του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου*
Ανησυχούν, λένε, στην κυβέρνηση, γιατί ο Ομπάμα δεν θέλει να συναντηθεί ούτε δύο λεπτά με τον Πρωθυπουργό. Ξύνω κι εγώ το κεφάλι μου να βρω τι καλό έχει κάνει (ή τι κακό δεν συμφωνεί να κάνει) ο Αντώνης Σαμαράς και δεν τον δέχονται οι Αμερικανοί. Πάντως, ομολογώ ότι έχει ανέβει στην εκτίμησή μου. Ελπίζω να μην πάει να μιλήσει και στην συνάθροιση του ισραηλινού λόμπυ που έχει προγραμματίσει, εφόσον το λόμπυ αυτό δεν του κλείνει, όπως ασφαλώς μπορεί να κάνει, το πολυπόθητο ραντεβού με τον Ομπάμα (αν και, κατά τη γνώμη μας, αυτό που εκκρεμεί είναι μάλλον το ραντεβού των Ελλήνων πολιτικών με την Ιστορία, τον λαό και το έθνος τους, από αυτούς όμως κρύβονται). Το λέμε αυτό γιατί οι εκπρόσωποι της Ελλάδας πρέπει να βλέπουν τους πάντες και να συνάπτουν σχέσεις ή και συμμαχίες ακόμα, αλλά όλα αυτά πρέπει να γίνονται σε συνθήκες ισοτιμίας και αυτοσεβασμού – και μόνο αυτό δεν συμβαίνει συνήθως. Το θέμα άλλωστε δεν είναι ποιόν βλέπει κανείς, είναι τι του λέει.
Τι θα πει π.χ. ότι ο Ισραηλινός Υπουργός ‘Αμυνας δεν έχει χρόνο να μετακινηθεί εκείνος στην Αθήνα και θα πρέπει να τρέχει να τον βρει στο Ισραήλ ο Παναγιωτόπουλος; Αν έχει για το Ισραήλ σημασία η σχέση με την Αθήνα, ας βρει το Ισραήλ τον χρόνο. Μέχρι τότε, μπορεί και η Ελλάδα να δείξει υπομονή. Η διπλωματία είναι, σε μεγάλο βαθμό, τέχνη της σημειολογίας.
Δεν είμαι «αντιαμερικανός», αν και αμφιβάλλω ότι με πιστεύετε. Θαυμάζω ειλικρινά πολλά χαρακτηριστικά των ΗΠΑ και όψεις της λαϊκής τους κουλτούρας, μεταξύ άλλων την απλότητα που διακρίνει τους Αμερικανούς και τον σεβασμό τους προς το συλλογικό τους σχέδιο. Αν δεν είχαν το χρήμα για Θεό τους, θα ήταν ο πιο έτοιμος λαός στην υφήλιο για τον σοσιαλισμό. Αλλά δεν βλέπω ούτε μισό καλό να έκαναν στη χώρα μου από το 1947, ούτε μισό λόγο για τον οποίο θα έκαναν ένα τέτοιο καλό στο μέλλον – ίσως έχω «εμμονές», αλλά θυμάμαι ότι ήταν πίσω από τον εμφύλιο, τη δικτατορία και τη διχοτόμηση της Κύπρου. Αν κάποιος πιστεύει το αντίθετο, ας μας πει ένα επιχείρημα βρε αδερφέ, εκτός από το να προβάλλει τη φυσική έλξη του Ραγιά προς τον Αφέντη, της κοπέλας προς τον νταβατζή της.
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές της ιστορίας της, μαζί και ευθεία απειλή για την κρατική της υπόσταση. Επ’ αυτών πρέπει οι ‘Ελληνες πολιτικοί να ζητήσουν από τη «μεγάλη σύμμαχο» να τοποθετηθεί - μια Ουάσιγκτον που, στις επίσημες ανακοινώσεις της, επιμένει στην ανάγκη συνέχισης των «μεταρρυθμίσεων», που είναι, στη σύγχρονη οργουελιανή γλώσσα, ο κωδικός όρος για τη συνέχιση της μνημονιακής καταστροφής. Αν χρειάζεται να συγκρουσθούμε με τη γερμανική κυβέρνηση για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, τότε να το κάνουμε και να το κάνουμε εν ονόματι της Ευρώπης, όχι για να παίξουμε όμως πάλι τον ρόλο «χρήσιμου ηλίθιου» για τα αμερικανικά συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο.
Ορθώς τα βάζουμε με τη Γερμανία, ξεχάσαμε όμως κάπως εύκολα ότι την επίθεση κατά της Ελλάδας ξεκίνησε, το 2009, μια αμερικανική τράπεζα, η Goldman Sachs και μια «ελληνική κυβέρνηση» παντελώς ελεγχόμενη από τις ΗΠΑ και δυνάμεις τύπου Soros. Για την Ουάσιγκτον, είναι απολύτως ανεπιθύμητη και η ευρωπαϊκή στρατηγική παρουσία εδώ και οποιαδήποτε σχέση με τη Ρωσία. ‘Εχει δικό της στρατηγικό συμφέρον και στον ελληνογερμανικό καυγά και στην εκδίωξη της Ρωσίας από τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, γεγονός που θέτει δύσκολα προβλήματα στρατηγικής, αν κάποιο θαύμα μετέβαλε την Ελλάδα σε υποκείμενο, από διεθνές κλωτσοσκούφι που είναι σήμερα.
Πως δηλαδή θα αποσυναρμολογήσουμε το «κυνήγι της αλεπούς» που σκηνοθέτησαν εις βάρος μας, βάζοντάς μας να τσακωθούμε με την Ευρώπη, να αποξενωθούμε από Ρωσία, Κίνα, Άραβες, Κούρδους, Σέρβους, Ιρανούς, Αρμένιους κλπ., ώστε να καταλήξουμε μόνοι μας καταστρεφόμενο προτεκτοράτο που θα αναζητήσει τη θέση του, αν το αφήσουν να επιβιώσει στα σημερινά του σύνορα, εντός μιας Μεσογείου που τείνει να γίνει τουρκο-ισραηλινή ζώνη επιρροής υπό ηγεμονία των ΗΠΑ.
Λέγεται πάντως ότι η κυβέρνηση εξέφρασε κάποιο ενδιαφέρον για συμμετοχή της Ελλάδας στον South Stream, τον μόνο από τους αγωγούς που είναι προς ελληνικό όφελος και που εμείς τον προτείναμε. Κάτι είναι κι αυτό. Η Ρωσία σήμερα είναι το κύριο εναπομένον δυνητικό αντιστάθμισμα στην πίεση που ασκείται σε Ελλάδα και Κύπρο τόσο από πλευράς Γερμανίας της Μέρκελ, όσο και, ευρύτερα, των «ναυτικών δυνάμεων», δηλαδή της αμερικανικής και της χρηματιστικής αυτοκρατορίας. Αν εμφανιζόντουσαν σε Ελλάδα και Κύπρο πολιτικές ηγεσίες ικανές να αναλάβουν το τιτάνιο έργο ανόρθωσης των δύο χωρών, χωρίς να τις ρίξουν στα βράχια, τότε η Μόσχα, ίσως και το Πεκίνο, θα μπορούσαν να είναι σύμμαχοι. Μάλιστα, η σημερινή συγκυρία σε Ρωσία και Μέση Ανατολή θα ήταν ιδιαίτερα πρόσφορη.
Στη Ρωσία, η «εθνικιστική» πτέρυγα του καθεστώτος φαίνεται να πέτυχε μια ίσως στρατηγική νίκη επί της «φιλελεύθερης», με την παραίτηση του Σουρκώφ, πρώην επικεφαλής της προεδρικής διοίκησης. Δυνάμεις όπως αυτές που εκφράζει ο Ντούγκιν, τις ιδέες του οποίου οι αναγνώστες των «Επικαίρων» είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν σε πρόσφατη συνέντευξη, δείχνουν να επηρρεάζουν τώρα, όσο ποτέ άλλοτε, το Κρεμλίνο. Ταυτόχρονα, συγκλίνουσες πληροφορίες από τη Ρωσία και από το Ισραήλ, κάνουν λόγο για πολύ έντονη διαμάχη του Νετανιάχου με τον Πούτιν στο Σότσι. Ο Ρώσος Πρόεδρος φέρεται να εξήγησε στον Ισραηλινό Πρωθυπουργό ότι παραβίασε τις συμφωνίες επιτιθέμενος στη Δαμασκό. Ως απάντηση η Μόσχα έστειλε ήδη αντιαεροπορικούς-αντιβαλλιστικούς πυραύλους Ες300 στη Συρία. Στην απειλή των Ισραηλινών ότι θα τους καταστρέψουν, η απάντηση των Ρώσων είναι «δοκιμάστε».
Για πρώτη φορά από το 1973, σημειώνεται παρόμοια όξυνση μεταξύ Μόσχας, Δυτικών και Ισραηλινών. Αυτό αυξάνει κατακόρυφα τη στρατηγική σημασία της Κύπρου και της Ελλάδας. ‘Ενας τέτοιος παράγων θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για το μεγάλο παιχνίδι που απαιτούν οι περιστάσεις και η σωτηρία των δύο χωρών. Αλλά είπαμε. Για να παιχτεί οποιοδήποτε στρατηγικό παιχνίδι χρειάζεται πολιτική ηγεσία με γνώση, ανεξαρτησία και θάρρος. ‘Αντε βρέστην...
Όχι μόνο δεν υπάρχει προσωπικό που να χαράξει στρατηγική και να διευρύνει τις συμμαχίες της χώρας, κάνουμε και το αντίθετο. Η Κύπρος του Αναστασιάδη, κατάφερε το ακατόρθωτο, να χαλάσει, αυτή τη στιγμή τις σχέσεις της με το Ιράν, εκδίδοντας στις ΗΠΑ Ιρανό υπήκοο που κατηγορείται για παραβίαση των κυρώσεων. Σε απάντηση, η Τεχεράνη ανακάλεσε τον Πρέσβη της από τη Λευκωσία. Το Ιράν όμως είναι μια πολύ φιλική χώρα προς την Κύπρο και την Ελλάδα, αλλά και η μόνη που δέχεται να μας εξάγει, επί πιστώσει, καύσιμα. Αυτός που επιδιώκει να έχουμε κακές σχέσεις με την Τεχεράνη, είναι οι ίδιοι που απεργάζονται την καταστροφή μας.
Εξαιρετικά συζητήσιμης αξίας, αν όχι αντίθετη με το ελληνικό εθνικό συμφέρον είναι και η προγραμματιζόμενη για το φθινόπωρο άσκηση Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ στην αν. Μεσόγειο. Στο ζήτημα αυτό όμως και στο σύνολο των ελληνοισραηλινών σχέσεων, που οφείλουν επίσης, όπως και η όλη ελληνική εξωτερική πολιτική να τεθούν στη βάση του αμοιβαίου ωφέλους, θα επανέλθουμε σε πρώτη ευκαιρία.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου