GuidePedia

0


του Ιωάννη Σ. Λάμπρου
Από την επομένη κιόλας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, δημιουργήθηκε η πεποίθηση πως η εναντίωση της Ε.Ε. και της Ατλαντικής Συμμαχίας στις ενέργειες της Μόσχας συνιστά ένδειξη ανάλογης στάσης που, οι ίδιοι σύμμαχοι και εταίροι, θα υιοθετήσουν και σε μια πιθανή ελληνοτουρκική σύγκρουση.

Τους τελευταίους μήνες, γινόμαστε μάρτυρες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της παραβίασης του θεμελιωδέστερου κανόνα του διεθνούς δημοσίου δικαίου, αυτού του σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας ανεξάρτητης χώρας, άνευ του οποίου δεν υφίσταται διακρατική τάξη.

Οι παραπάνω συνθήκες δημιουργούν την πεποίθηση, σε αρκετούς αναλυτές και διπλωμάτες, πως η εναντίωση Ε.Ε. και ΝΑΤΟ στη ρωσική εισβολή συνιστά ένδειξη ανάλογης στάσης που, οι ίδιοι σύμμαχοι και εταίροι, θα υιοθετήσουν και σε μια πιθανή ελληνοτουρκική σύγκρουση (αποκλειομένου, φυσικά, του ενδεχομένου η Ελλάς να είναι επιτιθέμενη). 

Σε αντίθεση με όσα συζητούνταν τις περασμένες δεκαετίες, αντικείμενο των σημερινών προβληματισμών δεν είναι το ζήτημα εναλλακτικού συμμαχικού πλαισίου, όπως παραπλανητικά απονομιμοποιείται κάθε προσπάθεια ειλικρινούς κριτικής της κρατούσας συμμαχικής ορθοδοξίας, αλλά η ενίσχυση του εθνικού στίγματος.



Κυρίαρχη και μη αμφισβητούμενη η συστημική επιλογή της ελλαδικής ηγεσίας, τις τελευταίες δεκαετίες, να ταυτίζει μονοσήμαντα τις τύχες της χώρας με το ευρωατλαντικό πλαίσιο συμμαχιών (Ε.Ε. και ΝΑΤΟ) σε βαθμό, ώστε τα εθνικά συμφέροντα να ερμηνεύονται, αποκλειστικά, υπό το βορειοατλαντικό και κοινοτικό πρίσμα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συμμαχικές προτεραιότητες βαφτίζονται εθνικές με την Αθήνα να προβαίνει σε επανερμηνεία των δικών της συμφερόντων, ώστε τα τελευταία να συμμορφώνονται με τις ανησυχίες εταίρων και φίλων. Η ανάγκη, επί παραδείγματι, να περιοριστεί η ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια, ώστε να διευκολυνθεί ακολούθως η είσοδος Αλβανίας και Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. Η άνευ προϋποθέσεων στήριξη των Αθηνών στις χώρες αυτές εξυπηρετεί, κυρίως, συμμαχικά -πλην όμως όχι ελληνικά- συμφέροντα. Τουλάχιστον, όχι με τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η ένταξη και των δύο στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο. Η εφεκτική στάση δε συμμάχων και εταίρων, διαχρονικά, στις τουρκικές απειλές έναντι των Αθηνών συνοδεύεται από φιλικές νουθεσίες προς την Αθήνα να μην αποξενωθεί η Άγκυρα από την Ευρώπη.

Δεν συζητείται, εδώ, το ζήτημα εναλλακτικού συμμαχικού πλαισίου, όπως παραπλανητικά απονομιμοποιείται κάθε προσπάθεια ειλικρινούς κριτικής της κρατούσας συμμαχικής ορθοδοξίας, αλλά ενίσχυση του εθνικού στίγματος στη χάραξη εθνικών στόχων και επιλογών, ώστε να μην ερμηνεύεται το εθνικό συμφέρον μέσα από συμμαχικές -άρα των ισχυρότερων κρατών- προτεραιότητες. Η έννοια της συμπόρευσης εθνικού, κοινοτικού και βορειοατλαντικού συμφέροντος υφίσταται, αλλά στην περίπτωση υπαρξιακών ζητημάτων ασφάλειας και επιβίωσης κυριαρχεί αποκλειστικά -πρέπει να κυριαρχεί- η εθνική διάσταση.

Η Ελλάς μετέχει στο κοινό νόμισμα, αλλά το μικρό μέγεθος της οικονομίας της αντιστοιχεί μόλις στο 2,0117% του μετοχικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οπότε η επιρροή της χώρας στη διαμόρφωση της κοινοτικής οικονομικής (και αγροτικής) πολιτικής είναι περιορισμένη.

Η έννοια του βορειοατλαντικού ή κοινοτικού συμφέροντος διαμορφώνεται υπό την κυρίαρχη επιρροή των ισχυρότερων κρατών. Η μετοχή των Αθηνών στις διαβουλεύσεις και η συνεισφορά της απηχεί τη μικρή αυτοδύναμη ισχύ της χώρας. Επί παραδείγματι, η Ελλάς μετέχει στο κοινό νόμισμα, το μικρό, όμως, μέγεθος της ελληνικής οικονομίας αντιστοιχεί μόλις στο 2,0117% του μετοχικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Συνεπώς, αυτή είναι και η επιρροή της χώρας στη διαμόρφωση της κοινοτικής οικονομικής (και αγροτικής) πολιτικής, η οποία τις περισσότερες φορές απηχεί ανησυχίες και ανάγκες των ισχυρότερων κρατών-μελών.

Συνιστά πλάνη να θεωρείται ότι η έννοια του κοινοτικού συμφέροντος (για την περίπτωση του ΝΑΤΟ δεν γεννάται καν λόγος) δύναται να αποτελέσει υποκατάστατο του αντίστοιχου εθνικού. Μιας και το πρώτο αποτελεί συμβιβασμό του συνόλου των κρατών –και δη των πιο ισχυρών. Κράτη τα οποία, εξαιτίας των διαφορετικών ιστορικών βιωμάτων και εμπειριών, γεωγραφικής θέσης, οικονομικών σχέσεων, πολιτιστικής ιδιοπροσωπίας και ταυτότητας καθορίζουν κατά τρόπο διαφορετικό την εθνική στάση σε ζητήματα ασφάλειας.

Όμως, ακόμα και αν υποστηριχθεί ότι υπάρχει ταύτιση σε σημαντικό βαθμό (και στον τομέα αυτό), η ταύτιση αυτή δεν βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση των Αθηνών και τη διαχρονική τουρκική απειλή που αντιμετωπίζει. Αυτό που διαφοροποιεί την περίπτωση της Αθήνας από τις λοιπές συμμαχικές χώρες στο ΝΑΤΟ είναι πως η απειλή για τη δική της ασφάλεια – απειλή υπαρκτή, βιωματική με ψηλαφητές αποδείξεις την εισβολή του 1974, εκατοντάδες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων και casus belli που δεν έχει ανακληθεί και τεκμαίρεται από δομή δυνάμεων και εμμονή σε εκδοχές της ιστορίας επιβεβαιωτικές του αναθεωρητισμού – βρίσκεται εντός του συμμαχικού πλαισίου. Συνεπώς, οι διατάξεις του Βορειοατλαντικού Συμφώνου δεν καλύπτουν τις ελληνικές ανησυχίες, όπως δεν τις κάλυψαν οι πρόνοιες της ΔΕΕ.

Αξίζει να επισημανθεί πως, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 7 της Ενοποιημένης Συνθήκης για την Ε.Ε., ενώ αναφέρεται ότι τα κράτη-μέλη οφείλουν να συνδράμουν έτερο κράτος-μέλος, που δέχεται ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, εντούτοις η ανάληψη οποιασδήποτε δράσης θα είναι σύμφωνη τόσο με την ιδιαίτερη αμυντική πολιτική κάθε χώρας, όσο και με τις υποχρεώσεις της έναντι του πλαισίου του ΝΑΤΟ. Στη φωτογραφία, ο γ.γ. της Ατλαντικής Συμμαχίας Γ. Στόλτενμπεργκ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ουρ. φον ντερ Λάιεν.

Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, η έννοια του αντίπαλου-εχθρού ταυτίζεται με τη Μόσχα, μη μέλος των συμμαχιών. Η Άγκυρα είναι όμως μέλος του ΝΑΤΟ και από τη στιγμή κατά την οποία η Μόσχα, με δική της υπαιτιότητα, προσδιορίζεται από το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. ως η πλέον άμεση απειλή -περισσότερο και από την Κίνα ίσως- για το ευρωατλαντικό πλαίσιο συμμαχιών, τότε αυτό το τελευταίο θεωρεί τη στήριξη της Άγκυρας λίαν σημαντική. Σε βαθμό είτε να αγνοεί είτε να υποβαθμίζει τον τουρκικό αναθεωρητισμό σε απλή διμερή διαφορά δυνάμενη να επιλυθεί με λίγη καλή θέληση.

Παράλληλα, αξίζει να επισημανθεί πως οι κοινοτικοί εταίροι αναγνωρίζουν την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ σε ζητήματα ασφαλείας, ώστε το κοινοτικό συμφέρον να ταυτίζεται με το αντίστοιχο βορειοατλαντικό (όπου η συμμετοχή της Τουρκίας λόγω μεγέθους στρατού έχει βάρος) ή καλύτερα να οριοθετείται μονοσήμαντα από το τελευταίο. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 7 της Ενοποιημένης Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αναφέρεται ότι τα κράτη -μέλη οφείλουν να συνδράμουν έτερο κράτος-μέλος, που δέχεται ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, εντούτοις η ανάληψη οποιασδήποτε δράσης σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι σύμφωνη τόσο με την ιδιαίτερη αμυντική πολιτική κάθε χώρας αλλά και με τις υποχρεώσεις της έναντι του πλαισίου του ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ αποτελεί -και τούτο το τελευταίο διαλαμβάνεται ρητά– το «θεμέλιο της συλλογικής τους άμυνας και ο χώρος συζήτησης για την εφαρμογή της». Οι υποχρεώσεις έναντι του ΝΑΤΟ και το εκάστοτε πλαίσιο άσκησης αμυντικής πολιτικής κάθε χώρας αφήνουν, λοιπόν, σημαντικό περιθώριο στους κοινοτικούς εταίρους να σταθμίσουν τη στάση τους αναλόγως των συνθηκών και όχι να δράσουν άμεσα προς την κατεύθυνση της συνδρομής των Αθηνών.

Οι επικρίσεις συμμάχων και εταίρων για κινήσεις της Άγκυρας, άλλωστε, αφορούν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τον Τούρκο πρόεδρο και όχι την Τουρκία και, φυσικά, ποτέ δεν υπάρχουν σχόλια και επισημάνσεις αναφορικά με τη διαχρονική τουρκική αναθεωρητική πολιτική. Τουναντίον, οι νουθεσίες για διμερή διάλογο -συνεπώς αποστασιοποίηση και τήρηση ουδέτερης θέσης- εκ μέρους τρίτων είναι συνεχείς. Οι παραπάνω νουθεσίες θα μεταμορφωθούν σε πιέσεις όταν η τουρκική ηγεσία, και ακόμα σαφέστερα η διάδοχη κατάσταση μετά τον κ. Ερντογάν, υιοθετήσει πιο συμφιλιωτικούς όρους με χώρες της Δύσης και υπό προϋποθέσεις (ενδεικτικά, αναφέρεται ο περιορισμός της παρουσίας στη Βόρειο Αφρική) αποστασιοποιηθεί, σταδιακά, από τη Μόσχα. Η δε συχνά αναφερόμενη συμμαχία των αυταρχικών καθεστώτων Μόσχας και Άγκυρας δεν διαθέτει ιδεολογικό υπόβαθρο (εργαλειοποιείται από κοινού η δυσφορία των δύο απέναντι σε χώρες της Δύσης, η κάθε μια έχοντας τους δικούς της λόγους) και η ήδη αμφίσημη τουρκική στάση αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο -βοηθούσης και μιας νέας διάδοχης κατάστασης στην Τουρκία- επαναπροσέγγισης με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. με τις βλέψεις έναντι της Ελλάδος να παραμένουν ακέραιες.

Οι επικρίσεις συμμάχων και εταίρων για κινήσεις της Άγκυρας αφορούν, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν (στη φωτογραφία, σε χειραψία με τον …Κύπριο πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη κατά τη σύνοδο της ΕΠΚ στην Πράγα) και όχι την Τουρκία και, φυσικά, ποτέ δεν υπάρχουν σχόλια και επισημάνσεις αναφορικά με τη διαχρονική αναθεωρητική πολιτική της.

Αποτελεί ολίσθημα, για την Αθήνα, να αναμένει αντίστοιχη κινητοποίηση και στήριξη σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης, ανάλογη με αυτή που παρέχουν Ε.Ε. και ΝΑΤΟ απέναντι στο Κίεβο. Η στήριξη αυτή έχει ως υπόβαθρο αιώνες καχυποψίας των λαών της Κεντρικής Ευρώπης απέναντι στη Μόσχα και σχεδόν οκτώ δεκαετίες ανοικτής αντιπαλότητας της τελευταίας με ισχυρές δυνάμεις της Ευρώπης και Βορείου Αμερικής. Επιπροσθέτως, η Άγκυρα δεν θα αποτολμήσει ανοικτή εισβολή, χωρίς τήρηση κάποιου προσχήματος, σε ελληνικά εδάφη, όπως έπραξε η Μόσχα. Οι συνθήκες, υπό τις οποίες θα εκτυλιχθεί μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση, θα είναι αρκετά πιο αμφίσημες, ώστε να μην είναι σαφές και ξεκάθαρο προς τρίτους ποιος ήρξατο χειρών αδίκων. Κάτι τέτοιο θα προσφέρει και το σχετικό άλλοθι αποστασιοποίησης εταίρων και συμμάχων να ασκηθούν πιέσεις -ενώπιον της αναγκαιότητας αρραγούς μετώπου με τη Μόσχα- προς συνδιαλλαγή και διάλογο μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας. Χωρίς να κατονομάζεται ο επιτιθέμενος, διότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πρόσκομμα στην εξεύρεση λύσης…

Δεκαετίες μονοσήμαντης και αταλάντευτης συμμαχικής νομιμοφροσύνης και η εγγενής τάση των Αθηνών, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, να ορίζει το εθνικό συμφέρον αποκλειστικά υπό το πρίσμα του αντίστοιχου κοινοτικού και βορειοατλαντικού -μεταφέροντας τις ευθύνες διαχείρισης των ελληνοτουρκικών σε συμμάχους και εταίρους- έχουν περιορίσει τις επιλογές καθιστάμενη η Ελλάς απολύτως προβλέψιμη.

Η Αθήνα, όμως, πρέπει να είναι η μόνη που θα καθορίσει ποια κράτη έχουν εχθρική στάση απέναντι της. Τούτο δεν παραχωρείται σε κανέναν τρίτο, ο οποίος, μέσα από την οπτική εξυπηρέτησης ιδίων συμφερόντων, θα παρουσιάσει ως εχθρό της Αθήνας μια άλλη, τρίτη χώρα. μεταβάλλοντας τις στρατηγικές προτεραιότητες της Ελλάδος.

Οι συνθήκες, υπό τις οποίες θα εκτυλιχθεί μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση, θα είναι αρκετά πιο αμφίσημες (για παράδειγμα, όπως η «επακούμβηση» της φρεγάτας «Λήμνος» με την τουρκική “Kemal Reis” τον Αύγουστο του 2020), ώστε να μην είναι σαφές και ξεκάθαρο προς τρίτους ποιος ήρξατο χειρών αδίκων και, κάτι τέτοιο, θα προσφέρει και το σχετικό άλλοθι αποστασιοποίησης εταίρων και συμμάχων.

Η Τουρκία και οι, κατά περίπτωση συνοδοιπόροι της (Τίρανα, ισλαμιστές λαθρομετανάστες), συνιστούν την υπαρξιακή απειλή του Ελληνισμού. Καμία συμμαχική υποχρέωση δεν πρέπει να συσκοτίσει τη διαχρονική αυτή αλήθεια. Η Αθήνα, αποκλειστικά, ορίζει εχθρούς και φίλους. Τούτο δε, συνιστά βασική προϋπόθεση της πολιτικής της ανεξαρτησίας. Τυχόν παραχώρηση του καθορισμού εχθρικής ή φίλης χώρας σε τρίτο μέρος συνιστά παραίτηση από την άσκηση εκείνων των ενεργειών που προσιδιάζουν σε ανεξάρτητη χώρα.

Η όποια διαφοροποίηση σε σχέση με την, έως τώρα, πορεία οφείλει να είναι συνειδητή και άρτια προετοιμασμένη. Αλλιώς η Αθήνα θα βρεθεί σε θέση ασφυξίας μεταξύ συμμάχων και Άγκυρας παραιτούμενη από κάθε φιλοδοξία διακριτής διεθνούς παρουσίας -παράλληλα με την κοινοτική και βορειοατλαντική της ιδιότητα- και εθνικού γεωπολιτικού στίγματος.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top