Επιβεβαιώνοντας την από καιρό διαφαινόμενη επανεθνικοποίηση της πολιτικής των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και κυριότατα της κατ’ εξοχήν επί δεκαετίες «ευρωπαϊστικής» Γερμανίας, οι οικονομικές και διεθνοπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών έχουν καταφέρει αποφασιστικό πλήγμα στο παραδοσιακό ομοσπονδιακό όραμα της Κοινοτικής Ευρώπης και τείνουν να διαμορφώσουν ένα ιδιότυπο διακρατικό ευρωενωτικό τοπίο – η έγκαιρη διάγνωση του οποίου είναι κρίσιμης σημασίας και για τη χώρα μας.[i]
Χαρακτηριστικές της καθοριστικής αυτής τροπής των κοινοτικών πραγμάτων υπήρξαν οι διαφοροποιήσεις στους κόλπους της ΕΕ ως προς τη συλλογική αντιμετώπιση της χρηματο-οικονομικής λαίλαπας, η οποία, εκδηλωθείσα το πρώτον πέραν του Ατλαντικού, έπληξε εν συνεχεία, κυρίως το 2008 και μετά, και την Κοινοτική Ευρώπη. Με ιδιαίτερη δε σφοδρότητα. Διότι, όσο μεν η παγκόσμια οικονομία, της ευρωπαϊκής συνιστώσας της συμπεριλαμβανομένης, έδειχνε να ευημερεί, το στοίχημα της βαθμιαίας κοινοτικής οικονομικής συσσωμάτωσης, με το ενιαίο νόμισμα ως κορυφαίο επίτευγμα και σύμβολο, φαινόταν να έχει κερδηθεί – εις πείσμα των όχι κατ’ ανάγκην κακόβουλων Κασσανδρών. Πλην όμως υπό την πίεση της κρίσης ανεφάνη η από συστάσεως ήδη της ευρωζώνης υποβόσκουσα αντίφαση μεταξύ οικονομικής συσσωμάτωσης και ανυπαρξίας κοινής οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών.
Και ειδικότερα ανεδείχθη η υπό έποψη δημοσιονομικής διαχείρισης και, κυρίως, διοικητικής και εργασιακής κουλτούρας ειδοποιός διαφοράς μεταξύ, αφ’ ενός, των οικονομικώς εύρωστων χωρών του Βορρά, οι οποίες γενικώς αντεπεξέρχονται με αρκετή επιτυχία στην χρηματο-οικονομική πρόκληση, και, αφ’ ετέρου, των χειμαζόμενων προβληματικών οικονομιών της περιφέρειας και ιδιαίτατα του Νότου – τυχόν κατάρρευση των οποίων, όμως, θα μπορούσε να συμπαρασύρει και το όλο ευρωπαϊκό νομισματικό και οικονομικό οικοδόμημα.
Κάτι που οι ιθύνοντες, τουλάχιστον, κύκλοι των μεγάλων κοινοτικών κρατών εμφανώς απεύχονται – και όχι μόνο για οικονομικούς λόγους. Καθώς, όπως προβεβλημένοι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ευθέως δηλώσει, τυχόν κατάρρευση της ΟΝΕ, πέραν των στενά οικονομικών επιπτώσεών της, θα έθετε σε κίνδυνο την πολιτική συνοχή, αν όχι και επιβίωση, της Ευρωπαϊκής Ένωσης – [ii] και κατ’ επέκταση την ευστάθεια της μεταπολεμικής γεωπολιτικής τάξης πραγμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Συνακόλουθα δε, πολλοί Γερμανοί φοβούνται την επανάληψη της ιστορικής τους απομόνωσης, ενώ ουκ ολίγοι Γάλλοι, Βρετανοί και άλλοι ανησυχούν για το ενδεχόμενο το Βερολίνο να στραφεί προς αποσταθεροποιητικές περιφερειακές συμπράξεις, μη αποκλειομένης και μιας στρατηγικής προσέγγισης με τη Μόσχα.
Για τη διάσωση ωστόσο των υπό δοκιμασία οικονομιών και άρα κατά τεκμήριον και της ευρωζώνης προαπαιτούνται δύο τινά, μερικώς μόνο και με δυσκολία διασφαλιζόμενα αυτή τη στιγμή. Ήτοι, από μεν την πλευρά των οικονομικώς ισχυρών η γενναία ανάληψη του κόστους στήριξης των ασθενέστερων. Και, από την πλευρά των τελευταίων, η άσκηση αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας σε συνδυασμό με την πραγμάτωση οδυνηρών δομικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Ως επιτυχές προηγούμενο ενός τέτοιου εγχειρήματος αναφέρεται ενίοτε η ενσωμάτωση της ανατολικογερμανικής οικονομίας στη δυτικογερμανική. Μια προσεκτικότερη όμως εξέταση του προς μίμηση προτεινομένου αυτού παραδείγματος καθιστά εμφανή και τα όρια της ευρωκοινοτικής οικονομικής σύμπραξης – στο μέτρο που καταδεικνύει ότι οι Δυτικογερμανοί διέθεσαν τα απαιτηθέντα για την οικονομική ανάταξη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας τεράστια ποσά [iii] κινούμενοι κατά κύριο λόγο από ένα αίσθημα εθνικής ενότητας και αλληλεγγύης, το ισοδύναμο του οποίου καταφανώς ελλείπει από τον ευρύτερο κοινοτικό χώρο. Όπου αντιθέτως, τόσο οι χορηγοί, όσο και οι αποδέκτες της όποιας διακρατικής οικονομικής αρωγής κήδονται κατά κυριότατο λόγο της εθνικής τους κυριαρχίας και συμφερόντων, ενώ συχνά διακατέχονται από καχυποψία για τα κίνητρα των εταίρων τους.
Είναι βέβαια αληθές ότι, παρά το περιοριστικό, αν όχι αντίξοο αυτό κλίμα, οι κοινοτικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κρίσης απέδωσαν όχι ευκαταφρόνητους καρπούς. Έστω και με συνεχείς διαφωνίες και καθυστερήσεις, όχι μόνο απετράπη η επαπειλούμενη πτώχευση μιας σειράς εταίρων – μεταξύ των οποίων προέχουσα δυστυχώς θέση κατέχει η χώρα μας – αλλά και δρομολογήθηκε ένας μόνιμος μηχανισμός προς αντιμετώπιση ανάλογων περιπτώσεων στο μέλλον.[iv]
Η δυνάμει εκρηκτική, εν τούτοις, «προπατορική» αντίφαση στα θεμέλια της ευρωζώνης δεν έχει αρθεί. Η κατά την έκφραση του κ. Σαρκοζί κοινή «οικονομική διακυβέρνηση» παραμένει ζητούμενο. Και μάλλον θα αποδειχθεί ανέφικτη. Διότι σε τελευταία ανάλυση, για να είναι πραγματική, προϋποθέτει μια κοινή πολιτική διακυβέρνηση – την οποία η κατάσταση πνευμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στη λαϊκή βάση της όλο και περισσότερο αποκλείει. Σε σημείο μάλιστα που ουκ λίγοι εντός και εκτός ΕΕ προβλέπουν ότι ένας συνδυασμός αύξουσας λαϊκής δυσφορίας, τόσο στις προσφέρουσες, όσο και στις λαμβάνουσες χώρες, από τη μια, και, από την άλλη, νέων, απογαλακτισμένων από το ευρωπαϊκό όραμα πολιτικών ηγεσιών θα οδηγήσει τελικώς στην κατάλυση της ΟΝΕ και την ουσιαστική εγκατάλειψη του ευρωενωσιακού εγχειρήματος γενικότερα. [v]
Το πιθανότερο εν τούτοις είναι ότι, για ήδη αναφερθέντες λόγους, η Ένωση θα συνεχίσει χωρίς μεγάλες αλλαγές την οικονομική καρκινοβασία της για αρκετό ακόμη διάστημα. Με τα κράτη μέλη της να διαπραγματεύονται κοπιωδώς τους εκάστοτε αναγκαίους συμβιβασμούς στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπου διατηρούν ουσιαστικά ακέραιη την ελευθερία ενεργείας τους. Και με τον ρόλο τής κατ’ αρχήν «υπερεθνικής» Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παραμένει σαφώς επικουρικός.
***
Προς την ίδια δε αυτή κατεύθυνση ενός πρωτότυπου – δυσλειτουργικού, αλλά και, προς το παρόν τουλάχιστον, αναντικατάστατου – διακρατικού σχήματος οδηγούν εδώ και καιρό και οι κοινοτικές διεργασίες στον διεθνοπολιτικό τομέα.[vi] Δοθέντος ότι η αναζήτηση του ελάχιστου κοινού παρανομαστή είκοσι επτά κυρίαρχων κυβερνήσεων έχει καταδικάσει, την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και τη συναφή Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ αντιστοίχως) σε συλλογική δυστοκία και πολύ συχνά αδράνεια – τις οποίες επιτείνει και η στρατιωτική αδυναμία της Κοινοτικής Ευρώπης. Και ότι, εν απουσία συντονισμένης κοινής δράσης, τα κράτη μέλη τρέπονται προς μονομερείς εθνικές επιλογές. Συνάπτοντας ευκαιριακές συμμαχίες εντός και εκτός Ευρώπης, αλλά και δραστηριοποιούμενα στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Τις δομικές δε αυτές δυσλειτουργίες της ΕΕ κατέστησε ιδιαίτερα εμφανείς η αδυναμία των μελών της να διαμορφώσουν ενιαία πολιτική έναντι της Αραβικής Άνοιξης – και ιδιαίτατα ως προς το Λιβυκό. Καθώς, μεταξύ των μεγάλων εταίρων – που και καθορίζουν εν πολλοίς την πορεία της Ένωσης – οι Γάλλοι και οι Βρετανοί ετάχθησαν υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης κατά του καθεστώτος Καντάφι, ενώ οι Γερμανοί την απέκρουσαν. Και οι διπλωματικές και, κυρίως, οι στρατιωτικές δυνατότητες των πρώτων αποδείχθηκαν αναντίστοιχες προς τις φιλοδοξίες τους. Με επακόλουθο, η λήψη των σχετικών αποφάσεων και ο συντονισμός της υλοποίησής τους να ανατεθεί στο ΝΑΤΟ – του οποίου έτσι ο ρόλος ως κύριου, αν όχι ως μόνου ουσιαστικού φορέα ευρωπαϊκής ασφάλειας και άμυνας θεαματικά επιβεβαιώθηκε – οι δε επεμβατικοί Ευρωπαίοι σύμμαχοι να καλούν πιεστικά την αμερικανική υπερδύναμη να διαθέσει το κύρος και τους στρατιωτικούς πόρους της για τη στήριξη του κινδυνεύοντος λιβυκού τους εγχειρήματος. [vii]
Ας προστεθεί ότι, εν απουσία μιας ενιαίας κοινοτικής πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, γνωστή και ως «διπλωματική υπηρεσία» της ΕΕ, στην οποία πολλοί ευρωπαϊστές έχουν στηρίξει μεγάλες ελπίδες, έχει περιορισθεί σε έναν εικονικό γενικώς ρόλο – η διεύρυνση του οποίου προσκρούει στις απαγορευτικές αντιδράσεις των Βρετανών και όχι μόνο. [viii]
***
Προφανές είναι το ενδιαφέρον που οι ευρωκοινοτικές αυτές πραγματικότητες παρουσιάζουν και για την Ελλάδα. Ειδικότερα:
Η εξασθένιση του ομοσπονδιακού οράματος επιβάλλει να αναθεωρήσουμε τις υπέρογκες προσδοκίες που έχουμε διαχρονικά επενδύσει στην κοινοτική μας ταυτότητα και να αναπροσαρμόσουμε αναλόγως τις συναφείς στοχεύσεις μας. Και στον οικονομικό μεν τομέα, η εποχή των κοινοτικών «παχειών αγελάδων» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Εφεξής οι οικονομικές δοσοληψίες μας με την Ένωση και τους εταίρους μας θα διέπονται πρωτίστως από πνεύμα «δούναι και λαβείν». Ενώ σε ό,τι αφορά στα «εθνικά θέματα», δηλαδή στις σχέσεις με την Τουρκία και τους βαλκανικούς μας γείτονες, η στήριξη στην οποία μπορούμε να προσβλέπουμε είναι αποκλειστικά διπλωματική – περί στρατιωτικής υπεράσπισης «κοινών συνόρων» ουδείς λόγος – και θα διασφαλίζεται μόνο εφ’ όσον οι θέσεις μας είναι λογικές και η παρουσίασή τους πειστική.
Κατά τα λοιπά, η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να εξυπηρετεί ύψιστα εθνικά μας συμφέροντα. Όχι μόνο συμβάλλει στην επαύξηση του γεωπολιτικού μας εκτοπίσματος, αλλά και, στο μέτρο που κατορθώνουμε να βάλουμε τάξη στα του οίκου μας, μας προσφέρει πολύτιμη οικονομική συμπαράσταση.
Ο εκκολαπτόμενος, συνεπώς, στην κοινή γνώμη αντιευρωπαϊσμός, της δαιμονοποίησης του «Μνημονίου», ή ακόμη και του ευρώ συμπεριλαμβανομένης – αποτελεί ως επί το πολύ μέρος μιας ευρύτερης αντιδυτικής νοοτροπίας, την οποία αφρόνως καλλιεργούν και κάποιοι μαθητευόμενοι μάγοι – μάλλον ως σύμπτωμα εθνικού αυτοχειριασμού παρά ως πολιτική επιλογή πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Πιο συγκεκριμένα: Έξοδος από την Ευρωζώνη υπό τις παρούσες συνθήκες, πέραν των ολέθριων εσωτερικών οικονομικών και των συνακόλουθων αποσταθεροποιητικών κοινωνικοπολιτικών της επιπτώσεων, θα αποδεικνυόταν σχεδόν αναπόφευκτα προοίμιο απομάκρυνσής μας από τον ευρωκοινοτικό χώρο γενικότερα. Και πάντως θα οδηγούσε στην οικονομική και γεωπολιτική περιθωριοποίηση της χώρας μας στον παγκόσμιο στίβο και όλως ιδιαίτερα στο εγγύς διεθνές περιβάλλον μας – στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι δε δύσκολο να φαντασθεί κανείς το τι θα επακολουθούσε.
Ο σωστός δρόμος είναι βέβαια δύσβατος. Καλούμεθα, εν ολίγοις, να ανασυνταχθούμε ως κράτος, ως κοινωνία και ως οικονομία. Διότι μόνο έτσι θα μπορέσουμε να διεκδικήσουμε τη θέση που αρμόζει στο ιστορικό έθνος μας στα κέντρα αποφάσεων της Κοινοτικής Ευρώπης, ου μην αλλά και της Δύσης γενικότερα – και να μεγιστοποιήσουμε τα εκ της εκεί παρουσίας μας πολυσχιδή οφέλη.
[i] Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το προσεχές τεύχος των “Εθνικών Επάλξεων”, περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ).
[ii] Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Χέρμαν Βαν Ρομπάι, «[ε]άν δεν επιβιώσει το Ευρώ, δεν θα επιβιώσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση» (http://www.bloomberg.com/news/2010-11-16/ireland-discusses-financial-bailout-as-eu-struggles-to-defuse-debt-crisis.html). Κατά δε την καγκελάριο Κυρία Μέρκελ, «[ε]άν αποτύχει το Ευρώ, θα αποτύχει και η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης». (http://www.spiegel.de/international/germany/0,1518,694696,00.html).
[iii] Η Jennifer Hunt του Πανεπιστημίου Mc Gill υπολογίζει ότι, για την οικονομική ανασυγκρότηση και ενσωμάτωση των δέκα έξι εκατομμυρίων Ανατολικογερμανών, οι Δυτικογερμανοί διέθεσαν ετησίως μεταξύ του 1991 και του 2003 το «κολοσσιαίο» ποσό του τέσσερα έως πέντε τοις εκατόν του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος των. Βλ. The Economics of German Reunification, Φεβρουάριος 2006, http://www.cireq.umontreal.ca/personnel/hunt_german_unification.pdf
[iv] Εκτός της Ελλάδας, αποδέκτες μέχρι στιγμής της κοινοτικής χρηματοπιστωτικής αρωγής είναι η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών, τον Μάιο 2010 συγκροτήθηκαν, στο πλαίσιο της Ευρωζώνης και σε συνεργασία με το ΔΝΤ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης (EFSM). Οι φορείς δε αυτοί προβλέπεται να αντικατασταθούν τον Ιούνιο 2013, μετά κατάλληλη αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, από ένα μόνιμο διακυβερνητικό Μηχανισμό Ευρωπαϊκής Σταθερότητας με έδρα το Λουξεμβούργο.
[v] Βλ. άρθρο της Elisabeth Humbert-Dorfmüller στην “Le Monde” της 23ης Μαϊου 2011 με τίτλο L‘euro est déjà à terre dans le débat public, στο οποίο η Γερμανίδα ευρωπαΐστρια διαπιστώνει ότι «η γερμανική κοινή γνώμη δείχνει να επιβάλλει τη θέλησή της προς δράση πρωτίστως υπέρ του γερμανικού συμφέροντος και να εκλαμβάνει την ευρωζώνη και την παρούσα διακυβέρνησή της ως αντίθετες προς το συμφέρον αυτό.» Στην ίδια δε αυτή γραμμή κινούνται και οι προτάσεις για διχοτόμηση της ευρωζώνης σε υγιή «βόρεια» και ασθενή «νότια», ή και για ευθεία επιστροφή της Γερμανίας στο μάρκο.(Βλ. επί παραδείγματι, άρθρο του καθηγητή πανεπιστημίου και πρώην επίτιμου προέδρου της Ένωσης Γερμανικής Βιομηχανίας Hans-Olaf Henkel, υπό τον τίτλο Germany needs to resist the euro‘s sweet-smelling poison, στη βρετανική “Guardian” της 13ης Μαρτίου 2011 (guardian.co.uk, Sunday 13 March 2011 21.00 GMT).
[vi] Για τις από μακρού διαγραφόμενες αυτές τάσεις στον ευρωκοινοτικό χώρο, βλ. Γ. Ε. Σέκερης, Η ΕΕ μετά τη Λισαβόνα: Προβλήματα και προοπτικές μιας διακρατικής κοινοτικής Ευρώπης, “Εθνικές Επάλξεις”, τεύχος αρ. 89, Νοέμβριος/Δεκέμβριος 2009 .
[vii] Βλ. αναλυτικότερη παρουσίαση του όλου θέματος στο τεύχος αρ. 95, Ιανουαρίου/Μαρτίου 2011 των «Εθνικών Επάλξεων». (Γ. Ε. Σέκερης, Η κρίση στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και η Δύση.) Αδυναμία της ΕΕ να συντονίσει τις ενέργειες των μελών της επί μείζονος σημασίας ζητήματος εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας διαπιστώθηκε, εκτός των άλλων, σε σχέση με την τηρητέα στάση έναντι του «Μεταβατικού Εθνικού Συμβουλίου» των Λίβυων ανταρτών. Με το Παρίσι και τη Ρώμη να το έχουν ήδη αναγνωρίσει επισήμως ως μόνον εκπρόσωπο της Λιβύης, με μερικούς άλλους εταίρους να έχουν συνάψει περιορισμένες, ντε φάκτο σχέσεις με αυτό, και με τους λοιπούς να τηρούν στάση αναμονής. Σε ό,τι, εξ άλλου, αφορά στις πιέσεις που ασκούνται επί των Αμερικανών για μια ενεργότερη συμμετοχή στις εχθροπραξίες κατά του καθεστώτος Καντάφι, βλ. επί παραδείγματι Howard LaFranchi, U.S. resists pressure from Europe’s hawks to boost role in Libya fight, “The Christian Science Monitor”, 13-4-2011.
[viii] Βλ. επί παραδείγματι, Harriet Alexander, Europe’s new diplomatic service under fire, “The Telegraph”, 28-5-2011. Στο άρθρο αυτό, το οποίο επικεντρώνεται στην κατηγορηματική άρνηση του Λονδίνου να επιτρέψει στις Βρυξέλλες να διευρύνουν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής εις βάρος των εθνικών κυβερνήσεων, υπάρχουν επίσης ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την αντιζηλία μεταξύ του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Βαν Ρομπάι και της Βαρονέσσας Άστον, Υψηλής Εκπροσώπου Εξωτερικών Υποθέσεων και Πολιτικής Ασφαλείας της ΕΕ και επικεφαλής υπηρεσίας στελεχωμένης με πολυάριθμο προσωπικό και πλουσιοπάροχα χρηματοδοτούμενης. (Σύμφωνα με τις πληροφορίες της κυρίας Alexander, απασχολεί περί τους 7,000 υπαλλήλους και διαθέτει ετήσιο προϋπολογισμό επτά δισεκατομμυρίων ευρώ).
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου