονα, να βλέπουμε τι δεν κάναμε καλά ώστε να διορθωθούμε στο μέλλον.
Με βάση τα προαναφερθέντα, είναι γελοία η απόπειρα κάποιων που επιχείρησαν να παραστήσουν τους αυτόκλητους υπερασπιστές του «παπανδρεϊσμού» επειδή αναζητούν εναγωνίως τρόπους να μείνουν στην επικαιρότητα, αφού έχουν βρεθεί στο περιθώριο, ενώ η πεποίθησή τους είναι ότι είναι προορισμένοι για κάτι πολύ σημαντικό, ενώ δεν είναι τίποτα περισσότερο από κρατικοδίαιτα παιδιά του «κομματικού σωλήνα» που δεν είναι μέρος της λύσης αλλά του προβλήματος.
Δηλαδή, πόσο αφελής πρέπει να είναι κανείς για να αναπολεί τη δεκαετία του 1980 πιστεύοντας ότι ο «θρίαμβος» μπορεί να επαναληφθεί; Δηλαδή αμφιβάλλει κανείς ότι οι κομματικοί φίλοι έμπαιναν σωρηδόν στα κρατικά «μαγαζιά», αυτά που σήμερα η Τρόικα μας ζητά να κλείσουμε; Αμφιβάλλει κανείς ότι είχε ξεπεραστεί κάθε μέτρο; Αμφιβάλλει κανείς ότι ο λαϊκισμός είχε «χτυπήσει κόκκινο»;
Πως έγιναν όμως αυτά; Τι ήταν τελικά ο Ανδρέας Παπανδρέου; Θα ήταν χρήσιμος στη σημερινή συγκυρία στον τόπο; Ξεκινάμε από το τελευταίο: ΝΑΙ, το μυαλό και η πολιτική αντίληψη του Ανδρέα Παπανδρέου έχει λείψει, όχι όμως οι πολιτικές του αποφάσεις. Το αναγνωρίζουν όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι της «απέναντι πλευράς». Ας το εξηγήσουμε. Πως είναι δυνατόν να λες «έξω από την ΕΟΚ, έξω από το ΝΑΤΟ», ή «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», να κάνεις τα ακριβώς αντίθετα και να επιβιώνεις πολιτικά;
Η χώρα πήρε πολλά δάνεια, αντί όμως να τα επενδύσει παραγωγικά ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να παραχθεί πλούτος, να αναπτυχθούν τομείς οικονομικής δραστηριότητας και να μεγαλώσουν τα έσοδα από ανταγωνιστικά προϊόντα και εξαγωγές, τα χρήματα πήγαν για να βολευτεί ο «κομματικός στρατός» αλλά σταδιακά και «προσήλυτοι» στο δημόσιο το οποίο γιγαντώθηκε κοντεύοντας… να σκάσει! Άρα, το να αντιληφθούμε ότι αν σταματήσει η στρόφιγγα της δανειοδότησης η φούσκα θα έσκαγε, εφόσον παραγόντουσαν λιγότερα από αυτά που ξοδεύονταν, ήταν απόλυτα προβλέψιμο!
Θυμόμαστε τον υπουργό Οικονομικών Δημήτρη Τσοβόλα; Θυμόμαστε το «Τσοβόλα δώστα όλα»; Θυμόμαστε ότι είχε προηγηθεί ο «νοικοκύρης λογιστής» Σημίτης που επιχείρησε να πάρει κάποια μέτρα να συμμαζευτεί η κατάσταση που έβγαινε εκτός ελέγχου; Τι έγινε; Με απλά λόγια: Κάποια στιγμή ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιμετώπισε το δίλημμα, εάν θα επιχειρήσει να συμμαζέψει την οικονομία χάνοντας τις εκλογές, ή θα επιστρέψει στην παλιά και δοκιμασμένη συνταγή του λαϊκισμού «δώστα όλα», με στόχο να εκλεγεί ξανά. Επέλεξε το δεύτερο και πέτυχε τον στρατηγικό στόχο που είχε θέσει. Κάπου εκεί είχε χαθεί ο έλεγχος και μας πήρε η κατηφόρα. Και όσοι ακολούθησαν το ίδιο δίλημμα αντιμετώπισαν λιγότερο ή περισσότερο…
Το χειρότερο όμως ήταν ότι η ελληνική κοινωνία είχε εθιστεί σε έναν αυτοκαταστροφικό τρόπο σκέψης, πέραν της οικονομίας που μαστιζόταν από τα κρατικοδίαιατα… τζάκια που αναπτύσσονταν συνεχώς. Κανείς δεν εξέταζε εάν τα αιτήματα είχαν λογική ή ήταν ρεαλιστικά. Είχε γίνει συνείδηση σε όλους ότι αρκούσε η οργανωμένη πίεση και η επίκληση κάποιων πραγματικών ή φανταστικών «καπιταλιστικών συμφερόντων», όσο το δυνατόν πιο κοντά σε κάποια εκλογική αναμέτρηση για να καμφθεί η κυβέρνηση. Κάπως έτσι ανδρώθηκε και ο συνδικαλιστικός παρασιτισμός με έμβλημα την αμετροέπεια και πολλούς από τους ηγέτες να σταδιοδρομούν, μετά τους «κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες», στο Κοινοβούλιο. Και ο φαύλος κύκλος συνεχιζόταν, ο δρόμος ήταν κατηφορικός, τα φρένα σπασμένα, άρα το «όχημα» επιτάχυνε σταδιακά την πορεία προς την καταστροφή.
Αν σκεφτούμε λιγότερο παρορμητικά και πιο ψύχραιμα, πόσο ευκολότερη θα ήταν σήμερα η κατάσταση εάν είχαν υιοθετηθεί έστω κάποια από τα μέτρα του καθηγητή Σπράου ή του Τάσου Γιαννίτση; Πολλοί καταλάβαιναν ότι βαδίζουμε ολοταχώς στον γκρεμό και το έλεγαν. Το αποδείκνυαν και με τα νούμερα. Κανείς όμως δεν ήταν διατεθειμένος να ακούσει. Αυτό είναι και το ΕΓΚΛΗΜΑ όσων έχουν αναλάβει σήμερα να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο με τον τόσο επίπονο για την κοινωνία τρόπο.Ο ρόλος της εκάστοτε κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ήταν προκαθορισμένος… ο ένας να βρίζει τον άλλο και όταν βρίσκονται στην εξουσία να κάνουν τα ίδια.
Εάν δεν ήταν ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ κι έβαζαν το συμφέρον της χώρας πάνω από το κομματικό, θα είχαν συμφωνήσει να γίνουν τουλάχιστον τα στοιχειώδη, τα οφθαλμοφανή. Θα υπήρχε βέβαια ο λαϊκισμός της Αριστεράς που θα επεδίωκε να αξιοποιήσει την ευκαιρία. Και θα συνεχιζόντουσαν φυσικά πρακτικές ανεξέλεγκτης διαχείρισης – από όλους – της πλουσιοπάροχης χρηματοδότησης που τους δινόταν από το κράτος, εν ονόματι της δημοκρατίας φυσικά. Χωρίς να δίνει κανείς λογαριασμό, υπήρχαν σε ΟΛΑ τα κόμματα και επιχειρηματικά συμφέροντα που χρηματοδοτούσαν. Μαύρα, κατάμαυρα. Και παρά ταύτα, χρεοκόπησαν. Φανταστείτε κακοδιαχείριση και ρεμούλα…
Όσοι μας κυβέρνησαν είχαν στα χέρια τους ένα μεγάλο όπλο. Το νόμισμα. Όποτε η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο, μας κοπάναγαν στο κεφάλι μια υποτίμηση του νομίσματος και κάποιοι, αυτοί που ήξεραν το παιχνίδι καλύτερα, το εκμεταλλεύονταν και πλούτιζαν. Έχουμε καταλάβει ότι π.χ. 30% υποτίμηση του νομίσματος, μας έκανε 30% φτωχότερους σε μια νύχτα και όσους το ήξεραν και «γύριζαν» τα χρήματά τους σε κάποιο ξένο νόμισμα για να τα μετατρέψουν ξανά σε δραχμές μετά την υποτίμηση, 30% πλουσιότερους; Ακόμα δεν εξοργιστήκατε και δεν καταλάβατε γιατί και πως άλλαξε τα πράγματα και το παιχνίδι, η έλευση του ευρώ;
Επειδή όλοι τους, από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά, έχουν ασχημονήσει στο σώμα της Ελλάδας και συνεχίζουν να λαϊκίζουν, δεν έχουμε αντίρρηση να τα αφήσουμε όλα πίσω μας και να προχωρήσουμε μπροστά. Το να κάνουμε όμως όπως μερικοί κλόουν της πολιτικής τους απολογητές του ενός ή του άλλου, αγιοποιώντας όσα μας κατέστρεψαν, είναι τουλάχιστον γελοίο. Ας τους αφήσουμε να απολαύσουν τη φαιδρότητά τους και ας τους συμπεριφερθούμε ανάλογα, διακομματικά, στην κάλπη. Εάν εξακολουθούμε να μην αντιλαμβανόμαστε, δεν κάνουμε τίποτα παραπάνω από το να καλλιεργούμε το έδαφος για τα χειρότερα.
πηγή
Του Μιχαήλ Βασιλείου
Όσοι ήμασταν αρκετά μεγάλοι τη δεκαετία του 1980 έχουμε επαρκείς αναμνήσεις και εμπειρίες ώστε να μπορούμε σήμερα να γυρνάμε πίσω και να επιχειρούμε να διακρίνουμε τι ακριβώς δεν κάναμε σωστά, ώστε όταν κάποια στιγμή ο σημερινός μας εφιάλτης ν αποτελέσει παρελθόν, να έχουμε βάσιμες ελπίδες δηλαδή να μην επαναλάβουμε τα σφάλματα του παρελθόντος.
Ναι, ενδεχομένως το κίνητρο του Μάκη Βορίδη να ήταν σε έναν βαθμό «ιδιοτελές», να αισθάνθηκε ότι η υπερεκπροσώπηση του ΠΑΣΟΚ στη νέα κυβέρνηση να ευθύνεται για τη μη υπουργοποίησή του, ή απλώς να έχει σοβαρές ενστάσεις για κάποια από τα στελέχη του πάλαι ποτέ κινήματος που συμπεριελήφθησαν στην κυβέρνηση. Αυτό όμως δεν αναιρεί την ουσία όσων υποστήριξε για τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου.
Πριν αρχίσουμε να αποτυπώνουμε την υποκειμενική μας άποψη για τη δεκαετία που μεσουράνησε στα πολιτικά πεπραγμένα του τόπου ο Ανδρέας Παπανδρέου, να δηλώσουμε ότι ο προφανής αντίλογος, ότι «η Δεξιά επίσης ευθύνεται για πελατειακές πρακτικές και πολλά για τα οποία σήμερα επικρίνει το ΠΑΣΟΚ» δεν μας αφήνει αδιάφορους, αφού προφανώς φέρουν όλοι βαρύτετες ευθύνες, καθώς επίσης και να δηλώσουμε ότι το να μπει κανείς στη συζήτηση ποιος έκανε μεγαλύτερη ζημιά στον τόπο, είναι επιεικώς ηλίθιο.
Οι θαυμαστές του Ανδρέα Παπανδρέου του πιστώνουν, ότι η άνοδός του στην εξουσία βοήθησε τους «μη προνομιούχους» να μπουν στον χάρτη και να αισθανθούν ότι έχουν λόγο στα κοινωνικά δρώμενα. Δεν θα διαφωνήσουμε, έδωσε φωνή σε μη εκπροσωπούμενα κοινωνικά στρώματα. Με την ίδια λογική όμως, το πρώτο βήμα για την υπέρβαση της κατάστασης του εμφυλίου το έκανε η Νέα Δημοκρατία στη μεταπολίτευση. Άρα, με τέτοιες συζητήσεις άκρη δεν βγάζουμε, ποιος έκανε τα περισσότερα και ποιος τα λιγότερα, είναι επιεικώς αδιάφορο μπροστά στο χάος που καλούμαστε να διαχειριστούμε και να αναστρέψουμε. Λίγους πολιτικούς πληρώσαμε χρυσάφι, από αυτούς που κεφαλαιοποίησαν την… αντιστασιακή τους δράση και μας έκατσαν στο σβέρκο για δεκαετίες (με δική μας ευθύνη), για να αποδειχθεί ότι πολλοί εξ αυτών ήταν η αντιπαθής κοινωνική τάξη… της κλεφτουριάς;
Αντί να ντρεπόμαστε για το ότι μας πήρε 15 χρόνια παραπάνω από άλλες χώρες της Ευρώπης να ξεπεράσουμε τα τραύματα του παρελθόντος, χώρες που επίσης έζησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επίσης βίωσαν τον εμφύλιο, αλλά και δικτατορία, καθόμαστε και συζητάμε ακόμα με όρους «καλός» και «κακός», αντί να αντιληφθούμε ότι οι επιμέρους συνθήκες μιας ιστορικής περιόδου καθορίζουν ένα πλαίσιο το οποίο πρέπει πάντα να το λαμβάνουμε υπόψη όταν την εξετάζουμε και όχι να την κρίνουμε με βάση τα σημερινά στάνταρ. Ταυτόχρονα, να βλέπουμε τι δεν κάναμε καλά ώστε να διορθωθούμε στο μέλλον.
Με βάση τα προαναφερθέντα, είναι γελοία η απόπειρα κάποιων που επιχείρησαν να παραστήσουν τους αυτόκλητους υπερασπιστές του «παπανδρεϊσμού» επειδή αναζητούν εναγωνίως τρόπους να μείνουν στην επικαιρότητα, αφού έχουν βρεθεί στο περιθώριο, ενώ η πεποίθησή τους είναι ότι είναι προορισμένοι για κάτι πολύ σημαντικό, ενώ δεν είναι τίποτα περισσότερο από κρατικοδίαιτα παιδιά του «κομματικού σωλήνα» που δεν είναι μέρος της λύσης αλλά του προβλήματος.
Δηλαδή, πόσο αφελής πρέπει να είναι κανείς για να αναπολεί τη δεκαετία του 1980 πιστεύοντας ότι ο «θρίαμβος» μπορεί να επαναληφθεί; Δηλαδή αμφιβάλλει κανείς ότι οι κομματικοί φίλοι έμπαιναν σωρηδόν στα κρατικά «μαγαζιά», αυτά που σήμερα η Τρόικα μας ζητά να κλείσουμε; Αμφιβάλλει κανείς ότι είχε ξεπεραστεί κάθε μέτρο; Αμφιβάλλει κανείς ότι ο λαϊκισμός είχε «χτυπήσει κόκκινο»;
Πως έγιναν όμως αυτά; Τι ήταν τελικά ο Ανδρέας Παπανδρέου; Θα ήταν χρήσιμος στη σημερινή συγκυρία στον τόπο; Ξεκινάμε από το τελευταίο: ΝΑΙ, το μυαλό και η πολιτική αντίληψη του Ανδρέα Παπανδρέου έχει λείψει, όχι όμως οι πολιτικές του αποφάσεις. Το αναγνωρίζουν όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι της «απέναντι πλευράς». Ας το εξηγήσουμε. Πως είναι δυνατόν να λες «έξω από την ΕΟΚ, έξω από το ΝΑΤΟ», ή «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», να κάνεις τα ακριβώς αντίθετα και να επιβιώνεις πολιτικά;
Μα, είναι απλό, όταν απευθύνεσαι σε ΧΑΧΟΛΟΥΣ προσαρμόζεις τη ρητορική σου λέγοντάς τους αυτό που θέλουν να ακούσουν. Αυτοί ήμασταν, αμφιβάλλει κανείς; Εμείς τους βγάλαμε και τους χειροκροτούσαμε και όταν φοβήθηκαν ότι πάμε στο γκρεμό αποδειχθήκαμε τόσο αγράμματοι ή/και βολεμένοι που τους «βάλαμε χέρι» για να επιστρέψουν στην «οδό της απωλείας»… Το ερώτημα είναι αν διορθωθήκαμε ή είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε «νέους Παπανδρέου» και μάλιστα χωρίς τις ικανότητες του μακαρίτη…
Τη δεκαετία του 1980 επικράτησε η οικονομική λογική της αποδοχής δημιουργίας ελλειμμάτων με σκοπό τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης με στόχο την αναλογική επίτευξη υψηλότερων ρυθμών, ώστε και να στη συνέχεια και τα δάνεια να αποπληρώνονται σταδιακά και να απολαμβάνει η κοινωνία μέρος των αγαθών που θα παράγονται, με το αγοραστικό επίπεδο να αυξάνεται και την κοινωνία γενικώς να προοδεύει. Αναμφισβήτητα, αυτή η σκέψη δεν στερούνταν λογικής. Ως συνήθως όμως, η θεωρητική σύλληψη δεν έτυχε της ανάλογης εφαρμογής…Η χώρα πήρε πολλά δάνεια, αντί όμως να τα επενδύσει παραγωγικά ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και να παραχθεί πλούτος, να αναπτυχθούν τομείς οικονομικής δραστηριότητας και να μεγαλώσουν τα έσοδα από ανταγωνιστικά προϊόντα και εξαγωγές, τα χρήματα πήγαν για να βολευτεί ο «κομματικός στρατός» αλλά σταδιακά και «προσήλυτοι» στο δημόσιο το οποίο γιγαντώθηκε κοντεύοντας… να σκάσει! Άρα, το να αντιληφθούμε ότι αν σταματήσει η στρόφιγγα της δανειοδότησης η φούσκα θα έσκαγε, εφόσον παραγόντουσαν λιγότερα από αυτά που ξοδεύονταν, ήταν απόλυτα προβλέψιμο!
Θυμόμαστε τον υπουργό Οικονομικών Δημήτρη Τσοβόλα; Θυμόμαστε το «Τσοβόλα δώστα όλα»; Θυμόμαστε ότι είχε προηγηθεί ο «νοικοκύρης λογιστής» Σημίτης που επιχείρησε να πάρει κάποια μέτρα να συμμαζευτεί η κατάσταση που έβγαινε εκτός ελέγχου; Τι έγινε; Με απλά λόγια: Κάποια στιγμή ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιμετώπισε το δίλημμα, εάν θα επιχειρήσει να συμμαζέψει την οικονομία χάνοντας τις εκλογές, ή θα επιστρέψει στην παλιά και δοκιμασμένη συνταγή του λαϊκισμού «δώστα όλα», με στόχο να εκλεγεί ξανά. Επέλεξε το δεύτερο και πέτυχε τον στρατηγικό στόχο που είχε θέσει. Κάπου εκεί είχε χαθεί ο έλεγχος και μας πήρε η κατηφόρα. Και όσοι ακολούθησαν το ίδιο δίλημμα αντιμετώπισαν λιγότερο ή περισσότερο…
Το χειρότερο όμως ήταν ότι η ελληνική κοινωνία είχε εθιστεί σε έναν αυτοκαταστροφικό τρόπο σκέψης, πέραν της οικονομίας που μαστιζόταν από τα κρατικοδίαιατα… τζάκια που αναπτύσσονταν συνεχώς. Κανείς δεν εξέταζε εάν τα αιτήματα είχαν λογική ή ήταν ρεαλιστικά. Είχε γίνει συνείδηση σε όλους ότι αρκούσε η οργανωμένη πίεση και η επίκληση κάποιων πραγματικών ή φανταστικών «καπιταλιστικών συμφερόντων», όσο το δυνατόν πιο κοντά σε κάποια εκλογική αναμέτρηση για να καμφθεί η κυβέρνηση. Κάπως έτσι ανδρώθηκε και ο συνδικαλιστικός παρασιτισμός με έμβλημα την αμετροέπεια και πολλούς από τους ηγέτες να σταδιοδρομούν, μετά τους «κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες», στο Κοινοβούλιο. Και ο φαύλος κύκλος συνεχιζόταν, ο δρόμος ήταν κατηφορικός, τα φρένα σπασμένα, άρα το «όχημα» επιτάχυνε σταδιακά την πορεία προς την καταστροφή.
Αν σκεφτούμε λιγότερο παρορμητικά και πιο ψύχραιμα, πόσο ευκολότερη θα ήταν σήμερα η κατάσταση εάν είχαν υιοθετηθεί έστω κάποια από τα μέτρα του καθηγητή Σπράου ή του Τάσου Γιαννίτση; Πολλοί καταλάβαιναν ότι βαδίζουμε ολοταχώς στον γκρεμό και το έλεγαν. Το αποδείκνυαν και με τα νούμερα. Κανείς όμως δεν ήταν διατεθειμένος να ακούσει. Αυτό είναι και το ΕΓΚΛΗΜΑ όσων έχουν αναλάβει σήμερα να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο με τον τόσο επίπονο για την κοινωνία τρόπο.Ο ρόλος της εκάστοτε κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ήταν προκαθορισμένος… ο ένας να βρίζει τον άλλο και όταν βρίσκονται στην εξουσία να κάνουν τα ίδια.
Εάν δεν ήταν ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ κι έβαζαν το συμφέρον της χώρας πάνω από το κομματικό, θα είχαν συμφωνήσει να γίνουν τουλάχιστον τα στοιχειώδη, τα οφθαλμοφανή. Θα υπήρχε βέβαια ο λαϊκισμός της Αριστεράς που θα επεδίωκε να αξιοποιήσει την ευκαιρία. Και θα συνεχιζόντουσαν φυσικά πρακτικές ανεξέλεγκτης διαχείρισης – από όλους – της πλουσιοπάροχης χρηματοδότησης που τους δινόταν από το κράτος, εν ονόματι της δημοκρατίας φυσικά. Χωρίς να δίνει κανείς λογαριασμό, υπήρχαν σε ΟΛΑ τα κόμματα και επιχειρηματικά συμφέροντα που χρηματοδοτούσαν. Μαύρα, κατάμαυρα. Και παρά ταύτα, χρεοκόπησαν. Φανταστείτε κακοδιαχείριση και ρεμούλα…
Όσοι μας κυβέρνησαν είχαν στα χέρια τους ένα μεγάλο όπλο. Το νόμισμα. Όποτε η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο, μας κοπάναγαν στο κεφάλι μια υποτίμηση του νομίσματος και κάποιοι, αυτοί που ήξεραν το παιχνίδι καλύτερα, το εκμεταλλεύονταν και πλούτιζαν. Έχουμε καταλάβει ότι π.χ. 30% υποτίμηση του νομίσματος, μας έκανε 30% φτωχότερους σε μια νύχτα και όσους το ήξεραν και «γύριζαν» τα χρήματά τους σε κάποιο ξένο νόμισμα για να τα μετατρέψουν ξανά σε δραχμές μετά την υποτίμηση, 30% πλουσιότερους; Ακόμα δεν εξοργιστήκατε και δεν καταλάβατε γιατί και πως άλλαξε τα πράγματα και το παιχνίδι, η έλευση του ευρώ;
Επειδή όλοι τους, από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά, έχουν ασχημονήσει στο σώμα της Ελλάδας και συνεχίζουν να λαϊκίζουν, δεν έχουμε αντίρρηση να τα αφήσουμε όλα πίσω μας και να προχωρήσουμε μπροστά. Το να κάνουμε όμως όπως μερικοί κλόουν της πολιτικής τους απολογητές του ενός ή του άλλου, αγιοποιώντας όσα μας κατέστρεψαν, είναι τουλάχιστον γελοίο. Ας τους αφήσουμε να απολαύσουν τη φαιδρότητά τους και ας τους συμπεριφερθούμε ανάλογα, διακομματικά, στην κάλπη. Εάν εξακολουθούμε να μην αντιλαμβανόμαστε, δεν κάνουμε τίποτα παραπάνω από το να καλλιεργούμε το έδαφος για τα χειρότερα.
Και ένα τελευταίο: Αυτό που ζούμε σήμερα, εξηγείται με τη «θεωρία του εκκρεμούς»: Ακριβώς επειδή είχαμε πάει ανεξέλεγκτα προς τη μία άκρη, όταν άρχισε η επαναφορά, το εκκρεμές έφτασε στην απέναντι… Με αυτό το παράδειγμα – παρομοίωση δεν εννοούμε μόνο τα σκληρότατα μέτρα που μας επιβάλλονται μέχρι να ισορροπήσει το σύστημα, αλλά και την πολιτική μας κατάσταση. Θα συζητούσαμε σήμερα για την α ή την β «πολιτική έκπληξη» και για «ακραίους» που μας ωθούν σε έναν ιδιότυπο εμφύλιο, εάν οι «μεγάλες δυνάμεις» που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν τη λογική (έπεσε θύμα βιασμού… δυστυχώς) δεν είχαν ξεπεράσει κάθε είδους όριο;
πηγή
Δημοσίευση σχολίου