OPEN EUROPE
του Raoul Ruparel
Παρά κάποια δημοσιεύματα τις τελευταίες ημέρες για μια πιο θετική ατμόσφαιρα και πρόοδο στις διαπραγματεύσεις μετά από τον ανασχηματισμό των αξιωματούχων που ηγούνται της ελληνικής ομάδας, πριν από δύο ημέρες είδαμε τη διαρροή ενός εγγράφου που μπορεί να αυξήσει και πάλι τις εχθροπραξίες.
Το έγγραφο (μεταφρασμένο πλήρως εδώ), υποστηρίζει:
Οι σοβαρές διαφωνίες και αντιθέσεις μεταξύ του ΔΝΤ και της ΕΕ δημιουργούν εμπόδια στις διαπραγματεύσεις, καθώς και μεγάλους κινδύνους.
Προχωράει ακόμη περισσότερο και επισημαίνει ότι το ΔΝΤ έχει κόκκινες γραμμές στις συντάξεις και στις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, ενώ η ευρωζώνη αρνείται να μετακινηθεί από την επιμονή της για ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα και έχει κατηγορηματικά αποκλείσει οποιαδήποτε απομείωση χρέους. Σύμφωνα με το έγγραφο, αυτό έχει δημιουργήσει “κόκκινες γραμμές παντού”. Πολυάριθμα δημοσιεύματα επικαλούνται ανώνυμο αξιωματούχο να δηλώνει, “σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός”.
Όλα αυτά είναι παιχνίδια πολιτικής ή η ελληνική κυβέρνηση έχει δίκιο;
Το πρώτο σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι όντως φαίνεται να πρόκειται για μια προσπάθεια να αποσπαστεί η προσοχή μακριά από τις αποτυχίες της ελληνικής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις, και να εστιαστεί στους πιστωτές. Επιπλέον, ταιριάζει με την προσέγγιση της ελληνικής κυβέρνησης που μιλάει σκληρά, ενώ παράλληλα παρέχει κάποιες ουσιαστικές παραχωρήσεις. Αυτό τους επιτρέπει να σώζουν το προφίλ τους στο εσωτερικό. Τα παιχνίδια πολιτικής τότε φαίνονται σίγουρα μέρος αυτής της προσέγγισης.
Ενώ συχνά δεν συμφωνούμε με τον ΣΥΡΙΖΑ, έχουν ένα δίκιο εδώ. Αλλά δεν είναι κάτι καινούριο.
Το ΔΝΤ και η ευρωζώνη διαφωνούν εδώ και καιρό για το πώς θα διαχειριστούν την κρίση στην Ελλάδα και η διαφωνία έχει από καιρό επικεντρωθεί στην ανάγκη για ελάφρυνση χρέους και στο να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Πίσω τον Οκτώβριο του 2011, μπορεί κανείς να βρει σαφείς ενδείξεις διαφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών σε μια Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους, όπου το ΔΝΤ δήλωσε πως εξετάζεται μια βαθύτερη απομείωση χρέους, αλλά σημείωσε ότι η ΕΚΤ διαφώνησε με την προσέγγιση (η ίδια προσέγγιση επισημάνθηκε σε μια ανάλυση τον Φεβρουάριο του 2012). Αυτό εξηγείται από την εκ των υστέρων αξιολόγηση του πρώτου ελληνικού προγράμματος από το ΔΝΤ, στην οποία επισημαίνεται:
Ωστόσο στην Ελλάδα, στις παραμονές του προγράμματος, οι αρχές απέρριψαν την αναδιάρθρωση του χρέους ως “κόκκινη” γραμμή που ήταν πάνω στο τραπέζι για την ελληνική κυβέρνηση και δεν είχε προταθεί από το Ταμείο. Στην πραγματικότητα, η αναδιάρθρωση χρέους είχε εξεταστεί από τις πλευρές της διαπραγμάτευσης, αλλά είχε αποκλειστεί από την ευρωζώνη.
Πράγματι, η υπόθεση εργασίας για το ΔΝΤ από το τέλος του 2012, ήταν ότι η Ελλάδα θα δεχθεί περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους για να φέρει το επίπεδο χρέους της “σημαντικά χαμηλότερα” του 110% του ΑΕΠ το 2020, από μια αρχική πρόβλεψη για περίπου 124%. Προφανώς, αυτή η διαφωνία σιγοβράζει κάτω από την επιφάνεια σε όλη τη διάρκεια της κρίσης της Ελλάδας, και πάντα επρόκειτο να βγει στην επιφάνεια σε κάποιο σημείο.
Στο τέλος, το ελληνικό έγγραφο και αυτές οι συζητήσεις συγχέουν δύο διαφορετικές διαπραγματεύσεις. Η ευρωζώνη έχει επανειλημμένως προσπαθήσει να διαχωρίσει τις βραχυπρόθεσμες διαπραγματεύσεις -οι οποίες εστιάζουν στην ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και στην εκταμίευση της τελικής δόσης των 7,2 δισ. ευρω- από τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις -οι οποίες επικεντρώνονται στο πώς η Ελλάδα θα χρηματοδοτηθεί μετά από τον Ιούνιο και εάν το χρέος είναι βιώσιμο.
Θεωρητικά, τα ερωτήματα της ελάφρυνσης του χρέους και της βιωσιμότητας, είναι μακροπρόθεσμα και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στις διαπραγματεύσεις γύρω από την μετά το πρόγραμμα συμφωνία, τον Ιούνιο. Πάντα τότε ήταν πιθανό να έρθουν οι διαφωνίες στο προσκήνιο. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις είναι πράγματα τα οποία πρέπει να γίνουν με βάση το υφιστάμενο πρόγραμμα, όπως είναι και ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα, και ως εκ τούτου θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στις βραχυπρόθεσμες διαπραγματεύσεις και να ολοκληρωθούν από την κυβέρνηση αμέσως.
Αυτό τώρα περιπλέκεται περισσότερο από το ΔΝΤ που υπενθυμίζει σε όλους ότι δεν μπορεί να απελευθερώσει κεφάλαια βραχυπρόθεσμα αν δεν διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους (αυτό είναι ένα τεχνικό σημείο και η έγκριση δεν μπορεί να δοθεί μέχρι να διευθετηθεί). Αυτό καθιστά τα δύο ζητήματα δύσκολο να διαχωριστούν. Για άλλη μία φορά αυτή η διαδικασία έχει προηγουμένως προκαλέσει την αποκάλυψη της έντασης. Όπως ωστόσο παρατηρούμε πιο πάνω, το ΔΝΤ έχει κατορθώσει να το σπρώξει προς την μία πλευρά, με την ευρωζώνη να εγγυάται την ελάφρυνση του χρέους και την διεκδικεί μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, της τάξης του 3,5%-4% (είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι αυτό δεν ήταν ποτέ ένας στόχος ή μια συμφωνία από τη στιγμή που ήταν στην προ-διάσωσης περίοδο αλλά βασικά επρόκειτο για μια εκτίμηση/υπόθεση για να αποδώσει η βιωσιμότητα του χρέους και υπόκεινται σε μεγάλη αβεβαιότητα).
Για την ώρα, στη συνέχεια αυτές οι διαφωνίες είναι πιθανό να απορριφθούν. Θεωρούνται ως μέρος των μακροπρόθεσμων διαπραγματεύσεων και το ΔΝΤ έχει επιδείξει αρκετή ευελιξία (για καλό ή για κακό) να τις κρατήσει εκεί. Αλλά όπως έχουμε προειδοποιήσει στο παρελθόν, τα ερωτήματα σχετικά με το πώς θα χρηματοδοτηθεί η Ελλάδα και θα καταστήσει το χρέος της βιώσιμο, είναι πάντα πιθανό να επανέρχονται. Το γεγονός ότι το ΔΝΤ και η ευρωζώνη έχουν βαθιές διαφωνίες για αυτό το ζήτημα, αναδεικνύει πόσο δύσκολες θα είναι οι διαπραγματεύσεις του Ιουνίου, εάν και όταν η ευρωζώνη τελικά φτάσει εκεί.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου