GuidePedia

0

H εκάστοτε διεθνή συνθήκη αντανακλά τους συσχετισμούς ισχύος των συμβαλλόμενων μερών και την πολιτική τους βούληση να την εφαρμόσουν.

Δρ. Διονύσης Τσιριγώτης* 

Οι δύο συμφωνίες για την οριοθέτηση της ελληνικής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) με την Ιταλία και την Αίγυπτο, επαναφέρουν στο προσκήνιο τις δύο σχολές σκέψεις που μονοπωλούν τη δημόσια συζήτηση για τα εθνικά θέματα.

Η πρώτη και επικρατέστερη στους θεσμούς διαμόρφωσης-εφαρμογής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής-διπλωματίας, συνίσταται στη χρήση του διαλόγου για τη διευθέτηση των διμερών διαφορών με τα γειτονικά κράτη (τρανό παράδειγμα η Συμφωνία των Πρεσπών) επικαλούμενη το γράμμα του διεθνούς δικαίου, για να καταδείξει το «εσφαλμένο δίλημμα» της δεύτερης, να θεωρεί ασύμφορη οποιαδήποτε συμφωνία με αντικείμενο διαπραγμάτευσης τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Παρά ταύτα, η δεύτερη σχολή σκέψης, παραμένοντας στις επάλξεις και εν μέσω εσωτερικών φυγόκεντρων κοσμοπολίτικων τάσεων προβολής εθνομηδενιστικών προταγμάτων, συνεπικουρούμενων από τις γεωστρατηγικές ανάγκες του πλανητικού ηγεμόνα (ΗΠΑ) να ικανοποιήσει τις αναθεωρητικές τουρκικές αξιώσεις, λειτουργεί ορθολογικά στη διάγνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Συνεκτιμώντας τις άμεσες απειλές, τα παράθυρα ευκαιριών και τη σύγκαιρη κατανομή ισχύος-συμφερόντων μεταξύ των γειτονικών κρατών, εκλαμβάνει ως άκαιρη και άσκοπη κάθε διαπραγμάτευση που γίνεται υπό καθεστώς πιέσεων χρόνου, εξωτερικών καταναγκασμών και ανισορροπιών ισχύος. Υπό αυτό το πρίσμα, το προκείμενο της συζήτησης για τα θετικά και τα αρνητικά της Ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ, συνίσταται στο εάν και σε ποιο βαθμό διασφαλίζονται τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Αφετηριακά μιλώντας, η επίκληση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας στο προοίμιο της Ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας έρχεται να νομιμοποιήσει την αυθαίρετη ερμηνεία του, προβαίνοντας στην τμηματική οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών κάτι το οποίο δεν προβλέπεται στο γράμμα του κειμένου.

Συνεπακόλουθα η απόφαση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να προχωρήσει σε τμηματική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο, δύναται να ιδωθεί ως μιας πράξη πολιτικής αναγκαιότητας, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει μια αντίστοιχη συμφωνία Τουρκίας-Αιγύπτου και παράλληλα να εμφυσήσει στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι είναι μια επιλογή του μικρότερου κακού, εφόσον προβλέπει (άρθρο 1, παρ. δ.), σε περίπτωση μελλοντικής οριοθέτησης της ΑΟΖ με άλλα ενδιαφερόμενα γειτονικά κράτη, την αναθεώρηση των γεωγραφικών συντεταγμένων με συμφωνία των δύο μερών.

Ωστόσο η πραγματικότητα είναι εντελώς αναντίστοιχη με την κυβερνητική ρητορεία. Δεν είναι μόνο ότι η οριοθέτηση παρεκκλίνει από την αρχή της μέσης γραμμής που δίνει πολύ μικρότερη έκταση ΑΟΖ στην Αίγυπτο, και υιοθετεί την αρχή της αναλογικότητας οδηγώντας σε μια συμφωνία με αναλογία 45%-55%, όπου «η Ελλάδα καρπούται το 45% της συνολικής διανεμηθείσας θαλάσσιας επιφάνειας και η Αίγυπτος το 55% της περιοχής που ορίζεται με τη συμφωνία για την οριοθέτηση ΑΟΖ». Αλλά κυρίως ότι αποτελεί συνειδητή ελληνική πολιτική επιλογή η οριοθέτηση να γίνει τμηματικά και να περιορισθεί μεταξύ του 26ο και 28ο μεσημβρινού αφήνοντας εκτός ολόκληρο το Σύμπλεγμα του Καστελόριζου, αποστερώντας τη δυνατότητα για μελλοντική ένωση των θαλασσίων ζωνών Αθήνας-Λευκωσίας, και ενισχύοντας την τουρκική επιχειρηματολογία περί μειωμένης ή καθόλου επήρειας των νησιών. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο τούρκος υπουργός εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου:

« Έτσι, όπως φαίνεται, έχουν γίνει υποχωρήσεις από τα κυριαρχικά δικαιώματα των νησιών και της Κρήτης κι αυτό ουσιαστικά ενισχύει τις θέσεις μας». «Η Συμφωνία της Ελλάδας με την Ιταλία, όπως κι αυτή (με την Αίγυπτο) ενισχύουν τις θέσεις μας πως τα νησιά δεν μπορούν να έχουν υφαλοκρηπίδα. Στο Ιόνιο δεν ξεκίνησαν την υφαλοκρηπίδα από τα νησιά».

Τοιουτοτρόπως η μείζονα αβελτηρία στις οριοθετήσεις των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών που έχει προβεί η Αθήνα, έγκειται στη μη προηγούμενη χάραξη ευθείων γραμμών βάσης «για τις έντονες εσοχές της φυσικής ακτογραμμής» και στο κλείσιμο των κόλπων πριν από την οποία οριοθέτηση, αφού δεν έχει ασκήσει ακόμη το αναφαίρετο κυριαρχικό της δικαίωμα για ανακήρυξη 12 ν.μ. αιγιαλίτιδας ζώνης.

Αντ’ αυτού και πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι από την υπογραφή της Συμφωνίας, εκκρεμούντος της επικύρωσής της από τα συμβαλλόμενα μέρη, ξεκίνησαν οι θριαμβολογίες περί ακύρωσης του Τουρκολιβυκού μνημονίου, ανάσχεσης του τουρκικού αναθεωρητισμού κατ’ εφαρμογή του δόγματος της γαλάζιας πατρίδας και «κοινής απάντησης στην τουρκική παραβατικότητα».

Στο σημείο αυτό και χωρίς να θέλουμε να αντιδικήσουμε, αλλά να επιχειρηματολογήσουμε, καλούμαστε να λάβουμε υπόψιν ότι η εκάστοτε διεθνή συνθήκη αντανακλά τους συσχετισμούς ισχύος των συμβαλλόμενων μερών και την πολιτική τους βούληση να την εφαρμόσουν. Κατά τούτο οφείλουμε να επιδείξουμε αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια για τα μελλοντικά της αποτελέσματα. Αρκεί να θυμίσουμε ότι ακριβώς έναν αιώνα πριν, με την υπογραφή της Συνθήκη των Σεβρών μεταξύ των νικητριών δυνάμεων του Α’ Π.Π. και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, (10 Αυγούστου 1920), δημιουργείτο η Μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, δικαιώνοντας την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου να συμπράξει με τις δυνάμεις της Ανταντ, καλούμενος ωστόσο από τις ίδιες, να επιβάλλει τους όρους της Συνθήκης στις εθνικιστικές δυνάμεις του Κεμάλ, ερειδόμενος στην αρχή της αυτοβοήθειας.

*Επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς

πηγή



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top