του Δημήτρη Φάρου
Σημαντική για την προσπάθεια του Ερντογάν να διαμορφώσει μία νέα ισορροπία στην τουρκική κοινωνία είναι η πρόσφατη (23/11) επίσημη «συγγνώμη» του Τούρκου πρωθυπουργού για τον διωγμό των Κούρδων το 1937 στην τότε επαρχία Ντερσίμ -νυν Τουντζελί- της ΝΑ Τουρκίας.
Με τον τρόπο αυτό, ο Ερντογάν συνεχίζει το ξήλωμα της κληρονομιάς του Κεμάλ, σε επίπεδο πολιτικών συμβολισμών. Επιπλέον, επιχειρεί να προβάλει μία «νέα ιστορική αφήγηση», που προσπαθεί να πείσει τους Κούρδους ότι το μέλλον τους βρίσκεται εντός μίας νέο-οθωμανικής ταυτότητας και ενός ενιαίου τουρκικού κράτους, που θα τους σέβεται ως ισότιμους πολίτες.
Διερωτάται, όμως, κανείς, αν πραγματικά μπορεί η συμβολική αυτή κίνηση να αντισταθμίσει την ένταση που επικρατεί σήμερα ανάμεσα στο επίσημο τουρκικό κράτος και το κουρδικό στοιχείο της χώρας. Ο Ερντογάν επιχειρεί να «πατήσει σε δύο βάρκες», καθώς, την ίδια στιγμή, επικρατεί ένα κύμα διώξεων στην ΝΑ Τουρκία, ενώ νωπές είναι και οι μνήμες από την σχεδόν ρατσιστική συμπεριφορά των τουρκικών αρχών προς τους Κούρδους πληγέντες από τον πρόσφατο πολύνεκρο σεισμό στην ίδια περιοχή.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός και το κόμμα του έχουν να αντιμετωπίσουν, εξάλλου, την προϊούσα συνειδητοποίηση των Κούρδων της Τουρκίας και τις προσπάθειες πολιτικής χειραφέτησής τους με πρωτοβουλίες για «πολιτική αυτονομία» που θέτουν σε κίνδυνο τον ενιαίο, συγκεντρωτικό και μονοεθνικό χαρακτήρα του κράτους. Η κίνησή του στοχεύει, πιθανότατα, σε μία διπλή κίνηση και προς το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα - τον πολιτικό κληρονόμο του κεμαλισμού - και προς τους ανεξάρτητους Κούρδους βουλευτές εν όψει της ψήφισης του νέου Συντάγματος. Προς τους κεμαλιστές η κίνηση έχει τον χαρακτήρα προσπάθειας πολιτικής πίεσης και απομόνωσης, ενώ προς τους Κούρδους βουλευτές, που αρχικά απείχαν από τις εργασίες της νεοεκλεγείσας Βουλής, αποτελεί μία κατευναστική χειρονομία.
Πρέπει να ομολογήσουμε πως ο Ερντογάν προέβη στην έκφραση συγγνώμης γι' αυτό το παλαιό έγκλημα του τουρκικού κράτους προς τους Κούρδους πολίτες του δείχνοντας, επίσης, ρεαλισμό και σε διεθνές επίπεδο. Αντιλαμβάνεται ότι η αναταραχή στη Συρία, που σταδιακά λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις, θα ενισχύσει τον ρόλο των Κούρδων της χώρας αυτής και, σε περίπτωση ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ, θα τους μετατρέψει από παρίες - όπως είναι σήμερα - σε κομβικό πολιτικό παίκτη την «επόμενη μέρα». Παράλληλα, έχει συνειδητοποιήσει ότι η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, στα τέλη του έτους, θα ενισχύσει την θέση και την de facto ανεξαρτησία του κουρδικού κρατιδίου στα βόρεια της χώρας. Κι επειδή καταλαβαίνει πως οι συνέπειες της εξέλιξης αυτής θα ενισχύσουν τον ρόλο και των εντός της Τουρκίας Κούρδων, φαίνεται ότι λαμβάνει από τώρα τα μέτρα του.
Το «μαστίγιο και το καρότο», όμως, ίσως πλέον να μην μπορεί να λειτουργήσει και ο Ερντογάν να χρειαστεί σύντομα να προβεί σε νέες παραχωρήσεις προς τους Κούρδους ή, αντίθετα, να προβεί σε νέα μέτρα καταστολής. Είδαμε να το κάνει αυτό ταυτόχρονα από το καλοκαίρι και εντεύθεν. Η συμπεριφορά αυτή είναι σίγουρα αντιφατική, αλλά είναι και εύλογη, γιατί ο ρόλος του κουρδικού στοιχείου στην Τουρκία αυτονομείται και αναβαθμίζεται.
Έτσι, ο Ερντογάν είναι αναγκασμένος να εφεύρει μία νέα φόρμουλα που θα αναθεωρεί ριζικά τον χαρακτήρα της Τουρκίας ως εθνικού κράτους, μακριά από τα κεμαλικά δόγματα, που παραμένουν ακόμη ζωντανά στην πολιτική ιδεολογία του κράτους, παρ' ότι τα ερείσματά τους (στρατός, δικαιοσύνη) έχουν αφοπλιστεί. Η νέα αυτή «πολιτική εφεύρεση», εντούτοις, δεν μπορεί να είναι χωρίς κραδασμούς και παλινδρομήσεις, γεγονός που συνεπάγεται μακροχρόνια εσωτερική αστάθεια στην γειτονική μας χώρα. Ίσως η τελευταία ευκαιρία για μία ομαλή μετάβαση σε μία εποχή ειρηνικής ενσωμάτωσης των Κούρδων, τελικά, να ήταν η περίοδος Οζάλ - και οι «συγγνώμες» να μην αρκούν πλέον για να διασφαλίσουν τον ενιαίο χαρακτήρα της Τουρκίας …
(Το άρθρο αφιερώνεται στην μνήμη του πρόσφατα εκλιπόντος Καθηγητή της Κοινωνιολογίας της Ιστορίας και κορυφαίου εν Ελλάδι γνώστη της τουρκικής πραγματικότητας Νεοκλή Σαρρή).
Ο Δημήτρης Φάρος είναι διεθνολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του «Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης» (ΙΕΝΕ)
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου