Στο δημοσίευμα της ιστοσελίδας GLOBES αναφέρεται ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έχει δηλώσει τελευταίως ότι η χώρα του ενδιαφέρεται να βελτιώσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ, υπαινισσόμενος ότι η Άγκυρα δεν αποκλείει την πιθανότητα να συμπεριληφθεί μεταξύ των χωρών που σκοπεύουν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ παρά του παγώματος του παλαιστινιακού ζητήματος.
Το κείμενο γράφει ο αρθρογράφος Dr. GABRIEL HARITOS (ερευνητής στο Azrieli Center for Israel Studies στο Ben-Gurion Institute for Israel Studies and Zionism στο Ben-Gurion University of the Negev. Είναι ειδικός στην ιστορία των σχέσεων Ισραήλ, Ελλάδας και Κύπρου).
Τίτλος: «Σύγκριση μεταξύ της σχέσης Ισραήλ-Τουρκίας και της σχέσης του Ισραήλ με την Ελλάδα και την Κύπρο»
Υπότιτλος: «Μετά από μια δεκαετία στενής συνεργασίας μεταξύ Αθήνας, Λευκωσίας και Ιερουσαλήμ σε διάφορους τομείς, ο Ερντογάν προσπαθεί να πλησιάσει το Ισραήλ. Οι Έλληνες και οι Κύπριοι δεν έμειναν αδιάφοροι και κατά τους τελευταίους μήνες έχουν δημοσιεύσει άρθρα και αναλύσεις που τείνουν να εκφράζουν την εκ των προτέρων απογοήτευσή τους»
Αναφέρει σχετικά:
Δυτικά του Ισραήλ, στην Ελλάδα και την Κύπρο, παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον όλες τις ειδήσεις που αφορούν στην ανανέωση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Τουρκίας. Οι Έλληνες και οι Κύπριοι δεν μένουν αδιάφοροι και τους τελευταίους μήνες έχουν δημοσιευθεί άρθρα και αναλύσεις που τείνουν να εκφράζουν την εκ των προτέρων απογοήτευση της Αθήνας και της Λευκωσίας.
Οι ανησυχίες τους δεν είναι υπερβολικές. Στη Μέση Ανατολή με τις «Συμφωνίες του Αβραάμ», η νέα δυναμική είναι απρόβλεπτη.
Ωστόσο, μετά από μια δεκαετία στενής συνεργασίας μεταξύ Αθήνας, Λευκωσίας και Ιερουσαλήμ σε διάφορους τομείς, μπορεί κάποιος να καταλήξει σε τρία κύρια συμπεράσματα που περιγράφουν τα νέα γεγονότα, που ενδέχεται να επηρεάσουν τη στάση του Ισραήλ απέναντι στις δύο ευρωπαίες μεσογειακές συμμάχους του:
1. Μέχρι το 2010, το Ισραήλ θεωρούσε την Τουρκία ως την πιο σημαντική ασπίδα της ενάντια στην αραβική εχθρότητα στην περιοχή, και για 60 χρόνια, η στρατηγική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών παρέμεινε ισχυρή, ακόμη και χωρίς την τήρηση των κανόνων του διπλωματικού πρωτοκόλλου.
Υπενθυμίζεται ότι από τον Νοέμβριο του 1956, όταν η Τουρκία αποφάσισε να ανακαλέσει τον πρέσβη της από το Τελ Αβίβ ως διαμαρτυρία κατά της Επιχείρησης του Σινά και μέχρι την υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο, οι διπλωματικές σχέσεις δεν ήταν φυσιολογικές, όπως θα έπρεπε “by the book”.
2. Τα πρώτα σημάδια κρίσης στις σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας εμφανίστηκαν το 2007, όταν η Κύπρος καθόρισε την ΑΟΖ της σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και υπέγραψε συμφωνία για την επίλυση του θέματος των θαλάσσιων συνόρων της με τον Λίβανο πρώτα και μετά με το Ισραήλ.
Ο στόχος ήταν σαφής: προσέλκυση διεθνών επενδυτών να εκμεταλλευτούν τα αποθέματα φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η άποψη του τότε Προέδρου του Ισραήλ, Shimon Peres – ότι το Ισραήλ και η Τουρκία μπορούν να συνεχίσουν να συνεργάζονται ενάντια στην αραβική και ιρανική απειλή, αφήνοντας όμως έξω από την κοινή ατζέντα το ζήτημα του φυσικού αερίου – εκλήφθηκε από την Άγκυρα ως προδοσία.
Από την άλλη πλευρά, στην εποχή του «Οδικού Χάρτη του Όσλο», το Ισραήλ δεν ήθελε πλέον να συγκαταλέγεται στην ομάδα των «απείθαρχων» χωρών στο διεθνές δίκαιο, ώστε να μπορέσει να προσελκύσει ευκολότερα διεθνείς επενδυτές που θα ενδιαφέρονται να εκμεταλλευτούν τα ισραηλινά αποθέματα φυσικού αερίου.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δεν περιλαμβάνεται σήμερα στον περιφερειακό χάρτη ενέργειας, επειδή από το 1974 συνεχίζει να καταλαμβάνει το 33% της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία είναι κυρίαρχο κράτος, πλήρες μέλος των Ηνωμένων Εθνών, της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πέραν τούτου, το 1983 η κυβέρνηση της Άγκυρας δημιούργησε στα κατεχόμενα εδάφη στα βόρεια του νησιού μια διοικητική οντότητα που ονομάζεται «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», η οποία δεν αναγνωρίζεται από καμία χώρα στον κόσμο. Η ανακάλυψη του φυσικού αερίου έρχεται να υπενθυμίσει σε κάθε παίκτη της περιοχής πόσο σημαντικό είναι να σέβεται το διεθνές δίκαιο προκειμένου να προωθήσει την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων.
3. Οι διπλωματικές εντάσεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας, από το επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά το 2010, ανάγκασαν το Ισραήλ να προωθήσει εναλλακτικές συνεργασίες στην περιοχή. Πράγματι, οι οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία παρέμειναν φυσιολογικές, αλλά στον αμυντικό τομέα το Ισραήλ ανέπτυξε δεσμούς με τη Ρωσία (στην αρένα της Συρίας), με τη Σαουδική Αραβία (ενάντια στην ιρανική απειλή), με την Αίγυπτο (στο μέτωπο της Γάζας και στον τομέα της ενέργειας) και με την Ελλάδα και την Κύπρο (στους τομείς της ενέργειας, του τουρισμού και της ασφάλειας).
Χάρη στη συνεργασία με την Αθήνα και τη Λευκωσία, το Ισραήλ απέκτησε ξαφνικά δύο φιλικές ψήφους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τώρα, στη νέα εποχή των «Συμφωνιών του Αβραάμ», το Ισραήλ εντάσσεται στο φυσικό του περιβάλλον. Αυτό το γεγονός υπενθυμίζει στο Ισραήλ ότι δεν έχει κανένα συμφέρον να ευθυγραμμιστεί με παίκτες της περιοχής που δεν σέβονται το διεθνές δίκαιο.
Όσον αφορά στο ερώτημα εάν θα επανέλθει στο Ισραήλ Τούρκος πρέσβης, η απάντηση είναι θετική. Αργά ή γρήγορα αυτό θα συμβεί, όπως συνέβη μεταξύ των ετών 2016-2018 κατά τη διάρκεια των οποίων, ο άξονας μεταξύ Ισραήλ, Ελλάδας και Κύπρου δεν επλήγη. Αντίθετα – ο άξονας αυτός ενισχύθηκε, επεκτάθηκε και δυνάμωσε ακόμη περισσότερο, επειδή προφανώς στην Ιερουσαλήμ εμπέδωσαν τα τρία συμπεράσματα που περιγράφονται ανωτέρω.
Δημοσίευση σχολίου