GuidePedia

0


Λυγερός Σταύρος
Μετά από αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες, μετά την μετατροπή του πολιτεύματος σε Προεδρική Δημοκρατία κι αφού η τουρκική αντιπολίτευση αναγκάστηκε να συσπειρωθεί πίσω από έναν κοινό υποψήφιο, ο Ερντογάν δίνει στις 14 Μαΐου εκλογική μάχη επιβίωσης. Ειδικά μετά τον καταστροφικό σεισμό, ο Τούρκος πρόεδρος φάνηκε στις δημοσκοπήσεις να είναι πολύ πίσω από τον αντίπαλό του Κιλιτσντάρογλου. Δίνοντας τα ρέστα του σ’ όλα τα επίπεδα, όμως, ο νεοσουλτάνος έχει ξανακάνει ντέρμπι την αναμέτρηση.

Ο μεγαλύτερος εχθρός του Ερντογάν είναι η εντεινόμενη οικονομική κρίση. Η υποτίμηση της τουρκικής λίρας, ο υπερπληθωρισμός και βεβαίως τα όσα αποκάλυψε ο σεισμός για τα κυκλώματα των αδίστακτων εργολάβων, που είχαν την προστασία του νεοσουλτάνου, έχουν ροκανίσει την πολιτική-εκλογική επιρροή του. Στην πραγματικότητα, είναι εντυπωσιακό ότι μετά από όλα αυτά ο Ερντογάν παραμένει στο παιχνίδι.


Σ’ αυτό αναμφίβολα έχει συμβάλει το γεγονός ότι δεν είναι απλώς ένα πρόεδρος, αλλά ότι ηγείται ενός καθεστώτος. Η συμμαχία του με το ΜΗΡ (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης) του Μπαχτσελί αποδείχθηκε ανθεκτική, διαμορφώνοντας νέο συγκρότημα εξουσίας. Σ’ αυτό έχουν προσχωρήσει και πολλά στελέχη του άλλοτε βαθέος κεμαλικού κράτους, αρκετά εκ των οποίων, μάλιστα, είχαν βρεθεί κατηγορούμενοι και στη φυλακή στη δεκαετία του 2010. Από τότε, όμως, έχει συντελεσθεί μία δεύτερη μεταπολίτευση στην Τουρκία. Κριτήριο πλέον για τη συμμετοχή στο νέο συγκρότημα εξουσίας είναι το αντιδυτικό πρόσημο.

Οι “τρεις Τουρκίες”

Οι εντυπωσιακές προεκλογικές συγκεντρώσεις τόσο του Ερντογάν στην Άγκυρα όσο και του Κιλιτσντάρογλου στη Σμύρνη δεν αποτυπώνουν μόνο την υφιστάμενη πολιτική πόλωση. Επιβεβαιώνουν για μία ακόμα φορά ότι έχουν διαμορφωθεί “τρεις Τουρκίες”:
Η πρώτη είναι η σουνιτική οθωμανίζουσα “βαθιά Τουρκία”, η οποία διατηρεί έντονα την παράδοση, είναι πολιτισμικά στραμμένη προς Ανατολάς και επιφυλακτική έως αρνητική προς τη Δύση. Εκφράζεται ιδεολογικά-πολιτικά από τον Ερντογάν και επί των ημερών του ήρθε στην πολιτική επιφάνεια και βελτίωσε σημαντικά το βιοτικό της επίπεδο. Η “βαθιά Τουρκία” είναι αριθμητικά μεγαλύτερη, αλλά δεν αρκεί από μόνη της για να δώσει πλειοψηφία. Παρά την εντεινόμενη οικονομική κρίση, αναμένεται κατά κανόνα να ξαναψηφίσει το νεοσουλτάνο.
Η δεύτερη είναι η κοσμική και δυτικότροπη Τουρκία, η οποία κυριαρχεί στα παράλια, ιδίως στα δυτικά. Εξ ου και η Σμύρνη έχει παραμείνει με συντριπτικά ποσοστά στα χέρια της μετακεμαλικής αξιωματικής αντιπολίτευσης (CHP). Αυτή η δεύτερη Τουρκία συντίθεται από τους παραδοσιακούς κεμαλικούς και από τα δυτικότροπα φιλελεύθερα στρώματα. Μισεί τον Ερντογάν και θα τον καταψηφίσει με φανατισμό. Είναι, ωστόσο, μειονότητα, έστω και ισχυρή.
Η τρίτη Τουρκία δεν είναι στην πραγματικότητα Τουρκία. Είναι η μεγάλη κουρδική κοινότητα (περίπου το 30% των Τούρκων πολιτών έχει κουρδική καταγωγή), η οποία κατά πλειοψηφία εκφράζεται από το κουρδικό κόμμα HDP, το οποίο διατηρεί πολιτικούς δεσμούς με το PKK.

Ο κουρδικός παράγοντας

Το κουρδικό στοιχείο είχε στη δεκαετία του 2000 υποστηρίξει τον Ερντογάν, προσδοκώντας να απαλλαγεί από την καταπίεση του βαθέως μετακεμαλικού κράτους. Τον ψήφιζε, λόγω και του θρησκευτικού υποβάθρου, σε ποσοστό πάνω από 50%. Οι προσδοκίες εκείνες είχε φανεί να δικαιώνονται όταν είχαν αρχίσειπαρασκηνιακά οι συνομιλίες για μία πολιτική λύση του Κουρδικού.

Η κατάρρευση αυτής της προοπτικής, η μαζική καταστολή και το κύμα των διώξεων που ακολούθησαν, έχουν προκαλέσει ένα βαθύ ρήγμα μεταξύ του καθεστώτος Ερντογάν και των Κούρδων. Αν και το κουρδικό στοιχείο είχε υποφέρει τα πάνδεινα από το μετακεμαλικό καθεστώς στις δεκαετίες 1980 και 1990, σήμερα έχει επιλέξει να στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου για να απαλλαγεί από το νεοσουλτάνο.

Η συνεργασία του κουρδικού HDP με την αντιπολίτευση είχε δειλά αρχίσει στις τοπικές εκλογές, όπου οι Κούρδοι δεν είχαν κατεβάσει υποψηφίους σε μεγάλες πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα, η Σμύρνη, η Αττάλεια, τα Άδανα και η Μερσίνα, παρότι σ’ όλες αυτές υπάρχει πολυπληθές κουρδικό στοιχείο, λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το HDP προσελκύει ολοένα και περισσότερο τουρκικής εθνότητας ψηφοφόρους, οι οποίοι βλέπουν σ’ αυτό μία διέξοδο δημοκρατικής έκφρασης.

Εθνικιστική-ισλαμική ρητορική

Όπως συνηθίζει στις προεκλογικές περιόδους τα τελευταία χρόνια, ο Ερντογάν σπάζει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο σε εθνικιστική και ισλαμική ρητορική. Στην προσπάθειά του να συσπειρώσει τη “βαθιά Τουρκία” παίζει δυνατά αυτό το χαρτί, εξ ου και η επαναφορά των επεκτατικών διεκδικήσεων έναντι του Ελληνισμού, εξ ου και οι αναφορές του στη μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί.

Ταυτοχρόνως, δεν έχανε ευκαιρία να υψώνει τους τόνους και εναντίον της Δύσης, ποντάροντας στα εθνικιστικά αντανακλαστικά και στο ουσιαστικά αντιδυτικό πνεύμα της “βαθιάς Τουρκίας”. Τη Δύση, άλλωστε, καταγγέλλει και για υπονόμευση της τουρκικής οικονομίας, κάτι που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η τακτική του αυτή έχει επιδεινώσει τις έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολες σχέσεις και με τις ΗΠΑ και με την Ευρώπη. Πρέπει, ωστόσο, να ομολογήσουμε ότι αυτή τη φορά ο ίδιος για λόγους σκοπιμότητας είναι πιο προσεκτικός, αφήνοντας σε στενούς συνεργάτες του την αντιδυτική ρητορική.

Αλλά και σε ό,τι αφορά το εσωτερικό της Τουρκίας, η ρητορική του είναι διχαστική. Καλλιεργεί τον φόβο ότι όποιος δεν είναι με το καθεστώς είναι εναντίον του και όποιος είναι εναντίον του είναι τρομοκράτης! Ο πόλεμος εναντίον της κοινότητας του ιμάμη Γκιουλέν έχει προκαλέσει βαθιά ρήγματα στην κοινωνική βάση του πολιτικού Ισλάμ. Αυτό είναι, επίσης, αναπόφευκτο να αποτυπωθεί με κάποιον τρόπο στις κάλπες.

“Τρεις Τουρκίες” και πολιτισμικό χάσμα

Με στρατηγικούς όρους, οι “τρεις Τουρκίες”, η τριχοτόμηση της τουρκικής κοινωνίας εγγράφει αρνητικές υποθήκες ακόμα και για την ενότητα της χώρας στο μέλλον. Δεν είναι μόνο ο κουρδικός αλυτρωτισμός, ο οποίος την απειλεί. Είναι και η ξεκάθαρη αρνητική στάση της δυτικής και παράκτιας Τουρκίας. Οι κεμαλικοί και τα δυτικότροπα φιλελεύθερα αστικά στρώματα μπορεί να έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, αλλά έχουν και έναν κοινό παρονομαστή, τον οποίο οι σημερινές συνθήκες υπογραμμίζουν και ενισχύουν: μισούν εξίσου τον Ερντογάν και αυτό που ο ίδιος και το κόμμα του αντιπροσωπεύουν.

Δεν πρόκειται μόνο για μία ιδεολογική-πολιτική αντίθεση, έστω και οξυμένη. Πρόκειται για κάτι ευρύτερο και πιο βαθύ. Πρόκειται για πολιτισμικό χάσμα, το οποίο στην πραγματικότητα θέτει σε αμφισβήτηση τονν ίδιο τον εθνικό συνεκτικό δεσμό και κατ’ επέκτασιν το πλαίσιο συνύπαρξης. Με άλλα λόγια, εκτός από το κουρδικό καρκίνωμα, προστίθεται και ο ιδεολογικός-πολιτισμικός διχασμός του ίδιου του τουρκικού έθνους. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και ο εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται στους κόλπους του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ, μεταξύ των ερντογανικών και των γκιουλενιστών.

Ο Ερντογάν είχε ανοίξει πολλά μέτωπα, τα οποία χειριζόταν με έκδηλο μικρομεγαλισμό και αλαζονεία. Μπορεί αυτό να του προσέφερε οφέλη στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο, αλλά έφθασε σχεδόν να απομονώσει γεωπολιτικά την Τουρκία. Αυτός είναι ο λόγος που η Άγκυρα ανέλαβε πρωτοβουλίες να κλείσει μέτωπα, που η ίδια είχε ανοίξει στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Στα παραπάνω, βεβαίως, πρέπει να προστεθεί και η σχοινοβασία του νεοσουλτάνου ανάμεσα στον Πούτιν και στη Δύση, η οποία προς το παρόν προσκομίζει στην Τουρκία οφέλη.

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top