Στις φετινές ετήσιες συναντήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κυριαρχούν τα νομίσματα. Και για την ακρίβεια, δύο νομίσματα: Το δολάριο και το ρεμνίμπι, το πρώτο εξ αυτών επειδή κρίνεται ως πολύ αδύναμο και το δεύτερο επειδή κρίνεται ως μη ευέλικτο. Αλλά πίσω από τις διαμάχες βρίσκεται μια μεγάλη πρόκληση: πώς θα γίνει η καλύτερη δυνατή διαχείριση της παγκόσμιας οικονομικής προσαρμογής. Στον πρόλογό του στο νέο World Economic Outlook, o Ολιβιέ Μπλανσάρ, οικονομικός σύμβουλος του ΔΝΤ, σημειώνει: «Η επίτευξη μιας ισχυρής, ισορροπημένης και βιώσιμης παγκόσμιας ανάπτυξης – (παραπέμπω σε ένα στόχο που τέθηκε από τους ηγέτες των 20 πλουσιότερων οικονομιών του κόσμου στο Πίτσμπουργκ) – ποτέ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Απαιτεί δύο βασικές και δύσκολες ενέργειες οικονομικής εξισορρόπησης».
Η πρώτη εξ αυτών αφορά την εσωτερική εξισορρόπηση – την επιστροφή της εξάρτησης από την ιδιωτική ζήτηση στις προηγμένες οικονομίες και τον περιορισμό των δημοσίων ελλειμμάτων που δημιουργήθηκαν κατά την κρίση. Η δεύτερη αφορά την εξισορρόπηση σε διεθνές επίπεδο – την ενίσχυση της εξάρτησης από τις καθαρές εξαγωγές για τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες προηγμένες χώρες και από την εσωτερική ζήτηση από ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες, πρωτίστως δε την Κίνα. Δυστυχώς, καταλήγει ο καθηγητής Μπλανσάρ, «αυτές οι δύο εξελίξεις προσαρμογής λαμβάνουν χώρα με πολύ αργούς ρυθμούς».
Μπορούμε να θεωρήσουμε αυτή την οικονομική προσαρμογή σε δύο διαστάσεις. Πρώτον, οι έως πρότινος προηγμένες οικονομίες της υψηλής κατανάλωσης και των υψηλών ελλειμμάτων θα πρέπει να προχωρήσουν στην απομόχλευση των ιδιωτικών τομέων τους σε μια μετάβαση σε αυτό που ο Μοχάμετ Αλ Ριάν της επενδυτικής εταιρείας Pimco έχει ονομάσει ως το ‘νέο φυσιολογικό’. Δεύτερον, οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες των οικονομιών με ισχυρές οικονομικές θέσεις, ισχυρές επενδυτικές ευκαιρίες ή και τα δύο, θα πρέπει να ανατιμηθούν, ενώ παράλληλα η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης να αντισταθμίσει το συνεπαγόμενο βαρίδι από τις καθαρές εξαγωγές.
Η επιθετική νομισματική πολιτική των χωρών που εκδίδουν αποθεματικά νομίσματα, πρωτίστως δε της Αμερικής, είναι στοιχείο και των δύο διαδικασιών. Οι κραυγές διαμαρτυρίας που ακούγονται σήμερα ανά τον κόσμο καθώς οι αγορές οδηγούν στην ανατίμηση των άλλων νομισμάτων έναντι του δολαρίου, αντανακλούν εν μέρει τον ανομοιογενή αντίκτυπο της αμερικανικής πολιτικής. Και πιο πολύ αντανακλούν την πεισματική άρνηση αποδοχής των απαιτούμενων αλλαγών, με την κάθε χώρα αποδέκτη κεφαλαίων να προσπαθεί να μετακυλίσει την ανεπιθύμητη προσαρμογή σε κάποιον άλλον.
Για να το πούμε ωμά, η Αμερική θέλει να προκαλέσει πληθωρισμό στο υπόλοιπο κόσμο, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος προσπαθεί να προκαλέσει αποπληθωρισμό στην Αμερική. Σε αυτό τον πόλεμο θα κερδίσει η Αμερική επειδή διαθέτει ανεξάντλητη δύναμη πυρός: δεν υπάρχει όριο στα δολάρια που μπορεί να τυπώσει η FED. Αυτό που πρέπει να συζητηθεί είναι οι όροι παράδοσης του υπόλοιπου κόσμου: οι απαιτούμενες αλλαγές στις ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες και τις εσωτερικές πολιτικές ανά τον κόσμο.
Αν θέλει να καταλάβει κανείς πόσο επιθετική μπορεί να γίνει η αμερικανική πολιτική, αρκεί να διαβάσει μια πρόσφατη ομιλία του Γουϊλλιαμ Ντάντλεϊ , προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης. Ο Ντάντλεϊ σημειώνει ότι «στα πρόσφατα τρίμηνα ο ρυθμός ανάπτυξης υπήρξε απογοητευτικός ακόμα και σε σχέση με τις πιο μετριοπαθείς προσδοκίες μας των αρχών του έτους». Η αιτία γι’ αυτό έχει να κάνει πρωτίστως με την απομόχλευση των αμερικανικών νοικοκυριών. Επομένως, τι μπορεί να κάνει η νομισματική πολιτική γι’ αυτό το ζήτημα; Η απάντησή του είναι ότι «τα πολύ χαμηλά επιτόκια μπορούν να βοηθήσουν τη διαδικασία προσαρμογής στηρίζοντας τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων, καθιστώντας μεταξύ των άλλων, τις τιμές των κατοικιών πιο προσιτές και επιτρέποντας σε ορισμένους δανειολήπτες να περιορίσουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους. Πέρα από αυτά στο βαθμό που η νομισματική πολιτική μπορεί να αμβλύνει τη διάχυση των εν δυνάμει αντίξοων οικονομικών επιπτώσεων, μπορεί να βοηθήσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που διαθέτουν χρήμα να αυξήσουν τις δαπάνες τους».
Το πιο σημαντικό είναι ότι ο σημερινός χαμηλός και πτωτικός πληθωρισμός είναι εν δυνάμει καταστροφικός. Στη χειρότερη περίπτωση η οικονομία μπορεί να υποκύψει σε αποπληθωρισμό. Οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων και ο πληθωρισμός βρίσκονται ήδη στα βήματα της Ιαπωνίας της δεκαετίας του 1990. Η FED θέλει να θέσει τέλος σε αυτή την τάση. Γι’ αυτό σχεδιάζει άλλον ένα γύρο ποσοτικής χαλάρωσης.
Με δυο λόγια, οι Αμερικανοί σχεδιαστές πολιτικής θα κάνουν ό,τι απαιτείται για να αποφύγουν τον αποπληθωρισμό. Στην πραγματικότητα η FED θα συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο μέχρι να δημιουργήσει ικανοποιητικό πληθωρισμό στην Αμερική. Το τι σημαίνει αυτή η προσπάθειά της, για τον υπόλοιπο κόσμο δεν τη νοιάζει.
Πάντως, οι παγκόσμιες επιπτώσεις είναι ήδη φανερές: η πολιτική αυτή αυξάνει τις τιμές των μακροχρόνιων περιουσιακών στοιχείων και ενθαρρύνει τη ροή κεφαλαίων προς χώρες με λιγότερο επεκτατική νομισματική πολιτική – όπως η Ελβετία – ή υψηλότερες αποδόσεις – όπως είναι οι αναδυόμενες οικονομίες. Και όντως αυτό είναι που συμβαίνει τώρα. Το Institute for International Finance με έδρα την Ουάσιγκτον προβλέπει ότι οι καθαρές εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό προς τις αναδυόμενες οικονομίες θα ξεπεράσουν τα 800 δις δολάρια το 2010 και το 2011. Προβλέπει επίσης μαζικές παρεμβάσεις στις αγορές νομισμάτων των χωρών που υποδέχονται αυτά τα κεφάλαια.
Οι χώρες υποδοχής των ροών κεφαλαίου, είτε προηγμένες είτε αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι αντιμέτωπες με μερικές άβολες επιλογές. Να επιτρέψουν την ανατίμηση της συναλλαγματικής τους ισοτιμίας έτσι ώστε να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους στο εξωτερικό. Να παρέμβουν στις αγορές νομισμάτων συσσωρεύοντας ανεπιθύμητα δολάρια, επιλογή που απειλεί την εσωτερική τους νομισματική σταθερότητα και πλήττει την ανταγωνιστικότητά τους. Να περιορίσουν την εισροή κεφαλαίων μέσω φορολογίας και ελέγχων. Στην ιστορική διαδρομή, οι κυβερνήσεις επέλεξαν διάφορους συνδυασμούς αυτών των μέτρων. Το ίδιο θα κάνουν και αυτή τη φορά.
Βεβαίως, μπορεί κάποιος να φανταστεί και την αντίστροφη διαδρομή. Και πράγματι, η Κίνα αντιτίθεται στα μεγάλα δημόσια ελλείμματα και τις μη συμβατικές νομισματικές πολιτικές των ΗΠΑ. Η Κίνα είναι επίσης αποφασισμένη να διατηρήσει τον εγχώριο πληθωρισμό της χαμηλά και να θέσει περιορισμούς την ανατίμηση του νομίσματός της. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι προφανείς: η προσαρμογή στην πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία μπορεί να επιτελεστεί μέσω της πτώσης των εγχώριων τιμών της Αμερικής. Η Κίνα θέλει να επιβάλει στις Ηνωμένες Πολιτείες αποπληθωρισμό, όπως κάνει η Γερμανία στην Ελλάδα. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Αλλά κι αν συνέβαινε, δεν θα ωφελούσε ούτε και την ίδια την Κίνα. Ως πιστωτής η Κίνα έχει όφελος από μια αύξηση της πραγματικής αξίας των απαιτήσεών της στις ΗΠΑ. Αλλά ένας αποπληθωρισμός στην Αμερική μπορεί να οδηγήσει σε παγκόσμια ύφεση.
Ο καθηγητής Μπλανσάρ είναι 100% σωστός: οι προσαρμογές που έχουμε μπροστά μας θα αποδειχτούν πολύ δύσκολες. Και βρίσκονται ακόμα στα πρώτα τους βήματα. Αντί να συνεργαστούν για την προσαρμογή των συναλλαγματικών ισοτιμιών και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να επιβάλουν τη βούλησή τους, μέσω της εκτύπωσης χρήματος.
Η Αμερική θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: είτε θα προκαλέσει πληθωρισμό στο υπόλοιπο κόσμο είτε θα υποχρεώσει τις ονομαστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες των άλλων κρατών να ενισχυθούν έναντι του δολαρίου. Δυστυχώς όλα αυτά συνεπάγονται μια μεγάλη αναταραχή, όπου οι λιγότερο προστατευμένες οικονομίες – όπως
η Βραζιλία και η Νότιος Αφρική – θα υποχρεωθούν να προσαρμοστούν, ενώ εκείνες που προστατεύονται από τον έλεγχο των συναλλαγματικών τους ισοτιμιών – όπως η Κίνα – θα επιτύχουν να διαχειριστούν καλύτερα την προσαρμογή αυτή.
Θα ήταν πολύ προτιμότερο για όλους να έψαχναν για μια λύση συνεργασίας. Ίσως οι ηγέτες των 20 πλουσιότερων οικονομιών του κόσμου να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τις διαδικασίες αμοιβαίων δεσμεύσεων για να το πετύχουν. Η συνάντησή τους το Νοέμβριο στη Σεούλ αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ευκαιρία. Κανείς δεν αμφιβάλλει για την ανάγκη. Υπάρχουν όμως πολλές αμφιβολίες για τη βούληση. Στις χειρότερες στιγμές της κρίσης οι ηγέτες συσπειρώθηκαν. Τώρα η αμερικανική FED τους οδηγεί να ενεργούν καθένας από μόνος του.
sofokleous10
Δημοσίευση σχολίου