Η Ευρωζώνη βαδίζει προς την οριστική της διάλυση – λόγω του μερκαντιλισμού της Γερμανίας, της φιλογερμανικής πολιτικής της ΕΚΤ, των ασυμμετριών μεταξύ των κρατών, καθώς επίσης της μη επίτευξης ενός άριστου νομισματικού χώρου
«Ουσιαστικά διεξάγεται ένας άγριος, σιωπηλός οικονομικός πόλεμος μεταξύ των Εθνών της Ευρωζώνης – παραστατικά μέσα σε ένα δωμάτιο, κλεισμένο ερμητικά, από το οποίο είναι σχεδόν αδύνατον να διαφύγει κανείς σώος».Ανάλυση
Η πρόσφατη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γαλλίας δεν αποτελεί ένα ανώδυνο γεγονός, όπως θέλησε να το παρουσιάσει η κυβέρνηση της – με στόχο να καθησυχάσει τόσο τους Πολίτες της χώρας, όσο και τις αγορές.
Αντίθετα, αναδεικνύει το μέγεθος των προβλημάτων της Ευρωζώνης, η οποία ουσιαστικά δεν υποφέρει από μία απλή κρίση ιδιωτικού ή/και δημόσιου χρέους, αλλά από μία βαθιά κρίση ισοζυγίων εξωτερικών συναλλαγών και ανταγωνιστικότητας – η οποία είναι αδύνατον να καταπολεμηθεί, εάν δεν αλλάξουν ριζικά οι συνθήκες που επικρατούν, ενώ έχει προκληθεί κυρίως από την επεκτατική πολιτική που ακολουθεί η Γερμανία μετά το 2000 (μερκαντιλισμός).
Ειδικότερα, τα κράτη που εμφανίζουν αυξανόμενα ελλείμματα στα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών τους, είναι υποχρεωμένα να αντιδρούν υποτιμώντας τα νομίσματα τους – ή αναγκάζονται να το κάνουν, λόγω των πιέσεων που τους ασκούν οι κεφαλαιαγορές. Για παράδειγμα η Ιταλία, βιώνοντας την κρίση του 1992, αναγκάσθηκε από τις αγορές να υποτιμήσει το νόμισμα της κατά 20%, παρά το ότι η κυβέρνηση της ήταν αντίθετη – μία ενέργεια που επίλυσε τελικά το θεμελιώδες πρόβλημα της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της, η οποία την είχε οδηγήσει στην κρίση.
Εάν λοιπόν μία χώρα ζει πάνω από τα όρια των δυνατοτήτων της, εάν δηλαδή η ανταγωνιστικότητα της είναι μειωμένη, συγκριτικά με τους εμπορικούς εταίρους της (η ανταγωνιστικότητα είναι πάντοτε ένα συγκριτικό μέγεθος – ανάλυση), τότε η υποτίμηση του νομίσματος της είναι ακριβώς εκείνος ο τρόπος, για να διορθώσει σωστά το πρόβλημα – επανερχόμενη σε φυσιολογικές συνθήκες.
Φυσικά η υποτίμηση, ως ένα εργαλείο της αύξησης της ανταγωνιστικότητας με μία καθαρά μηχανική έννοια,μπορεί να αντικατασταθεί από τον περιορισμό των μισθών – από τη γνωστή μας «εσωτερική υποτίμηση». Εν τούτοις, η μείωση των μισθών έχει καταστροφικά επακόλουθα για την οικονομία, σε σύγκριση με την υποτίμηση του νομίσματος – επειδή η ζήτηση/κατανάλωση συρρικνώνεται, ακολουθούμενη από τη μείωση των επενδύσεων, το κλείσιμο επιχειρήσεων, την ανεργία, τον περιορισμό των εσόδων του δημοσίου κοκ.
Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που ήταν και συνεχίζει να είναι αδύνατον να επιλυθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα εντός της Ευρωζώνης, λόγω δηλαδή της αδυναμίας υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων, αφού έχουν πάψει πια να υπάρχουν – παρά το ότι η ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας είναι υποχρεωτική, για να επανέλθει η νομισματική ένωση σε φυσιολογικές συνθήκες.
Η παράλληλη αιτία είναι το ότι, όλες οι επιχειρήσεις των διαφόρων κρατών χάνουν συνεχώς μερίδια αγοράς από τις γερμανικές, λόγω κυρίως του μισθολογικού dumping που έχουν υιοθετήσει – όπου μία χώρα, οι επιχειρήσεις της οποίας χάνουν διαρκώς μερίδια αγοράς, αργά ή γρήγορα δεν μπορεί να πληρώσει τις εισαγωγές της και χρεοκοπεί.
Ως εκ τούτου, κάποια στιγμή οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης θα αδιαφορήσουν εντελώς για το ότι, η μετάβαση σε ένα καινούργιο σύστημα είναι εξαιρετικά δύσκολη και οδυνηρή, επειδή δεν έχουν στη διάθεση τους ένα λειτουργικό εθνικό νομισματικό σύστημα. Με απλά λόγια, όταν υπερβούν τα όρια, αδυνατώντας πλέον να επιβιώσουν εντός του ευρώ, οτιδήποτε άλλο θα είναι καλύτερο από το παλαιό σύστημα – το οποίο παραλύει σταδιακά ολόκληρη την Ευρώπη.
Η ελλειμματική ανταγωνιστικότητα
Περαιτέρω, δεν είναι πολλοί αυτοί που συνειδητοποιούν πως η ασθένεια της ελλειμματικής ανταγωνιστικότητας είναι εξτρεμιστικά βαριά και θανατηφόρα – ενώ είναι αδύνατον να θεραπευθεί με κάποιου είδους μικρές ενταξιακές προόδους η με άλλα «εικονικά φάρμακα».
Ακόμη περισσότερο, η πολιτική του μερκαντιλισμού που εφαρμόζει η Γερμανία, θα στραγγαλίσει κυριολεκτικά όλους τους εταίρους της εντός της Ευρωζώνης, τον έναν μετά τον άλλο – ενώ τα μεγαλύτερα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς που ανακοινώνουν χώρες που είναι σε θέση να τα επιβάλλουν, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, επιδεινώνουν τις οικονομίες τους αντί να τις καλυτερεύουν.
Συνεχίζοντας, σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, οι χώρες που υιοθέτησαν το ευρώ έχουν χάσει επί πλέον τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν τις οικονομικές κρίσεις με άλλα, εθνικά κυρίαρχα μέσα – όπως, για παράδειγμα, με δημοσιονομικά (μείωση των φόρων, αύξηση των δημοσίων δαπανών κλπ.).
Η αιτία είναι το ότι, η νομισματική ένωση έχει θεσπίσει κανόνες για τα ελλείμματα των προϋπολογισμών, ενώδεν επιτρέπει τη συμμετοχή της ΕΚΤ, της μοναδικής κεντρικής τράπεζας όλων, στην επίλυση της κρίσης που αντιμετωπίζουν οι επί μέρους χώρες – όπως στη χρηματοδότηση αναπτυξιακών προγραμμάτων που αποφασίζει κάποια κυβέρνηση.
Η φιλογερμανική στάση της ΕΚΤ
Εκτός αυτού, η ΕΚΤ προσαρμόζει τη νομισματική της πολιτική κυρίως στις ανάγκες των ισχυρότερων κρατών της Ευρωζώνης – όπως διαπιστώνεται από μία πρόσφατη μελέτη δύο οικονομολόγων (πηγή), οι οποίοι ερεύνησαν την πολιτική των επιτοκίων της με αφετηρία το 1999, όπου ξεκίνησε η εποχή του ευρώ.
Η μελέτη αυτή επικεντρώθηκε στα έντεκα αρχικά μέλη της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβάνοντας την Ελλάδα από το 2001, ενώ στηρίχθηκε στον απλό κανόνα του Taylor – σύμφωνα με τον οποίο τα ορθολογικά βασικά επιτόκια μίας κεντρικής τράπεζας (Federal Funds Rate), είναι το αποτέλεσμα της παρακάτω εξίσωσης:
Περαιτέρω, από το αποτέλεσμα της εξίσωσης συμπεραίνει κανείς πόσο περίπου πρέπει να είναι το βασικό επιτόκιο μίας κεντρικής τράπεζας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον υφιστάμενο πληθωρισμό, καθώς επίσης το επίπεδο απασχόλησης – αντίστοιχα, την απόκλιση τους από το στόχο. Με βάση λοιπόν τον κανόνα, οι δύο οικονομολόγοι οδηγήθηκαν στο παρακάτω γράφημα:
Η γκρίζα επιφάνεια (αριστερή στήλη) στο γράφημα απεικονίζει το πλάτος των βασικών επιτοκίων μεταξύ των δώδεκα κρατών της Ευρωζώνης – ενώ η πορτοκαλί καμπύλη το επιτόκιο που καθόριζε η ΕΚΤ για όλες μαζί τις χώρες (αριστερή στήλη).
Αναλυτικότερα, μετά το 2000 ορισμένες χώρες, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, βίωσαν μία άνοδο άνευ προηγουμένου – όπου, για παράδειγμα, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ιρλανδίας ήταν της τάξης του 10% ετησίως.
Εάν λοιπόν αυτά τα κράτη είχαν μία δική τους κεντρική τράπεζα, το βασικό τους επιτόκιο θα έπρεπε να υπερβαίνει το 10%, όπως φαίνεται από το επάνω μέρος της γκρίζας επιφάνειας – ενώ σε άλλες χώρες τότε, ειδικά στη Γερμανία και στη Γαλλία, οι οποίες απειλούνταν να βυθιστούν στην ύφεση μεταξύ των ετών 2000 και 2003, τα βασικά επιτόκια όφειλαν να είναι πολύ χαμηλότερα (κάτω μέρος της γκρίζας επιφάνειας).
Όπως διαπιστώνεται τώρα από την πορτοκαλί καμπύλη, μεταξύ των ετών 2000 και 2007 η ΕΚΤ καθόριζε τα βασικά της επιτόκια προς το κάτω μέρος της γκρίζας επιφάνειας – με κριτήριο τον αδύναμο ρυθμό ανάπτυξης της Γερμανίας δηλαδή, αδιαφορώντας ουσιαστικά για όλες τις υπόλοιπες χώρες (ανάλυση), οι οποίες ως εκ τούτου βυθίστηκαν στην κρίση χρέους το 2009, με υπαιτιότητα της ΕΚΤ.
Στη συνέχεια, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/09, η εικόνα άλλαξε δραματικά – αφού σε χώρες όπως η Ισπανία έσπασε η φούσκα των ακινήτων (η οποία δεν θα είχε δημιουργηθεί, εάν τα επιτόκια της ΕΚΤ ήταν προσαρμοσμένα σε αυτήν), με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί στην Ισπανία η ανεργία στα ύψη, καθώς επίσης να βυθιστεί στην ύφεση. Χρειαζόταν επομένως αρνητικά βασικά επιτόκια της τάξης του -10%, όπως διαπιστώνεται από το κάτω μέρος της γκρίζας επιφάνειας ενώ, αντίθετα, η Γερμανία σχεδόν 5% (επάνω μέρος).
Λίγο αργότερα, η Ισπανία χρειαζόταν ένα βασικό επιτόκιο στο -7% ενώ η Γερμανία 3% – όπου ξανά η ΕΚΤ στάθηκε στην πλευρά της Γερμανίας, με κριτήριο την πορτοκαλί καμπύλη (η Ελλάδα σήμερα, έχοντας ύφεση -2%, χρειάζεται αρνητικά επιτόκια κάτω από αυτό το ποσοστό – διαφορετικά δεν πρόκειται να ξεφύγει ποτέ από την κρίση).
Οι λοιπές δυσκολίες μίας κοινής νομισματικής πολιτικής
Ανεξάρτητα τώρα από τη φιλογερμανική στάση της ΕΚΤ, όταν οι διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης είναι τόσο μεγάλες, είναι αδύνατη η δρομολόγηση μίας κοινής ορθολογικής νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας.
Επομένως, είτε θα είναι υπέρ κάποιων και εναντίον των υπολοίπων, είτε το αντίθετο – ενώ όλοι περιμένουν με ενδιαφέρον τη στάση της ΕΚΤ, όταν η Γερμανία θα έλθει αυτή τη φορά αντιμέτωπη με το σπάσιμο της φούσκας των ακινήτων που τείνει να δημιουργηθεί.
Το δίλημμα της ΕΚΤ φαίνεται επίσης από το πλάτος των ποσοστών ανεργίας στις διάφορες χώρες, ως ένδειξη για τον καθορισμό του «παραγωγικού κενού» στην εξίσωση του Taylor – αντίστοιχα, στην ανεπαρκή αξιοποίηση των συντελεστών παραγωγής. Οι διαφορές εδώ είναι τεράστιες, συγκριτικά με τις Η.Π.Α. (γράφημα) – γεγονός που αποδεικνύει πως η ΕΚΤ είναι πολύ πιο δύσκολο να καθορίσει μία σωστή νομισματική πολιτική, συγκριτικά με τη Fed.
Στο παραπάνω γράφημα, η μπλε επιφάνεια αφορά την απόσταση (πλάτος) της ανεργίας στις διάφορες χώρες της Ευρωζώνης – η οποία, μετά το 1999 υπερέβαινε συχνά το 10% από το ένα κράτος στο άλλο, ενώ σήμερα υπερβαίνει το 20% (27% στην Ελλάδα, 6% στη Γερμανία κατά μέσον όρο – 4,5% στην Αυστρία, 25% στην Ισπανία).
Η πορτοκαλί επιφάνεια αφορά τις Η.Π.Α., στις οκτώ περιοχές των οποίων η απόσταση είναι της τάξης του 5% (10,2% στη δυτική ακτή, 5,9% στην περιφέρεια). Η βασική αιτία είναι φυσικά η μετακίνηση των εργαζομένων από τις περιοχές χαμηλής ανάπτυξης στις άλλες, η οποία στις Η.Π.Α. είναι πολύ πιο συχνή, συγκριτικά με την Ευρωζώνη – γεγονός που επιβεβαιώνει πως η Ευρωζώνη απέχει πολύ από το να είναι ένας άριστος νομισματικός χώρος, χωρίς την ύπαρξη του οποίου ένα κοινό νόμισμα είναι καταδικασμένο να αποτύχει.
Επίλογος
Ουσιαστικά διεξάγεται ένας άγριος, σιωπηλός οικονομικός πόλεμος μεταξύ των Εθνών της Ευρωζώνης –παραστατικά μέσα σε ένα δωμάτιο, κλεισμένο ερμητικά, από το οποίο είναι σχεδόν αδύνατον να διαφύγει κανείς σώος.
Ο πόλεμος αυτός έχει ουσιαστικά ξεκινήσει από την ίδρυση της νομισματικής ένωσης, εκ μέρους της Γερμανίας –η οποία εγκαινίασε την πολιτική του μερκαντιλισμού με την «Ατζέντα 2010» που ψηφίσθηκε το 2000, από την τότε κυβέρνηση συνεργασίας των σοσιαλδημοκρατών με την αριστερά (Πρασινοκόκκινος συνασπισμός).
Η Γερμανία είναι μέχρι στιγμής ο νικητής των μαχών, αφενός μεν με τη βοήθεια της ΕΚΤ (άρθρο), αφετέρου λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης – η οποία ξέσπασε όταν είχε πλέον λύσει τα προβλήματα της εξαγωγικά, εις βάρος των εταίρων της.
Σε καμία περίπτωση λοιπόν επειδή είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά ή διαθέτει κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες – αλλά λόγω του ότι εφάρμοσε μία ιδιοτελέστατη στρατηγική, αδιαφορώντας πλήρως για τις ζημίες που προκαλούσε και συνεχίζει να προκαλεί στις άλλες χώρες, καθώς επίσης στο κοινό νόμισμα.
Ο πόλεμος αυτός, πρώτο μεγάλο θύμα του οποίου είναι η Ελλάδα, δεν έχει φυσικά ακόμη τελειώσει – αφού προβλέπεται πως θα υπερισχύσουν κάθε είδους εθνικιστικά κόμματα σε άλλες χώρες, τα οποία θα επιδιώξουν την έξοδο των κρατών τους από την Ευρωζώνη.
Όταν συμβεί κάτι τέτοιο, ειδικά εάν κάποια μεγάλη χώρα ξεκινήσει τη διαδικασία, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, η Ευρωζώνη θα διαλυθεί ανεξέλεγκτα – ας ελπίσουμε ειρηνικά. Αμέσως μετά θα φανούν οι πραγματικοί νικητές και οι ηττημένοι του πολέμου – αν και, κατά τη δική μας άποψη, δεν θα υπάρχουν καθόλου νικητές.
Analyst Team
πηγή
Δημοσίευση σχολίου