Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ*
Οι εξελίξεις, που ακολούθησαν την απόφαση της Τουρκικής κυβέρνησης να διευκολύνει-υποκινήσει τη μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών προς τον Έβρο και τα Ελληνικά σύνορα, επιβεβαιώνουν ότι η αναθέρμανση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο για τις Βρυξέλλες. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει κάποιος, αν διαβάσει τις ανακοινώσεις που ακολούθησαν τις συναντήσεις α) του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου C. Michel και του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας J. Borrell με τον Τούρκο Πρόεδρο R. Erdogan στις 4 Μαρτίου στην Άγκυρα, β) του C. Michel και της Πρόεδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής U. Leyen με τον R. Erdogan στις 9 Μαρτίου στις Βρυξέλλες, γ) της Συνόδου των ηγετών Τουρκίας-ΕΕ στις 9 Μαρτίου στις Βρυξέλες, δ) της τηλεδιάσκεψης ανάμεσα στον R. Erdogan, τη Γερμανίδα Καγκελάριο A. Merkel, το Γάλλο Πρόεδρο E. Macron και το Βρετανό Πρωθυπουργό B. Johnson στις 17 Μαρτίου και ε) τις απόψεις που εξέφρασαν ο J. Borrell και ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών H. Mass στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ στις 6 Μαρτίου.
Απ’ αυτές τις ανακοινώσεις-απόψεις μπορούν να κωδικοποιηθούν τα εξής: 1) Η Τουρκία εξακολουθεί να θεωρείται στρατηγικός εταίρος για την ΕΕ. 2) Η ΕΕ κατανοεί πως η Τουρκία επωμίζεται μεγάλο βάρος από τη «φιλοξενία» των Σύρων προσφύγων και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει βοήθεια από αυτή. 3) Η ΕΕ συμφωνεί με την Τουρκία στην ανάγκη να υπάρξει σταθερή ειρήνη, στην κυριαρχούμενη από τη φιλοτουρκική Συριακή αντιπολίτευση επαρχία της Ιντλίμπ. 4) Τουρκία και ΕΕ συμφωνούν στην πολιτική διευθέτηση της Συριακής κρίσης και στην ανάγκη αποτροπής μιας στρατιωτικής -υπέρ του Άσσαντ- λύσης. 5) Η Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας παραμένει το πλαίσιο για τη μεταξύ τους συνεργασία στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Μάλιστα ο J. Borrell μαζί με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών M. Çavuşoğlu, θα εργαστούν το επόμενο διάστημα για την αποσαφήνιση του τρόπου εφαρμογής της, διασφαλίζοντας ότι οι δύο πλευρές ερμηνεύουν τη Δήλωση με τον ίδιο τρόπο.
Παράλληλα, οι εξελίξεις επαληθεύουν ότι πρόθεση των Βρυξελλών είναι να διαπραγματευτούν με την Άγκυρα και ενδεχομένως να ενδώσουν σε κάποιες απαιτήσεις της, ώστε να αναθερμάνουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν οι αναφορές, που έγιναν στα πρόσφατα διπλωματικά γεγονότα, για την ανάγκη κατοχύρωσης ενός ευρύτερου «βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου πολιτικού διαλόγου» ΕΕ-Τουρκίας γύρω από τα γενικότερα ζητήματα που αφορούν τις Ευρωτουρκικές σχέσεις, δεδομένου ότι η ΕΕ δε ζητά κάτι νέο από την Τουρκία, αλλά την εφαρμογή όσων ίσχυαν στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού πριν από την έναρξη της κρίσης στον Έβρο. Επίσης αυτό καταδεικνύεται από τη θέση που εξέφρασε ο J. Borrell, ότι χρειάζεται να επιτευχθεί συνεργασία με την Άγκυρα στο ζήτημα των υδρογονανθράκων (Υ/Α).
Οι δύο παραπάνω τάσεις της πολιτικής της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία αποτυπώνονται με μεγαλύτερη σαφήνεια στο Ευρωτουρκικό «παζάρι» γύρω από τους όρους διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος. Η Κομισιόν αποδέχεται το αίτημα της Τουρκικής κυβέρνησης για πρόσθετη χρηματοδότηση, η οποία ενδέχεται να ξεπεράσει τα 2,8 δις ευρώ, ενώ ο E. Macron, αμέσως μετά την τηλεδιάσκεψη της 17ης Μαρτίου, ανακοίνωσε τη χορήγηση νέου πακέτου «βοήθειας» για τους πρόσφυγες που διαχειρίζεται η Τουρκία, ύψους 50 εκατ. ευρώ, τα μισά εκ των οποίων θα κατευθυνθούν στην Ιντλίμπ. Σύμφωνη με την οικονομική στήριξη της Τουρκίας φαίνεται είναι και η κ. Μέρκελ, με βάση δηλώσεις της που επίσης ακολούθησαν την τετραμερή τηλεδιάσκεψη. Μάλιστα, η Καγκελάριος προχώρησε ένα βήμα παραπάνω, αφήνοντας έμμεσα να εννοηθεί ότι είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει και στη σταθερή Τουρκική απαίτηση, η οποία αφορά στη διεύρυνση της Τελωνειακής Ένωσης της ΕΕ με την Τουρκία.
Η συγκεκριμένη στάση των αξιωματούχων της Ένωσης όσον αφορά την Άγκυρα συνδέεται με το στόχο της ΕΕ να λειτουργήσει αυτοδύναμα ως Παγκόσμια Δύναμη στο Διεθνές Ιμπεριαλιστικό Σύστημα (ΔΙΣ). Ο στόχος αυτός είναι κοινός για το Γαλλογερμανικό άξονα, το βασικό πυλώνα του Ενωσιακού οικοδομήματος, αν και το Παρίσι αποκλίνει σημαντικά από το Βερολίνο ως προς την τακτική που προτείνει να ακολουθηθεί για την υλοποίηση του. Εκφράζει τις φιλοδοξίες των αρχουσών-κεφαλαιοκρατικών τάξεων της Γαλλίας και της Γερμανίας να εξακολουθήσουν να «έχουν λόγο» στα παγκόσμια τεκταινόμενα, μέσω της στενότερης Γαλλογερμανικής συνεργασίας και της εδραίωσης της πρωτοκαθεδρίας της επιρροής της στην Ευρώπη, σε μία εποχή όπου αυξάνεται η Ρωσική επιρροή σε Αν. Ευρώπη-Βαλκάνια-Αν. Μεσόγειο-Μ. Ανατολή. Οι ΗΠΑ αναδιατάσσουν τους συντελεστές ισχύος τους και επαναξιολογούν τις προτεραιότητες τους στη Δυτική Ευρασία, η Αμερικανική διοίκηση επιχειρεί να αναδιαμορφώσει προς όφελος της τις συμμαχικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, ενώ η εξαιρετικά εύθραυστη και αναιμική καπιταλιστική ανάπτυξη των τελευταίων ετών δεν επιτρέπει να κλείσουν τα «ρήγματα» που προκάλεσε στη συνοχή της ΕΕ η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση των ετών 2008-2010.
Αυτά τα «ρήγματα» επιδεινώθηκαν με την εκδήλωση της πανδημίας του Covid-19, καθώς ο κίνδυνος για την εκδήλωση νέας οικονομικής κρίσης αυξήθηκε σημαντικά, ενώ τα κράτη της ΕΕ ωθούνται σε μονομερείς ενέργειες σχετικά με τον έλεγχο των συνόρων τους. Ως αποτέλεσμα εντείνονται οι διαμάχες γύρω από τη δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ, τη διαχείριση του υψηλού χρέους των «χωρών του νότου» (διαμάχη ΕΚΤ-Ιταλίας) και την κατεύθυνση και το μέγεθος που θα έχουν τα Ευρωπαϊκά κονδύλια. Ταυτόχρονα, πολλές κυβερνήσεις μέλη της ΕΕ, αποφασίζουν να κλείσουν τα μεταξύ τους σύνορα. Ως εκ τούτων, η προώθηση της στρατηγικής της ανέλιξης της ΕΕ σε αυτοδύναμη Παγκόσμια Δύναμη γίνεται περισσότερο επείγουσα για την ηγεσία της Ένωσης και το Γαλλογερμανικό άξονα, καθώς μόνο έτσι μπορεί να αντιστραφεί η τάση επιβράδυνσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης της Ένωσης.
Σε αυτά τα πλαίσια, οι καλές σχέσεις με την Τουρκία γίνονται αντιληπτές από την ηγεσία της ΕΕ, τη Γερμανία και σε μικρότερο βαθμό -αλλά και απ’ αυτή- από τη Γαλλία ως κρίκος για την υλοποίηση της Ενωσιακής στρατηγικής. Δεν είναι μόνο η μεγάλη αλληλεξάρτηση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας της ΕΕ και ιδιαίτερα της Γερμανίας, με αυτήν της Τουρκίας που την ωθεί προς αυτή την αντίληψη. Ούτε αυτή η ώθηση εξαντλείται στην εξάρτηση των Βρυξελλών από την Άγκυρα, όσον αφορά τον περιορισμό της ροής προσφύγων-μεταναστών στην ΕΕ, ζήτημα που από μόνο του παράγει σημαντικά αποτελέσματα υπέρ της Τουρκίας. Αντίστοιχα σημαντική δυναμική στις Ευρωτουρκικές σχέσεις προσδίδουν ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Τουρκία στην τροφοδοσία της ΕΕ με Ρωσικούς, αλλά και μη Ρωσικούς Υ/Α, όπως και η ικανότητα της Τουρκικής κυβέρνησης να επηρεάζει τους σημαντικούς Τουρκικούς και γενικότερα Ισλαμικούς πληθυσμούς που διαβιούν στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Ακόμη περισσότερο όμως, την αντίληψη της ΕΕ επηρεάζει το ενδεχόμενο αναβάθμισης της Ρωσοτουρκικής συνεργασίας σε βαθμό, όπου η Άγκυρα θα πάψει να λειτουργεί ανασχετικά προς την αύξηση της Ρωσικής επιρροής σε μία περιοχή, την οποία η Ένωση θεωρεί προνομιακό της χώρο. Σε αυτό το σημείο η θέση της ΕΕ συγκλίνει με αυτή των ΗΠΑ, καθώς ούτε αυτές αποδέχονται τη διερευνώμενη Ρωσική «παρουσία» στις «θερμές θάλασσες». Ως εκ τούτου, η διαδικασία επαναρρυμούλκησης της Τουρκίας στη Δύση μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους ψυχραμένους συμμάχους των δύο ακτών του βορείου Ατλαντικού Ωκεανού, ως μέσω για την ισχυροποίηση των δεσμών τους.
Στη βάση όλων των παραπάνω, η κριτική που ασκείται εκ μέρους αξιωματούχων της ΕΕ, της Γερμανίας και της Γαλλίας, προς την Άγκυρα, για την εργαλειοποίηση από μέρους της του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος και για τις ενέργειες της εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι και αυτή ενταγμένη στο Ευρωτουρκικό «παζάρι». Είναι αλήθεια ότι αν απομονώσουμε τις σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας, Γαλλίας-Τουρκίας και ΕΕ-Τουρκίας από το συνολικό πλέγμα των σύγχρονων διεθνών σχέσεων, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι προς το συμφέρον των Ευρωπαίων εταίρων μια πολύ ισχυρή και άρα περισσότερο ευέλικτη στο ΔΙΣ Τουρκία. Από εδώ απορρέει και η ορισμένη διάθεση τους να λειτουργήσουν ανασχετικά σε μια υπέρμετρη αύξηση της ισχύος της.
Ωστόσο, οι αντιλήψεις και η συμπεριφορά των Ευρωπαίων ηγετών έναντι της Άγκυρας, καθορίζεται από το συνολικό πλέγμα των διεθνών σχέσεων, ενώ πρώτιστης σημασίας ζήτημα γι’ αυτούς είναι η σχέση της Ένωσης με τις άλλες παγκόσμιες δυνάμεις. Συγκεκριμένα, η ικανότητα κυριαρχίας της Γαλλίας και της Γερμανίας στην ΕΕ αφορά στο συνολικό πλέγμα των Ευρωπαϊκών σχέσεων και πώς αυτό εξελίσσεται, ενώ η ανέλιξη της ΕΕ σε αυτοδύναμη Παγκόσμια Δύναμη επηρεάζεται πρωτίστως από τις σχέσεις της με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Η Τουρκία μπορεί να επηρεάσει την υλοποίηση των Γαλλογερμανικών σχεδιασμών στην ΕΕ αλλά και την υλοποίηση της Στρατηγικής της ΕΕ στο ΔΙΣ. Αυτό το γεγονός θέτει στενά όρια στην ανασχετική πολιτική των Ευρωπαίων ηγετών εναντίον της. Αντίθετα, λειτουργεί ως βάση για συνεννοήσεις μαζί της και άρα για ορισμένη υποχώρηση στις απαιτήσεις της.
Με δεδομένο ότι οι απαιτήσεις της Τουρκίας αφορούν σε πολύ μεγάλο βαθμό ζητήματα που σχετίζονται με τη Θράκη, το Αιγαίο, την Αν. Μεσόγειο και την Κύπρο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι Ευρωτουρκικές συνεννοήσεις λειτουργούν αρνητικά για τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου, ενώ μεταφέρουν πρόσθετο «βάρος» στην Ελλάδα όσον αφορά στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Ταυτόχρονα, ακριβώς επειδή οι συγκεκριμένες συνεννοήσεις είναι πολύ σημαντικές για το μέλλον της ΕΕ, δε μπορούν παρά να επιφέρουν την κλιμάκωση των πιέσεων της Ένωσης προς τη χώρα μας για υποχωρήσεις και μάλιστα σε μία περίοδο όπου η κατάσταση της Ελληνικής κεφαλαιοκρατικής οικονομίας περιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ της Ελληνικής διπλωματίας.
Σε αυτά τα πλαίσια, η αφοσίωση και ο ζήλος που επιδεικνύουν διαχρονικά οι Ελληνικές κυβερνήσεις στην προώθηση των σχεδιασμών της ΕΕ -όπως στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος, στην ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι και στον πόλεμο εναντίον του καθεστώτος Άσσαντ, αλλά και στην ανάσχεση της Ρωσικής και Ιρανικής επιρροής στην περιοχή, ζητήματα που τελικά ωφελούν την Τουρκία- με αποκορύφωμα το σχέδιο επαναρρυμούλκησης της Τουρκίας στη Δύση, εγκλωβίζουν τη χώρα ανάμεσα στις Τουρκικές διεκδικήσεις και τη διάθεση των Ευρωπαίων εταίρων για υποχωρήσεις και έτσι ανοίγουν την όρεξη της Άγκυρας για περισσότερες διεκδικήσεις. Τελικά, η Ελλάδα είναι αυτή που παγιδεύεται μεταξύ Τουρκικής “σφύρας” και Ευρωενωσιακής “άκμονος”.
*PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου