Ο προγραμματικός κατακερματισμός της ιστορίας σε «ιστορίες», επιτρέπει μια κατά βούλησιν εισαγωγή επιλεγμένων παραδειγμάτων που φρονηματίζουν το παιδί προς την κατεύθυνση του «πολιτικά ορθού», υπό την σημερινή αμερικανική του έννοια (που συμπίπτει με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η «Νέα Ιστορία» θέλει να είναι Αγωγή του Πολίτη της υπό κατασκευήν μεταεθνικής «διαπολιτισμικής» συλλογικότητας στην οποία καλείται να μεταλλαχθεί η Ελλάδα. Η κατάλληλη προς τούτο θεματολογία, είναι η εξής: Τα δικαιώματα του ανθρώπου με έμφαση στα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων, οι ατομικές ελευθερίες, ο σεβασμός της «ετερότητας», η πολυπολιτισμική δημοκρατία.
Ακόμα, η θετική αναθεώρηση του ιστορικού ρόλου της οθωμανικής κυριαρχίας επί της Ελλάδος, ο εκσυγχρονισμός ως ιστορικό αίτημα, η απάλειψη των εθνικών, φυλετικών και θρησκευτικών «προκαταλήψεων». Ο ξύλινος, αποστασιοποιημένος λόγος της αφήγησης αντανακλά την μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας ως «ετερότητας». Πουθενά μέσα από τα δρώμενα δεν αναδύεται ένα «εμείς». Κάποιοι «Έλληνες» έκαναν ετούτο ή εκείνο, αλλά ποιοι ακριβώς ήσαν αυτοί και τι σχέση έχουν με μένα, ένα διεθνικό πολίτη του σήμερα;
Για να απαντήσω αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να τολμήσω μια ατομική κατάδυση στα βάθη της συλλογικής ελληνικής μνήμης. Εγχείρημα δύσκολο και προπαντός ύποπτο, εφ' όσον αντίκειται στο πολιτικά ορθό ως εθνοκεντρικό. Μήπως λοιπόν είναι προτιμότερο να ασκήσω το θεσμοθετημένο μου δικαίωμα απάρνησης του συλλογικού μου παρελθόντος, την αρνησιπατρία, για να επιδοθώ στην κατασκευή μιας καθαρά παροντικής ταυτότητας από υλικά του πολυεθνοτικού φολκλόρ με το οποίο συμβιώνω, όπως θέλει το σχολείο; Και από τον κυβερνοχώρο, τη φαντασιακή κοινότητα στην οποία ενέχομαι;
Αλλά, θα πει κανείς, αν η ιστορία μου θέλει να τηρεί από εμένα σήμερα την απόσταση μιας ετερότητας, τότε ποιο είναι το υποκείμενο αυτής της ιστορίας; Η απάντηση σ' αυτό είναι απροσδόκητη για όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με την αυτοαναφορικότητα της μεταμοντέρνας θεώρησης: Μα, φυσικά, η ίδια η ιστορία! Δηλαδή η γνώση των διαδικασιών που οδηγούν στη συγκρότηση του περιεχομένου της ιστορίας. Όλη η κατασκευή του βιβλίου είναι εργαστηριακή, διαπλάθει τον μαθητή ως υβρίδιο ιστορικού, που ασκείται στη χρήση των ιστορικών πηγών και στη γνώση των μεθόδων της ιστορίας. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι «κριτική σκέψη» που κατ' αποκλειστικότητα επιδίδεται στην αποδόμηση της «γεγονοτολογικής ιστορίας της γενεαλογίας του έθνους», των «προσωπικοτήτων και των ηρώων που έδωσαν τη ζωή τους για τη σωτηρία του έθνους».
Από εδώ προκύπτει, ως δημοκρατικό αίτημα προς τον μεταμοντέρνο ιστορικό, η ενασχόληση με τους κοινούς ανθρώπους και την καθημερινή ζωή. Το ότι πολλοί κοινοί αρχικά άνθρωποι ανεδείχθησαν σε ήρωες όταν οι περιστάσεις το απαίτησαν, δεν αλλάζει τίποτα, εφ' όσον το ζητούμενο της προκείμενης περί δημοκρατίας αντίληψης είναι να αποκλείσει την αριστεία, η οποία δημιουργεί θετικά προς μίμησιν και ταύτισιν πρότυπα, που συμπυκνώνουν μέσα τους τις αρετές και τα πεπρωμένα μιας συλλογικότητας, ενός λαού.
Πέραν αυτών, η έννοια της κριτικής ιστορικής σκέψεως έχει συντμηθεί εδώ από τη μεταμοντέρνα θεώρηση. Αποκλείει, π.χ., την Φιλοσοφία της Ιστορίας ενός Dilthey, η οποία βλέπει την ιστορία ως ερμηνευτική του παρελθόντος -με βάση την ενσυναισθητική κατανόηση- συντελεστική της εμπρόθετης διαμόρφωσης του μέλλοντος. Την ιστορία ως μέσο αυτογνωσίας και φρονηματισμού. Αποκλείει και την σχετική αντίληψη του Αλέξανδρου Δελμούζου που θέλει την ιστορία όχι να γίνεται, να έρχεται απ' έξω, αλλά να βγαίνει, να πηγάζει «από μέσα μας», «μέσα δηλαδή από την ελληνική συνείδηση και την ελληνική ψυχή». Και όμως σ' αυτές τις αντιλήψεις εδράζονταν μέχρι την τωρινή νεοταξική αλλαγή παραδείγματος τα αναλυτικά προγράμματα ιστορίας στα σχολεία της Ελλάδος.
Η κριτική αποδόμηση είναι ένα πριόνι που κόβει τα κλαδιά των άλλων, όχι αυτό πάνω στο οποίο κάθεται η ίδια. Αποδομεί την εθνική συλλογική μνήμη για να την υποκαταστήσει από τοπικές ιστορίες, από την ιστορία του αθλητισμού, την ιστορία των γυναικών, των μειονοτήτων κ.λπ., οι οποίες όμως μεθοδολογικά δεν αμφισβητούνται [σ.σ. από το βιβλίο, αυθαιρέτως, αντίθετα από ό,τι κάνει με την εθνική μνήμη].
Ποιός μπορεί να αποδείξει ότι η έννοια π.χ. του κοινωνικού φύλου (ιστορία των γυναικών) εδράζεται σε μια ενύπαρκτη ταυτότητα, ενώ οι έννοιες «έθνος» (που αντίκειται στην «παγκοσμιοποίηση») και «κοινωνική τάξη» (που αντίκειται στον καπιταλισμό) είναι μύθοι; Ή ότι το σχολείο οφείλει να προσχωρήσει στο μεταμοντέρνο πλαίσιο του «αξιακού σχετικισμού» και όχι να αντισταθεί διδάσκοντας την αρετή; Ή ότι ο «πατριωτισμός του συντάγματος» θα λειτουργήσει καλύτερα σε ένα γεωγραφικό πεδίο διαβίωσης ξένων ανάμεσά τους εθνοτήτων απ' ό,τι ο εθνικός πατριωτισμός σε μια κοινότητα με κοινή γλώσσα, ιστορία και θρησκεία; Ή ότι η οικειοφοβία είναι προτιμότερη από την ξενοφοβία;
Πού και πώς έχουν γίνει οι υπερκείμενες παραδοχές αυτών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της πολυπολιτισμικής μετάλλαξης του ελληνικού έθνους στο επίπεδο της συνείδησης, αντικείμενο κριτικής εξέτασης δημόσιου διαλόγου; Τα ίδια ισχύουν για τη δημογραφική αλλοίωση του ελληνικού έθνους μέσω λαθρομετανάστευσης και τους απολογητές της. Εκτός και αν ο «αντιρατσισμός» αρκεί ως κριτική αντιπαράθεση....
* Αν. καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου
Το παραπάνω κείμενο είναι από πάντα επίκαιρο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο ''ΠΑΡΟΝ'' (10.12.2006)
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου