Τούρκοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι και ακτιβιστές εκφράζουν ανησυχίες πως το ΑΚΡ οδηγεί τη χώρα όχι στο δημοκρατικό πλουραλισμό που υποσχόταν, αλλά στην «εκλεγμένη απολυταρχία» και το μονοκομματισμό. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο συντηρητικό, ισλαμικής ιδεολογίας ΑΚΡ, αλλά στην έλλειψη αντιπολίτευσης και τον εγγενή στο τουρκικό πολιτικό σύστημα και κοινωνία αυταρχισμό.Τις τελευταίες δύο εβδομάδες την επικαιρότητα στην Τουρκία απασχόλησαν ατυχείς δηλώσεις του Ταγίπ Έρντογαν και βουλευτών του κόμματός του, δηλώσεις ενδεικτικές νοοτροπίας αυταρχικής και βιοθεωρίας ασύμβατης με τον πλουραλισμό και τη δημοκρατία.
Στον απόηχο των δηλώσεων αυτών αναζωπυρώθηκε η όλη συζήτηση σχετικά με την κατεύθυνση που το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) επιχειρεί να δώσει στην πολιτική ζωή της χώρας.
Διευρύνονται με ταχείς ρυθμούς οι τάξεις των φιλελεύθερων Τούρκων διανοουμένων και των δυτικών αναλυτών που εκφράζουν την ανησυχία μήπως το κόμμα δεν οδηγεί την Τουρκία προς το δημοκρατικό πλουραλισμό, όπως ευαγγελιζόταν, αλλά προς μία «εκλεγμένη απολυταρχία». Ο φιλελεύθερος κόσμος της Τουρκίας, θιασώτης του εκδημοκρατισμού και της αποστρατιωτικοποίησης, στήριξε το ΑΚΡ με όλες του τις δυνάμεις κατά το ταραγμένο εκείνο 2007, χρονιά της ολομέτωπης σύγκρουσης με το στράτευμα και τη δικαιοσύνη. Από την επαύριο ωστόσο των εκλογών του Ιουλίου του 2007, στις οποίες το ΑΚΡ κέρδισε μία συντριπτική νίκη με ποσοστό σχεδόν 47%, όλο και περισσότεροι φιλελεύθεροι εκφράζουν διαμαρτυρίες.
Διαμαρτύρονται πως η σαρωτική νίκη του ΑΚΡ «φούσκωσε τα μυαλά» του Έρντογαν και της κομματικής ιεραρχίας, που αισθάνονται πως το αυξημένο ποσοστό λαϊκής στήριξης τους δίνει το ελεύθερο να πράττουν «χωρίς να δίνουν λογαριασμό». Οι φιλελεύθεροι στοχαστές καταγγέλλουν ότι αισθάνονται προδομένοι. Το ΑΚΡ «πάγωσε» τις απαραίτητες για την ευρωπαϊκή ένταξη μεταρρυθμίσεις και υπαναχώρησε στις προεκλογικές του υποσχέσεις, σημειώνουν. Η δεύτερη κυβέρνηση Έρντογαν επέλεξε να προωθήσει τα αιτήματα για περισσότερες ελευθερίες κοινωνικών ομάδων που ανήκουν στην εκλογική του βάση, αγνοώντας επιδεικτικά εκείνα άλλων ομάδων, η κατοχύρωση των ελευθεριών των οποίων δε συνάδει με τη συντηρητική κοινωνική ηθική που βρίσκεται στη βάση της βιοθεωρίας του κόμματος.
Η επανεκλογή του ΑΚΡ στην εξουσία και η ανάδειξη του Αμπντουλλάχ Γκιουλ στην προεδρία της δημοκρατίας τον Αύγουστο του 2007 χαρακτηρίσθηκε από πολλούς αναλυτές ως «κράτος του ΑΚΡ». Το κόμμα ήλεγχε τώρα την Εθνοσυνέλευση και τους δύο πόλους της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ μόνο η δικαιοσύνη παρέμενε στον έλεγχο της παλαιάς πολιτικής ελίτ. Το σημείο, ωστόσο, που οδήγησε πολλούς φιλελεύθερους να άρουν τη στήριξή τους προς το ισλαμικών καταβολών κόμμα ήταν η απόφασή του να εγκαταλείψει τα μεγαλεπήβολα σχέδια για κατάρτιση νέου συντάγματος. Την αντικατάσταση του ισχύοντος συντάγματος του 1982, υποθήκης της στρατιωτικής χούντας, ζητούσαν και ζητούν επίμονα οι θιασώτες του εκδημοκρατισμού, που θεωρούν το «χουντικό σύνταγμα» χρόνιο πρόβλημα της τουρκικής πολιτικής ζωής.
Ο κώδων του κινδύνου σήμανε λίγο μετά τις βουλευτικές του 2007, και πρώτο ανησυχητικό μήνυμα ήταν η στάση του Έρντογαν στο ζήτημα των δικαιωμάτων των γυναικών. Αρχικά, προκάλεσε σάλο προτεινόμενη τροποποίηση της διάταξης του ισχύοντος συντάγματος που αφορά στην ισότητα των φύλων: «Οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά και οι φυσικά ανάπηροι είναι ευάλωτοι και χρειάζονται προστασία». Η εξίσωση των γυναικών στην προτεινόμενη τροποποίηση με κοινωνικές ομάδες ευάλωτες και χρήζουσες προστασία μπορεί να ταιριάζει στην απηρχαιωμένη κοινωνική ηθική του ΑΚΡ, αλλά ξεσήκωσε τις γυναικείες οργανώσεις της χώρας και τους φιλελευθέρους.
Λίγες εβδομάδες μετά τη σύγκρουση της κυβέρνησης με τις γυναικείες οργανώσεις, το ΑΚΡ αποφάσισε να προχωρήσει στην πιο αμφιλεγόμενη νομοθετική πρωτοβουλία της διακυβέρνησής του. Υπαναχωρώντας στις υποσχέσεις του περί νέου συντάγματος, το κόμμα άρχισε να προωθεί ένα πακέτο περιορισμένων μεταρρθυμίσεων, στο επίκεντρο του οποίου βρισκόταν η άρση της απαγόρευσης της ισλαμικής μαντήλας στα τουρκικά ΑΕΙ. Ο ΄Ερντογαν και το κόμμα του καθιστούσαν έτσι σαφές προς τους πάντες ποια ήταν η κοινωνική τους πολιτική. Κάποιες ομάδες ήταν «δικές μας» και τα αιτήματά τους έπρεπε να ικανοποιηθούν με άμεση προτεραιότητα, ενώ κάποιων άλλων τα αιτήματα δε θα έβρισκαν ευήκοα ώτα. Εκτός από τους κεμαλιστές, η άρση της απαγόρευσης εξόργισε και πολλούς φιλελεύθερους και γυναικείες οργανώσεις, που άρχισαν να ανησυχούν ότι η Τουρκία βαίνει ολοταχώς προς το θρησκευτικό συντηρητισμό.
Στο χώρο των απογοητευμένων από την κυβερνητική πολιτική ομάδων γρήγορα προστέθηκαν τα δέκα με δεκαπέντε εκατομμύρια Αλεβίτες, καθώς τα επίμονα αιτήματά τους να καταργηθεί η υποχρεωτική διδασκαλία των θρησκευτικών και να αναγνωρισθούν τα ιερά τους ως τόποι λατρείας έπεφταν στο κενό. Για τους φιλελεύθερους, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής με το κόμμα και τον Έρντογαν υπήρξε η απαγόρευση από το δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως της νομαρχίας της Πόλης, της τοπικής οργάνωσης Lambdaistanbul, που προωθεί τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και αμφισεξουαλικών ανδρών και γυναικών, των τραβεστί και των τρανσέξουαλ. Η ελεγχόμενη από το ΑΚΡ νομαρχία υποστήριξε πως ο σκοπός της οργάνωσης «αντιβαίνει στα χρηστά ήθη».
«Για την κυβέρνηση αυτή κάποιες ομάδες αντιμετωπίζονται ως άξιες περισσότερων ελευθεριών, ενώ άλλες ως ανάξιες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, ως εσωτερικοί εχθροί» σχολιάζει στο newstime.gr ο ακτιβιστής της Lambdaistanbul Μετεχάν Οζκάν. Το Συνταγματικό Δικαστήριο ανέτρεψε την τροποποίηση περί μαντήλας, και λίγο έλειψε να απαγορεύσει το ίδιο το κόμμα ως «κέντρο δράσεων κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος». Ο φιλελεύθερος κόσμος στήριξε το ΑΚΡ στη δικαστική αυτή περιπέτεια και καταδίκασε την προσφυγή για την απαγόρευσή του, το έκανε όμως με μισή καρδιά. Καταψήφισε το κόμμα στις δημοτικές του 2009, όπου το διασωθέν από το Συνταγματικό Δικαστήριο κόμμα έχασε εννέα ποσοστιαίες μονάδες. Πολλοί φιλελεύθεροι είχαν ήδη αρχίσει να αναρωτιούνται εάν είχαν υπάρξει αφελείς να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στο ΑΚΡ.
Το «κράτος του ΑΚΡ» συμπεριφέρεται σαν καθεστώς μονοκομματικής δικτατορίας, που δεν αισθάνεται υπόχρεο να αιτιολογεί τις πράξεις του ή να υπάγεται στους κανόνες της δικαστικής πρακτικής. Αυτό ισχυρίζονται πια πολλές φωνές του φιλελεύθερου χώρου, που δε διατηρούν σχέσεις με τους κεμαλιστές ή οποιαδήποτε συμπάθεια προς το στρατό. Σάλο προκάλεσε συνέντευξη της πολιτικής αναλυτή και δημοσιογράφου Νουράι Μερτ στη Βατάν τον Ιανουάριο. Η Μερτ αποτέλεσε για χρόνια μία από τους βασικούς υποστηρικτές του ΑΚΡ στον αγώνα του κατά του στρατού και της δικαστικής εξουσίας. Τώρα δήλωσε πως το κυβερνών κόμμα, παρότι επικαλείται συνεχώς τη δημοκρατία, αποκτά σε κάθε του βήμα ένα όλο και πιο έντονα αυταρχικό χαρακτήρα. Η Μερτ εξέφρασε την απογοήτευσή της με το γεγονός ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να φιμώσει τον τύπο. «Ας σωπάσουν όλοι και ας με ακούσουν εμένα, ας στηρίξουν τα ΜΜΕ τη δική μου πολιτική και τότε θα λυθούν όλα τα προβλήματα». Έτσι περιέγραψε η βετεράνος αναλυτής την κυβερνητική στάση, ενώ εκτίμησε πως «η Τουρκία έχει πάρει τον κατήφορο». Κατέστη έτσι αντικείμενο επιθέσεων από όλο φιλοκυβερνητικό τύπο, που μέχρι πρότινος της έπλεκε το εγκώμιο.
Πράγματι, δεν απαιτείται να χαθεί κανείς στις περίπλοκες νομικές λεπτομέρειες της διαδικασίας της Εργκένεκον για να ανησυχήσει. Τα μηνύματα που εκμπέμπονται από την κυβερνητική παράταξη το τελευταίο διάστημα υπό μορφή δηλώσεων και άλλων ατοπημάτων είναι αρκετά για να σπείρουν σε πολλούς τον πανικό. Ένας βουλευτής του ΑΚΡ δήλωσε «Επί σαράντα χρόνια μας φακέλωναν αυτοί. Τώρα ήρθε η σειρά μας να τους φακελώσουμε εμείς», αναφερόμενος στην κεμαλική ελίτ και τους οπαδούς του κοσμικού πολιτεύματος. Ένας άλλος, δήλωσε πως «Όποιος αντιστέκεται στην κυβέρνηση έχει μολυσμένο αίμα» (sic), υπονοώντας πως δεν αποτελεί γνήσιο Τούρκο αλλά προδότη. Κατά των δύο βουλευτών ο κομματικός μηχανισμός έχει ήδη ξεκινήσει πειθαρχική διαδικασία, ενώ εισαγγελέας της Άγκυρας άσκησε δίωξη. Ωστόσο, τα δύο περιστατικά δεν αποτελούν μεμονομένες περιπτώσεις χαμηλά στην ιεραρχία του κόμματος. Την περασμένη εβδομάδα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μπουλέντ Αρίντς απευθύνθηκε στα μίντια με το κομψότατο «Φτου σας!», ενώ ο Έρντογαν κάλεσε τους ιδιοκτήτες των εφημερίδων να περικόψουν τους μισθούς και να απολύσουν όσους σχολιαστές «ξεπερνούν το μέτρο» στην κριτική της κυβέρνησης.
Ο Έρντογαν απεχθάνεται την κριτική και έχει χάσει πλέον και το προσωπείο του δημοκράτη. Η δήλωση είναι η πολλοστή που προσβάλλει τον τύπο και την ελευθερία έκφρασης και προκάλεσε μεγάλη αντίδραση στο χώρο του τύπου. Την επαύριο της δημοσίευσης στις εφημερίδες του ομίλου Ντογάν αποκαλύψεων που ενέπλεκαν το ΑΚΡ σε σκάνδαλο διαφθοράς στη Γερμανία, στο επίκεντρο του οποίου ήταν η ισλαμική οργάνωση κοινωνικής αλληλεγγύης Ντενίζ Φενερί, ο Έρντογαν κάλεσε τους Τούρκους να μην αγοράζουν τις εφημερίδες του ομίλου. «Γράφουν ασύστολα ψέμματα, να τις μποϊκοτάρετε» δήλωνε.
Στη συνέχεια πολλά ερωτηματικά για τις προθέσεις της κυβέρνησης προκάλεσε η επιβολή φόρων και προστίμων για φοροδιαφυγή ύψους 3.76 δισεκατομμυρίων τουρκικών λιρών – 1.75 δις ευρώ – στο συγκρότημα Ντογάν. Όσο βρώμικη και αν είναι η συμπεριφορά του ιδιοκτήτη του, «βαρώνου των μίντια» Αϊντίν Ντογάν, δε δικαιολογείται παρόμοια συμπεριφορά της κυβέρνησης, τονίζουν κυρίως ευρωπαίοι παρατηρητές. Το συγκρότημα Ντογάν, που αποτελεί και την κύρια φωνή αντιπολίτευσης στο ΑΚΡ, βρίσκεται αναγκασμένο να πωλήσει τις περισσότερες εφημερίδες του για να μπορέσει να πληρώσει το επιβληθέν ποσό.
Η ανησυχία των Τούρκων φιλελευθέρων για τον αυταρχισμό του ΑΚΡ είναι απολύτως δικαιολογημένη, καθώς το κυβερνών κόμμα και ο ηγέτης του επιδεικνύουν μία βαθύτατη περιφρόνηση για τους πάντες. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο ίδιο το ΑΚΡ, αλλά στην έλλειψη αντιπολίτευσης και τον αυταρχισμό που είναι διάχυτος στην Τουρκική κοινωνία.
Πράγματι, δεν υφίσταται αντιπολίτευση που να μπορεί να ορθώσει σοβαρό πολιτικό λόγο έναντι του ΑΚΡ. Η μεν Κεμαλική αντιπολίτευση του Ντενίζ Μπαϊκάλ συμπεριφέρεται ως συνήγορος των κατηγορουμένων για συμμετοχή στην Εργκένεκον, του στρατεύματος και όσων αποδείχθηκε ότι κατέστρωναν σχέδια στρατιωτικής επέμβασης προς ανατροπή της κυβέρνησης. Παρά τις καταγγελίες για παρατυπίες στη δίωξη της υπόθεσης, έχουν αποδειχθεί επαρκώς με έγγραφα σειρά πραξικοπημάτων που κατέστρωναν ανώτατοι αξιωματικοί. Στηρίζοντάς τους και λειτουργώντας ως εκπρόσωπος του ΓΕΕΘΑ, το CHP των Κεμαλιστών είναι απαξιωμένο από τη συντριπτική πλειοψηφία και δεν μπορεί να ανταγωνισθεί το ΑΚΡ στις κάλπες. Παρομοίως, η πατριδοκαπηλεία του ακροδεξιού ΜΗΡ δεν προσφέρει καμμία λύση στα ουσιαστικά προβλήματα της χώρας, αλλά προκαλεί μόνο εντάσεις. Η έλλειψη αυτή αντιπολίτευσης δίνει την εικόνα πως το ΑΚΡ έχει απέναντί του όχι πολιτικά κόμματα, αλλά το στρατό και την Εργκένεκον.
Τέλος, δε θα πρέπει να λησμονείται ότι η «άλλη πλευρά» των κεμαλιστών και του στρατού είναι πολύ περισσότερο αυταρχική. Οι κεμαλιστές έθεσαν τους όρους του παιγνιδιού για εβδομήντα χρόνια, ενώ περιχαρακώνονται πίσω από το στράτευμα και τη δικαιοσύνη που συχνά λειτουργεί ως εντολοδόχος του τελευταίου. Η κεμαλική πολιτική ελίτ δεν αισθάνθηκε ποτέ, από τη σύσταση της Τουρκικής Δημοκρατίας, υποχρεωμένη να δικαιολογηθεί ενώπιον του εκλογικού σώματος και να αντλήσει νομιμοποίηση από τις κάλπες. Τουλάχιστον σε αυτό το μέτωπο, το ΑΚΡ αποτελεί μία πρόοδο.
Η λύση στον κίνδυνο η πολιτική μονοκρατορία του ΑΚΡ να οδηγήσει σε ένα οιονεί μονοκομματικό κράτος σωστά αναζητείται από τους περισσότερους φιλελευθέρους στον «τρίτο δρόμο», τη δημιουργία ενός κόμματος που θα τηρεί αποστάσεις τόσο από την ισλαμική ιδεολογία, όσο και από το κεμαλικό μοντέλο και τον εθνικισμό. Ένα κόμμα γνήσια φιλελεύθερο. Τα σημεία όμως, προς το παρόν, δείχνουν πως ο τρίτος αυτός δρόμος θέλει ακόμη πολλή προσπάθεια και χρόνο για να επιτευχθεί. Η νέα γενιά, δυστυχώς, παρά το αυξανόμενο μορφωτικό της επίπεδο και την καλύτερη εικόνα του έξω κόσμου, δεν έχει ακόμη ορθώσει πολιτική φωνή ανεξάρτητα και πέρα από τα πολιτικά στεγανά εντός των οποίων ενηλικιώθηκε.
Δημοσίευση σχολίου
Click to see the code!
To insert emoticon you must added at least one space before the code.