GuidePedia

0


Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης
Την τελευταία διετία η κυβέρνηση Ερντογάν έχει αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την απόφαση των Έξι Δυνάμεων του 1914 για μια ολική νομική επίθεση στην Ελλάδα, όπως είναι εμφανές από τις τρεις επιστολές του Φεριντούν Σινιρλιόγλου, του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ, προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, που έχουν ως κεντρικό άξονα την σύνδεση της αποστρατικοποίησης των νησιών με τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.

Στην πρώτη του επιστολή της 13 Ιουλίου 2021, ο κ. Σινιρλιόγλου τόνισε την εγγύτητα των ελληνικών νησιών με τις Τουρκικές ακτές και την στρατηγική σημασία τους για την άμυνα και την ασφάλεια της Ανατολίας. Ως εκ τούτου, ο κ. Σινιρλιόγλου θεωρεί πως αποτέλεσε βασική προϋπόθεση η αποστρατικοποίηση των νησιών αυτών για την εκχώρηση της κυριαρχίας τους στην Ελλάδα το 1923. Στην δεύτερη του επιστολή της 30 Σεπτεμβρίου 2021 ο κ. Σινιρλιόγλου κάνει την πρώτη ρητή αναφορά στην απόφαση των Έξι Δυνάμεων του 1914 και στην σύνδεση μεταξύ κυριαρχίας και αποστρατικοποίησης. Στην τρίτη του επιστολή της 17 Σεπτεμβρίου 2022 ο κ. Σινιρλιόγλου κάνει συγκεκριμένες (λανθασμένες) ιστορικές αναφορές, όπως ότι η Ελλάδα επίσημα αποδέχτηκε την απόφαση της 13 Φεβρουαρίου του 1914 στις 21 Φεβρουαρίου του 1914. Το συμπέρασμα του κ. Σινιρλιόγλου είναι πως η εκχώρηση των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα έγινε με έναν θεμελιώδη περιορισμό στην κυριαρχία τους, την εσαεί αποστρατικοποίησή τους.

Είναι πιθανό οι Τούρκοι να παραθέσουν ξανά τα επιχειρήματά τους στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Ιούλιο στο Βίλνιους και να αιτηθούν την σταδιακή αποστρατικοποίηση όλων των νησιών του Αιγαίου σε μια περίοδο πενταετίας, όπως και έχει διαρρεύσει. Να υπενθυμίσουμε πως η κυβέρνηση Ερντογάν έχει επανειλημμένως επικαλεστεί στο ΝΑΤΟ πως η Ελλάδα έχει υποχρέωση να αποστρατικοποιήσει νησιά όπως η Θάσος ή ο Άγιος Ευστράτιος, νησιά για τα οποία η Ελλάδα δεν έχει αναλάβει καμία συμβατική υποχρέωση έναντι της Τουρκίας με την Συνθήκη της Λωζάννης.

Είναι αξιοσημείωτη η φρασεολογία που χρησιμοποίησε ο κ. Σινιρλιόγλου στις τρεις επιστολές του προς τον ΟΗΕ, όταν αναφέρεται στην εγγύτητα των ελληνικών νησιών με τα παράλια της Μικράς Ασίας και στον διαχρονικό ρόλο που έπαιζαν στην ασφάλεια και την άμυνα της Ανατολίας. Η φρασεολογία αυτή παραπέμπει στην απαντητική διακοίνωση των Νεοτούρκων στις Έξι Δυνάμεις της 30 Ιανουαρίου 1913, στα μνημόνια του Μεγάλου Βεζύρη Σαΐντ Χαλίμ Πασά του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 1913 και στην επιχειρηματολογία του Ισμέτ Ινονού στην Λωζάννη τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1922. Δεν πρέπει να λησμονούμε πως οι Νεότουρκοι επιθυμούσαν διακαώς την επιστροφή των νησιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως επίσης και ο Ισμέτ Ινονού στο νεοσύστατο Τουρκικό κράτος. Αμφότεροι δεν έμειναν ικανοποιημένοι με την λύση της προτεινόμενης αποστρατικοποίησης.

Οι τουρκικές θέσεις είναι εξ ολοκλήρου βασισμένες στην επιχειρηματολογία μιας άλλης εποχής, όταν οι Νεότουρκοι πίστευαν ότι ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας αποτελούσε κίνδυνο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο τα «νησιά της Μικράς Ασίας» όπως τα αποκαλούσαν, παρέμεναν κάτω από ελληνική «κατοχή». Σήμερα οι Τούρκοι παρουσιάζουν επιλεκτικά τα ιστορικά γεγονότα, έχοντας την δυνατότητα να επικαλούνται διπλωματικά έγγραφα και αποφάσεις της περιόδου 1912-1914, ώστε να αιτηθούν την ουδετεροποίηση ολόκληρου του Αιγαίου, παρακάμπτοντας με αυτόν τον τρόπο τα συμφωνηθέντα της Συνθήκης της Λωζάννης. Ως εκ τούτου απαιτείται μεγάλη προσοχή στον τρόπο αντιμετώπισης και αυτού του τουρκικού αφηγήματος, ώστε να τεθεί το ζήτημα στην πραγματική ιστορική του βάση και οι ελληνικές θέσεις να γίνουν αποδεκτές από τους νατοϊκούς μας συμμάχους.

Καταλυτική σημασία στην αποδόμηση των τουρκικών επιχειρημάτων αποτελεί το ιστορικό γεγονός ότι κατά την ανακωχή του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν συναίνεσε στο να αποστερηθεί της κυριαρχίας της σε όλα τα νησιά του Αιγαίου υπό τους ευνοϊκούς για αυτήν όρους της συλλογικής διακοίνωσης των Έξι Δυνάμεων της 17 Ιανουαρίου του 1913, όταν οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις υπόσχονταν να παράσχουν εγγυήσεις για την ουδετεροποίηση των νησιών με στρατηγική σημασία, ώστε να μην αποτελούν απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας.

Η Οθωμανική Κυβέρνηση είχε ενημερωθεί από τις 11 Ιανουαρίου του 1913 για το βρετανικό σχέδιο, όλα τα νησιά του Αιγαίου που αποτελούνταν από αμιγή ελληνικό πληθυσμό να περάσουν στην Ελλάδα ουδετεροποιημένα μεν, υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων δε. Οι Τούρκοι δεν ζήτησαν ποτέ εκείνη την εποχή αποστρατικοποίηση των νησιών αλλά επιθυμούσαν ανοιχτά την επανένταξή τους στην οθωμανική κυριαρχία. Το προτεινόμενο καθεστώς θα έθετε οριστικό τέλος σε κάθε προσπάθεια προς τον σκοπό αυτόν. Έτσι για να προλάβουν ένα fait accompli στο Αιγαίο κινητοποίησαν άμεσα όλο τον τουρκικό στόλο, ώστε να επιχειρήσουν την ανακατάληψη των νησιών. Η γνωστή σε όλους μας Ναυμαχία της Λήμνου αποτέλεσε την αντίδραση της Οθωμανικής Κυβέρνησης στο άκουσμα των δυσάρεστων για αυτήν ειδήσεων από το Λονδίνο.

Η επιδρομή στην Υψηλή Πύλη της 23 Ιανουαρίου και η πραξικοπηματική άνοδος στην εξουσία της Τριανδρίας των Πασάδων Εμβέρ, Ταλαάτ και Τζεμάλ Πασά άλλαξε ριζικά την κατάσταση. Η Τριανδρία απέρριψε την πρόταση του Ιανουαρίου και για αυτό άλλωστε συνεχίστηκε και ο πόλεμος. Τελικά οι Τούρκοι την 1 Απρίλιου του 1913 αποδέχτηκαν τους εκ νέου διατυπωμένα όρους των Μεγάλων Δυνάμεων, ώστε να περισώσουν την Κωνσταντινούπολη και να εξασφαλίσουν την οικονομική βιωσιμότητα του ασιατικού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο Μεγάλος Βεζύρης Σαΐντ Χαλίμ Πασά θα προσπαθούσε μετέπειτα να ισχυριστεί πως αποδέχτηκε την διαμεσολάβηση των Έξι Δυνάμεων, ώστε να λήξει ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος με τους ευνοϊκούς για την Τουρκία όρους της πρώτης διακοίνωσης της 17 Ιανουαρίου του 1913 και όχι με αυτούς της δεύτερης διακοίνωσης της 31 Μάρτιου του 1913, όταν δηλαδή ο βουλγαροσερβικός στρατός είχε καταλάβει την Αδριανούπολη και προελαύνανε προς την Τσατάλτζα με τελικό στόχο την Κωνσταντινούπολη. Ο διπλωματικός ελιγμός των Τούρκων απέτυχε και η οριστική αποποίηση, άνευ όρων, όλων των χερσαίων ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και όλων των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης υπογράφτηκε από τους επιτετραμμένους πληρεξούσιους του Σουλτάνου στο Λονδίνο στις 30 Μαΐου του 1913.

Το να επικαλούνται οι Τούρκοι σήμερα μια πρόταση που οι Νεότουρκοι δεν αποδέχτηκαν τον Ιανουάριο του 1913, ώστε να διατείνονται πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε τα νησιά με όρους στις Δυνάμεις, είναι ένα μεγάλο ιστορικό ψέμα. Οι απαντήσεις των Βρετανών, Γάλλων και Ρώσων, διαθέσιμες στα διπλωματικά έγγραφα της εποχής, καταδεικνύουν το έωλο των τουρκικών θέσεων.

Το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του ΒΑ Αιγαίου επανήλθε για δεύτερη φορά με την απόφαση των Έξι Δυνάμεων της 13 Φεβρουαρίου του 1914, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε γιατί ο Βενιζέλος δεν έδωσε ποτέ τις αντίστοιχες διαβεβαιώσεις στους Τούρκους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα της απόφασης. Στην απαντητική διακοίνωση της 21 Φεβρουαρίου του 1914, η ελληνική πλευρά δεν θα αποδεχόταν να εφαρμόσει την αποστρατικοποίηση των νησιών χωρίς να λάβει τις απαραίτητες εγγυήσεις από την Τουρκία και τις Μεγάλες Δυνάμεις και πριν η Τουρκία αποδεχτεί επίσημα την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου .

Το ζήτημα των εγγυήσεων δεν τελείωσε τον Φεβρουάριο του 1914. Ακολούθησε και δεύτερη διακοίνωση των Έξι Δυνάμεων στις 24 Απριλίου του 1914, όπου κάθε αναφορά στην ουδετεροποίηση του Αιγαίου απαλείφτηκε από το τελικό κείμενο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, ώστε να δοθούν τελικά οι εγγυήσεις. Το αντάλλαγμα που δόθηκε όμως στην Ελλάδα ήταν η άτυπη δυνατότητα να οχυρώσει τα νησιά. Αυτή ήταν και η πρόταση του Μεγάλου Βεζύρη Σαϊντ Χαλίμ Πασά, όπως προκύπτει από τα δημοσιευμένα οθωμανικά έγγραφα, την οποία και μετέφερε ο υπουργός των Εξωτερικών της Ιταλίας Σαν Τζουλιάνο στον Βρετανό υπουργό των Εξωτερικών Γκρέι. Ως αποτέλεσμα ο Βενιζέλος έδωσε εντολή στον Ιωάννη Μεταξά να ξεκινήσει την οχύρωση των νησιών, η οποία και έγινε με την πλήρη γνώση και ανοχή των Τούρκων, αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων.

Σχεδόν ταυτόχρονα με την επίδοση της απόφασης των Έξι Δυνάμεων σε Αθήνα και Κωνσταντινούπολη είχαν ξεκινήσει διμερείς συνομιλίες Ελλάδας-Τουρκίας για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης, καθώς κόκκινη γραμμή για την Υψηλή Πύλη αποτελούσε η επιστροφή της Χίου και της Μυτιλήνης σε οθωμανική κυριαρχία. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα γεγονότα που επακολούθησαν άφησαν το Νησιωτικό ζήτημα ανοιχτό με το νομικό καθεστώς των νησιών του ΒΑ Αιγαίου να απασχολεί τους Συμμάχους εκ νέου μετά την λήξη του Μεγάλου Πολέμου. Η λήξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για τα νησιά του Αιγαίου έγινε κοινή συναινέσει τον Σεπτέμβριο του 1914: Oι δύο πλευρές συμφώνησαν να μην εφαρμοστεί η απόφαση των Έξι Δυνάμεων του 1914, ενώ ο Βενιζέλος δεν προέβη τελικά στην επικύρωση του βασιλικού διατάγματος από την ελληνική Βουλή για την μονομερή εφαρμογή της απόφασης και την προσάρτηση των νήσων στο Βασίλειο της Ελλάδας.

Έτσι η Ελλάδα δεν απέκτησε την de jure κυριαρχία των νησιών του ΒΑ Αιγαίου με την απόφαση των Έξι Δυνάμεων του 1914, όπως διατείνεται η Τουρκία σήμερα, ώστε να μπορεί να ισχυριστεί πως η κυριαρχία τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με το καθεστώς της προβλεπόμενης αποστρατικοποίησής τους. Το ζήτημα της κυριαρχίας τους διευθετήθηκε οριστικά με την Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, όπου και επιβλήθηκαν όροι τροποποιημένης αποστρατικοποίησης σε συγκεκριμένο αριθμό νησιών.

Στα συμφωνηθέντα της Λωζάννης για την τροποποιημένη αποστρατικοποίηση που ισχύει για την Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία, κατά τα προβλεπόμενα του άρθρου 13, περιορίζονται σήμερα και οι συμβατικές υποχρεώσεις της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top