GuidePedia

0




3. Οι ανατολιστές.

Ο ανατολισμός [1] εκφράζει μια αναζήτηση τουρκικής ταυτότητας που βασίζεται σε μια γεωγραφική επικράτεια, την Ανατολία, δηλαδή τη Μικρά Ασία. Το «έθνος» αποτελείται από τους απογόνους όλων των λαών της Ανατολής: Χεταίους, Ίωνες, Οθωμανούς κ.α. αλλά όχι απαραιτήτως από τα τουρκικά φύλα που ήρθαν από την κεντρική Ασία. Ενώ δηλαδή η Τουρκική Ιστορική Θέση [2] πρέσβευε ότι οι αρχαίοι λαοί ήταν Τούρκοι, οι ανατολιστές υποστήριξαν ότι οι σύγχρονοι Τούρκοι είναι απόγονοι των αρχαίων αυτόχθονων λαών.
Οι ανατολιστές παρουσίασαν τους αρχαίους έλληνες σαν πηγή εθνικής κληρονομιάς, αποσιώπησαν την ύπαρξη των Βυζαντινών και παρουσίασαν τους Νεοέλληνες και ειδικά τους «Ρωμιούς» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σαν συμμάχους τους, στο βαθμό που οι Ρωμιοί αναγνώριζαν την «ευεργετική» τουρκική ηγεμονία.
Αυτού του είδους οι απόψεις είναι διαδεδομένες και εκφρασμένες με έντονα συγκεχυμένο αλλά και αντιφατικό τρόπο, από διάφορους «διανοούμενους» οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως «σύγχρονοι», «εξευρωπαϊστές», «αριστεροί», κ.α., και που υποτίθεται ότι δεν υποστηρίζουν «εθνικιστικές απόψεις».
Τονίζουν ότι δεν οικειοποιούνται θεωρίες που βασίζονται στην καθαρότητα κάποιας φυλής και αναγνωρίζουν την πολυδιάστατη καταγωγή των λαών. Συνήθως αποστασιοποιούνται από τα θρησκευτικά πιστεύω. Μια προσεχτική ανάγνωση όμως των κειμένων των ανατολιστών, φέρνει στο φως μια διαφορετική έκφραση εθνικιστικών απόψεων.
Δεν αναγνωρίζεται ότι το «έθνος» είναι ένα σύγχρονο ιστορικά φαινόμενο και ότι βασικά ο αυτοπροσδιορισμός καθορίζει την εθνική ταυτότητα.
Οι φυλετικές προσμείξεις παρουσιάζονται ως το κυρίαρχο συστατικό της πολυπολιτισμικότητας και της συγγένειας των εθνών.
Τελικά, οι «Τούρκοι» παρουσιάζονται ως η τελική έκβαση της ιστορίας.
Η αναγνώριση της κυριαρχίας και της αξίας του τουρκικού έθνους είναι το ζητούμενο και δεν παρατηρείται κάποια ενσυναίσθηση απέναντι στα άλλα έθνη ή στους άλλους λαούς.
Οι επαγγελματίες ιστορικοί δεν ανέπτυξαν αυτές τις θέσεις με συστηματικό τρόπο. Βλέπουμε όμως τον πρώην πρωθυπουργό της Τουρκίας, Τουργούτ Οζάλ, να εκδίδει το 1988 στα γαλλικά και το 1991 στα αγγλικά, ένα βιβλίο «ιστορίας» με καθαρά πολιτικά κίνητρα, δηλαδή με σκοπό να συμβάλλει στην ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υποστηρίζοντας βασικά τις θέσεις των ανατολιστών. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η Τουρκία αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής κοινότητας επειδή είναι κληρονόμος των αρχαίων πολιτισμών και ειδικά της Ιωνίας.
Ένας δεύτερος συγγραφέας, είναι ο Bilge Umar ο οποίος το 1974 εξέδωσε μια μελέτη σχετικά με την κατοχή της Σμύρνης από τους Έλληνες στα χρόνια 1919-1922 και το οποίο ξεχωρίζει για την παραδειγματική αντικειμενικότητά του αλλά και για την εμφανή ενσυναίσθηση απέναντι σε ένα ανθρώπινο δράμα [3].



4. H κριτική σχολή.

Οι προαναφερθείσες προσεγγίσεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: αν και σε διαφορετικό βαθμό, όλες αναπτύσσουν έναν απολογητικό λόγο που τελικά εξωραΐζει το «τουρκικό» παρελθόν. Η ταύτιση μπορεί να ερμηνευτεί σαν εκδήλωση εθνικής ταυτότητας ή «συνείδησης». Αυτό γίνεται ειδικά εμφανές όταν τα γεγονότα συμπεριλαμβάνουν τον «άλλον». Σε αυτές τις περιπτώσεις κάποια υποθετική σχέση ανάμεσα στο «Εμείς» και το «Άλλοι» λειτουργεί με τρόπο που επιβάλλει ένα είδος υποχρέωσης στον ιστορικό να επιλέξει τη θέση του σε σχέση με τους συμβαλλόμενους. Υπάρχει βέβαια και μια αρκετά σημαντική μερίδα Τούρκων ιστορικών οι οποίοι δεν ταυτίζονται απόλυτα με αυτό το παρελθόν. Αυτοί οι ιστορικοί αναπτύσσουν κριτική κατά πολλών πρακτικών του «έθνους» ή ορισμένων «προγόνων», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διατηρούν μια «ταυτότητα» που επιτρέπει τη χρήση του εθνικού προσδιορισμού «Τούρκος ιστορικός».
Η κριτική σχολή είναι σχετικά νέα. Εμφανίζεται τη δεκαετία του ’60 και έκτοτε κάνει αισθητό το λόγο της με εντεινόμενη συχνότητα. Εκτός από τους ιστορικούς, κοινωνιολόγοι, διεθνολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες, ακόμη και δημοσιογράφοι, δηλαδή «διανοούμενοι», μπορούν να ενταχθούν στην κριτική σχολή στο βαθμό που ερμηνεύουν ιστορικά γεγονότα.
Η μαρξιστική ερμηνεία γίνεται συχνά αισθητή σε αυτές τις κριτικές τοποθετήσεις. Ένα κύριο χαρακτηριστικό σχεδόν όλων αυτών που αποτελούν την κριτική σχολή είναι η διάθεση αποστασιοποίησης από τον εθνικισμό. Αριθμητικά οι «κριτικοί» ιστορικοί αποτελούν μια μειονότητα μέσα στη γενική τουρκική ιστοριογραφία, αλλά το κύρος τους είναι δυσανάλογα μεγάλο.
Ο Zafer Toprak, o Şevket Pamuk και ο Çağlar Keyder, παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προτείνουν μια ισορροπημένη εκτίμηση των ρόλων τους.
Ενώ οι «παραδοσιακοί ακαδημαϊκοί» βλέπουν τους έλληνες να υποκινούν το ρεύμα του εθνικισμού στο χώρο των Οθωμανών, ο Toprak υποστηρίζει ότι η πολιτική του οθωμανικού κράτους κατά των μη μουσουλμάνων, ειδικά τα τελευταία χρόνια και κατά τις περιόδους πολέμων, αποκλείοντάς τους από την οικονομική ζωή της χώρας, κλιμάκωσε τις εθνικιστικές αντιδράσεις [4].
Ο Pamuk αντικρούει το επιχείρημα ότι το ελληνικό στοιχείο συνεργάστηκε με το «ξένο κεφάλαιο» εις βάρος του τουρκικού και υποστηρίζει ότι οι Έλληνες συνέβαλαν αποφασιστικά και θετικά στην οικονομία της χώρας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναπτύσσοντας το εμπόριο. Ο ιστορικός αυτός προτείνει την επανεξέταση του ρόλου των μη μουσουλμάνων στον οικονομικό τομέα και την εγκατάλειψη των προκαταλήψεων της παραδοσιακής ιστοριογραφίας [5].
Ο Keyder, εκλαμβάνει την αναδυόμενη ελληνική αστική τάξη ως μια θετική ιστορική εξέλιξη που προώθησε τον εκσυγχρονισμό της οθωμανικής κοινωνίας. Η δε εξαφάνιση αυτής της τάξης από την πολιτική και κοινωνική σκηνή της Αυτοκρατορίας εμπόδισε μια ομαλότερη εξέλιξη που τελικά θα ισορροπούσε την αυταρχικότητα της παραδοσιακής γραφειοκρατικής μηχανής [6].
Ο πολιτικός επιστήμονας Taner Timur επικρίνει την τουρκική ιστοριογραφία η οποία δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τη συμβολή των μη μουσουλμάνων στην οικονομική αλλά και στην πολιτισμική ζωή της Αυτοκρατορίας [7].
Ο Osman Ergin, εκτίμησε σωστά τη θέση των μη μουσουλμάνων μέσα στην κοινωνία, και ο Ekrem Akurgal αναγνώρισε την ελληνική πραγματικότητα και κατέκρινε την εμπάθεια που εκφράστηκε από Τούρκους ιστορικούς [8].
Δύο δημοσιογράφοι, o Ridvan Akar [9] και η Hülya Demir [10], δύο συγγραφείς, οι Hulusi Dosdoğru [11] και Yeldağ Özcan [12]), και ένας κοινωνιολόγος ο Ayhan Aktar[13], εξέδωσαν εργασίες σχετικά με τον Φόρο Περιουσίας του 1942, τα Σεπτεμβριανά του 1955 και τις Απελάσεις του 1964. Αυτές οι έρευνες, οι οποίες έριξαν άπλετο φως σε αυτά τα γεγονότα, χαρακτηρίζονται όχι μόνο από υποδειγματική αντικειμενικότητα αλλά και από μια διάθεση να υπερτονίσουν τους ανθελληνικούς χειρισμούς των τουρκικών αρχών. Η υπέρβαση των εθνικών σκοπιμοτήτων είναι εμφανέστερη στις εργασίες αυτής της ομάδας.
Η κριτική σχολή δεν αποτελεί μια συμπαγή ή οργανικά συνδεδεμένη ομάδα. «Το Ίδρυμα Ιστορίας» («The Economic and Social History Foundation of Turkey») που ιδρύθηκε το 1991 με την πρωτοβουλία 264 διανοουμένων λειτουργεί σαν ένα άτυπο κέντρο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της «κριτικής ιστοριογραφίας». Το ίδρυμα εκδίδει βιβλία, οργανώνει εκθέσεις και διατηρεί κέντρο πληροφοριών [14].

***
Έτσι, με την κριτική σχολή, η οποία αποτελεί ό,τι πιο ελπιδοφόρο υπάρχει για τον εκσυγχρονισμό της γείτονος χώρας αλλά και για την υπέρβαση των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, τελειώνει το αφιέρωμα στην τουρκική ιστοριογραφία αναφορικά με το πως αυτή «βλέπει» τους έλληνες.
Η αντικειμενική και αμερόληπτη καταγραφή της ιστορίας, μέσα από ένα αυστηρά επιστημονικό πρίσμα και μεθοδολογία, η ανανοηματοδότηση των εννοιών και η αναθεώρηση των στρεβλώσεων και των στερεοτύπων, είναι τα εχέγγυα μιας αρμονικής και ειρηνικής συμβίωσης των δύο λαών. Η κριτική σχολή στην Τουρκία και στην Ελλάδα κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, κινούνται στην οδό της ειρήνης. Η οδός αυτή όμως έχει νόημα όταν δεν αποκρύπτει εγκλήματα, δεν δικαιολογεί σφαγές, δεν ωραιοποιεί καταστάσεις, δεν υποβαθμίζει γεγονότα. Το άλλο άκρο είναι να στηθεί μια ανειλικρινής και επίπλαστη πολιτική φιλία μέσω των αποσιωπήσεων, των παραχαράξεων και της απόκρυψης των ελαττωμάτων του «Άλλου».
Αφού συγχαρώ τον κ.Μήλλα για το υπέροχο βιβλίο του, «Εικόνες Ελλήνων και Τούρκων» το οποίο αποτέλεσε την πηγή των τριών αυτών θεμάτων και το οποίο συστήνω ανεπιφύλακτα, κλείνω, παραθέτοντας από τον επίλογο του βιβλίου:
«Αντί ενός ιστορικού ή ενός ιδεατού «Άλλου», να παρουσιαστεί ο συγκεκριμένος, ο υπαρκτός γείτονας. Με όλα του τα ελαττώματα θα είναι καλύτερος. Η απεξάρτηση από τα εθνικά στερεότυπα είναι τελικά ένα προσωπικό στοίχημα. Όχι χωρίς τίμημα. Κερδίζεις την ελευθερία κρίσης και χάνεις τη βολή της κοινωνικής συγκατάβασης».

Δημοσίευση σχολίου

 
Top