Του Απόστολου Αποστολόπουλου
Πρόσφατα γίνεται λόγος για την ανάγκη μιας «πολυγαμικής» εξωτερικής πολιτικής επειδή η μονογαμική σχέση μας με τις ΗΠΑ δεν αποδίδει. Ο Ομπάμα μας απογοήτευσε και κάποιοι (όπως ο διεθνούς επιπέδου νομομαθής κ. Β. Μαρκεζίνης) προτείνουν να ξανοιχτούμε στη Μόσχα, για αντίβαρο και παρηγοριά. Ωραίο ακούγεται. Άλλωστε έχουν προηγηθεί άλλοι, ισχυρότεροι από εμάς, πχ η Γερμανία που προσεγγίζει τη Μόσχα με αργά και προσεκτικά αλλά σταθερά βήματα. Επίσης (να μην το ξεχνάμε) ο κ. Καραμανλής, ακολουθώντας το γερμανικό παράδειγμα, εγκαινίασε την πολιτική των αγωγών. Προηγουμένως ο κ. Τσοχατζόπουλος, ως υπουργός Άμυνας, έφερε για πρώτη φορά, ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα. Οι δυο πολιτικοί (αντίθετων παρατάξεων) έχουν ήδη ανοίξει το δρόμο. Η ιδέα «προσέγγισης με τη Μόσχα» παραβιάζει ανοιχτές θύρες....
Ούτε η προμήθεια των οπλικών συστημάτων ούτε οι αγωγοί ήταν, ωστόσο, προανάκρουσμα γενικότερου αναπροσανατολισμού της εξωτερικής μας πολιτικής, αν και αφορούσαν σε κρίσιμους τομείς ειδικού βάρους. Γι’ αυτό άλλωστε οι αντιδράσεις (των ΗΠΑ) ήταν έντονες και ορατές. Είχαμε θέσει το ερώτημα, την ώρα των θερμών εναγκαλισμών με τον Πούτιν, αν είχαν συνυπολογιστεί οι αντιδράσεις αυτές. Οι αποστάσεις, οι δισταγμοί και οι παλινωδίες που εμφανίζονται τελευταίως στη σχέση μας με τη Ρωσία, δείχνουν ότι μάλλον δεν είχαν γίνει καλοί λογαριασμοί. Καινοφανής και χρήσιμη θα ήταν η ανάλυση των δυσχερειών της προσέγγισης.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν η ιδέα στροφής προς τη Ρωσία υπονοεί γενικότερο αναπροσανατολισμό της εξωτερικής μας πολιτικής και, συνεπώς, απομάκρυνση από το δυτικό χώρο. Χωρίς αυτή τη διευκρίνηση, η «πρόταση» δεν είναι απλώς ουτοπική. Μπορεί να επαναφέρει καταστροφική διχόνοια Ρωσόφιλων και Δυτικόφιλων, χωρίς τον ιδεολογικό μανδύα. Το δεύτερο ερώτημα είναι τι έχουμε να προσφέρουμε στη Ρωσία. Πχ η Τουρκία προσφέρει υπηρεσίες στις ΗΠΑ και αποσπά εύνοια. Εμείς τι μπορούμε να προσφέρουμε στους Ρώσους για να έχουμε τη σταθερή υποστήριξή τους; Το τρίτο ερώτημα, ίσως το πιο κρίσιμο, είναι τι θέλουν και ιδίως τι μπορούν να μας δώσουν οι Ρώσοι. Γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα είναι τμήμα του ευρύτερου (και ακόμα άλυτου) Ανατολικού Ζητήματος. Η αδράνεια και η άνευ όρων υποταγή οδηγούν στην εθνική εξαθλίωση αλλά και η «κινητικότητα» χωρίς σαφώς προσδιορισμένους στόχους είναι καθαρός σαλτιμπαγκισμός.
Ενόψει ευρωεκλογών, τα κόμματα θα όφειλαν να εξηγήσουν πως βλέπουν την Ελλάδα να αρμενίζει στον κόσμο. Αλλά με τον Παυλίδη στο επίκεντρο της πολιτικής μας ζωής το πολύ που φτάνει η σκέψη μας είναι ως τη Ρόδο από όπου και η γνωστή παροιμία.
Πρόσφατα γίνεται λόγος για την ανάγκη μιας «πολυγαμικής» εξωτερικής πολιτικής επειδή η μονογαμική σχέση μας με τις ΗΠΑ δεν αποδίδει. Ο Ομπάμα μας απογοήτευσε και κάποιοι (όπως ο διεθνούς επιπέδου νομομαθής κ. Β. Μαρκεζίνης) προτείνουν να ξανοιχτούμε στη Μόσχα, για αντίβαρο και παρηγοριά. Ωραίο ακούγεται. Άλλωστε έχουν προηγηθεί άλλοι, ισχυρότεροι από εμάς, πχ η Γερμανία που προσεγγίζει τη Μόσχα με αργά και προσεκτικά αλλά σταθερά βήματα. Επίσης (να μην το ξεχνάμε) ο κ. Καραμανλής, ακολουθώντας το γερμανικό παράδειγμα, εγκαινίασε την πολιτική των αγωγών. Προηγουμένως ο κ. Τσοχατζόπουλος, ως υπουργός Άμυνας, έφερε για πρώτη φορά, ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα. Οι δυο πολιτικοί (αντίθετων παρατάξεων) έχουν ήδη ανοίξει το δρόμο. Η ιδέα «προσέγγισης με τη Μόσχα» παραβιάζει ανοιχτές θύρες....
Ούτε η προμήθεια των οπλικών συστημάτων ούτε οι αγωγοί ήταν, ωστόσο, προανάκρουσμα γενικότερου αναπροσανατολισμού της εξωτερικής μας πολιτικής, αν και αφορούσαν σε κρίσιμους τομείς ειδικού βάρους. Γι’ αυτό άλλωστε οι αντιδράσεις (των ΗΠΑ) ήταν έντονες και ορατές. Είχαμε θέσει το ερώτημα, την ώρα των θερμών εναγκαλισμών με τον Πούτιν, αν είχαν συνυπολογιστεί οι αντιδράσεις αυτές. Οι αποστάσεις, οι δισταγμοί και οι παλινωδίες που εμφανίζονται τελευταίως στη σχέση μας με τη Ρωσία, δείχνουν ότι μάλλον δεν είχαν γίνει καλοί λογαριασμοί. Καινοφανής και χρήσιμη θα ήταν η ανάλυση των δυσχερειών της προσέγγισης.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν η ιδέα στροφής προς τη Ρωσία υπονοεί γενικότερο αναπροσανατολισμό της εξωτερικής μας πολιτικής και, συνεπώς, απομάκρυνση από το δυτικό χώρο. Χωρίς αυτή τη διευκρίνηση, η «πρόταση» δεν είναι απλώς ουτοπική. Μπορεί να επαναφέρει καταστροφική διχόνοια Ρωσόφιλων και Δυτικόφιλων, χωρίς τον ιδεολογικό μανδύα. Το δεύτερο ερώτημα είναι τι έχουμε να προσφέρουμε στη Ρωσία. Πχ η Τουρκία προσφέρει υπηρεσίες στις ΗΠΑ και αποσπά εύνοια. Εμείς τι μπορούμε να προσφέρουμε στους Ρώσους για να έχουμε τη σταθερή υποστήριξή τους; Το τρίτο ερώτημα, ίσως το πιο κρίσιμο, είναι τι θέλουν και ιδίως τι μπορούν να μας δώσουν οι Ρώσοι. Γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα είναι τμήμα του ευρύτερου (και ακόμα άλυτου) Ανατολικού Ζητήματος. Η αδράνεια και η άνευ όρων υποταγή οδηγούν στην εθνική εξαθλίωση αλλά και η «κινητικότητα» χωρίς σαφώς προσδιορισμένους στόχους είναι καθαρός σαλτιμπαγκισμός.
Ενόψει ευρωεκλογών, τα κόμματα θα όφειλαν να εξηγήσουν πως βλέπουν την Ελλάδα να αρμενίζει στον κόσμο. Αλλά με τον Παυλίδη στο επίκεντρο της πολιτικής μας ζωής το πολύ που φτάνει η σκέψη μας είναι ως τη Ρόδο από όπου και η γνωστή παροιμία.
Δημοσίευση σχολίου