Το παράδοξο είναι ότι, ενώ οι μέθοδοι τιμολόγησης των φαρμάκων θεωρητικά τουλάχιστον οδηγούν σε μειώσεις τιμών, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Το Ζantac είναι ένα από τα πιο δημοφιλή φάρμακα στην Ελλάδα, αποτελεί ένα από τα... «best sellers» της φαρμακευτικής αγοράς. Κάθε χρόνο πωλούνται περί τα 4 εκατ. συσκευασίες αυτού του φαρμάκου, του οποίου η «πατέντα» έχει λήξει. Ο κάθε ασθενής μπορεί να το αγοράσει προς 7,5 ευρώ τη συσκευασία. Στην αγορά της Μεγάλης Βρετανίας ο ασθενής μπορεί να προμηθευτεί σε τιμή πολύ χαμηλότερη του 1 ευρώ.....
την τριπλάσιου μεγέθους συσκευασία- η χονδρική τιμή των 60 χαπιών είναι μόλις 0,46 ευρώ! Η βρετανική αγορά των φαρμάκων (και όχι μόνο) από ακριβότερη που ήταν ως πριν από περίπου έναν χρόνο έχει γίνει η φθηνότερη.
Παρόμοια είναι και η περίπτωση του Losec. Για μία θεραπεία έλκους στομάχου απαιτούνται πέντε συσκευασίες Losec- κάθε χρόνο πωλούνται περισσότερες από 5 εκατ. συσκευασίες στην ελληνική φαρμακευτική αγορά. Ο ασθενής μπορεί να προμηθευτεί το Losec προς 18,76 ευρώ τη συσκευασία, σε αντίθεση με τον βρετανό ασθενή που μπορεί να το προμηθευτεί σε τιμή χαμηλότερη των 5 ευρώ. Αλλά και το Risperdal είναι ένα «δημοφιλές» φάρμακο που αφορά την ασθένεια της επιληψίας και στην ελληνική αγορά διακινούνται περισσότερες από 1 εκατ. συσκευασίες των 4 mg. Μόνο που ο έλληνας ασθενής το προμηθεύεται προς 57 ευρώ περίπου τη συσκευασία ενώ ο ισπανός ασθενής προς 6 ευρώ.
▅ Ο ορισμός της τιμής
Πρόκειται για τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις φαρμάκων που παράγονται από μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους των οποίων η «πατέντα» έχει λήξει, αλλά στην Ελλάδα συνεχίζουν να πωλούνται πολύ ακριβότερα απ΄ ό,τι σε άλλες χώρες της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης.
Και τούτο παρά το γεγονός ότι ο απελθών υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας κ. Ι. Παπαθανασίου άλλαξε προ λίγων μηνών εκ νέου τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμάκων ελπίζοντας να περιορίσει την οικονομική αιμορραγία των ασφαλιστικών ταμείων. Σήμερα η τιμή ενός φαρμάκου είναι ο μέσος όρος των τριών φθηνότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βέβαια η νέα μέθοδος ελάχιστα εφαρμόστηκε- προς το παρόν τουλάχιστον- λόγω του γεγονότος ότι προσφάτως υιοθετήθηκε.
Η ισχύουσα μέθοδος διαδέχθηκε την πρώτη που εφαρμόστηκε την περίοδο των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η τιμή προκύπτει από τον μέσο όρο των δύο φθηνότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης των «15», μιας χώρας της νέας διεύρυνσης και της Ελβετίας- μέθοδος η οποία, τελικώς, αποδείχθηκε ατελέσφορη.
Αλλά και η τελευταία μέθοδος τιμολόγησης, με την οποία σίγουρα διαμορφώνονται σε χαμηλότερα επίπεδα οι τιμές των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, δεν αναμένεται να έχει τα αποτελέσματα που θα μπορούσε αν οι κρατικοί μηχανισμοί εποπτείας, ελέγχου και τιμολόγησης λειτουργούσαν. Και κυρίως αν είχαν τη δυνατότητα να επαληθεύουν τα στοιχεία των πολυεθνικών ομίλων. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, κάθε φαρμακευτική εταιρεία είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιεί στη Διεύθυνση Τιμών Φαρμάκων του παλαιού υπουργείου Ανάπτυξης, νυν υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, τις τιμές των δικών της σκευασμάτων στις άλλες χώρες.
Τούτη η υποχρέωση προβλέπεται ώστε στην περίπτωση που η τιμή ενός φαρμάκου που κυκλοφορεί στην Ελλάδα έχει μειωθεί σε κάποια άλλη χώρα να τεθεί σε διαδικασία ανακοστολόγησης και να μειωθεί και στην ελληνική αγορά. Πηγές της αγοράς υποστηρίζουν ότι οι πολυεθνικοί όμιλοι κατά τεκμήριο «σνομπάρουν» την αρμόδια διεύθυνση του (νυν) υπουργείου Οικονομίας, της οποίας όμως η μοναδική πηγή πληροφόρησης έχει εναποτεθεί στη... φιλοτιμία τους.
Το παράδοξο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι, ενώ οι μέθοδοι τιμολόγησης των φαρμάκων θεωρητικά τουλάχιστον οδηγούν σε μειώσεις τιμών, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η φαρμακευτική δαπάνη χρόνο με τον χρόνο αυξάνεται, όπως αυξάνονται και οι επιβαρύνσεις των ασφαλιστικών ταμείων και των δημοσίων νοσοκομείων.
▅ Η λίστα των φαρμάκων
Η λίστα, ένα μέτρο που εφαρμόζεται στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (και στις ΗΠΑ), στην Ελλάδα καταργήθηκε. Υπενθυμίζεται ότι για να έμπαινε ένα φάρμακο στη λίστα συνταγογράφησης έπρεπε να μειωθεί η τιμή του κατά 40%. Η φτηνή αυτή τιμή συμπαρέσυρε προς τα κάτω και τις τιμές των ομοειδών φαρμάκων. Παράλληλα, από την άλλη πλευρά, περιορίστηκε σημαντικά η πτώση της τιμής των αντιγράφων- η τιμή τους ισούται μόλις με το 80% των αντίστοιχων πρωτοτύπων.
Επίσης, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όταν λήξει η πατέντα ενός φαρμάκου, η τιμή του μειώνεται κατά 20%- κάτι που συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και περιορίζεται εκεί.
Αν, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, η πτώση συνεχιζόταν ώσπου η τελική τιμή να εξισωθεί με την τιμή που θα προκύπτει από τον μέσο όρο των τριών φθηνότερων χωρών, τότε η τιμή αυτής της κατηγορίας των φαρμάκων θα έπεφτε σημαντικά και, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι άνω του 50% των κυκλοφορούντων φαρμάκων ανήκει σε αυτή την κατηγορία, τότε η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης θα ήταν εντυπωσιακή.
Η πρακτική των φαρμακοβιομηχανιών
Παρ΄ όλα αυτά, οι πολυεθνικοί όμιλοι έχουν τη δυνατότητα να εξουδετερώνουν τη μέθοδο της «φθηνής τιμολόγησης» που ισχύει στην Ελλάδα ακολουθώντας την παρακάτω πρακτική: ένα νέο φάρμακο αρχικά το τιμολογούν στην ακριβότερη αγορά της Ευρώπης (ως πριν από έναν χρόνο αυτή ήταν η βρετανική αγορά), αποσπούν έτσι μια υψηλή τιμή, και ακολούθως το τιμολογούν σε μία άλλη, ελαφρώς φθηνότερη από την πρώτη χώρα, κερδίζοντας μια λιγότερο υψηλή τιμή.
Στη συνέχεια το φέρνουν στην Ελλάδα, όπου η τιμολόγηση του είναι ίση στην προκειμένη περίπτωση με τον μέσο όρο των δύο ακριβών χωρών. (Η νομοθεσία λέει πως η τιμή του φαρμάκου στην Ελλάδα ισούται με τον μέσο όρο των τριών φθηνότερων χωρών, αν όμως ένα νέο φάρμακο δεν κυκλοφορεί σε τρίτη χώρα, τότε λαμβάνεται ο μέσος όρος των τιμών των χωρών στις οποίες κυκλοφορεί.) Ετσι η τιμή με την οποία «βγαίνει» το φάρμακο στην ελληνική αγορά είναι αρκετά υψηλή. Εν συνεχεία βεβαίως το εν λόγω φάρμακο κυκλοφορεί και σε άλλες χώρες, σε χαμηλότερες τιμές, αλλά οι πολυεθνικές συνήθως «ξεχνούν» να ενημερώσουν την αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου. Και η ανακοστολόγησή του παραπέμπεται σε βάθος χρόνου...
Πρόκειται για μια τακτική που από παράδοση ακολουθούν οι πολυεθνικοί όμιλοι της φαρμακευτικής αγοράς. Οπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, φάρμακα των οποίων η πατέντα είχε λήξει προ ετών και η τιμή των οποίων στις άλλες χώρες είχε μειωθεί κατά 60%, στην Ελλάδα η τιμή τους παρέμεινε πολύ υψηλή εις βάρος των Ταμείων και των ασθενών. Τούτο συνέβαινε διότι οι εταιρείες δεν υπέβαλλαν κάθε δύο ή τρεις μήνες (κατά το παρελθόν), όπως είχαν υποχρέωση, λίστα τιμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης έτσι ώστε η αρμόδια υπηρεσία να έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει ανά πάσα στιγμή τις τιμές στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και να πράττει αναλόγως.
Εχει προταθεί και παλαιότερα και, όπως επισημαίνεται από πηγές της αγοράς σήμερα, λόγω της δυσάρεστης οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο τομέας της υγείας, είναι ίσως περισσότερο αναγκαία η δημιουργία ενός παρατηρητηρίου κόστους ή τιμών έτσι ώστε οι αρμόδιοι κρατικοί μηχανισμοί να έχουν τη δυνατότητα ελέγχου και επαλήθευσης της αξιοπιστίας των στοιχείων που προσκομίζονται από τις φαρμακευτικές εταιρείες και αναλόγως να τιμολογούν.
την τριπλάσιου μεγέθους συσκευασία- η χονδρική τιμή των 60 χαπιών είναι μόλις 0,46 ευρώ! Η βρετανική αγορά των φαρμάκων (και όχι μόνο) από ακριβότερη που ήταν ως πριν από περίπου έναν χρόνο έχει γίνει η φθηνότερη.
Παρόμοια είναι και η περίπτωση του Losec. Για μία θεραπεία έλκους στομάχου απαιτούνται πέντε συσκευασίες Losec- κάθε χρόνο πωλούνται περισσότερες από 5 εκατ. συσκευασίες στην ελληνική φαρμακευτική αγορά. Ο ασθενής μπορεί να προμηθευτεί το Losec προς 18,76 ευρώ τη συσκευασία, σε αντίθεση με τον βρετανό ασθενή που μπορεί να το προμηθευτεί σε τιμή χαμηλότερη των 5 ευρώ. Αλλά και το Risperdal είναι ένα «δημοφιλές» φάρμακο που αφορά την ασθένεια της επιληψίας και στην ελληνική αγορά διακινούνται περισσότερες από 1 εκατ. συσκευασίες των 4 mg. Μόνο που ο έλληνας ασθενής το προμηθεύεται προς 57 ευρώ περίπου τη συσκευασία ενώ ο ισπανός ασθενής προς 6 ευρώ.
▅ Ο ορισμός της τιμής
Πρόκειται για τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις φαρμάκων που παράγονται από μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους των οποίων η «πατέντα» έχει λήξει, αλλά στην Ελλάδα συνεχίζουν να πωλούνται πολύ ακριβότερα απ΄ ό,τι σε άλλες χώρες της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης.
Και τούτο παρά το γεγονός ότι ο απελθών υπουργός Οικονομίας της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας κ. Ι. Παπαθανασίου άλλαξε προ λίγων μηνών εκ νέου τον τρόπο τιμολόγησης των φαρμάκων ελπίζοντας να περιορίσει την οικονομική αιμορραγία των ασφαλιστικών ταμείων. Σήμερα η τιμή ενός φαρμάκου είναι ο μέσος όρος των τριών φθηνότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βέβαια η νέα μέθοδος ελάχιστα εφαρμόστηκε- προς το παρόν τουλάχιστον- λόγω του γεγονότος ότι προσφάτως υιοθετήθηκε.
Η ισχύουσα μέθοδος διαδέχθηκε την πρώτη που εφαρμόστηκε την περίοδο των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η τιμή προκύπτει από τον μέσο όρο των δύο φθηνότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης των «15», μιας χώρας της νέας διεύρυνσης και της Ελβετίας- μέθοδος η οποία, τελικώς, αποδείχθηκε ατελέσφορη.
Αλλά και η τελευταία μέθοδος τιμολόγησης, με την οποία σίγουρα διαμορφώνονται σε χαμηλότερα επίπεδα οι τιμές των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, δεν αναμένεται να έχει τα αποτελέσματα που θα μπορούσε αν οι κρατικοί μηχανισμοί εποπτείας, ελέγχου και τιμολόγησης λειτουργούσαν. Και κυρίως αν είχαν τη δυνατότητα να επαληθεύουν τα στοιχεία των πολυεθνικών ομίλων. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, κάθε φαρμακευτική εταιρεία είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιεί στη Διεύθυνση Τιμών Φαρμάκων του παλαιού υπουργείου Ανάπτυξης, νυν υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, τις τιμές των δικών της σκευασμάτων στις άλλες χώρες.
Τούτη η υποχρέωση προβλέπεται ώστε στην περίπτωση που η τιμή ενός φαρμάκου που κυκλοφορεί στην Ελλάδα έχει μειωθεί σε κάποια άλλη χώρα να τεθεί σε διαδικασία ανακοστολόγησης και να μειωθεί και στην ελληνική αγορά. Πηγές της αγοράς υποστηρίζουν ότι οι πολυεθνικοί όμιλοι κατά τεκμήριο «σνομπάρουν» την αρμόδια διεύθυνση του (νυν) υπουργείου Οικονομίας, της οποίας όμως η μοναδική πηγή πληροφόρησης έχει εναποτεθεί στη... φιλοτιμία τους.
Το παράδοξο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι, ενώ οι μέθοδοι τιμολόγησης των φαρμάκων θεωρητικά τουλάχιστον οδηγούν σε μειώσεις τιμών, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η φαρμακευτική δαπάνη χρόνο με τον χρόνο αυξάνεται, όπως αυξάνονται και οι επιβαρύνσεις των ασφαλιστικών ταμείων και των δημοσίων νοσοκομείων.
▅ Η λίστα των φαρμάκων
Η λίστα, ένα μέτρο που εφαρμόζεται στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (και στις ΗΠΑ), στην Ελλάδα καταργήθηκε. Υπενθυμίζεται ότι για να έμπαινε ένα φάρμακο στη λίστα συνταγογράφησης έπρεπε να μειωθεί η τιμή του κατά 40%. Η φτηνή αυτή τιμή συμπαρέσυρε προς τα κάτω και τις τιμές των ομοειδών φαρμάκων. Παράλληλα, από την άλλη πλευρά, περιορίστηκε σημαντικά η πτώση της τιμής των αντιγράφων- η τιμή τους ισούται μόλις με το 80% των αντίστοιχων πρωτοτύπων.
Επίσης, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όταν λήξει η πατέντα ενός φαρμάκου, η τιμή του μειώνεται κατά 20%- κάτι που συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και περιορίζεται εκεί.
Αν, όπως λέγεται χαρακτηριστικά, η πτώση συνεχιζόταν ώσπου η τελική τιμή να εξισωθεί με την τιμή που θα προκύπτει από τον μέσο όρο των τριών φθηνότερων χωρών, τότε η τιμή αυτής της κατηγορίας των φαρμάκων θα έπεφτε σημαντικά και, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι άνω του 50% των κυκλοφορούντων φαρμάκων ανήκει σε αυτή την κατηγορία, τότε η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης θα ήταν εντυπωσιακή.
Η πρακτική των φαρμακοβιομηχανιών
Παρ΄ όλα αυτά, οι πολυεθνικοί όμιλοι έχουν τη δυνατότητα να εξουδετερώνουν τη μέθοδο της «φθηνής τιμολόγησης» που ισχύει στην Ελλάδα ακολουθώντας την παρακάτω πρακτική: ένα νέο φάρμακο αρχικά το τιμολογούν στην ακριβότερη αγορά της Ευρώπης (ως πριν από έναν χρόνο αυτή ήταν η βρετανική αγορά), αποσπούν έτσι μια υψηλή τιμή, και ακολούθως το τιμολογούν σε μία άλλη, ελαφρώς φθηνότερη από την πρώτη χώρα, κερδίζοντας μια λιγότερο υψηλή τιμή.
Στη συνέχεια το φέρνουν στην Ελλάδα, όπου η τιμολόγηση του είναι ίση στην προκειμένη περίπτωση με τον μέσο όρο των δύο ακριβών χωρών. (Η νομοθεσία λέει πως η τιμή του φαρμάκου στην Ελλάδα ισούται με τον μέσο όρο των τριών φθηνότερων χωρών, αν όμως ένα νέο φάρμακο δεν κυκλοφορεί σε τρίτη χώρα, τότε λαμβάνεται ο μέσος όρος των τιμών των χωρών στις οποίες κυκλοφορεί.) Ετσι η τιμή με την οποία «βγαίνει» το φάρμακο στην ελληνική αγορά είναι αρκετά υψηλή. Εν συνεχεία βεβαίως το εν λόγω φάρμακο κυκλοφορεί και σε άλλες χώρες, σε χαμηλότερες τιμές, αλλά οι πολυεθνικές συνήθως «ξεχνούν» να ενημερώσουν την αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου. Και η ανακοστολόγησή του παραπέμπεται σε βάθος χρόνου...
Πρόκειται για μια τακτική που από παράδοση ακολουθούν οι πολυεθνικοί όμιλοι της φαρμακευτικής αγοράς. Οπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά, φάρμακα των οποίων η πατέντα είχε λήξει προ ετών και η τιμή των οποίων στις άλλες χώρες είχε μειωθεί κατά 60%, στην Ελλάδα η τιμή τους παρέμεινε πολύ υψηλή εις βάρος των Ταμείων και των ασθενών. Τούτο συνέβαινε διότι οι εταιρείες δεν υπέβαλλαν κάθε δύο ή τρεις μήνες (κατά το παρελθόν), όπως είχαν υποχρέωση, λίστα τιμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης έτσι ώστε η αρμόδια υπηρεσία να έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει ανά πάσα στιγμή τις τιμές στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και να πράττει αναλόγως.
Εχει προταθεί και παλαιότερα και, όπως επισημαίνεται από πηγές της αγοράς σήμερα, λόγω της δυσάρεστης οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο τομέας της υγείας, είναι ίσως περισσότερο αναγκαία η δημιουργία ενός παρατηρητηρίου κόστους ή τιμών έτσι ώστε οι αρμόδιοι κρατικοί μηχανισμοί να έχουν τη δυνατότητα ελέγχου και επαλήθευσης της αξιοπιστίας των στοιχείων που προσκομίζονται από τις φαρμακευτικές εταιρείες και αναλόγως να τιμολογούν.
Δημοσίευση σχολίου