GuidePedia

0
dp_141111


Ο, τουλάχιστον από την εποχή του Οζάλ, εκκολαπτόμενος τουρκικός ισλαμοεθνικισμός αποτελεί πλέον ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του γεωπολιτικού τοπίου της ευρύτερης περιοχής μας. Με τις εθνικές φιλοδοξίες του παραδοσιακού κεμαλικού κράτους να συζευγνύονται  με τον θρησκευτικό ζήλο των μαζών της Ανατολίας, όπως τον εκφράζει πολιτικά το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚ). Και με το εκρηκτικό αυτό μίγμα να εδράζεται  σε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και σε μια αναδυόμενη οικονομία. Η παγίωση, ωστόσο, και το μέλλον του ισλαμοεθνικιστικού αυτού σχήματος συναρτώνται ευθέως με τις πολιτικές τύχες του ηγέτη υπό την αιγίδα του οποίου και διαμορφώθηκε. Και ειδικότερα από την απόδοση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του πρωθυπουργού κ. Ερντογάν.
Και στο μεν εσωτερικό, κυρίως ζητούμενο εν προκειμένω είναι η διαμόρφωση ικανοποιητικών σχέσεων μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και του στρατιωτικού κατεστημένου – την πολιτική επιρροή του οποίου οι τελευταίες αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος περιέστειλαν, χωρίς όμως και να την εξουδετερώσουν. Ασφαλώς δε κρίσιμης σημασίας για την περαιτέρω διαμόρφωση των σχέσεων αυτών θα αποδειχθούν οι κυβερνητικοί χειρισμοί περί το Κουρδικό  Για την αντιμετώπιση του οποίου, σημειωτέον, η κυβέρνηση Ερντογάν, αφού αρχικά έδωσε την εντύπωση ότι επιλέγει τη συνδιαλλαγή – χωρίς ανταπόκριση ομολογουμένως από την πλευρά των Κούρδων – προσφεύγει ήδη σε σκληρά στρατιωτικά μέτρα. Παρέχοντας έτσι ικανοποίηση και στο ιδιαιτέρως ανήσυχο για την ακεραιότητα της χώρας Στράτευμα.
Ενώ σημαντικές επιπτώσεις στους πολιτικούς συσχετισμούς θα έχουν ασφαλώς και οι οικονομικές εξελίξεις. Καθώς, όπως η αλματώδης ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας έχει συμβάλει τα μέγιστα στην άνοδο της δημοτικότητας του πρωθυπουργού και του κόμματός του, έτσι και τυχόν κάμψη της – πάντως όχι πιθανή, επί του παρόντος, παρά ορισμένα ανησυχητικά φαινόμενα – φυσικό είναι να πλήξει την εικόνα των κυβερνώντων.
Εξ ίσου κρίσιμοι, όμως, για το μέλλον του ισλαμοεθνικιστικού εγχειρήματος θα είναι οι καρποί της εξωτερικής πολιτικής του διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου. Μιας πολιτικής που υφίσταται ήδη μείζονα αναθεώρηση υπό την πίεση απρόβλεπτων γεωπολιτικών εξελίξεων στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο. Ειδικότερα:
Ανερχόμενο στην εξουσία, το ΑΚ επεδίωξε, με έμβλημα το «δόγμα Νταβούτογλου», να υλοποιήσει μια «νεο-οθωμανική» ατζέντα – η τουρκική κυβερνητική ηγεσία, του ίδιου του υπουργού εξωτερικών συμπεριλαμβανομένου, αμφισβητεί για ευνόητους λόγους τον χαρακτηρισμό αυτόν – αποσκοπούσα στην ανάδειξη της Τουρκίας σε περιφερειακό ηγεμόνα. Προς τον σκοπό δε αυτόν επιχείρησε να αξιοποιήσει τη μουσουλμανική ταυτότητα της χώρας, αναπτύσσοντας ειδικότερα πολιτικο-οικονομικούς δεσμούς με ομόθρησκα κράτη της περιοχής – δικτατορικά ως επί το πολύ καθεστώτα και, σε αρκετές περιπτώσεις, εχθρικά προς τη Δύση. Και συγχρόνως πήρε σαφείς αποστάσεις από τον έως τότε στρατηγικό σύμμαχο Ισραήλ.
Ωστόσο, η «αραβική άνοιξη» περιέπλεξε τους τουρκικούς υπολογισμούς. Βασικοί συνομιλητές και οικονομικοί εταίροι της Άγκυρας, όπως οι δικτάτορες της Τυνησίας, της Αιγύπτου και της Λιβύης, ανετράπησαν. Και ο εδώ και μερικά χρόνια στρατηγικός της εταίρος Σύρος Ασάντ κλονίζεται επικινδύνως. Αντιμέτωπη δε με τις ραγδαίες και απροσδόκητες αυτές εξελίξεις, η τουρκική ηγεσία, χωρίς να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες της, πραγματοποίησε τακτική στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών: Αποκήρυξε τους χθεσινούς φίλους και εναγκαλίσθηκε τους ανατροπείς των.
Η εν εξελίξει περιοδεία Ερντογάν σε Αίγυπτο, Τυνησία, και Λιβύη είναι ενδεικτική της συνεχιζόμενης επιδίωξης του Τούρκου πρωθυπουργού να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον αραβομουσουλμανικό χώρο. Και κατά μία άποψη να ηγηθεί ενός σουνιτικού μπλοκ σε αντιστάθμισμα μιας πυρηνικοποιούμενης Τεχεράνης. (Την τελευταία αυτή εκδοχή για τις στοχεύσεις των τουρκικών πρωτοβουλιών, στην οποία αναφέρεται και ο γνωστός Τούρκος δημοσιογράφος Αλί Μπιράν στο φύλο της 12ης Σεπτεμβρίου της αγγλόγλωσσης «Hurriyet Daily News» υπό τον εύγλωττο τίτλο Is the Prime Minister a Candidate for Leadership in the Sunni World?, τείνει να εποιβεβαιώσει η ενεργός συμμετοχή της Άγκυρας στην υπό κατασκευή και διαφανώς στρεφόμενη κατά ενδεχόμενης ιρανικής πυρηνικής απειλής αντιπυραυλική ασπίδα του ΝΑΤΟ.)
Μένει ωστόσο να φανεί μέχρι ποίου σημείου οι Αιγύπτιοι, ανέκαθεν διεκδικητές της ηγεσίας του αραβικού κόσμου, θα στέρξουν να διευκολύνουν την προώθηση των τουρκικών αυτών φιλοδοξιών. Ενώ ερωτηματικά περιβάλλουν και τη στάση της Σαουδικής Αραβίας, η θεοκρατικής υφής ισλαμική ηγεσία της οποίας, ήδη άκρως ανήσυχη για τις επιπτώσεις των αραβικών εξεγέρσεων, φυσικό είναι να απεύχεται τη διάδοση του τουρκικού πολιτειακού συστήματος.
Από την άλλη, και υπό τις νέες συνθήκες, η ένταση στις σχέσεις με το Ισραήλ – πέραν του ότι απηχεί τα αντιϊσραηλινά αισθήματα της ισλαμογενούς τουρκικής ηγεσίας, αλλά και μεγάλης μερίδας του τουρκικού πληθυσμού – εξακολουθεί να εξυπηρετεί και τις διεθνοπολιτικές σκοπιμότητες της Άγκυρας, στο μέτρο που τα αναδυόμενα αραβικά καθεστώτα, όντας αντιπροσωπευτικότερα του «αραβικού δρόμου» σε σύγκριση με τους προκατόχους των, εμφανίζονται μέχρι στιγμής εχθρικότερα προς το εβραϊκό κράτος από ό,τι οι τελευταίοι αυτοί. Σε ποιο βαθμό, μένει φυσικά να διαπιστωθεί – οι δε εξελίξεις στην Αίγυπτο, ιδίως μετά την πρόσφατη επίθεση κατά της ισραηλινής πρεσβείας, θα παράσχουν πιθανότατα χρήσιμες σχετικές ενδείξεις.
Εν πάση όμως περιπτώσει, μια ανεξέλεγκτη όξυνση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων συνεπάγεται σοβαρότατους κινδύνους για την Άγκυρα. Το Ισραήλ, πέραν του πυρηνικού του οπλοστασίου – μέσου εσχάτης ανάγκης, βέβαια, μη χρησιμοποιήσιμου στο πλαίσιο των συνήθων διεθνοπολιτικών αντιπαραθέσεων – διαθέτει την ισχυρότερη αεροπορία στην ευρύτερη περιοχή και, σχετικά μικρές μεν, πλην όμως λίαν αξιόμαχες ναυτικές δυνάμεις. Το Κουρδικό αποτελεί χαίνουσα πληγή στο πλευρό της Τουρκίας, που εν ανάγκη οι Ισραηλινοί είναι σε θέση να εκμεταλλευθούν. Και τα ισραηλινά ερείσματα στη Δύση παραμένουν ισχυρά. Ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η αξία, τόσο για την τουρκική οικονομία, όσο και τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις των οικονομικών ανταλλαγών με το εβραϊκό κράτος.
Κυρίως όμως την Άγκυρα πρέπει να προβληματίζουν οι σχέσεις της με την πάντοτε δεσπόζουσα στους τουρκικών ενδιαφερόντων χώρους αμερικανική υπερδύναμη. Διότι, παρ’ όλον ότι η Ουάσιγκτον εμφανίζεται πιεστικότερη έναντι της ισραηλινής ηγεσίας από ό,τι στο παρελθόν, η ασφάλεια του εβραϊκού κράτους δεν παύει να συνιστά κυρίαρχο μέλημά της, τόσο για στρατηγικούς, όσο και για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. Εξ ου και οι σύντονες προσπάθειες των Τούρκων να διαφυλάξουν τους δεσμούς των με τις ΗΠΑ. Μεταξύ άλλων,  διαψεύδοντας κατηγορηματικά τα σενάρια που τους φέρουν να εγκαταλείπουν τη Δύση και διακηρύσσοντας με κάθε ευκαιρία την προσήλωσή τους στην Ατλαντική Συμμαχία. Ενώ και η προμνημονευθείσα προθυμία τους να φιλοξενήσουν στο έδαφός τους στοιχεία του νατοϊκού αντιπυραυλικού συστήματος χωρίς άλλο τη στόχευσή τους αυτή εν μέρει εξυπηρετεί.
Τραβώντας συνεπώς το σκοινί σε σημείο του να προκαλέσει πολεμική σύρραξη με το Ισραήλ ο κ. Ερντογάν θα εξέθετε τη χώρα του σε απρόβλεπτης έκτασης περιπέτειες. Και μάλλον δεν πρόκειται να το αποτολμήσει. Δοθέντος μάλιστα ότι οι Ισραηλινοί, υπό αύξουσα σημειωτέον και αυτοί γεωπολιτική πίεση, μολονότι ευνοήτως αρνούνται να ικανοποιήσουν το ακραίο τουρκικό αίτημα αίτησης συγγνώμης για το περσυνό επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά, αντιμετωπίζουν εν τούτοις τις τουρκικές προκλήσεις με αξιοσημείωτη μετριοπάθεια και ειλικρινή διάθεση βελτίωσης των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων.
Θα ήταν ωστόσο σφάλμα να υποθέσουμε, ότι η πιθανή αυτοσυγκράτηση της Άγκυρας έναντι του εβραϊκού κράτους θα επεκταθεί κατ’ ανάγκην και στα αφορώντα στην Κύπρο. Και πιο συγκεκριμένα: Ενώ είναι πράγματι απίθανο να επιχειρήσει η Τουρκία να εμποδίσει με στρατιωτικά μέσα την εκμετάλλευση από το Ισραήλ έστω και αμφισβητούμενων – ιδίως από τον Λίβανο – περιοχών της Αποκλειστικής Οικονομικής του Ζώνης, πρέπει μάλλον να προεξοφλείται ότι, σε περίπτωση που η Λευκωσία προχωρήσει σε γεωτρήσεις για εξόρυξη υδρογονανθράκων στη δική της ΑΟΖ, η τουρκική αντίδραση θα είναι σκληρή. Και τούτο διότι οι Τούρκοι, κοσμικοί ή ισλαμιστές, πολιτικοί ή στρατιωτικοί, αδιάφορο, θεωρούν το Κυπριακό μείζον εθνικό τους θέμα, από τις γνωστές θέσεις τους επί του οποίου δεν είναι διατεθειμένοι να υποχωρήσουν. Κατά τα λοιπά δε, η Άγκυρα πιθανότατα υπολογίζει ότι η ΗΠΑ και οι μεγάλοι κοινοτικοί θα αποτρέψουν την πραγμάτωση των επίμαχων γεωτρήσεων, προκειμένου να προλάβουν την εκδήλωση μιας απρόβλεπτων διαστάσεων και προεκτάσεων κρίσης, σε μια ήδη κλυδωνιζόμενη και καίριας σημασίας για τη Δύση περιοχή.
Συντάκτης: Γεώργιος Ε. Σέκερης
ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

 
Top