Του Ζαχαρία Μίχα
Μπορεί η Τουρκία να αποδεικνύει συνεχώς όσα λέει για «ισορροπημένη προσέγγιση» στις διεθνείς της σχέσεις χωρίς εξαιρέσεις, αλλά οι ΗΠΑ συμπεριφέρονται αναξιοπρεπώς, σαν «απατημένη σύζυγος» που κάνει τα στραβά μάτια στη συμπεριφορά του συζύγου, αρκεί να παραμείνει, έστω τυπικά, εντός της οικογενειακής οικίας!
Το ρεπορτάζ της Λένας Αργύρη για την «Καθημερινή», αποκαλύπτει τη συμβιβαστική πρόταση της Ουάσινγκτον στην Άγκυρα, για φιλοξενία του ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας S-400 Triumf στην αεροπορική βάση του Ιντζιρλίκ στην Τουρκία.
Η πρόταση φέρεται να μεταφέρθηκε στην Τουρκία τον Ιούλιο, από αξιωματούχους του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου (Ουάλαντερ, Κάρπεντερ). Όλα δείχνουν ότι η διαδικασία ξεκίνησε από τον περασμένο Ιανουάριο με τις περιβόητες δηλώσεις της Βικτόρια Νούλαντ ότι η Ουάσιγκτον «θα ήταν στην ευχάριστη θέση να καλωσορίσει την Τουρκία πίσω στην οικογένεια των F-35», εάν η Άγκυρα επέλυε με ικανοποιητικό τρόπο το ζήτημα των S-400. Από τότε είχε αρχίσει στο παρασκήνιο το ανατολίτικο παζάρι…
Υποτίθεται πως αυτή η πρόταση συνδυάζει την παραμονή του συστήματος σε τουρκικό έδαφος, με την επί της ουσίας εξουδετέρωση του συστήματος. Οι Αμερικανοί θα έχουν την επίβλεψη, με την αποθήκευση να γίνεται στο μέρος της βάσης που ελέγχουν-χρησιμοποιούν, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα ενεργοποιηθεί για να υποκλέψει συμμαχικά απόρρητα μέσω των ραντάρ. Κυρίως αυτά των μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 Lightning II. Μέρος αυτής της δυνητικής συμφωνίας φέρεται να είναι και η ολική επαναφορά των Τούρκων στο πρόγραμμα των F-35.
Αξιόπιστες πηγές του DP αναφέρουν, ότι όντως η πρόταση αυτή έχει καταρχήν απορριφθεί από την Τουρκία, όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ, ωστόσο «το θέμα παραμένει στο τραπέζι ενόψει των επικείμενων διμερών επαφών στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ». Η απόρριψη μοιάζει λογική, δεδομένων των περιορισμών που εκπορεύονται από το πλαίσιο της συμφωνίας της Τουρκίας με τη Ρωσία.
Μοιάζει να είναι πρόταση που θα ξεπεράσει την ανάγκη εξασφάλισης «πιστοποιητικού τελικού χρήστη» (end user certificate) από τη Μόσχα, εάν η λύση που θα προκρινόταν θα ήταν η πώληση του συστήματος. Ακόμα κι αν αυτή θα ενέπλεκε φιλική προς τη Μόσχα χώρα, είναι αμφίβολο εάν θα δινόταν τόσο εύκολα ένα έγγραφο που θα διευκόλυνε την εκ νέου προσέγγιση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ, βασικό αντίπαλο της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Να υπενθυμιστεί, επίσης, ότι μόλις τον περασμένο μήνα, ο γεννηθείς στην Κομοτηνή επιχειρηματίας Τζαβίτ Τσαγκλάρ είχε αναφέρει την Ινδία και το Πακιστάν ως πιθανούς αγοραστές. Η δήλωσή του έχει σημασία, επειδή το Νοέμβριο του 2017 ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν του είχε απονείμει παράσημο για τη σημαντική συνεισφορά του στην αποκατάσταση των τουρκο-ρωσικών σχέσεων μετά την κατάρριψη (24 Νοεμβρίου 2015) πλησίον της τουρκο-συριακής μεθορίου, ρωσικού μαχητικού Su-24 Fencer από τουρκικό F-16.
Υπάρχει βέβαια και η παράμετρος της χρυσοφόρας πυρηνικής συμφωνίας με το θεωρητικό ενδεχόμενο ανάληψης του συμβολαίου κατασκευής και δεύτερου πυρηνικού εργοστασίου, που θα μπορούσε να αλλάξει τους υπολογισμούς. Γενικά όμως, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα, αν και τέμνονται σαφώς με τα οικονομικά, στο τέλος της ημέρας γενικώς προηγούνται…
Δώστε F-35 σε Ρωσία και Κίνα απευθείας!
Η πρόσβαση όμως των Αμερικανών στους S-400, ακόμα και συσκευασμένους, προφανώς απαγορεύεται από τη ρωσοτουρκική συμφωνία και λογικά εκεί στηρίχθηκε η αρχική απόρριψη. Όπως προκύπτει και από το ρεπορτάζ, η υπόθεση παραμένει ανοικτή. Παρόλο που υπάρχουν δυνάμεις στην Ουάσινγκτον που υποστηρίζουν τα προφανή για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, στην πραγματικότητα, η πλευρά που οφείλει να έχει ξεκάθαρη πολιτική, πέραν των δημοσίων σχέσεων με τις ΗΠΑ, είναι η ελληνική.
Στο σημείο αυτό, αξίζει αναπαραγωγής η δήλωση του Μάικλ Ρούμπιν του Heritage Foundation. Σχολιάζοντας το ευνοϊκό για την Τουρκία κλίμα στις ΗΠΑ, ανέφερε πως «αποδεικνύεται ότι παρά τη ρητορική και τις προόδους της τελευταίας δεκαετίας, πάρα πολλοί στην Ουάσιγκτον είναι διατεθειμένοι να “πουλήσουν” την Αθήνα και τη Λευκωσία. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Αντί η Αμερική να πουλήσει στην Τουρκία τα F-35, η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε απλώς να δώσει το αεροσκάφος απευθείας στη Ρωσία και στην Κίνα και να παρακάμψει τον μεσάζοντα».
Και η δήλωση συνεχίζει, «οποιαδήποτε προσπάθεια αποδυνάμωσης των διατάξεων CAATSA ή δημιουργίας εξαιρέσεων από τις κυρώσεις, θα άφηνε τις ΗΠΑ και τις συμμάχους μας στην Ανατολική Μεσόγειο, Ελλάδα και Κύπρο, πιο ευάλωτες απέναντι στους αντιπάλους μας. Η Τουρκία δεν έχει θέση στο πρόγραμμα των F-35». Εντυπωσιακής καθαρότητας δήλωση. Ποια πρέπει όμως να είναι η ελληνική αντίδραση;
Κάθε χώρα στο διεθνές περιβάλλον εξυπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα. Αυτό κάνει και η Τουρκία όταν προσπαθεί να πείσει την Ελλάδα να μην προχωρήσει σε εξοπλιστικές πρωτοβουλίες μετά από μια 15ετία εγκατάλειψης των Ενόπλων Δυνάμεων που έχει συσσωρεύσει πλήθος ανελαστικών προβλημάτων. Η Τουρκία προσπαθεί να πείσει την Ελλάδα, «προσφέροντας ηρεμία», έχοντας προφανώς διαπιστώσει το πόσο ψηλά ιεραρχείται στην Αθήνα.
Αυτή η «προσφορά», όμως, όσο δεν αλλάζει ο πυρήνας των τουρκικών διεκδικήσεων, νόημα θα είχε μόνο στο μέτρο που θα αξιοποιούνταν ως ευκαιρία αποκατάστασης μιας στοιχειώδους στρατιωτικής ισορροπίας. Άρα, οι τουρκικές αναφορές περί δήθεν προκλητικών ελληνικών εξοπλισμών θα πρέπει να απορρίπτονται από την Αθήνα, η οποία οφείλει να υπενθυμίζει ότι είναι η 20ετής τουρκική εξοπλιστική φρενίτιδα που έχει παροξύνει το δίλημμα ασφαλείας για την Ελλάδα.
Μπορεί η Τουρκία να αποδεικνύει συνεχώς όσα λέει για «ισορροπημένη προσέγγιση» στις διεθνείς της σχέσεις χωρίς εξαιρέσεις, αλλά οι ΗΠΑ συμπεριφέρονται αναξιοπρεπώς, σαν «απατημένη σύζυγος» που κάνει τα στραβά μάτια στη συμπεριφορά του συζύγου, αρκεί να παραμείνει, έστω τυπικά, εντός της οικογενειακής οικίας!
Το ρεπορτάζ της Λένας Αργύρη για την «Καθημερινή», αποκαλύπτει τη συμβιβαστική πρόταση της Ουάσινγκτον στην Άγκυρα, για φιλοξενία του ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας S-400 Triumf στην αεροπορική βάση του Ιντζιρλίκ στην Τουρκία.
Η πρόταση φέρεται να μεταφέρθηκε στην Τουρκία τον Ιούλιο, από αξιωματούχους του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου (Ουάλαντερ, Κάρπεντερ). Όλα δείχνουν ότι η διαδικασία ξεκίνησε από τον περασμένο Ιανουάριο με τις περιβόητες δηλώσεις της Βικτόρια Νούλαντ ότι η Ουάσιγκτον «θα ήταν στην ευχάριστη θέση να καλωσορίσει την Τουρκία πίσω στην οικογένεια των F-35», εάν η Άγκυρα επέλυε με ικανοποιητικό τρόπο το ζήτημα των S-400. Από τότε είχε αρχίσει στο παρασκήνιο το ανατολίτικο παζάρι…
Υποτίθεται πως αυτή η πρόταση συνδυάζει την παραμονή του συστήματος σε τουρκικό έδαφος, με την επί της ουσίας εξουδετέρωση του συστήματος. Οι Αμερικανοί θα έχουν την επίβλεψη, με την αποθήκευση να γίνεται στο μέρος της βάσης που ελέγχουν-χρησιμοποιούν, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα ενεργοποιηθεί για να υποκλέψει συμμαχικά απόρρητα μέσω των ραντάρ. Κυρίως αυτά των μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 Lightning II. Μέρος αυτής της δυνητικής συμφωνίας φέρεται να είναι και η ολική επαναφορά των Τούρκων στο πρόγραμμα των F-35.
Αξιόπιστες πηγές του DP αναφέρουν, ότι όντως η πρόταση αυτή έχει καταρχήν απορριφθεί από την Τουρκία, όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ, ωστόσο «το θέμα παραμένει στο τραπέζι ενόψει των επικείμενων διμερών επαφών στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ». Η απόρριψη μοιάζει λογική, δεδομένων των περιορισμών που εκπορεύονται από το πλαίσιο της συμφωνίας της Τουρκίας με τη Ρωσία.
Μοιάζει να είναι πρόταση που θα ξεπεράσει την ανάγκη εξασφάλισης «πιστοποιητικού τελικού χρήστη» (end user certificate) από τη Μόσχα, εάν η λύση που θα προκρινόταν θα ήταν η πώληση του συστήματος. Ακόμα κι αν αυτή θα ενέπλεκε φιλική προς τη Μόσχα χώρα, είναι αμφίβολο εάν θα δινόταν τόσο εύκολα ένα έγγραφο που θα διευκόλυνε την εκ νέου προσέγγιση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ, βασικό αντίπαλο της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Να υπενθυμιστεί, επίσης, ότι μόλις τον περασμένο μήνα, ο γεννηθείς στην Κομοτηνή επιχειρηματίας Τζαβίτ Τσαγκλάρ είχε αναφέρει την Ινδία και το Πακιστάν ως πιθανούς αγοραστές. Η δήλωσή του έχει σημασία, επειδή το Νοέμβριο του 2017 ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν του είχε απονείμει παράσημο για τη σημαντική συνεισφορά του στην αποκατάσταση των τουρκο-ρωσικών σχέσεων μετά την κατάρριψη (24 Νοεμβρίου 2015) πλησίον της τουρκο-συριακής μεθορίου, ρωσικού μαχητικού Su-24 Fencer από τουρκικό F-16.
Υπάρχει βέβαια και η παράμετρος της χρυσοφόρας πυρηνικής συμφωνίας με το θεωρητικό ενδεχόμενο ανάληψης του συμβολαίου κατασκευής και δεύτερου πυρηνικού εργοστασίου, που θα μπορούσε να αλλάξει τους υπολογισμούς. Γενικά όμως, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα, αν και τέμνονται σαφώς με τα οικονομικά, στο τέλος της ημέρας γενικώς προηγούνται…
Δώστε F-35 σε Ρωσία και Κίνα απευθείας!
Η πρόσβαση όμως των Αμερικανών στους S-400, ακόμα και συσκευασμένους, προφανώς απαγορεύεται από τη ρωσοτουρκική συμφωνία και λογικά εκεί στηρίχθηκε η αρχική απόρριψη. Όπως προκύπτει και από το ρεπορτάζ, η υπόθεση παραμένει ανοικτή. Παρόλο που υπάρχουν δυνάμεις στην Ουάσινγκτον που υποστηρίζουν τα προφανή για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, στην πραγματικότητα, η πλευρά που οφείλει να έχει ξεκάθαρη πολιτική, πέραν των δημοσίων σχέσεων με τις ΗΠΑ, είναι η ελληνική.
Στο σημείο αυτό, αξίζει αναπαραγωγής η δήλωση του Μάικλ Ρούμπιν του Heritage Foundation. Σχολιάζοντας το ευνοϊκό για την Τουρκία κλίμα στις ΗΠΑ, ανέφερε πως «αποδεικνύεται ότι παρά τη ρητορική και τις προόδους της τελευταίας δεκαετίας, πάρα πολλοί στην Ουάσιγκτον είναι διατεθειμένοι να “πουλήσουν” την Αθήνα και τη Λευκωσία. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Αντί η Αμερική να πουλήσει στην Τουρκία τα F-35, η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε απλώς να δώσει το αεροσκάφος απευθείας στη Ρωσία και στην Κίνα και να παρακάμψει τον μεσάζοντα».
Και η δήλωση συνεχίζει, «οποιαδήποτε προσπάθεια αποδυνάμωσης των διατάξεων CAATSA ή δημιουργίας εξαιρέσεων από τις κυρώσεις, θα άφηνε τις ΗΠΑ και τις συμμάχους μας στην Ανατολική Μεσόγειο, Ελλάδα και Κύπρο, πιο ευάλωτες απέναντι στους αντιπάλους μας. Η Τουρκία δεν έχει θέση στο πρόγραμμα των F-35». Εντυπωσιακής καθαρότητας δήλωση. Ποια πρέπει όμως να είναι η ελληνική αντίδραση;
Κάθε χώρα στο διεθνές περιβάλλον εξυπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα. Αυτό κάνει και η Τουρκία όταν προσπαθεί να πείσει την Ελλάδα να μην προχωρήσει σε εξοπλιστικές πρωτοβουλίες μετά από μια 15ετία εγκατάλειψης των Ενόπλων Δυνάμεων που έχει συσσωρεύσει πλήθος ανελαστικών προβλημάτων. Η Τουρκία προσπαθεί να πείσει την Ελλάδα, «προσφέροντας ηρεμία», έχοντας προφανώς διαπιστώσει το πόσο ψηλά ιεραρχείται στην Αθήνα.
Αυτή η «προσφορά», όμως, όσο δεν αλλάζει ο πυρήνας των τουρκικών διεκδικήσεων, νόημα θα είχε μόνο στο μέτρο που θα αξιοποιούνταν ως ευκαιρία αποκατάστασης μιας στοιχειώδους στρατιωτικής ισορροπίας. Άρα, οι τουρκικές αναφορές περί δήθεν προκλητικών ελληνικών εξοπλισμών θα πρέπει να απορρίπτονται από την Αθήνα, η οποία οφείλει να υπενθυμίζει ότι είναι η 20ετής τουρκική εξοπλιστική φρενίτιδα που έχει παροξύνει το δίλημμα ασφαλείας για την Ελλάδα.
Σιωπή, η Ελλάδα κοιμάται
Δεν αρκεί, όμως, μόνο αυτό. Η Ελλάδα επιδεικνύει σκανδαλώδη αφωνία απέναντι στον ηθικό αυτουργό αυτής της απαράδεκτης κατάστασης, τις ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον επωφελείται κι από τη διστακτικότητα της Αθήνας να διατυπώσει δημοσίως και ευθαρσώς το εθνικό της συμφέρον. Κατανοητό το σκεπτικό ότι η επαναφορά της Τουρκίας στο δυτικό μαντρί εξυπηρετεί το συμμαχικό συμφέρον. Δυστυχώς, όμως, δεν εξυπηρετείται το ελληνικό συμφέρον, καθώς η βασική απειλή εθνικής ασφαλείας προέρχεται από μια τύποις σύμμαχο χώρα.
Η κακώς νοούμενη «διπλωματική» συμπεριφορά της Ελλάδας, αγγίζει επίπεδα δουλικότητας, ανοίγοντας τον δρόμο στις ΗΠΑ για να παρακάμπτουν τα ελληνικά συμφέροντα, εξυπηρετώντας τα δικά τους. Σαν να μην έφτανε η απουσία δημόσιας ρητορικής από ελληνικής πλευράς, η Αθήνα εμφανίζεται και πανέτοιμη να καταβάλλει μερικά δισ. ευρώ για να αποκτήσει το F-35, το οποίο η Ουάσινγκτον φλέγεται από επιθυμία να το διαθέσει στον βασικό της αντίπαλο! Η δε Ελλάδα δεν συνδέει την πολιτική της απόφαση με αυτή την εξέλιξη!
Κάποιες μάλιστα πανηγυρικές αναφορές στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα περί μη χρήσης αμερικανικού «οπλισμού εναντίον συμμάχων», αποτελούν μνημείο ανοησίας. Δεν γίνεται αντιληπτό ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί και για τα αμερικανικής προέλευσης οπλικά συστήματα στο ελληνικό οπλοστάσιο (π.χ. F-16)!
Την ίδια στιγμή, τα χρήματα που θα επενδυθούν στα F-35, ένα αεροπλάνο που και η ανάπτυξή του δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και είναι πανάκριβο στη χρήση του, θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε ανελαστικές αμυντικές ανάγκες: Νέες ναυπηγήσεις ή αναβαθμίσεις συστημάτων (MEKO 200HN και F-16 Block 50 σε «V»), που θα αντιμετώπιζαν το φλέγον θέμα στην ελληνική ναυτική ισχύ και την προοπτική επιχειρησιακής απαξίωσης 38 μαχητικών αεροσκαφών πρώτης γραμμής. Θα μπορούσαν να κατευθυνθούν και στην αποτελεσματική – πολυετή υποστήριξη συστημάτων που ήδη υπηρετούν στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Η παθητική παρατήρηση των εξελίξεων ζημιώνει εξόφθαλμα τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Η δε εμμονή σε αφηγήματα περί εξασφάλισης αεροπορικής υπεροχής απέναντι στην Τουρκία μέσω των F-35 θα έχουν υπονομευθεί από τους ίδιους τους βασικούς συμμάχους της χώρας! Λησμονούν ή αποκρύπτουν βολικά, ότι το F-35B είναι η έκδοση του υπερσύγχρονου μαχητικού που μπορεί να επιχειρεί από αεροπλανοφόρα.
Πρακτικά, επί του TCG Anadolu ή/και του επόμενου αεροπλανοφόρου που ναυπηγείται. Όχι μόνο επειδή τα F-35 θα απειλούν την ελληνική ασφάλεια, αλλά θα ακυρωθεί εν πολλοίς και η λογική φιλοξενίας των ελληνικών F-35 σε αεροπορική βάση στη Δυτική Ελλάδα (Ανδραβίδα – 117 Πτέρυγα Μάχης).
Καταληκτικά…
Αυτό το κακόγουστο αστείο με τη δήθεν πολιτισμένη ελληνική διπλωματική συμπεριφορά πρέπει να τελειώσει. Ας αντιληφθούν επιτέλους ότι δεν αντιμετωπίζεται ως διπλωματικός πολιτισμός, αλλά ως δουλική συμπεριφορά και εξάρτηση. Δεν απαιτεί κανείς συμπεριφορά παρόμοια με των Ισραηλινών που ειδοποίησαν την Ουάσινγκτον για τις προθέσεις τους απέναντι στην Χεζμπολάχ μόλις πέντε λεπτά πριν εξαπολύσουν την επίθεση με τους βομβητές και μάλιστα, παρά την καταφανή πολυεπίπεδη εξάρτηση της ασφάλειάς τους από τις ΗΠΑ.
Η ελληνική κοινωνία, όμως, απαιτεί την τήρηση τουλάχιστον των ορίων του αυτοσεβασμού. Τούτων λεχθέντων, αναμένεται από τον Έλληνα πρωθυπουργό να αποδείξει στην πράξη ότι αντιλαμβάνεται τα διακυβεύματα, κυρίως δε την αξιοπιστία και τη γενικότερη φήμη της χώρας της οποίας ηγείται. Αυτό θα διαπιστωθεί και στη συνάντηση με τον Ερντογάν στη Νέα Υόρκη και στις υπόλοιπες επαφές του στις ΗΠΑ. Πρέπει να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας κι όχι αυτή που ίσως ικανοποιεί κάποιους ανεπίδεκτους μαθήσεως συμμάχους της Ελλάδας.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου