EUROPEAN COUNCIL ON FOREIGN RELATION
του Γιώργου Τζογόπουλου
Μαζί με τις οικονομικές πολιτικές, οι τακτικές εξωτερικής πολιτικής της νέας ελληνικής κυβέρνησης έχουν επίσης προσελκύσει την προσοχή. Η φερόμενη επαναπροσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας έχει προκαλέσει συναγερμό τόσο στου ευρωπαϊκούς όσο και στους αμερικανικούς κύκλους εξωτερικής πολιτικής: ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Wolfgang Schaeuble, για παράδειγμα, δήλωσε σε συνέντευξή του στο reuters τον Φεβρουάριο του 2015 ότι στο Βερολίνο “δεν αρέσει” αυτή η εξέλιξη. Αρχικά, η ελληνική κυβέρνηση φαινόταν ότι είναι έτοιμη να μπλοκάρει τις νέες κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναντίον της Ρωσίας. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Αντιθέτως, η χώρα έμεινε στην γραμμή των Βρυξελλών. Μετά από ένα έκτακτο συμβούλιο εξωτερικών υποθέσεων για την Ουκρανία στις 29 Ιανουαρίου, η ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ Federica Mogherini, υπογράμμισε την εποικοδομητική στάση που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση για την σφυρηλάτηση της ενότητας της ΕΕ.
Ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, θεωρεί ότι η Ελλάδα υπήρξε θύμα κακής ερμηνείας από τα ΜΜΕ. Θεωρεί ότι η ΕΛλάδα μπορεί να δεχθεί τις κυρώσεις μόνο εάν δεν οδηγούν σε αποσταθεροποίηση. Επιπλέον, η χώρα έχει δικαίωμα να παρουσιάσει τις δικές της απόψεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να διαπραγματευτεί με τους εταίρους της. Έτσι, είναι βολικό για την ελληνική κυβέρνηση ότι η Ευρώπη αυτή τη στιγμή δεν έχει μεγάλη διάθεση για περισσότερες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, διότι αυτό σημαίνει ότι οι κρίσιμες αποφάσεις μπορούν να αναβληθούν για αργότερα. Η στιγμή της αλήθειας δεν έχει φθάσει ακόμη. Η Αθήνα θεωρεί ότι η Μόσχα είναι απλώς μέρος του προβλήματος, όχι όλο το πρόβλημα, και η Ελλάδα είναι παραδοσιακά επιφυλακτική για την αποτελεσματικότητα των πολιτικών που στηρίζονται σε κυρώσεις. Ωστόσο, αναμένει επίσης από την Ρωσία να σεβαστεί τη συμφωνία Μινσκ ΙΙ.
Για το μέλλον, ο Ν. Κοτζιάς δεν αποκλείει την πιθανότητα η Ελλάδα να ασκήσει βέτο σε νέες κυρώσεις. Εξηγεί ότι οι κυρώσεις θα μπορούσαν να έχουν οικονομικές συνέπειες για την Ελλάδα, ιδιαίτερα για τον αγροτικό κλάδο της χώρας. Επισημαίνει ότι διαφορετικές χώρες στην ΕΕ έχουν διαφορετικά συμφέροντα: η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που πλήττονται εξαιτίας των κυρώσεων, ενώ άλλες μπορούν να αντέξουν οικονομικά να είναι σχετικά αδιάφοροι για την πολιτική κυρώσεων, από τη στιγμή που δεν έχουν ιδιαίτερες οικονομικές σχέσεις με την Μόσχα. Η επίσημη ελληνική θέση είναι ότι απαιτείται μια λύση win-win. Ως εκ τούτου, η Αθήνα θα μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά της και να επιβάλλει ένα βέτο εάν αυτή η προσέγγισή της δεν ληφθεί υπόψη.
Η πιο ευαίσθητη πτυχή της ελληνικής στάσης αναφορικά με ένα νέο γύρο κυρώσεων ωστόσο, δεν συνδέεται με την πιθανή απειλή στην ενότητα της ΕΕ αλλά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Μπορεί η χώρα να αναπτύξει ένα επαναστατικό εργαλείο στην διπλωματία της, προσεγγίζοντας τη Ρωσία και κρατώντας αποστάσεις από τον ευρώ-ατλαντικό προσανατολισμό; Υπάρχει έντονη συζήτηση σχετικά με το θέμα. Ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Zbigniew Brzezinski, για παράδειγμα, προειδοποιεί ότι μια φιλική προς την Μόσχα Ελλάδα, θα μπορούσε να “παγώσει” την ικανότητα της ευρωατλαντικής συμμαχίας να αντιδρά στην ρωσική επιθετικότητα. Η σπέκουλα τροφοδοτήθηκε περαιτέρω, από την προθυμία του Κρεμλίνου να εξετάσει ένα υποθετικό αίτημα της Ελλάδας για διμερή οικονομική βοήθεια καθώς και από το γεγονός ότι συνεχίζονται οι διμερείς συναντήσεις μεταξύ αξιωματούχων των δύο χωρών. Στην πιο αξιοσημείωτη περίπτωση, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, συναντά τον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin στη Μόσχα στις 8 Απριλίου, ένα μήνα νωρίτερα από ό,τι είχε αρχικά προγραμματιστεί.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί απλώς να ασκήσει πιέσεις στους Ευρωπαίους εταίρους για να απελευθερώσουν την τελευταία δόση του τρέχοντος προγράμματος στήριξης. Φυσικά, ο Ν. Κοτζιάς απορρίπτει αυτή την άποψη, αν και είναι συζητήσιμο το κατά πόσο ακριβής είναι αυτή η απόρριψή του. Σε τελική ανάλυση, θα υπάρξουν κάποια όρια σε οποιαδήποτε ελληνό-ρωσική προσέγγιση και στην ικανότητα της Μόσχας να παράσχει οικονομική βοήθεια στην Αθήνα. Πρώτον, η Ρωσία αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία μειώνουν την ρευστότητά της και την ικανότητά της να παράσχει οικονομική βοήθεια. Δεύτερον, η εμπειρία από την κρίση στην Κύπρο, υποδηλώνει ότι η Μόσχα είναι απίθανο να προσφέρει κεφάλαια υπό αμοιβαία αποδεκτούς όρους. Και τρίτον, η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη να εγκαταλείψει το δόγμα εξωτερικής της πολιτικής, το οποίο είναι στενά ευθυγραμμισμένο με εκείνο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Συνολικά, υπό την σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μια βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας μπορεί να αναμένεται. Αλλά μονομερείς ενέργειες ή αλλαγές παραδοσιακών στρατηγικών, είναι απίθανο να συμβούν. Αυτό το δόγμα επίσης θα διαμορφώσει την τελική απόφαση της Αθήνας για τις μελλοντικές κυρώσεις στο πλαίσιο της ουκρανικής κρίσης.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου