Λυγερός Σταύρος
Τα όσα είπε ο Ερντογάν στο Υπουργικό του Συμβούλιο για την Ελλάδα δεν (είναι κάτι σύνηθες στις διεθνείς σχέσεις. Στην πραγματικότητα, τινάζει στον αέρα τις διμερείς σχέσεις και βεβαίως τις προσπάθειες της κυβέρνησης Μητσοτάκη να διαμορφώσει κλίμα “ήρεμων υδάτων” λόγω και του Ουκρανικού και της τουριστικής περιόδου. Προφανώς, μία τόσο ακραία κίνηση, ακόμα και για τα μέτρα του Ερντογάν, δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά ως εκδήλωση θυμικής αντίδρασης στις πολύ προσεκτικές αναφορές που έκανε ο Έλληνας πρωθυπουργός για την Τουρκία (χωρίς να την κατονομάσει) στο Κογκρέσο.
Ακόμα και όσοι αρέσκονται να βάζουν το κεφάλι στην άμμο, είναι υποχρεωμένοι να ομολογήσουν ότι η Τουρκία όχι απλώς έχει συνεχίζει την επιθετικότητά της, αλλά έχει “ανεβεί πίστα”. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η εξόφθαλμη κλιμάκωση συνιστά προετοιμασία του εδάφους για να επιχειρήσει ο Ερντογάν κάποιο επεκτατικό τετελεσμένο. Αν και κανείς δεν μπορεί να είναι κατηγορηματικός, εδώ και πολύ καιρό έχω διατυπώσει την εκτίμηση ότι οι μονομερείς επεκτατικές πρωτοβουλίες της Άγκυρας φέρνουν πιο κοντά έναν τουρκικό στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό.
Η έξοδος του τουρκικού σκάφους “Γιουνούζ” για έρευνες στο Αιγαίο, σε δυνάμει ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ είναι κλασική μέθοδος πρόκλησης κρίσης. Αυτό είναι ένα σημάδι ότι ο Ερντογάν σκοπεύει να ανεβάσει ψηλά τη θερμοκρασία το καλοκαίρι, όπως είχε πράξει με τις έρευνες του Oruc Reis το καλοκαίρι του 2020. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η Αθήνα έχει επεξεργασθεί απαντήσεις στις τουρκικές προκλήσεις, οι οποίες αναμένεται να κινηθούν στα γνωστά δύο επίπεδα: έρευνες στη δυνάμει ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ και αποστολή παράνομων μεταναστών στα νησιά και στον Έβρο.
Τελευταία νέα προσθήκη στο καλάθι του τουρκικού επεκτατισμού, πάντως, είναι η επιστολή του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ (ας σημειωθεί ότι δεν έχει απαντηθεί από την ελληνική πλευρά) και οι δηλώσεις Τσαβούσογλου και Ερντογάν, με τις οποίες η Άγκυρα δηλώνει ξεκάθαρα ότι θα άρει την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας στα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου εάν δεν αποστρατιωτικοποιηθούν. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι ο τουρκικός επεκτατισμός έχει πραγματοποιήσει ποιοτικό άλμα.
Υπενθυμίζουμε ότι πριν προστεθούν στο καλάθι των τουρκικών διεκδικήσεων και τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, η Άγκυρα είχε εμπράκτως με τις έρευνες του Oruc Reis αμφισβητήσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ στη θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά του ελληνικού τόξου Καστελλόριζο-Ρόδος-Κάρπαθος-Κάσος-Κρήτη. Και πριν από αυτές τις προκλήσεις είχε προηγηθεί το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Κι αν πάμε πιο πίσω είχε εγείρει διεκδικήσεις για νησίδες και βραχονησίδες με τη θεωρία περί “γκρίζων ζωνών”.
Ποιος συμβιβασμός
Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα κυριαρχεί η ερμηνεία ότι η Άγκυρα πιέζει την Αθήνα για να την υποχρεώσει να διαπραγματευθεί διμερώς τα προβλήματα που δημιουργεί ο τουρκικός επεκτατισμός. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι γενικά λανθασμένη, αλλά αν δεν διευκρινισθεί μπορεί να οδηγήσει σε απολύτως λανθασμένα συμπεράσματα. Κι αυτό, επειδή η κυρίαρχη σχολή σκέψης στα ελληνικά κέντρα αποφάσεων και επιρροής ισχυρίζεται ότι οι Τούρκοι προσθέτουν επεκτατικές διεκδικήσεις και κλιμακώνουν τις επιθετικές πιέσεις τους, επειδή η Ελλάδα είναι –υποτίθεται– απρόθυμη να διαπραγματευθεί μαζί τους ένα συμβιβασμό.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε ποιο άραγε μπορεί να είναι το περιεχόμενο ενός τέτοιου συμβιβασμού. Το κρίσιμο αυτό ερώτημα συνήθως απαντάται με γενικολογίες. Και εάν κάποιος επιμείνει, η απάντηση που θα λάβει από τη κυρίαρχη σχολή σκέψης είναι πως οι Τούρκοι στην πραγματικότητα δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις. Θέλουν μόνο η Ελλάδα να μην επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, να περιορίσει τον εναέριο χώρο της από τα 10 στα έξι μίλια και να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο όχι με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, αλλά με ένα κριτήριο που θα λαμβάνει περισσότερο υπόψη τον χερσαίο όγκο της. Όπως είχε πει και ο Κοτζιάς «να μην είμαστε μοναχοφάηδες»!
Για να απαντήσουμε στο εάν είναι έτσι τα πράγματα, μας βοηθούν οι ίδιοι οι Τούρκοι. Στη δεκαετία του 1970, όταν άρχισε η σύγχρονη φάση της ελληνοτουρκικής διένεξης για το Αιγαίο, αυτές ήταν σε γενικές γραμμές οι διεκδικήσεις της Άγκυρας. Και τότε, όμως, η Άγκυρα είχε αρνηθεί συστηματικά να αποδεχθεί την παραπομπή της διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη. Οι Τούρκοι πλέον, όμως, δεν διεκδικούν μόνο ελληνικά κυριαρχικά και διοικητικά δικαιώματα, αλλά και έδαφος.
Δηλώσεις και πράξεις
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κρύβει τη στρατηγική αμηχανία του, δηλώνοντας σε όλους τους τόνους πως λύση είναι η παραπομπή στη Χάγη. Δεν λένε, όμως, ποια ακριβώς προβλήματα θα παραπέμψουμε. Θα ζητήσουμε από το Δικαστήριο να αποφασίσει π.χ. εάν οι Οινούσσες ή οι Φούρνοι είναι ελληνικό ή τουρκικό νησί; Με άλλα λόγια, δεν απαντούν στο κρίσιμο ερώτημα: είναι η Ελλάδα διατεθειμένη να θέσει στην κρίση κάποιων ξένων δικαστών την εδαφική της ακεραιότητα; Ελπίζουμε πως όχι. Το ίδιο ελπίζουμε και για το ζήτημα της στρατιωτικοποίησης των νησιών. Έτσι κι αλλιώς, η Αθήνα δεν έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο τέτοια δικαιοδοσία.
Συνήθως, η απάντηση της σχολής σκέψης που κυριαρχεί στα κέντρα αποφάσεων και επιρροής στην Αθήνα είναι πως τα όσα λέει η Άγκυρα για τα ελληνικά νησιά δεν τα εννοεί, πως είναι ένας διαπραγματευτικός ελιγμός, με σκοπό να αποσπάσει ένα συμβιβασμό αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα κλπ. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας ισχυρισμός, μία παντελώς αυθαίρετη ερμηνεία.
Οι Τούρκοι δεν περιορίζονται σε δηλώσεις. Οι δηλώσεις είναι πάντα προπομποί πράξεων. Το είδαμε στα Ίμια, στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, στις έρευνες του Oruc Reis και στην υβριδική επίθεση στον Έβρο. Και ενδιαμέσως, οι τουρκικές υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά, με την πρόσφατη παραβίαση του ελληνικού εναερίου χώρου στην Αλεξανδρούπολη. Πολλές από τις υπερπτήσεις, μάλιστα, δεν δικαιολογούνται πλέον από την Άγκυρα ως μη εσκεμμένες ενέργειες, αλλά σαν νόμιμες πτήσεις πάνω από τουρκικό έδαφος!
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία έχει καταθέσει συντεταγμένες στον ΟΗΕ για τα όρια της υφαλοκρηπίδας της με βάση τον παντελώς παράνομο ισχυρισμό ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ και –όπως προανέφερα– με τις επιστολές Σινιρλίογλου στον ΟΗΕ, έχει επισήμως εξαρτήσει την ελληνική κυριαρχία στα νησιά από την αποστρατιωτικοποίησή τους.
Επεκτατικό τετελεσμένο
Αυτά είναι τα γεγονότα και διαψεύδουν εκκωφαντικά τις κυρίαρχες συνιστώσες του ελληνικού πολιτικού συστήματος που τσαλαβουτάνε σε αυταπάτες για να παρακάμψουν τη στρατηγική αμηχανία τους, την οποία βγάζει στην επιφάνεια η Άγκυρα, με κορυφαία στιγμή τη χθεσινή δήλωση Ερντογάν στο τουρκικό Υπουργικό Συμβούλιο. Το γεγονός ότι η Ελλάδα οφείλει να είναι πολύ προσεκτική, δεν δικαιολογεί ούτε επικίνδυνες αυταπάτες, ούτε υποχωρητικές κινήσεις που τροφοδοτούν και παροξύνουν τον τουρκικό επεκτατισμό. Είναι πολύ διαφορετικό η ελληνική πλευρά να αποφεύγει κινήσεις που στρατιωτικοποιούν τη διένεξη με την Τουρκία από το να “φοβάται τον ίσκιο της”.
Τραβώντας ολοένα και περισσότερο το σκοινί, οι Τούρκοι πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο το όριο θραύσης. Με άλλα λόγια, οι υποστηρικτές του κατευνασμού, αντί να φέρουν κατευνασμό φέρνουν πιο κοντά το ενδεχόμενο ένοπλης σύγκρουσης. Κι αυτό, επειδή δύσκολα θα βρεθεί ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα αποδεχθεί τον ακρωτηριασμό κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και της εδαφικής ακεραιότητας, χωρίς οι ένοπλες δυνάμεις να ρίξουν ντουφεκιά.
Το γεγονός ότι η Άγκυρα έχει “ανεβεί πίστα” επαναφέρει το ερώτημα εάν ο Ερντογάν προετοιμάζει το έδαφος για να δημιουργήσει ένα επεκτατικό τετελεσμένο σε βάρος της Ελλάδας. Οι κινήσεις του αυτό δείχνουν, αλλά –όπως προανέφερα– το εάν θα κάνει το άλμα ή όχι, δεν μπορεί να απαντηθεί με κατηγορηματικότητα. Η συγκυρία λόγω Ουκρανικού δίνει και κίνητρα κι αντικίνητρα στον Τούρκο πρόεδρο για μία τέτοια κίνηση. Με αυτή την πτυχή, όμως, θα ασχοληθώ σε επόμενο άρθρο.
Προτεραιότητα η επανεκλογή
Προφανώς, η πρώτη προτεραιότητά του είναι η επανεκλογή του την άνοιξη του 2023. Λόγω της οξύτατης οικονομικής κρίσης, το μόνο χαρτί που του έχει απομείνει είναι ο εθνικισμός-επεκτατισμός. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ο τουρκικός στρατός θα επιτεθεί προσεχώς στους Κούρδους στη βόρεια Συρία. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται να ανοίξει δεύτερο μέτωπο και στα δυτικά με την Ελλάδα. Μπορεί, ωστόσο, να επανέλθει στην πάγια τουρκική τακτική των προκλήσεων που δημιουργούν ένταση, χωρίς να οδηγούν υποχρεωτικά σε θερμή σύγκρουση.
Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι προτιμούν να κερδίζουν, χωρίς να ρίξουν ντουφεκιά, δεδομένου ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι σε θέση να προκαλέσουν μεγάλες καταστροφές στον επιτιθέμενο, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης. Προτιμούν, λοιπόν, να κερδίζουν μικρές μάχες, εξωθώντας την Αθήνα σε αλλεπάλληλες υποχωρήσεις με την άσκηση επιθετικών πιέσεων και εξαναγκαστικής διπλωματίας, ώστε να ενεργοποιείται το ελληνικό φοβικό σύνδρομο.
Όπως προανέφερα, το κριτήριο για τον Ερντογάν είναι η παραμονή του στην εξουσία. Έχοντας φθαρεί, έχει ζωτική ανάγκη μία εύκολη νίκη για να ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του τουρκικού εκλογικού σώματος. Αν, λοιπόν, κρίνει ότι δημιουργώντας ένα περιορισμένο επεκτατικό τετελεσμένο δεν θα προκαλέσει γενικευμένη σύρραξη (οι μέχρι τώρα ελληνικές αντιδράσεις τον έχουν πείσει ότι δεν πρόκειται) θα βρεθεί σε απολύτως πλεονεκτική θέση και έναντι της Ελλάδας και στο εσωτερικό πολιτικό-εκλογικό του μέτωπο, είναι πιθανόν να το τολμήσει.
Και μόνο αυτό το ενδεχόμενο θα έπρεπε να είχε προκαλέσει συναγερμό στην Αθήνα, η οποία όμως, το μόνο που έκανε είναι να δρομολογήσει τα εξοπλιστικά προγράμματα και να συνάψει το σύμφωνο αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία. Πολύ σημαντικά, υπό την προϋπόθεση ότι τα εντάσσεις σε μία εθνική στρατηγική και εργάζεσαι για όλες τις άλλες συνιστώσες της. Και δυστυχώς σ’ αυτό το επίπεδο ο απολογισμός δεν είναι θετικός.
Δημοσίευση σχολίου