Γκουτζάνης Σπύρος
Η πολιτική ζωή χωρίζεται σε περίοδο ΠΤ και ΜΤ, προ Τεμπών και μετά Τεμπών. Το σιδηροδρομικό δυστύχημα έσχισε το παραπέτασμα που έκρυβε τις χρόνιες παθογένειες του κρατικού μηχανισμού και της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και το αληθινό πρόσωπο της κυβέρνησης. Το σιδηροδρομικό δυστύχημα και η ατυχής επικοινωνιακή του διαχείριση αλλάζει την οπτική και αφαιρεί το φίλτρο μέσα από το οποίο διυλίζοντας πράξεις, παραλείψεις και συνολικότερα οι συμπεριφορές της κυβέρνησης και όχι μόνο στους σιδηροδρόμους.
Το επιτελικό κράτος, ως συμπύκνωση ενός νέου πνεύματος (αν και είναι παλιό όσο ο σημιτικός εκσυγχρονισμός) για την διοίκηση, την πολιτική, την οικονομία, τις δήθεν ουδέτερες μεταρρυθμίσεις δεν κατέρρευσε απλώς, αλλά υπό το πρίσμα του δυστυχήματος αποκαλύπτεται πλέον σαν η πρόσοψη πίσω από την οποία κρύβονταν, με την βοήθεια των εξαγορασμένων ΜΜΕ, η ευνοιοκρατία, η διαφθορά και (μετά τις αποκαλύψεις στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως) η εγκληματικότητα.
Αποδείχθηκε ότι με την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν επικράτησαν νέοι κανόνες ορθολογιστικής συμπεριφοράς, έστω στην πολιτική κορυφή της διοικητικής πυραμίδας, αλλά αντίθετα το ιδεολόγημα της διαχειριστικής αποτελεσματικότητας των αρίστων έκρυβε προσωπικές σχέσεις και σκοτεινές χειραγωγήσεις. Η αντικανονική τοποθέτηση του μοιραίου σταθμάρχη κατά παράβαση των τυπικών προϋποθέσεων και η αναδρομική νομιμοποίησή του με ειδική υπουργική απόφαση έδειξε ότι το βαθύ κράτος είναι η ίδια η κυβέρνηση.
Η καταφυγή στους συνδικαλιστές που αρνούνται την αξιολόγηση ακούγεται σαν κακόγουστο ανέκδοτο. Δηλαδή, μετά την τοποθέτησή του απευθείας από τον υπουργό, ο σταθμάρχης θα αξιολογούνταν και θα κρινόταν ακατάλληλος; Θα ήθελε ο υπουργός -και οι υπουργοί γενικότερα-μία διαδικασία αξιολόγησης που θα ακύρωνε τα ρουσφέτια με συνέπειες στην κομματική πελατεία; Ή ακόμη χειρότερα η διαδικασία της αξιολόγησης θα ήταν προσαρμοσμένη για να επιβραβεύει και να αναδεικνύει “τα δικά μας παιδιά” σε βάρος της αξιοκρατίας;
Μία σοβαρή αντιμετώπιση της κυβερνητικής κρίσης που προκάλεσε το σιδηροδρομικό δυστύχημα θα ξεκινούσε από την οριστική απομάκρυνση όλης της πολιτικής ηγεσίας. Προφανώς δεν γίνεται λόγω των ερεισμάτων του υπεύθυνου υπουργού, φορέα ενός ιστορικού ονόματος, στο βαθύ κόμμα. Η ηγεσία έκρινε ότι η σύμπλευση είναι απαραίτητη προκειμένου να έχει ελπίδες επιβίωσης.
Υπό το νέο πρίσμα, για την ακρίβεια στα καύσιμα και για τις τιμές στα βασικά προϊόντα διατροφής που ανεβαίνουν δεν φταίει ο Πούτιν και η διεθνής κρίση αλλά η ανικανότητα των εντόπιων διαχειριστών. Οι υποκλοπές δεν ήταν λάθος αλλά τρόπος άσκησης της διακυβέρνησης και παραβίαση των θεσμικών εγγυήσεων της δημοκρατίας, από ένα σύστημα που ήθελε να “κρατάει” φίλους και αντιπάλους. Οι μεταρρυθμίσεις δεν αποσκοπούν στον όποιο εκσυγχρονισμό αλλά σε εκποίηση της δημόσιας περιουσίας με μεσάζοντες φίλους του συστήματος εξουσίας.
Σε νέες ράγες οι εκλογές
Είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση πορεύεται προς τις εκλογές μέσα σε ένα εντελώς νέο τοπίο. Η φθορά της δεν περιορίζεται στις λίγες ή περισσότερες δημοσκοπικές μονάδες. Όσο και αν προσπαθούν οι φιλότιμοι δημοσκόποι να το κρύψουν είναι καθαρά κάτω από το 30%. Η ζημία είναι ευρύτερη καθώς έχει απαξιωθεί στον πυρήνα του, το βασικό της αφήγημα που εξασφάλιζε την υπεροχή έναντι των αντιπάλων. Γι’ αυτό άλλωστε και στο επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης ο θετικός πολιτικός λόγος έχει εγκαταλειφθεί.
Η κυβερνητική προπαγάνδα δεν επιχειρεί να πείσει για την όποια υπεροχή της κυβέρνησης αλλά στρέφεται εξ ολοκλήρου εναντίον της αντιπολίτευσης με έωλα επιχειρήματα. Το “φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ” γιατί η παρούσα κυβέρνηση δεν στάθηκε ικανή μέσα σε τέσσερα χρόνια να διαμορφώσει ένα σύστημα ασφαλούς κυκλοφορίας των τραίνων, είναι εξοργιστικό. Δείχνει πνευματική ανεντιμότητα και ανηθικότητα.
Η επίκληση των πεπραγμένων του ΣΥΡΙΖΑ για την διάχυση των ευθυνών και για μία ευρεία σύγκριση επί τη βάση “ποιος είναι χειρότερος, στον βαθμό που εισπράττεται από την κοινωνία οδηγεί στην συνολική απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Άλλωστε και σε επίπεδο πληροφοριών επιβεβαιώνεται ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να συμπαρασύρει τον βασικό της αντίπαλο και το σύνολο του πολιτικού συστήματος στην πτώση της. Πλέον κινείται με το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων». Έτσι όμως αυξάνει την απόγνωση στην κοινωνία που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εκτονωθεί.
Φυσικά ευθύνεται και η αξιωματική αντιπολίτευση η οποία απολογείται για τα πεπραγμένα της, κυρίως όμως αδυνατεί να πείσει την κοινωνία ότι αξιοποίησε τα τέσσερα χρόνια και να προβάλει ένα νέο πρόσωπο που να δημιουργεί προσδοκία.
Είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση πορεύεται προς τις εκλογές μέσα σε ένα εντελώς νέο τοπίο. Η φθορά της δεν περιορίζεται στις λίγες ή περισσότερες δημοσκοπικές μονάδες. Όσο και αν προσπαθούν οι φιλότιμοι δημοσκόποι να το κρύψουν είναι καθαρά κάτω από το 30%. Η ζημία είναι ευρύτερη καθώς έχει απαξιωθεί στον πυρήνα του, το βασικό της αφήγημα που εξασφάλιζε την υπεροχή έναντι των αντιπάλων. Γι’ αυτό άλλωστε και στο επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης ο θετικός πολιτικός λόγος έχει εγκαταλειφθεί.
Η κυβερνητική προπαγάνδα δεν επιχειρεί να πείσει για την όποια υπεροχή της κυβέρνησης αλλά στρέφεται εξ ολοκλήρου εναντίον της αντιπολίτευσης με έωλα επιχειρήματα. Το “φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ” γιατί η παρούσα κυβέρνηση δεν στάθηκε ικανή μέσα σε τέσσερα χρόνια να διαμορφώσει ένα σύστημα ασφαλούς κυκλοφορίας των τραίνων, είναι εξοργιστικό. Δείχνει πνευματική ανεντιμότητα και ανηθικότητα.
Η επίκληση των πεπραγμένων του ΣΥΡΙΖΑ για την διάχυση των ευθυνών και για μία ευρεία σύγκριση επί τη βάση “ποιος είναι χειρότερος, στον βαθμό που εισπράττεται από την κοινωνία οδηγεί στην συνολική απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Άλλωστε και σε επίπεδο πληροφοριών επιβεβαιώνεται ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να συμπαρασύρει τον βασικό της αντίπαλο και το σύνολο του πολιτικού συστήματος στην πτώση της. Πλέον κινείται με το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων». Έτσι όμως αυξάνει την απόγνωση στην κοινωνία που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εκτονωθεί.
Φυσικά ευθύνεται και η αξιωματική αντιπολίτευση η οποία απολογείται για τα πεπραγμένα της, κυρίως όμως αδυνατεί να πείσει την κοινωνία ότι αξιοποίησε τα τέσσερα χρόνια και να προβάλει ένα νέο πρόσωπο που να δημιουργεί προσδοκία.
Δημοσίευση σχολίου